Τρίτη, 20 Αυγούστου, 2024

Οι αρχαίες πόλεις του Σελίνου

Ένας τεράστιος αρχαιολογικός πλούτος ´περιμένει´ για αιώνες να έρθει στο φως στην περιοχή της πρώην επαρχίας Σελίνου, όπου άκμασαν πολλές και σημαντικές αρχαίες πόλεις, με σημαντικότερες την Υρτακίνα, την Έλυρο, τη Λισό και τη Συία.
Οι ´διαδρομές´ παρουσιάζουν σήμερα τις αρχαίες πόλεις της περιοχής, τα σημαντικότερα ευρήματα μέχρι στιγμής και τις όποιες ανασκαφικές προσπάθειες έγιναν κατά το παρελθόν, χάρη στην αμέριστη βοήθεια δύο αρχαιολόγων της ΚΕ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων: της κυρίας Κατερίνας Τζανακάκη, υπεύθυνης για τους αρχαιολογικούς χώρους της Υρτακίνας και της Λισού και της κυρίας Αγγελικής Τσίγκου, υπεύθυνης για τους αρχαιολογικούς χώρους της Ελύρου και της Συίας Αγγελική Τσίγκου, οι οποίες πέραν από τις πληροφορίες προσέφεραν και το φωτογραφικό υλικό, που προέρχεται από το Αρχείο της Υπηρεσίας τους. Αναλυτικότερα:

Υρτακίνα
Η  Υρτακίνα ήταν μία από τις σπουδαιότερες αρχαίες πόλεις της ορεινής ενδοχώρας του νοτιοδυτικού τμήματος της Κρήτης. Ο αρχαίος γεωγράφος Σκύλαξ (5ος αιώνας π.Χ.) αναφέρει ότι η πόλη βρίσκεται στον νότο και ο Πτολεμαίος (2ος αιώνας μ.Χ.) την τοποθετεί ανάμεσα στις μεσογειακές πόλεις της Κρήτης.
Η ίδρυση της πόλης ή τουλάχιστον η αρχική εγκατάσταση εκεί, τοποθετείται στην Πρώιμη εποχή του Σιδήρου ωστόσο εμφανίζεται πιο δυναμική στον 4ο αιώνα π.Χ., εποχή κατά την οποία κόβει το δικό της νόμισμα με την απεικόνιση κεφαλής αιγάγρου στον εμπροσθότυπο και μέλισσας στον οπισθότυπο. Την ίδια περίοδο μετέχει στην «Ομοσπονδία ή Κοινό των Ορείων». Πρόκειται για ένα σημαντικό πολιτικοοικονομικό συνασπισμό αυτόνομων πόλεων, αποτελούμενο από τις πόλεις Υρτακίνα, Έλυρο και Τάρρα και τα πολίσματα – λιμάνια Λισό της Υρτακίνας, Συία της Ελύρου, και το Ποικιλάσιο. Η έδρα του Κοινού ήταν στη Λισό γεγονός που πιστοποιείται από την ειδική κοπή χρυσού νομίσματος.
Τα ορατά αρχιτεκτονικά λείψανα αλλά και τα μέχρι τώρα τυχαία ευρήματα, δείχνουν ότι η ζωή στην πόλη πρέπει να είχε σταματήσει κατά την περίοδο της ρωμαιοκρατίας.
Η οχυρωμένη ακρόπολη, εκτείνεται στην κορυφή του απόκρημνου λόφου με τη σημερινή ονομασία Καστρί, νότια του χωριού Τεμένια. Το ισχυρό τείχος, κατασκευασμένο από εργασμένους και ημίεργους ογκόλιθους, που σε ορισμένα τμήματα διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση, συμπληρωνόταν από τους απότομους βράχους στα αντίστοιχα, όπου μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως φυσική προστασία. Η αυστηρή φυσιογνωμία του χώρου δίνει ακόμα και σήμερα τον χαρακτήρα και την αίσθηση μιας πραγματικά δωρικής πόλης.
Η κύρια είσοδος της πόλης ήταν στη νότια πλευρά. Σε αυτό το πρανές του λόφου εκτείνεται το νεκροταφείο της πόλης, από το οποίο έχουν εντοπιστεί και ορισμένοι τάφοι, λαξευτοί θαλαμωτοί ή κιβωτιόσχημοι, συλημένοι στο παρελθόν.
Αλλη είσοδος υπάρχει στα βόρεια ενώ μία ακόμα βρίσκεται στη νοτιοδυτική πλευρά της οχύρωσης και ήταν αυτή που εξυπηρετούσε την επικοινωνία της με τη Λισό. Τμήματα του οδικού δικτύου αλλά και μικρές αγροικίες και κατά τόπους φυλάκια, έχουν εντοπιστεί στο πεδινό τμήμα μεταξύ των δύο πόλεων.
Στην εντός των τειχών περιοχή, κοντά στην κύρια είσοδο αλλά και σε άλλα σημεία του χώρου, διακρίνονται εύκολα ορισμένα κτήρια, χωρίς να έχουν γίνει ανασκαφές. Από την κάτοψη και την κατασκευή, φαίνεται ότι πρέπει να πρόκειται για κάποια δημόσια κτήρια, αλλά και για απλές κατοικίες.
Η κα Τζανακάκη σημειώνει ότι «εκτός από τις μικρής διάρκειας σωστικές ανασκαφές που έχουν διενεργηθεί από την Εφορεία μας σε τάφους τα τελευταία χρόνια, η μόνη ανασκαφή που έχει πραγματοποιηθεί στην περιοχή της πόλης ήταν το 1939, όταν ο Βασίλειος Θεοφανείδης ανέσκαψε υπαίθριο ιερό του Πανός. Η θέση της ανασκαφής, σύμφωνα με μαρτυρίες κατοίκων, εντοπίζεται σε βραχώδη περιοχή εντός της αρχαίας οχύρωσης κοντά στα δυτικά όριά της. Την αφορμή για την ανασκαφή έδωσαν κάτοικοι του κοντινού χωριού, όταν το Πάσχα του 1938, που έσκαψαν λάκκο σε υπήνεμο σημείο, ανάμεσα σε ψηλούς βράχους, για να ψήσουν αρνί, πρόβαλε το ακέφαλο μαρμάρινο άγαλμα του Πανός, που σήμερα εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Χανίων. Ο Θεοφανείδης, που πραγματοποίησε την ανασκαφή, διαπίστωσε ότι στην προσπάθειά τους οι κάτοικοι να βρουν περισσότερα αντικείμενα προκάλεσαν μεγάλη καταστροφή. Παρόλα αυτά, ο ανασκαφέας βρήκε τμήματα από στήλη με επιγραφή, κυλινδρικό βωμίσκο, μικρότερα μαρμάρινα γλυπτά του Πανός και αντίστοιχα πήλινα ειδώλια του θεού και ειδώλια βοοειδών. Η χρονολόγηση του ιερού, με βάση τα ευρήματα, μπορεί να τοποθετηθεί στην υστεροκλασική και ελληνιστική περίοδο, χωρίς όμως να μπορούμε να γνωρίζουμε αν υπήρξε και πρωιμότερη φάση του, με τις συνθήκες διενέργειας της ανασκαφής. Μεταξύ των δύο πόλεων -Λισού και Υρτακίνας- έχουν εντοπιστεί υπολείμματα πύργων – παρατηρητηρίων, μικρών κατοικιών και τμημάτων της οδικής τους σύνδεσης».
«Στην περιοχή της Υρτακίνας δεν έχουν γίνει απαλλοτριώσεις. Η Εφορεία μας έχει πραγματοποιήσει κατά το παρελθόν μικρής διάρκειας σωστικές ανασκαφές, σε τάφους, με υπεύθυνη την αρχαιολόγο κα Βάνα Νινιού – Κινδελή, επισημαίνει η κα Τζανακάκη.

Λισός
Η  Λισός υπήρξε αυτόνομη αρχαία κρητική πόλη με συγκρότηση τουλάχιστον από τους κλασικούς χρόνους αλλά και με διαπιστωμένα επιφανειακά ίχνη κατοίκησης (κεραμικά) από τη μινωική εποχή. Η πόλη ήταν θρησκευτικό κέντρο κατά την αρχαιότητα και γι’ αυτό δεν διαθέτει οχύρωση, την οποία προφανώς δεν είχε ανάγκη.
Στη Λισό βρέθηκε η συνθήκη του Κοινού των Ορείων με το Μάγα, ηγεμόνα της Κυρήνης, που δίνει πολύτιμα ιστορικά στοιχεία για τις σχέσεις των πόλεων αυτών με τα ελληνιστικά κέντρα της Βόρειας Αφρικής. Στην ίδια επιγραφή αναφέρεται και η ύπαρξη ναού, αφιερωμένου στη λατρεία της κύριας θεότητας της πόλης, της Δίκτυννας. Ο ναός δεν έχει εντοπιστεί ανασκαφικά.
Φημισμένο ήταν το Ασκληπιείο της, που, εξαιτίας της ιαματικής του πηγής, είχε πανελλήνια εμβέλεια. Ο ναός του Ασκληπιού ήρθε στο φως με τις ανασκαφές του Νικ. Πλάτωνα, από το 1957 έως το 1960. Τεράστιοι βράχοι που είχαν κυλήσει από ψηλότερα, εξαιτίας προφανώς ισχυρού σεισμού, τον είχαν καταπλακώσει. Το μικρό οικοδόμημα δωρικού ρυθμού είχε μετατραπεί σε ερείπια με σφραγισμένο όμως το πολύτιμο περιεχόμενό του: μια θαυμάσια συλλογή ελληνιστικών γλυπτών – αναθημάτων/αφιερωμάτων των προσκυνητών με τα ονόματά τους στα βάθρα. Επίσης βρέθηκε και το άγαλμα του ίδιου του Ασκληπιού. Ο ναός, προσαρμοσμένος στο βραχώδες τοπίο με την είσοδο από τ’ ανατολικά και με πτερό μόνο στη νότια πλευρά χρονολογείται στον 3ο αι. π.Χ. Η κατασκευή του ήταν από μεγάλους πελεκητούς λίθους. Στην ανωδομή του υπήρχαν τρίγλυφα και ακόσμητες μετόπες και τα αετώματα ήταν διακοσμημένα με ανάγλυφες ασπίδες. Στην είσοδό του εντυπωσιάζουν οι εντοιχισμένες ελληνιστικές προξενικές επιγραφές. Στον ναό οδηγεί μνημειακή κλίμακα, στα δεξιά της οποίας ήταν η κρήνη της ιαματικής πηγής που αναβλύζει δίπλα σε αυτόν. Το ιερό ήταν σε ακμή μέχρι τη ρωμαϊκή περίοδο όπως φαίνεται και από την ανεύρεση μεταξύ των πεσμένων ενεπίγραφων λίθων, μιας επιγραφής αφιερωμένης στον αυτοκράτορα Τιβέριο. Την ίδια εποχή προστέθηκε και το ψηφιδωτό δάπεδο. Στην παλαιοχριστιανική περίοδο έγινε μάλλον προσπάθεια εξαγνισμού του ναού, για αυτό υπάρχουν χαραγμένοι σταυροί στις τοιχοποιίες.
Το τέλος της πόλης προσδιορίζεται γύρω στον 7ο ή 9ο αιώνα μ.Χ. οπότε φαίνεται ότι καταστράφηκε οριστικά χωρίς να ξανακατοικηθεί πλέον. Ο χαρακτήρας της όμως ως θρησκευτικού κέντρου επιβίωσε στα βυζαντινά χρόνια (Παναγία, Αη Κυρκός) και ως τις μέρες μας (πανηγύρι του Αη Κυρκού).     
Εκτός από το ανασκαμμένο Ασκληπιείο, διάσπαρτα είναι σε ολόκληρη την κοιλάδα τα ερείπια δημόσιων κτηρίων, ρωμαϊκών κυρίως.
Το 1994 με χρηματοδότηση από το κοινοτικό πρόγραμμα LEADER 1 και φορέα υλοποίησης τον ΟΑΔΥΚ πραγματοποιήθηκε με υπεύθυνη την αρχαιολόγο κα Σταυρούλα Μαρκουλάκη, ένα πρόγραμμα εκτεταμένων καθαρισμών, επιφανειακής έρευνας και τοπογράφησης της αρχαίας Λισού. Προέκυψαν πολύ σημαντικά στοιχεία για την τοπογραφία της αρχαίας πόλης. Σε κεντρικό σημείο και στη συνέχεια των λιμενικών εγκαταστάσεων θα πρέπει να αναζητηθούν σε μελλοντικές ανασκαφικές έρευνες, οι θρησκευτικές και δημόσιες λειτουργίες της πόλης που οργανώνονταν κατά την αρχαιότητα με επίκεντρο την Αγορά της πόλης. Δυτικά και ανατολικά βρίσκονταν η νεκρόπολη και οι κατοικίες.
Ο αρχαιολογικός χώρος της Λισού είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος του απαλλοτριωμένος και ανήκει στο Υπουργείο Πολιτισμού ενώ υπάρχει και φύλακας κατά τη διάρκεια της ημέρας (Γιάννης Γιακουμάκης).
Η κα Τζανακάκη επισημαίνει ότι «η ΚΕ´ Εφορεία πριν από μια δεκαετία περίπου κατέθεσε για ένταξη στο Γ´ ΚΠΣ εγκεκριμένη προμελέτη με τίτλο ´Δίκτυο επίσκεψης σε τέσσερις αρχαίες πόλεις του Ανατολικού Σελίνου´ (ομάδα μελέτης: Στ. Μαρκουλάκη, Β. Νινιού – Κινδελή, αρχαιολόγοι, Γ. Χριστοδουλάκος, αρχιτέκτων – μηχανικός, Ελένη Χατζηδάκη, πολιτικός μηχανικός, Χρ. Λιγγερίδου, τοπογράφος, Κ. Κουκουτσάκης, Σ. Μάρακα, σχεδιαστές). Το έργο θα συνέβαλε στην προστασία και ανάδειξη των αρχαιοτήτων σε τέσσερις σημαντικές αρχαίες πόλεις (Υρτακίνα, Έλυρο, Λισό και Συία). Ωστόσο αν και είχε τύχει θετικής αντιμετώπισης από την Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Πολιτισμού δεν εντάχθηκε τελικά στα ΠΕΠ Κρήτης από τη Γενική Γραμματεία Περιφέρειας Κρήτης».

Έλυρος
Η  Έλυρος, μία από τις σημαντικότερες αρχαίες πόλεις της νοτιοδυτικής Κρήτης κατά τους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους, είναι κτισμένη στον λόφο «Κεφάλα», 500 μέτρα νοτιοδυτικά του οικισμού Ροδοβάνι.  
Η εποχή ίδρυσής της δεν είναι γνωστή. Αναφέρεται ως δωρική πόλη, που διατηρούσε σχέσεις με το ιερό του Απόλλωνα στους Δελφούς. Η σχέση αυτή επιβεβαιώνεται από τον Παυσανία που είδε (τον 2ο αι. μ.Χ.), στο ιερό του Απόλλωνα ανάθημα των Ελυρίων.
Η Έλυρος θεωρείται η πόλη που γεννήθηκε ο λυρικός ποιητής Θαλήτας ή Θαλής, ο οποίος έζησε γύρω στα μέσα του 7ου αι. π.Χ. Αυτό σημαίνει ότι η πόλη ήταν σε ακμή ήδη από τα μέσα των αρχαϊκών χρόνων. Η μεγάλη όμως ακμή της τοποθετείται στους κλασικούς χρόνους (4ος αι. π.Χ.). Την ισχυρή και ανεξάρτητη θέση της αποδεικνύει το γεγονός ότι είχε κόψει δικό της νόμισμα, με την επιγραφή «ΕΛΥΡΙΟΝ» και με απεικόνιση κεφαλής αίγας και αιχμής βέλους στον εμπροσθότυπο και μέλισσας στον οπισθότυπο.
Επίνειά της υπήρξαν το λιμάνι της Συίας, ως κύριο, και της Λισού ως εφεδρικό. Αναφέρεται μεταξύ των Κρητικών πόλεων που το 183 π.Χ. υπέγραψαν συμμαχία με τον Ευμένη Β´, βασιλιά της Περγάμου. Κατά τον 3ο αι. π.Χ. υπήρξε μέλος της Ομοσπονδίας των Ορείων, μαζί με τις πόλεις Υρτακίνα, Λισό, Ποικιλασσό και Τάρρα. Η ακμή της πόλης συνεχίζεται και σε όλη τη ρωμαϊκή περίοδο. Κατά την Α’ Βυζαντινή περίοδο υπήρξε έδρα Επισκοπής. Η πόλη καταστράφηκε από τους Σαρακηνούς.      
Ο χώρος στον οποίο εκτείνεται η αρχαία πόλη δεν έχει ανασκαφεί συστηματικά. Διακρίνονται λίγα ερείπια των κλασικών και των ελληνιστικών χρόνων. Το πιο χαρακτηριστικό απ’ αυτά είναι τμήμα της οχύρωσης της πόλης. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς σε ορισμένες περιπτώσεις σώζονται σε μεγάλο ύψος, παρουσιάζουν τα λείψανα δημοσίων οικοδομημάτων και έργων υποδομής της ρωμαϊκής περιόδου, όπως τμήμα του υδραγωγείου, δεξαμενές, οικοδόμημα που ερμηνεύεται πιθανόν ως «θέατρο». Στη βόρεια πλευρά του χώρου, κάτω από την εκκλησία της Παναγίας, βρίσκονται τα ερείπια ανεσκαμμένης παλαιοχριστιανικής βασιλικής. Επίσης σε πλάτωμα του λόφου σώζεται οχυρό της τουρκοκρατίας («κουλές»). Το νεκροταφείο της πόλης εκτείνεται στις νότιες και νοτιοανατολικές υπώρειες του λόφου, όπου έχουν εντοπιστεί τάφοι διαφόρων τύπων (κιβωτιόσχημοι, θαλαμωτοί).
Από παλιές κατασχέσεις και παραδόσεις κατοίκων της περιοχής προέρχονται πολλά και σημαντικά ευρήματα. Ένα από τα πιο εντυπωσιακά είναι ο φιλόσοφος της Ελύρου, άγαλμα των ρωμαϊκών χρόνων που βρέθηκε στην περιοχή στις αρχές του 20ου αι. και σήμερα εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Χανίων.
Η κα Τσίγκου τονίζει «την ιδιαίτερα σημαντική παρουσία και προσφορά του  Πολιτιστικού Συλλόγου της τέως κοινότητας Ροδοβανίου ´Η αρχαία Έλυρος´» σημειώνοντας ότι «ο Σύλλογος αγόρασε και στη συνέχεια δώρισε στο Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού δύο ακίνητα μέσα στον αρχαιολογικό χώρο, προκειμένου να ξεκινήσει η αρχαιολογική έρευνα για την ανάδειξη του χώρου. Το ένα ακίνητο, εμβαδού 2 στρεμμάτων, βρίσκεται στη νότια πλαγιά του λόφου, στην περιοχή του νεκροταφείου της αρχαίας Ελύρου, και το δεύτερο στο χώρο του λεγόμενου ´θεάτρου´. Επίσης στο τελικό στάδιο βρίσκεται και η απαλλοτρίωση τριών ακινήτων στην περιοχή του ´θεάτρου´ της αρχαίας Ελύρου. Και για τα ακίνητα αυτά ο Σύλλογος έχει προσφερθεί να τα αγοράσει απευθείας και να τα δωρίσει στο Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού».
«Τα τελευταία χρόνια η ΚΕ´ ΕΠΚΑ έχει πραγματοποιήσει ανασκαφικές έρευνες στα απαλλοτριωμένα αγροτεμάχια καθώς και εργασίες καθαρισμού σε διάφορα σημεία του αρχαιολογικού χώρου, με υπεύθυνη την αρχαιολόγο κα Κ. Κυριαζοπούλου. Επίσης από την ΚΕ´ ΕΠΚΑ έχουν γίνει σωστικές ανασκαφές τάφων που έχουν εντοπιστεί στην ευρύτερη περιοχή της Ελύρου, με σημαντικά ευρήματα», επισημαίνει η κα Τσίγκου.

Συία
Η  Συία, ευρύχωρο και απάνεμο λιμάνι, επίνειο της Ελύρου, ήταν κτισμένη στη θέση του σημερινού χωριού Σούγια. Η λέξη Συία ετυμολογικά προέρχεται από το συς (χοίρος) και σήμαινε πόλη φημισμένη για την εκτροφή χοίρων.
Η Συία ήταν γνωστή στους συγγραφείς της ύστερης αρχαιότητας. Ο ανώνυμος συγγραφέας του Σταδιασμού, την αναφέρει σαν μεγάλο λιμάνι, με την ονομασία Συβά, και την τοποθετεί έξι στάδια δυτικά της Ποικιλασσού, στο ακρωτήριο της Τρυπητής. Ο Στέφανος Βυζάντιος την προσδιορίζει ως επίνειο της Ελύρου. Τα λείψανα της αρχαίας πόλης (τείχος, δημόσια κτήρια, κατοικίες, υδραγωγείο, εγκαταστάσεις αρχαίου μόλου) περιγράφονται και από περιηγητές του 19ου και 20ου αι..
Το αρχαίο λιμάνι σήμερα δεν σώζεται, καθώς ισχυρότατος σεισμός που έγινε τον 4ο αι. μ.Χ. προκάλεσε την ανύψωση της ακτής κατά 6 μέτρα. Λόγω των μεταβολών αυτών οι αρχαίες λιμενικές εγκαταστάσεις θα πρέπει να αναζητηθούν στην ξηρά. Έως σήμερα όμως δεν έχουν εντοπιστεί τέτοιου είδους εγκαταστάσεις.
Λείψανα της αρχαίας πόλης, που χρονολογούνται στους ρωμαϊκούς και παλαιοχριστιανικούς χρόνους, σώζονται ορατά ανατολικά της όχθης του Σουγιανού ή Καμαριανού ποταμού καθώς και στις υπώρειες του ανατολικού ορεινού όγκου.
Από τα πιο σημαντικά μνημεία που σώζονται είναι το υδραγωγείο, που μετέφερε νερό στην αρχαία πόλη από πηγή που βρίσκεται στον Άγιο Παύλο, βόρεια της Ελύρου. Λείψανα του υδραγωγείου, που σε ορισμένα σημεία το ύψος τους είναι μεγαλύτερο των 5 μέτρων, διακρίνονται επί της επαρχιακής οδού που οδηγεί στη Σούγια. Το έως σήμερα γνωστό τμήμα του υδραγωγείου είναι κατασκευασμένο ως κανάλι φυσικής ροής (αυλάκι), στο άνω τμήμα τοίχου. Στα σημεία που υπήρχαν ρέματα η διέλευση του αγωγού εξυπηρετήθηκε με την κατασκευή τόξων. Σημειώνεται ότι η παλιά χάραξη της επαρχιακής οδού έκοψε κάθετα τον αγωγό και η συνέχειά του βρίσκεται στην ανατολική όχθη του ποταμού. Δεξαμενές που συγκέντρωναν το νερό για να το διοχετεύσουν στις κατοικίες και στις θέρμες -δημόσια λουτρά- σώζονται σε διάφορα σημεία του αρχαιολογικού χώρου. Είναι χαρακτηριστικό ότι ολόκληρη η έκταση του αρχαιολογικού χώρου είναι κατάσπαρτη από κεραμικά και αρχιτεκτονικά λείψανα. Εκτός από τις δεξαμενές ξεχωρίζουν τα λείψανα κατοικιών και μεγάλων οικοδομημάτων, οι θέρμες (σε υπολογιζόμενη έκταση 3.000 τ.μ.), παλαιοχριστιανικές βασιλικές με ψηφιδωτό δάπεδο.
Στη δυτική παρυφή της λοφοσειράς, που κλείνει την κοιλάδα από τ’ ανατολικά, βρίσκεται η νεκρόπολη της Συίας. Σώζονται υπέργειοι, καμαροσκέπαστοι τάφοι, κυρίως μονόχωροι, με την είσοδό τους προς τα δυτικά, Ο τύπος των τάφων αυτών συναντάται και στη ρωμαϊκή νεκρόπολη της γειτονικής Λισού. Επιφανειακή κεραμική έχει εντοπιστεί στη θέση Βόθωνας, μικρό οροπέδιο πάνω από τη θάλασσα, ανατολικά του αρχαιολογικού χώρου. Στην απόκρημνη παρυφή της θέσης αυτής, από την πλευρά της θάλασσας, σώζονται τμήματα από τα τείχη της πόλης, δείγμα ότι η θέση ήταν οχυρωμένη. Ερείπια της αρχαίας πόλης δεν σώζονται, τουλάχιστον ορατά, δυτικά του Καμαριανού ποταμού, όπου είναι σήμερα κτισμένος ο σύγχρονος οικισμός. Στο δυτικό μόνο άκρο του οικισμού, κάτω από την εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα, σώζονται λείψανα παλαιοχριστιανικής βασιλικής με αξιόλογο ψηφιδωτό δάπεδο.
Η κα Τσίγκου τονίζει ότι «η ΚΕ´ Εφορεία έχει πραγματοποιήσει κατά το παρελθόν μικρής διάρκειας σωστική ανασκαφική έρευνα στον αρχαιολογικό χώρο, με υπεύθυνη την αρχαιολόγο κα Στ. Μαρκουλάκη.
Επίσης έχει απαλλοτριωθεί από το Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού ακίνητο εντός της Ζώνης Α´ του αρχαιολογικού χώρου. Είναι σημαντικό να προχωρήσουν οι απαλλοτριώσεις, προκειμένου να μπορέσει να ξεκινήσει η συστηματική ανασκαφή και ανάδειξη των μνημείων. Έτσι θα λυθεί και το σημαντικότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει σήμερα ο χώρος, το ελεύθερο και ανεξέλεγκτο κάμπινγκ κατά τους θερινούς μήνες», καταλήγει η κα Τσίγκου.

Και άλλες σημαντικές πόλεις…
Σημαντικές πόλεις άκμασαν και στην ευρύτερη περιοχή της κοιλάδας του Βλιθιά, στο δυτικό Σέλινο, επισημαίνει η αρχαιολόγος της ΚΕ´ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Αγγελική Τσίγκου.
Ξεκινώντας από τη βόρεια πλευρά της κοιλάδας η σημαντικότερη αρχαία πόλη ήταν η Κάντανος ή Καντανία, η οποία τοποθετείται στη θέση της σημερινής ομώνυμης πόλης. Άκμασε κατά την περίοδο της ρωμαιοκρατίας αλλά και κατά τους αμέσως επόμενους αιώνες. Τα εντυπωσιακότερα όμως αρχαία λείψανα βρίσκονται νοτιότερα, κοντά στο σημερινό χωριό Κάδρος, στο ύψωμα της Αγίας Ειρήνης. Τα ορατά ερείπια δίνουν την εικόνα μίας εκτεταμένης πόλης, με φροντισμένες οικίες και δημόσια κτήρια. Η πόλη περιβαλλόταν από τείχος κτισμένο κατά το πολυγωνικό σύστημα ενώ νότια της εντοπίζεται η νεκρόπολη της, με λαξευμένους στο βράχο θαλαμοειδείς τάφους.
Ανατολικά της Παλαιόχωρας και συγκεκριμένα ανατολικά του ποταμού Βλιθιά, στην είσοδο από νότια της ομώνυμης κοιλάδας, τοποθετείται η αρχαία Καλαμύδη. Στο κείμενο του Σταδιασμού (5ος αι. μ.Χ.) η Καλαμύδη τοποθετείται σε απόσταση 50 σταδίων δυτικά της Λισού και 30 σταδίων ανατολικά του Κριού Μέτωπον. Ερείπια της πόλης αυτής δεν έχουν βρεθεί μέχρι σήμερα, εκτός από κεραμική ρωμαϊκών χρόνων, την οποία εντόπισε στη θέση αυτή ο Hood, κατά τη διάρκεια επιφανειακής έρευνας στην περιοχή.
Δυτικά της κοιλάδας του Βλιθιά, στο λόφο Περιχείλι ή Καστράκι, κοντά στους οικισμούς Κοντοκυνήγι ή Τσαλιανά (Αγ. Τριάδα), εντοπίζονται τα ερείπια της αρχαίας πόλης Πέλκιν. Στις κλιτύες (πλαγιές) του υψώματος σώζονται οικιστικά λείψανα καθώς και η υποθεμελίωση τείχους. Η νεκρόπολη της πόλης τοποθετείται στη θέση Φουρνάκια – Αγ. Γεώργιος, όπου έχουν βρεθεί θαλαμοειδείς τάφοι λαξευμένοι στον φυσικό βράχο της περιοχής. Τμήμα του αμυντικού συστήματος των μεγάλων πόλεων της κοιλάδας του Βλιθιά αποτελούν οι πύργοι στους Ανύδρους, στον Αζωγυρέ, το Σπανιάκο και το Βλιθιά. Οι πύργοι, που επικοινωνούσαν μεταξύ τους, ήταν κτισμένοι σε στρατηγικά σημεία της κοιλάδας για να ελέγχουν τις οδικές και τις θαλάσσιες διαβάσεις, και χρονολογούνται πιθανότατα τον 4ο αι. π.Χ..
Στη θέση Λιμνάκι, στην περιοχή του ακρωτηρίου Κριός, αναφέρονται, από αρχαίους συγγραφείς και παλαιούς περιηγητές, τα ερείπια αρχαίας πόλης, ίσως της «Βιέννου». Η θέση Λιμνάκι βρίσκεται σε κλειστό κόλπο, στο δυτικότερο τμήμα του οποίου διατηρούνται αρχαία οικοδομικά λείψανα. Η έκτασή τους καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος της αμμουδιάς, χωρίς να φτάνει στους χαμηλούς λόφους βορειότερα ενώ φαίνεται να προχωράει και μέσα στη θάλασσα. Στον χώρο έχει βρεθεί άφθονη, φθαρμένη κεραμική, διάσπαρτα θραύσματα μονολιθικών κιόνων καθώς και θεμέλια ισχυρών τοίχων, που φαίνεται να ανήκουν σε σημαντικά κτήρια. Η περιορισμένη έκταση των λειψάνων φανερώνει ίσως την ύπαρξη λατρευτικού κέντρου στην θέση αυτή και όχι εκτεταμένης εγκατάστασης. Η χρήση του χώρου τοποθετείται πιθανότατα στην ύστερη αρχαιότητα.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

1 Comment

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Ειδήσεις

Χρήσιμα