Το Λεξικό της… Πιάτσας
Δεκάδες ήταν οι χαρακτηρισμοί που οι μηχανόβιοι εκεί κάπου στις αρχές της δεαετίας του ’80 είχαν εφεύρει για να προσδιορίσουν τον τύπο, την ποιότητα, τη γρήγορη ή την αργή μοτό, τη χώρα κατασκευής της, κ.ά.. Σήμερα κάποιες από αυτές τις λέξεις ακόμα ακούγονται αλλά η αλήθεια είναι ότι οι περισσότερες από αυτές έχουν ξεχαστεί, γιατί τα μοντέλα στα οποία αναφέρονταν δεν υπάρχουν πλέον. Ας θυμηθούμε λοιπόν κάποιες χαρακτηριστικές από αυτές, και όσο για εσάς που δεν καταλαβαίνετε κάτι, ε! τότε ρωτήστε κάποιον… παλιό μηχανόβιο!!!
Μηχανάκι
Λέξη με διπλή σημασία. 1) Δίκυκλο κυβισμού, μέχρι 50 cc. 2) Καταχρηστικά χρησιμοποιείται και για μεγάλες μοτοσυκλέτες με χαϊδευτική διάθεση και υποδηλώνει ναρκισιστικά μίμηση, εξοικείωση και κυριαρχία πάνω στην μοτοσυκλέτα.
Μπέμπα
Χαϊδευτικά μία παλαιά ΒΜW, αναφερόταν στην R 51.
Αστέρι
Χαρακτηρισμός που υποδηλώνει αρίστη ποιότητα είτε κατασκευής είτε βελτίωσης.
Τζάμι
Αριστη κατάσταση μεταχειρισμένης μοτοσυκλέτας, που αφορά συνήθως εξωτερική εμφάνιση.
Τζιτζί
Θετικός χαρακτηρισμός που αφορά στο σύνολο της κατάστασης της μoτoσυκλέτας εξωτερικά και εσωτερικά. Στην Θεσσαλονίκη χρησιμοποιείται το ιδίωμα ´τζιτζι-λόνι´.
Σφαίρα (ή σφεντόνα)
Λέξεις που χαρακτηρίζουν απoκλειστικά κορυφαίες επιδόσεις. Συνήθως όταν ´το μηχανάκι πάει σφαίρα´, τότε ´σκοτώνει´.
Μπουρούχα…
Μοτοσυκλέτα βαρειά, δυσκίνητη και θορυβώδης με επιδόσεις, δυσανάλογα μικρότερες του κυβισμού και του θορύβου της. Αναφέρεται αποκλειστικά για τετράχρονες μοτοσυκλέτες
Μπουρνκάνα
Κύλινδρος μεγάλου κυβισμού με τεράστιες αντοχές είτε λόγω παλαιότητας είτε λόγω εσφαλμένου ρεκτιφιέ.
Χάρχαλο (ή χαρχάλω)
Πεποιημένη λέξη που αναφαίρεται σε δίκυκλα μικρής αξίας (συνήθως δίχρονα), που θορυβούν (συνολικά) λόγω υπερβολικής φθοράς.
Κομπρεσέρια
Υποτιμητικός χαρακτηρισμός αναφερόμενος σε μεγάλα αργόστροφα μονοκύλινδρα ή δικύλινδρα συνήθως ευρωπαϊκά.
Γκαζιέρα
Σκωπτικός χαρακτηρισμός χρησιμοποιούμενος από ιδιοκτήτη ευρωπαϊκής μοτοσυκλέτας, αναφερόμενος σε ιαπωνική μοτοσυκλέτα υψηλών επιδόσεων μεν, μειωμένης αξιοπιστίας δε.
Μαϊμού
Μοτοσυκλέτα που κυκλοφορεί ή πωλείται νομότυπα ενώ είναι προϊόν κλοπής.
Τουριστάδικο
Μοτοσυκλέτα τουρισμού – μεγάλων αποστάσεων που εκλάπη…. κλεμμένη μοτοσυκλέτα αλλοδαπού τουρίστα ή εξαρτήματα αυτής.
Χελιδόνι
Αλλοδαπή μοτοσυκλέτα ήδη εντοπισθείσα προς κλοπήν.
Κανιβαλισμένη
Αισθητική και τεχνική κακοποίηση. Οφείλεται σε άγνοια ή έλλειψη χρημάτων και αποσκοπεί στην πάσει θυσία διατήρηση των λειτουργιών της.
Λαδιέρα
Χαρακτηρισμός μοτοσυκλέτας με διαρροές λαδιών. Κυριολεκτεί αναφερόμενη σε αγγλική μοτοσυκλέτα. Μεταγενέστερα χρησιμοποιείται επί δίχρονων με υπερβολική καύση λαδιού (ντουμάνι).
Καρσιλαμάς
Χαρακτηρίζει μοτοσυκλέτα με ατέλειες οφειλόμενες στην ελαστικότητα πλαισίου ή και αναρτήσεων.
Ντουντούκα
Τρυφερά η Ducati.
Ντούκατος
Η Ducati.
Καβάς ή Καβάσω
Μοντέλο της εταιρίας Kawasaki.
Γουρούνα
Όρος που έγινε γνωστός χαρακτηρίζοντας τα τρίτροχα (ATV), στην ουσία αναφέρεται σε οτιδήποτε φορά χοντρές ρόδες (και μοιάζει με μοτοσυκλέτα). Ετσι λεγόταν και το πρώτο CB 750 χαϊδευτικά.
Γκαρελάκι
Οποιοδήποτε αυτόματο μοτοποδήλατο. Προφανώς προέρχεται απ’ τη γνωστή ιταλική φίρμα Garelli.
Τραίνο
Αρετή της μοτοσυκλέτας που αναφέρεται στα κρατήματά της ειδικά στις στροφές.
Γραναζωμένη
Κοντά ή μακριά. Μοτοσυκλέτα στην οποία έχουν μετατραπεί οι αρχικές σχέσεις μετάδοσης προς το κοντό ή μακρύ για τελικές.
Φτιαγμένη ή (πειραγμένη)
Μοτοσυκλέτα που υποτίθεται ότι έχει υποστεί βελτιώσεις.
Κιταρισμένη
Μοτοσυκλέτα που έχει δεχθεί βελτιώσεις υπό μορφήν έτοιμου πακέτου (κιτ). Οι ´μάστοροι´ περιφρονούν τα κιτ και προτιμούν να ´πειράζουν´ αυτοσχεδιάζοντας.
Καρινάτη
Επιθετικός προσδιορισμός μοτοσυκλέτας που διαθέτει καρίνα.
Μικουνιασμένο
Επιθετικός προσδιορισμός σούπερμπάικ που δηλώνει τοποθέτηση συστοιχίας μεγαλυτέρων καρμπυρατέρ όχι απαραίτητα του ιαπωνικού οίκου Mikuni.
Ντεβιλιασμένο
Επιθετικός προσδιορισμός σουπερμπάικ που δηλώνει τοποθέτηση εξάτμισης 4 σε 1 όχι απαραιτήτως του Γαλλικού οίκου devil.
Τζαπάν
Πρόσφατος όρος που ορίζει μοτοσυκλέτα εισαχθείσα σαν μεταχειρισμένη από την Ιαπωνία. Παράδειγμα. Είναι της αντιπροσωπείας; Όχι είναι τζαπάν.
Παπί (παπάκι)
Αρχικά αφορούσε μόνο το Honda C-50. Στην συνέχεια όλα τα… παποειδή ανεξαρτήτως κατασκευής. Η λέξη προέρχεται είτε απ´ το σχήμα του είτε απ´ τον θόρυβο του κινητήρα του (άνευ εξατμίσεως).
Σκελετωμένο
Μοτοσυκλέτα στην οποία έχει τοποθετηθεί σκελετός σπέσιαλ, όχι όμως πάντα καλύτερων επιδόσεων από τον ορίτζιναλ.
Ρεϊσόνι
Μοτοσυκλέτα εκ κατασκευής προορισμένη για αγώνες (Racing).
Κουκουνάρι
Δίχρονη μοτοσυκλέτα ασθενικών επιδόσεων.
Μπολντόρι (η Μπόλντορας) ή Μπολντοράκι
Χαρακτηρισμός του Honda CB 750/900 Bol d´ or. Μπόλντορας ειδικά το CB1100 ή γενικά τα φτιαγμένα Bol d´ or.
Καρέκλα
Τα ψευδοτσόππερ.
Φουράκι (το)
Μικρή τετρακύλινδρη μοτοσυκλέτα, συνήθως Honda CB 400. Προέρχεται απ´ την αναγραφή της λέξης four στο πλαϊνό καπάκι, την εποχή που μια τέτοια μοτοσυκλέτα ήταν σπάνια.
Κουρούτα ή (καρούτα)
Λέξη ανάλογη της μπουρούχας αναφέρεται συχνότερα και σε μοτοσυκλέτες μικρότερου κυβισμού (το πολύ 375 cc).
Καρχαρίας
To Kawasaki GPZ400/550/750/1100 με το χαρακτηριστικό αιχμηρό φαίρινγκ.
Ινδιάνικο (μηχανάκι)
Μοτοσυκλέτα της οποίας έχουν αφαιρεθεί τα ´περιττά´ αξεσσουάρ όπως καθρέφτες, φλας, πίσω φτερό και σπανίως φώτα και όργανα.Την οδηγεί… ινδιάνος!