(Μέρος 1ο)
Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, εκπαιδευτικού Δ.Ε.
Της ζωής μου τα δυο μεγάλα σφάλματα
τα πλέρωνα εβδομήντα χρόνια. Πρώτο:
ζητούσα την αλήθεια σ’ ό,τι μάθαινα∙
και δεύτερο: την έλεγα στα πλήθη.
(´Ακροτελεύτιον´, από τη συλλογή ´Οργή Λαού´ 1 )
O Κώστας Βάρναλης είναι ένας από τους κορυφαίους προοδευτικούς διανοουμένους του τόπου μας τον περασμένο αιώνα. Εγραψε ποιήματα, αφηγηματικά έργα, κριτική, δοκίμια και μεταφράσεις με διαλεκτική υλιστική οπτική της Τέχνης.
Το έργο του είναι γραμμένο στη δημοτική και έχει καλά επιμελημένη μορφή και πλαστικότητα στην έκφραση. Χαρακτηρίζεται από θερμή λυρική φαντασία και σατιρική διάθεση με ενδιαφέρον για τον σύγχρονο άνθρωπο. Η ποίηση του, ιδιαίτερα, χαρακτηρίζεται από έντονο ´διονυσιασμό´, παιχνιδιάρικη διάθεση και βαθύ μουσικό αίσθημα που συνδυάζεται άριστα με τη σάτιρα.
Τα πρώτα χρόνια
Ο ποιητής γεννήθηκε το 1884 στον Πύργο της Ανατολικής Ρωμυλίας. Ο πατέρας του ήταν τσαγκάρης και λεγόταν Γιαννάκος. Πέθανε όταν ο Βάρναλης ήταν πολύ μικρός, σε ηλικία μόλις τεσσάρων ετών. Η μάνα του καταγόταν από την Αγχίαλο και λεγόταν Αλίσαβα (Ελισάβετ).
Το 1898 τέλειωσε το Ελληνικό Σχολείο και συνέχισε την εκπαίδευσή του στα Ζαρίφεια διδασκαλεία της Φιλιππούπολης. Επειτα από την αποφοίτησή του ο Κώστας Βάρναλης έρχεται στην Αθήνα για να σπουδάσει Φιλολογία.
Ηταν τότε μία περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας κυοφορούνταν σε διεθνή κλίμακα μεγάλες κοινωνικοπολιτικές ανατροπές και ανακατατάξεις.
Εξαιτίας της όξυνσης των αντιθέσεων μεταξύ των ισχυρών της Οικουμένης, άρχιζαν οι προετοιμασίες για τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο μεγαλοϊδεατισμός πύρωνε τα βαλκανικά κράτη, η Οθωμανική Αυτοκρατορία έπνεε τα λοίσθια και στην Ελλάδα η ιθύνουσα τάξη, μετά την πανωλεθρία του 1897, πάσχιζε να οργανώσει την πολεμική της εξόρμηση που θα διεύρυνε την εσωτερική αγορά και θα ισχυροποιούσε το έθνος-κράτος.
Στο εσωτερικό της, ως έκφραση και διεθνών ανταγωνισμών, μαινόταν αντιπαράθεση, που διάρκεσε πολλές δεκαετίες, ανάμεσα στα λεγόμενα ´παλιά´ και ´νέα τζάκια´, αλλιώς στους φιλελεύθερους και στους βασιλικούς. Οι αντιθέσεις αυτές ξεπερνούσαν τα αμιγώς πολιτικά όρια. Εκφράζονταν και στο χώρο της πνευματικής δημιουργίας, πρωταρχικά στο γλωσσικό ζήτημα.
Για το γλωσσικό έγιναν τότε και για πολλά χρόνια ακόμα ομηρικές μάχες ανάμεσα στους γλωσσαμύντορες, με επικεφαλής τους καθηγητές Πανεπιστημίου Γεώργιο Μιστριώτη και Γεώργιο Χατζιδάκι και στους δημοτικιστές, με κορυφαίους εκπροσώπους τους τον Γιάννη Ψυχάρη, τον Αλέξανδρο Δελμούζο και το Μανώλη Τριανταφυλλίδη.
Αμέσως μετά τον ερχομό του στην Αθήνα ο Βάρναλης προσχώρησε στον δημοτικισμό. Στα Ορεστειακά (1903) τάχθηκε κατά των γλωσσαμυντόρων του Μιστριώτη, που χάλασαν τον κόσμο, επειδή το Βασιλικό Θέατρο ανέβασε την ´Ορέστεια´ του Αισχύλου, μεταφρασμένη σε μισοδημοτική από το Γ. Σωτηριάδη. Στις συγκρούσεις τους, που έγιναν με τους δημοτικιστές, πήρε μέρος και στρατός, με αποτέλεσμα δυο νεκρούς και εφτά τραυματίες.
Πρώτη περίοδος της ποιητικής του δημιουργίας: τολμηρός ανανεωτής της παλαμικής παράδοσης
Η πρώτη ποιητική του δουλειά ήταν οι ΠΥΘΜΕΝΕΣ, μια συλλογή που εκδόθηκε μετά τον θάνατό του, αφού προηγουμένως εντοπίστηκε στο Αρχείο του Κωστή Παλαμά2.
Με τον γενικό τίτλο ´Σε μια μέρα της ζωής μου´, ο Κ. Βάρναλης έκανε την πρώτη του εμφάνιση στα Ελληνικά Γράμματα με ποιήματα που δημοσίευσε στο περιοδικό ΝΟΥΜΑΣ του Δ. Ταγκόπουλου στις 22.8.19043.
Τα ίδια αυτά ποιήματα που είχε δημοσιεύσει στο ΝΟΥΜΑ, συμπληρωμένα και μ’ άλλες του συνθέσεις, ο Βάρναλης τα περιέλαβε στην πρώτη του ποιητική συλλογή υπό τον γενικό τίτλο ΚΗΡΗΘΡΕΣ που κυκλοφόρησε το 19054. Ο ίδιος ο ποιητής θα αποκηρύξει αργότερα αυτό του το έργο σαν ιδεαλιστικό παραλήρημα. Ωστόσο, η κριτική θα αναγνωρίσει τη ρωμαλέα ποιητική του ιδιοσυγκρασία.
Τις ΚΗΡΗΘΡΕΣ, την πρώτη δημοσιοποιημένη ποιητική συλλογή του Βάρναλη, την προλόγιζε ο ποιητής Στέφανος Μαρτζώκης, ένας ποιητής, που, όπως γράφει ο Μάρκος Αυγέρης, ´οι νέοι τον εκτιμούσαν πολύ για τον αρμονικό στίχο του και τον θεωρούσαν σαν έναν από τους τελευταίους αντιπροσώπους της εφτανησιώτικης σχολής´5.
Εγραφε ο Μαρτζώκης για τον Βάρναλη σ’ εκείνον τον πρόλογο6: ´Ο νέος, τον οποίον παρουσιάζω, ημπορώ να πω με μεγάλη μου χαρά, ότι είναι αληθινός ποιητής7´. Μα και ο Ν. Καρβούνης θα εκφραστεί επαινετικά για τις ´Κηρήθρες´ επισημαίνοντας πως ο ποιητής τους: ´Φέρνει την υπόσχεση της φόρμιγγας του μεγάλου Πανός´.
Στα πρώτα του βήματα συμπορεύτηκε πνευματικά με τον Αγγελο Σικελιανό και τον Νίκο Καζαντζάκη με έντονες επιρροές από το ρεύμα του παρνασσισμού8 και τις διονυσιακές και ανθρωπιστικές ιδέες.
Το 1907 συμμετείχε στην ίδρυση του ποιητικού περιοδικού Ηγησώ, το οποίο κυκλοφόρησε δέκα τεύχη ´κάτω από τη βαρειά σκιά του Παλαμά´. Δημοσιεύει ακόμα ποιήματά του και στα ΓΡΑΜΜΑΤΑ και στη ΝΕΑ ΖΩΗ της Αλεξάνδρειας, στο ΒΩΜΟ, στον ΠΥΡΣΟ, στο ΛΟΓΟ κ.α..
Το 1908 πήρε το πτυχίο του από τη Φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, στην οποία ανακηρύχτηκε και διδάκτωρ. Αρχισε να εργάζεται στην εκπαίδευση στην αρχή στο ελληνικό διδασκαλείο του Πύργου (Μπουργκάς) σε ηλικία δεκαοχτώ ετών και στη συνέχεια στην Αμαλιάδα. Από εκεί έστειλε στο περιοδικό Νέα Ζωή της Αλεξάνδρειας το ποίημα Θυσία. Μετά από άρνηση του περιοδικού να το δημοσιεύσει, μέλη της Νέας Ζωής αποχώρησαν και δημιούργησαν το περιοδικό Γράμματα, όπου και δημοσιεύτηκε η Θυσία:
Θυσία9
Το μυτερό σου το σκουφί,
Μίδ’10 απ’ την άτριχη κορφή
πέτα κάτω
κα φέρε απ’ το χλωρό τ’ αχούρι
το διχρονίτικο γαϊδούρι
το βαρβάτο!
Που λάμπ’ η πέτσα του γιαλί
και κανείς δεν το καβαλλεί
και τη νιότη
την απερνάει στα πισινά του
ολόρθο, κ’ είναι τ᾿ αχαμνά του
όλο αξιότη!
Φέρτο στη μέση τ᾿ αλωνιού
και στο ριζό του πλατανιού
ρίχτο χάμου,
είν’ η σειρά του να δοξάσει
τους γόνιμους θεούς, να πιάσ’ η
προσφορά του!
’Πόψε παντρεύομαι, γι’ αυτό
σου άξιζε τέτοιο ένα σφαχτό
κοτσονάτο,
εσένα, Πρίαπε11, ασκημομούρη,
πούσαι κι᾿ εσύ σαν το γαϊδούρι,
το βαρβάτο!
Ορέστης
Σέλινα τα μαλλιά σου μυρωμένα,
λύσε τα να φανείς, ως είσαι, ωραίος,
και διώξε από το νου σου πια το χρέος
τουμεγάλου χρησμού μια καὶ κανένα
τρόπο δὲν έχεις άλονε! Και μ᾿ ένα
χαμόγελον ιδές πώς σ᾿ έφερ᾿ έως
στου Άργους την πύλη ο δρόμος σου ο μοιραίος
το σπλάχνο ν᾿ αφανίσεις που σ᾿ εγέννα.
Κανελι δε σε θυμάτ᾿ εδώ. Κι εσύ όμοια
τον εαυτό σου ξέχανέ τον, κι άμε
στης χρυσής πολιτείας τα σταυροδρόμια
και το έργο σου σα να ᾿ταν άλλος κάμε.
Έτσι κι αλλιώς, θα παίρνει σε από πίσου
για το αίμα της μητρός σου για η ντροπή σου.
Στα 1909 πρωτοδιορίστηκε ελληνοδιδάσκαλος στην Αμαλιάδα και κατόπιν υπηρέτησε ως σχολάρχης στην Αργαλαστή, στα Μέγαρα και στην Κερατέα. Από το 1910 άρχισε να ασχολείται με τη λογοτεχνική μετάφραση και ως το 1916 ολοκλήρωσε τους Ηρακλείδες του Ευριπίδη, τον Αίαντα του Σοφοκλή, τα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα και τον Πειρασμό του Αγίου Αντωνίου του Φλωμπέρ.
Το 1910-1911 ο Βάρναλης, 27 χρονών τότε, διορίζεται σχολάρχης στην Αργαλαστή του Βόλου. Εκεί θα τον βρουν τα ´Αθεϊκά´ του Βόλου και θα στοχοποιηθεί ως φίλος του Δελμούζου. Μετά το δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο, φοίτησε στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης του Γληνού. Το 1916 επιστρατεύτηκε ξανά, αυτή τη φορά στη Λήμνο (είχε προηγηθεί η λήξη της Βουλγαρικής ουδετερότητας). Το 1917 διορίστηκε καθηγητής στο Γυμνάσιο Πειραιά.
Το 1917 συνθέτει και το 1919 επιστρέφοντας απ’ το Παρίσι δημοσιεύει στο περιοδικό ΜΑΥΡΟΣ ΓΑΤΟΣ το μεγάλο ποίημα Ο ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ, που ήταν αφιερωμένο στο Ν. Πολίτη, σύνθεση αριστουργηματική, ένας αληθινός ύμνος στην αιώνια Ελλάδα, που μέσα του ´αστράφτει η γλώσσα του λαού´, σηματοδοτώντας τη στροφή του, τη νέα πορεία του ποιητή.
Με τον ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗ κλείνει η πρώτη περίοδος της ποιητικής διαδρομής του Βάρναλη. Μια περίοδος στην οποία ο ποιητής έδειξε το μεγάλο του ταλέντο, αλλά το έργο του κινείται στα κυρίαρχα ιδεολογικά μοτίβο, χωρίς συγκρούσεις με τις κατεστημένες αντιλήψεις. Ο αισθησιασμός, ο διονυσιασμός, η αρχαιολατρία, ακόμη και ο εθνικισμός είναι στοιχεία που σφραγίζουν το ποιητικό του έργο αυτής της περιόδου. Ο ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ όμως είναι το μεταίχμιο. ´Αποτελεί τη σύντομη μετάβαση από την πρώτη περίοδο στη δεύτερη´, γράφει ο Μ. Μ. Παπαϊωάννου.
Για το ίδιο θέμα ο Γιάννης Κορδάτος σημειώνει12: «Πολλοί χαρακτηρίζουν τον “Προσκυνητή” μεγαλόπνοο εθνικιστικότατο ποίημα. Σωστό είναι πως ο “Προσκυνητής”… έχει έντονη εθνικιστική νότα και ρητορικότητα, όχι όμως και σωβινισμό. Στο ποίημα υμνείται η Ελλάδα σε ολόκληρη την ιστορική της διαδρομή και σε όλες τις εκδηλώσεις της (ηρωισμός, διονυσιασμός, φύση, Τέχνη, γυναίκες). Ο “Προσκυνητής” αποτελεί ορόσημο. Απαρχή της νέας ποιητικής δημιουργίας του Βάρναλη´.
III
Όσες φορές μεγάλοι ανάψαν ήλιοι
στου ανθρώπου την ψυχή (εκκλησιές οι λόγοι!),
διδάχος του λαού ήτανε τα χείλη
και το παντοτινό του μοιρολόγι,
Με το δικό του εσύρανε μαντίλι
Όμηρος, Σολωμός, τ᾿ αρχοντολόγι
των αρετών Σου: ολίγη αγάπη δώσ᾿ μου
και μένα, Ελλάδα, Στόμα όλου του κόσμου.
Chamonix τῆς Σαβόιας, Ἰούλιος 1919
Ενας πολύ καλός φιλόλογος κι εκπαιδευτικός στη νεότητά του υπήρξε ο Κώστας Βάρναλης, ´αλλά χωρίς κριτικό νου´ -όπως σημειώνει στα μελετήματά του για τον Βάρναλη ο Μ. Μ. Παπαϊωάννου- ´βουτηγμένος στον πιο αντιδραστικό λογοτεχνικό σκοταδισμό, χώριζε την Τέχνη από τη ζωή της κοινωνίας, όπως οι περισσότεροι του σιναφιού του… Τέτοιος φιλόλογος και τέτοιος λογοτέχνης ήταν ο Βάρναλης ως πριν από το τέλος του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου. Άριστος τεχνίτης του στίχου, μα για να ντύνει τον αισθησιασμό του και τις απόλυτες ιδέες καλλιτεχνικά´.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Το απόσπασμα αυτό αναφέρεται και στο αξιόλογο βιβλίο του φιλόλογου-συγγραφέα Ηρακλή Κακαβάνη, Ο άγνωστος Βάρναλης και 19 αδημοσίευτα ποιήματά του, εκδόσεις ΕΝΤΟΣ, Αθήνα 2012, σελ. 15.
2. Κώστα Βάρναλη: ´ΠΥΘΜΕΝΕΣ´, Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ, 1985.
3. Νουμάς ονομαζόταν λογοτεχνικό περιοδικό το οποίο κυκλοφόρησε από το 1903 μέχρι το 1931 (με διακοπές τα έτη 1917-1918, 1924-1929) με σημαντικότατο ρόλο στον αγώνα για την επικράτηση της δημοτικής γλώσσας και την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση.
4. Οι ΚΗΡΗΘΡΕΣ που ο Κώστας Βάρναλης τις αφιέρωσε στον αδελφό του Παναγιώτη, τυπώθηκαν και κυκλοφόρησαν στα τέλη του 1904, έχοντας σαν επίσημο έτος κυκλοφορίας το 1905.
5. Μάρκου Αυγέρη: ´Κώστας Βάρναλης – Ο δάσκαλος του ποιητικού λόγου´, ΑΥΓΗ 28/2/1954 και στη συλλογή του Μάρκου Αυγέρη ´Κριτικά – Αισθητικά´, εκδόσεις ´Σύγχρονη Εποχή´ σελ. 25.
6. Κώστα Βάρναλη: ´ΚΗΡΗΘΡΕΣ´, εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ.
7. Βλ. τον πρόλογο του Στέφανου Μαρτζώκη στην πρώτη ποιητική συλλογή του Κώστα Βάρναλη, ΚΗΡΗΘΡΕΣ, Αθήνα 1905, σελ. 5-8.
8. Ως λογοτεχνικό ρεύμα, ο παρνασσισμός αποτέλεσε μία αντίδραση στο κίνημα του ρομαντισμού και επανέφερε στην τέχνη στοιχεία του κλασικισμού, ενώ επηρεάστηκε σημαντικά από το έργο του Θεόφιλου Γκωτιέ: ´Η Τέχνη για την Τέχνη´.
9. Βλ. Κώστας Βάρναλης, Ποιητικά, (Το φως που καίει, Σκλάβοι Πολιορκημένοι, Ποιήματα), εκδ. ο Kέδρος 1956, σελ. 195.
10. Στην ελληνική μυθολογία, ο Μίδας ήταν βασιλιάς της Φρυγίας. Ηταν γνωστός για την ικανότητά του να μετατρέπει σε χρυσάφι ο,τιδήποτε άγγιζε. Φημιζόταν για τη σοφία, την ευσέβεια και τα πλούτη του.
11. Στην ελληνική μυθολογία ο Πρίαπος ήταν θεός της γονιμότητας, προστάτης των αγροτικών ζώων, των φρουτοπαραγωγών φυτών, των κήπων και των ανδρικών γεννητικών οργάνων. Ηταν γιος του Διονύσου και της Αφροδίτης.
12. Γιάννη Κορδάτου: ´Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας´, εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΕΚΔΟΤΙΚΗ, Αθήνα 1962, τόμος β’, σελ. 476 – 477.