Toυ: ΔΗΜΗΤΡΗ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, εκπαιδευτικού Δ.Ε.
(Μέρος 5o)
Σκλάβοι Πολιορκημένοι
Το 1927 ο Βάρναλης τύπωσε τους Σκλάβους Πολιορκημένους, συνθετικό ποίημα που το αντιπαρατάσσει όχι τόσο στους ´Ελεύθερους Πολιορκημένους´, την περίφημη σύνθεση του Σολωμού, μα στο βιβλίο του Γ. Αποστολάκη ´Η ποίηση στη ζωή μας´ (1923), όπως γράφει ο ίδιος ο ποιητής: ´Το βιβλίο του Αποστολάκη ήταν? ο καταστατικός χάρτης της δυναστείας των λόγων σ? ένα λαό, που το μυαλό του αρμένιζε στα σύννεφα και που δεν του χρειαζότανε να έχει ούτε γλώσσα να μιλεί και να γράφει!
Το βιβλίο τούτο, φτασμένο σε μιαν ώρα γενικής κρίσης του καπιταλισμού σ? όλον τον κόσμο, ήτανε η πρώτη συνειδητή? απολογία του φασισμού. [?] Για να πολεμήσω αυτό το βιβλίο έγραψα το “Σολωμός χωρίς μεταφυσική” και τους “Σκλάβους Πολιορκημένους”2.
Ο Βάρναλης με το νέο του ποιητικό έργο, μας δίνει το ιστορικό και ψυχολογικό ντοκουμέντο της εποχής του. Με το έργο του αυτό: ´αναλαβαίνει να ερμηνέψει τη ζωή ρεαλιστικά, δηλαδή όπως είναι: με τις ασκήμιες της, τους φόβους, τις πλάνες, τις ανθρώπινες αδυναμίες´. Κι από τη βάση αυτή ξεκινώντας, ´ανεβαίνει -όπως ο ίδιος λέγει- στο ιδανικό της ελευθερίας όλων των ανθρώπων, και όχι μιας τάξης ανθρώπων´.
Οι Σκλάβοι Πολιορκημένοι, έργο ´αντιιδεαλιστικό και αντιπολεμικό´, εντάσσονται φυσικότατα σε μια τέτοια φιλολογία του καιρού, όπως λ.χ. αυτή απεικονίζεται στην πεζογραφία του Εριχ Ρεμάρκ (Ουδέν νεώτερον από το Δυτικόν Μέτωπον) ή και του Ανρύ Μπαρμπύς (Φωτιά και Ιησούς).
Το έργο διαιρείται σε τέσσερα μέρη: στο ´Θεϊκό ήτοι το ανθρώπινο πάθος´, στον ´Πόλεμο´, στο ´Όραμα ήτοι η Δεύτερη Παρουσία´ και στην ´Καμπάνα ήτοι η Ελευθερία´.
Είναι πολύ γνωστός ο πρόλογος του έργου του (Πάλι μεθυσμένος είσαι, δυόμιση ώρα της νυχτός…) και μάλιστα έχει γίνει παροιμιώδης ο τελευταίος στίχος του:
Χτες και σήμερα ίδια κι όμοια, χρόνια μπρος, χρόνια μετά?
Η ύπαρξή σου σε σκοτάδια όλο πηχτότερα βουτά.
Τάχα η θέλησή σου λίγη, τάχα ο πόνος σου μεγάλος;
Αχ πού ?σαι νιότη πού ?δειχνες πως θα γινόμουν άλλος.
Στο πρώτο μέρος ο ποιητής μας παρουσιάζει στην αρχή την Παναγία, που, έτοιμη να γεννήσει, καταλαμβάνεται από τρόμο σκεπτόμενη την υψηλή και μαρτυρική αποστολή του Γιου της:
[?]
Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιό νησί του Ωκεανού, σε ποια κορφήν ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ? άδικο φωνάξεις.
Ξέρω πως θάχεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,
που με τα βρόχια της οργής ταχιά θενά σπαράξεις.
Συ θάχεις μάτια γαλανά, θάχεις κορμάκι τρυφερό,
θα σε φυλάω από ματιά κακή κι από κακόν καιρό,
από το πρώτο ξάφνισμα της ξυπνημένης νιότης.
Δεν είσαι συ για μάχητες, δεν είσαι συ για το σταυρό.
Εσύ νοικοκερόπουλο -όχι σκλάβος ή προδότης.
[?]
Κι αν κάποτε τα φρένα σου μ? αλήθεια, φώς της αστραπής,
χτυπήσει ο Κύρης τ? ουρανού, παιδάκι μου να μη την πεις!
Θεριά οι άνθρώποι, δε μπορούν το φώς να το σηκώσουν!
Δεν είν? αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν!
Ύστερα ο ποιητής παρουσιάζει τον Ιούδα φωτισμένο από τη συνείδηση ότι ο χριστιανικός ιδεαλισμός γίνεται όπλο στα χέρια των δυνατών για εκμετάλλευση των αδυνάτων· στη συνέχεια έναν διάλογο μεταξύ της Ψυχής και του Σώματος του κρεμασμένου Χριστού, όπου σώμα και ψυχή φλογίζονται από την αλήθεια ότι μόνη πραγματικότητα είναι τούτη εδώ η ζωή, και την διαλαλούνε· και τέλος το πρώτο μέρος ολοκληρώνεται μ? ένα λαϊκό γλέντι γύρω απ? το σταυρό, όπου ξεσκεπάζεται όλη η κακομοιριά, όλη η παθητικότητα, όλος ο ´ντοβλετισμός´ (φρόνιμα και ταχτικά-πάω με κείνον, που νικά) των ´καλών´ πολιτών.
Στην ενότητα ´Πόλεμος´ ζωντανεύουν δύο αντιπροσωπευτικοί χαρακτήρες λαϊκών ανθρώπων, στρατιωτών. Ο ένας είναι ο σκεφτικιστής, που αν και ακόμη δε βλέπει τη δική του διέξοδο απ? το δράμα του άδικου πολέμου, σέρνεται σ? αυτόν με βαριά καρδιά3.
Στον αντίποδα αυτού του χαρακτήρα στέκεται στο επόμενο ποίημα ο τρελός, που αντιπροσωπεύει το κομμάτι του εξαθλιωμένου και αποβλακωμένου λαού, που έχει ενστερνιστεί τα κούφια κηρύγματα για τη μεγάλη Ιδέα, το πατριωτικό χρέος και τα οφέλη που τάχα θα μοιραστεί κι ο ίδιος από τη νίκη και ξετρελαμένος από χαρά τραβάει στον πόλεμο να σκοτωθεί. Η σκέψη του είναι τόσο πολύ αφιονισμένη, που μόνο σε ένα παραλήρημα στιγμιαίας τρέλας, ο μέχρι τώρα πλανεμένος νους του και τα κλεισμένα του μάτια βλέπουν τον κόσμο όπως θα ?πρεπε να είναι δίνοντας μια λυτρωτική διέξοδο:
[?]
Όλα εδώ χάμου ψεύτικα – Δε σ? έζησα, ωνειρεύτηκα,
μαύρη ζωή, όλη πίκρα! – μα θα χαρώ σε Λευτεριά,
αιώνια Αλήθεια κι Ομορφιά, σαν θα περάσω Αντίκρα.
Νάχαμ? ένα βασιλιά, δράκο με χοντρόλαιμο,
σέρτικο κι αράθυμο, για να κάνη πόλεμο!
…Άμποτε λίγο να δυνόμουν,
για μια στιγμή να τρελλαινόμουν –
ο σαλεμένος νους
και τα κλεισμένα τσίνορα
να μην ξαμώνουν σύνορα
και χώριους ουρανούς,
να ιδώ τον κόσμο ανάποδα,
τον αδερφό μου ξένο
και τον οχτρόν αδέρφι μου
αδικοσκοτωμένο!
Το τρίτο μέρος των ´Σκλάβων Πολιορκημένων´ αποτελείται από δυο ποιήματα με θέμα τον πόλεμο. Στο πρώτο ποίημα ένας πληγωμένος σ? αυτόν τον κόσμο οραματίζεται τη Δεύτερη Παρουσία για να βρει ανάπαυση. Αλίμονο, όμως, μάταιη ελπίδα, δεν υπάρχει καμιά διαφορά μεταξύ της επίγειας ζωής και της επουράνιας, αφού:
Στου κάτου κόσμου πλάστηκε τ? αχνάρ? η Αιωνιότητα?
Όσ? είσαστε πάνω στη Γης σκλάβοι τυφλοί και θύματα
κ? εδώ θε νά ?στε θύματα και σκλάβοι, ως άλλοτε τυφλοί.
Στο δεύτερο ποίημα ο Θεός παρουσιάζεται σαν ένας δυνάστης της Γης μεταφερμένος απλώς στον ουρανό, που επικυρώνει πέρα ως πέρα την «φιλοσοφία» των δυνατών:
– δεν έχει ο πόνος τελειωμό, δεν έχ? η άβυσσο, βυθό!
Αν μια στιγμή βασίλευε κάτω στη Γης ισότητα,
η βασιλεία Μου θά παυε, δε θά χα εγώ, πού να σταθώ4.
Σ? αυτόν τον άδικο πόλεμο, τα θύματά του πρέπει ν? απαντήσουν με έναν δίκαιο πόλεμο ενάντια στη μόνιμη αιτία της δυστυχίας τους, λέει στη συνέχεια ο Βάρναλης με τη φωνή της Καμπάνας, το σύστημα της εκμετάλλευσης:
[?]
Στα στήθη να ?μπαινα
σαν την ανέσα,
σφυγμός βαθύριζος
στις φλέβες μέσα,
στο νου σαν άστραμα
και στην ψυχή,
ν? αχούσ? αδιάκοπα
τη διδαχή:
[?]
«Φτωχέ, σου μάραναν
κόποι και πόνοι
τη θέληση άβουλη,
πιωμένη αφιόνι!
Αν είν? ο λάκκος σου
πολύ βαθής,
χρέος με τα χέρια σου
να σηκωθείς».
[?]
Κι όπου σε σφάζουνε
δεμένον πίσου,
να βρόνταα άξαφνα
σεισμός αβύσσου,
χίλια αστροπέλεκα:
«Δεν είναι μπρος,
ειν? από πίσω σου
χρόνια ο οχτρός!»
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Κώστας Βάρναλης, ´Ο καλός λαός´, ποίημα από τους Σκλάβους Πολιορκημένους.
2. Κώστας Βάρναλης, Φιλολογικά απομνηνονεύματα, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1980, σελ. 295-301.
3. Κ. Βάρναλης, Έφοδος, Σκλάβοι Πολιορκημένοι, ο.π.
4. Κ. Βάρναλης, ´ΣΚΛΑΒΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ´, από άρθρο του Τ. Μαλάνου στο περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τ. 1.163, Χριστούγεννα 1975.