Γράφει ο Αιμίλιος Δασύρας
Η Μαντάμ Ορτάνς γεννήθηκε στα 1863 στο Παρίσι και το πραγματικό της όνομα ήταν Ναταλί Γκιτάρ. Ηταν μία πολύ λεπτή, ευγενική και όμορφη Γαλλιδούλα που σε κατακτούσε με τους λεπτούς της τρόπους και τη συμπεριφορά της. Ηταν μία χορευτρια-τραγουδίστρια, ´σαντέζα´ όπως τις έλεγαν τότε και προτιμούσε να χορεύει ΚΑΝ-ΚΑΝ επιδεικνύοντας έως πάνω τα καλλίγραμα πόδια της. Λέγεται ότι για ένα διάστημα χόρευε και στό γνωστό Παρισινό κέντρο διασκέδασης το ´Μουλέν Ρούζ´.
Οι Χανιώτες ´Δόν Ζουάν´ της εποχής άνοιγαν ντουζίνες μπουκάλια με σαμπάνιες για χάρη της
Στήν πόλη μας, τα Χανιά, έφθασε με ένα μικρό μπαλέτο αποτελούμενο από Γαλλίδες χορεύτριες και τραγουδίστριες και πρόσφεραν ένα ωραίο για την εποχή εκείνη θέαμα, με χορούς και τραγούδια στο καλύτερο για την εποχή εκείνη κοσμικό κέντρο το ´Λόντον Μπάρ´, το οποίο λειτουργούσε στην πόλη μας περίπου έως το 1960. Βρισκόταν εκεί που σήμερα είναι το ξενοδοχείο ´Κύδων´, απέναντι από τη Δημοτική Αγορά.
Πλήθος Χανιωτών και Αξιωματικοί τών Συμμαχικών Δυνάμεων πήγαιναν τα βράδια στό ´Λόντον Μπάρ´ για να την ακούσουν και να χαρούν την φινέτσα της, τα ωραία τραγούδια, τον χορό της και την γοητεία της Παριζιάνικης ζωής. Παροιμιώδη έμειναν τα γλέντια με την ´Μαντάμ Ορτάνς´ που οι Χανιώτες ´Δον Ζουάν´ της εποχής άνοιγαν ντουζίνες μπουκάλια μέ σαμπάνιες για χάρη της και την έπιναν μέσα στο γοβάκι της.
Η Μαντάμ Ορτάνς ήρθε στα Χανιά τα χρόνια της συμμαχικής κατοχής, τότε που οι μεγάλες δυνάμεις είχαν στείλει στη Σούδα πολεμικά πλοία για την προστασία του επαναστατημένου Κρητικού Λαού όπως έλεγαν, στην πραγματικότητα, όμως, για να μην προλάβει και καταλάβει καμιά Δύναμη την Κρήτη.
Η παραμονή των ξένων στόλων στη Σούδα κράτησε από το 1897 μέχρι και τό 1907.
Για την ψυχαγωγία τόσων ξένων αξιωματικών του ναυτικού, έκαναν ό,τι μπορούσαν οι αρτίστες του ´Λόντον Μπάρ´.
Για τους απλούς ναύτες υπήρχε ένα… ´δευτερότερο´ Καφέ Σαντάν του Χουρχουδά στη συνοικία της Σπλάντζιας.
Στά Χανιά η Μαντάμ Ορτάνς κατοικούσε σε ένα γωνιακό σπίτι που βρισκόταν στις οδούς Ποτιέ και Σήφακα στα Μαχαιράδικα.
Κάθε απόγευμα φεύγοντας από το σπίτι της ακολουθούσε την οδό που βγάζει στην οδό Χάληδων και πήγαινε στην Καθολική Εκκλησία. Εβαζε στο κεφάλι της ένα μαύρο δαντελένιο μαντήλι και έκανε την προσευχή της.
Οι Χανιώτες γλεντζέδες της εποχής εποφθαλμιούσαν τα θέλγητρα της ωραίας Γαλλιδούλας και της έστελναν ακριβά δώρα και λουλούδια για να τη δελεάσουν.
Η Ορτάνς, όμως, δεν έκλεινε ραντεβού μέ κανένα, δίδοντας αόριστες υποσχέσεις. Εκτός από τον Ιταλό Ναύαρχο Κανναβάρο μέ τον οποίο, τόσο αυτή όσο και ο Ναύαρχος ήταν σφόδρα ερωτευμένοι. Αυτό που γράφεται στο βιβλίο ´Αλέξης Ζορμπάς´ ότι πήγαινε και περνούσε νύχτες ολόκληρες μέ τους Ναυάρχους των 4 μεγάλων δυνάμεων και τους αναγνώριζε στό σκοτάδι από την κολώνιά τους είναι φαντασία του συγγραφέα Ν. Καζαντζάκη για το βιβλίο του. Η πραγματικότητα είναι ότι ήταν ερωτευμένη και ´πήγαινε´ μόνο με τον Κανναβάρο.
Κάποιος δε Χανιώτης, πολύ ωραίος και λεβέντης, ένας γνήσιος ´Μπον Βιβέρ´ την φλέρταρε και πήγαινε κάθε βράδυ στό κέντρο που τραγουδούσε να την δει και να της στείλει λουλούδια.
Καθόταν στα πρώτα τραπεζάκια του κέντρου, πάντα καλοντυμένος με ακριβά κοστούμια και μεταξωτά πουκάμισα.
Κάποτε την προσκαλεσε να πάνε να της προσφέρει ένα ωραίο δείπνο και για χατήρι της θα άνοιγε να πιει Γαλλική σαμπάνια ´Ντόν Περινιόν´. Η γλυκειά Ορτάνς του απάντησε ότι τον εκτιμά, της αρέσει η ευγένειά του αλλά θα έβγαινε μαζί του υπό ένα απαράβατο όρο: ´Να με σεβασθείς και να φερθείς σαν ιππότης´, γιατί δεν ήθελε να πατήσει τόν ´όρκο πίστεως´ που είχε δώσει στον αγαπημένο της Ιταλό ναύαρχο.
Ετσι και έγινε! Βγήκαν, έφαγαν αλλά μετά τον δείπνο ο καθένας πήγε σπίτι του. Η τιμή του Ιταλού ναυάρχου σώθηκε.
Ο νονός του γράφοντα, Αγγλος υπήκοος, κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου είχε στρατολογηθεί από την Αγγλική Υπηρεσία πληροφοριών για να συλλέγει στρατιωτικές πληροφορίες που αφορούσαν τις κινήσεις του πολεμικού ναυτικού της Γερμανίας.
Κάποτε του έδωσαν εντολή να πάρει σημαντικές πληροφορίες για το πολεμικό ναυτικό της Γερμανίας, από μία πράκτορα που ζούσε στην Ιεράπετρα.
Οταν πήγε εκεί, συνάντησε την Μαντάμ Ορτάνς, περίπου σε ηλικία 52 ετών, η οποία συνέλεγε πληροφορίες και σημείωνε τα Γερμανικά πλοία που περνούσαν από την Ιεράπετρα και ό,τι αλλο ήταν χρήσιμο για την υπηρεσία πληροφοριών.
Η ωραία Ναταλί Γκιτάρ, αν και ήταν 52 ετών, διατηρούσε τη χάρη και την ομορφιά της.
Είπε τότε στον νεαρό Aγγλο, να μείνει το βράδυ στο σπίτι της, γιατί δεν γινόταν να επιστρέψει στα Χανια και θα του έστελνε ένα ´χανουμάκι´ από αυτά που είχε στο σπίτι της, να τον συντροφέψει όλο το βράδυ.
Ολα αυτά τα διηγόταν στον γράφοντα, καθισμένοι στην τζαμαρία του σπιτιού του που βρισκόταν στο Ενετικό λιμάνι των Χανίων με θέα απέναντι τον Φάρο και τα τεράστια κύματα που ´έπεφταν´ πάνω στον δρόμο.
´Θα πέρασες ωραία, παρέα με τα Χανουμάκια, έτσι δεν είναι;´ τον πείραζα ενώ μου διηγόταν τα πεπραγμένα…
Εκείνος κρυφογελούσε, με κοίταζε κάτω από τα χρυσά του γυαλιά και έπινε, όπως συνήθιζε ένα ακριβό κονιάκ.
Οσο για τη Μαντάμ Ορτάνς, στα γεράματά της είχε ανοίξει ένα ψιλικατζίδικο στην Ιεράπετρα. Ενα μικρό μαγαζάκι που υπήρχε μέχρι πριν από χρόνια. Το γνώριζαν οι παλιοί Ιεραπετρίτες και το έδειχναν σε όλους.
´Εδώ ήταν το ψιλικατζίδικο της Μαντάμ Ορτάνς´, έλεγαν.
Η Μαντάμ Ορτάνς από το Παρίσι ήρθε στα Χανιά και πέθανε στην Ιεράπετρα, γριά πλέον, και παίρνοντας μαζί της τόσες και τόσες αναμνήσεις.