Η παγκόσμια οικονομική κρίση χτύπησε κυρίως την Ελλάδα, γιατί ήταν «το ευάλωτο σημείο του συστήματος. Δεν είχαμε δημόσια διοίκηση σωστή, δεν είχαμε ανταγωνιστικότητα, είχαμε μάθει να ζούμε με δανεικά και με επιδοτήσεις», επισημαίνει ο δημοσιογράφος Σεραφείμ Φυντανίδης, τονίζοντας, παράλληλα, ότι, πλέον, «το πάρτι τελείωσε».
Ο επί 31 χρόνια (1976 – 2007) διευθυντής της εφημερίδας «Ελευθεροτυπία» και επί 26 χρόνια (1986 – 2007) της εφημερίδας «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία» υποστηρίζει -σε συνέντευξη που παραχώρησε στα «Χανιώτικα νέα», με αφορμή την πρόσφατη ομιλία του στα Χανιά- ότι δεν είχε άδικο ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, Θεόδωρος Πάγκαλος, όταν είπε ότι «μαζί τα φάγαμε». «Με μια διαφορά όμως. Οταν ένας πολιτικός το λέει σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο την άλλη ημέρα παραιτείται. Αρα τα έφαγε και αυτός. Δεν εννοώ, κατ’ ανάγκην, ότι τα κλέψαμε. Τα φάγαμε. Αν το έλεγε ένας Γερμανός θα είχε παραιτηθεί την ίδια ώρα», σημειώνει ο κ. Φυντανίδης.
Στην παρατήρηση των «Χ.Ν.» ότι «ένας ιδιαίτερα μεγάλος αριθμός πολιτών δεν ξέρει ποιο κόμμα να εμπιστευτεί πλέον», ο κ. Φυντανίδης επισημαίνει ότι «αυτό είναι αλήθεια. Υπάρχουν και δημοσκοπήσεις, αυτές που δεν κάνουν αναγωγή, οι οποίες βγάζουν τους αναποφάσιστους 30%, 35%. Είναι αυτό που λέτε. Ο κόσμος έχει απογοητευτεί. Διότι όλα τα κόμματα που ήρθαν χρεώνονται με τη σημερινή κρίση. Ολα».
«ΔΕΝ ΜΑΘΑΜΕ ΝΑ ΚΟΛΥΜΠΑΜΕ»
«Θυμάμαι το 1980, όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής μάς έβαλε στην ΕΟΚ, του λέγαμε: ´Είμαστε έτοιμοι κύριε πρόεδρε να μπούμε;´. ´Ακούστε κάτι´, μας έλεγε. ´Πρώτον, πρέπει να μπούμε. Για δύο λόγους. Λόγω του κινδύνου της Τουρκίας και για να μην ξαναγίνει δικτατορία. Για το αν είμαστε έτοιμοι δεν ξέρω. Ή θα μάθουμε να κολυμπάμε ή θα πνιγούμε´. Δυστυχώς δεν μάθαμε να κολυμπάμε», επισημαίνει ο κ. Φυντανίδης.
Και προσθέτει: «Μέχρι το 1980 ο δυτικός κόσμος μάς θεωρούσε μία γραφική χώρα. ´Zorba the Greek´, σπασίματα πιάτων, μικροαπάτες, καλαμπούρια, ωραίες παραλίες. Οταν μπήκαμε στο κλαμπ το δικό τους έπρεπε να εναρμονιστούμε με αυτούς. Δεν το καταφέραμε. Η μόνη λέξη που έμαθαν οι περισσότεροι Ελληνες από την ένταξή μας στην ευρωπαϊκή κοινότητα ήταν η λέξη επιδότηση. Το τι απάτες έχουν γίνει με τις επιδοτήσεις δεν λέγεται. Αμ, δεν γίνεται έτσι. Τώρα έσκασε η φούσκα. Περάσαμε μία εικοσιπενταετία εικονικής οικονομικής ευμάρειας. Δεν παράγαμε. Καταναλώναμε. Είναι καταπληκτικό. Βλέπεις παντού μαγαζάκια, μαγαζάκια, μαγαζάκια. Ο ένας πουλάει στον άλλο. Ποιος παράγει; Η Κρήτη παράγει κάποια πράγματα, δεν λέω. Αλλού, όμως, δεν παράγουν. Το παραξηλώσαμε. Ζούσαμε με δανεικά».
Ο κ. Φυντανίδης τονίζει ότι, πλέον, «το πάρτι τελείωσε. Και μην τα φορτώνουμε όλα στους ξένους. Μπορεί οι ξένοι να έκαναν τα στραβά μάτια, που λένε, γιατί ένα μας δανείζανε τρία αγοράζαμε, αλλά γιατί να αγοράζουμε τρία; Γιατί αυτά να μην τα επενδύουμε; Γιατί οι Αγροτικοί Συνεταιρισμοί, όπως στην Κύπρο, να μη θριαμβεύουν, αλλά να έχουν διαλυθεί; Γιατί να έχουμε τριπλάσιους δημοσίους υπαλλήλους απ’ όσους χρειαζόμαστε;».
«ΟΧΙ ΣΤΗΝ ΙΣΟΠΕΔΩΣΗ»
Ο έμπειρος δημοσιογράφος καταλογίζει ευθύνες κυρίως στα δύο κόμματα εξουσίας, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, σπεύδει, ωστόσο, να διευκρινίσει ότι «εκείνο που δεν μου αρέσει είναι η ισοπέδωση. Ολοι οι πολιτικοί είναι απατεώνες. Δεν είναι όλοι. Ολοι οι γιατροί, όλοι οι δημοσιογράφοι είναι απατεώνες. Δεν είναι όλοι. Οταν οι αγανακτισμένοι μαζευόντουσαν στο Σύνταγμα φώναζαν: ´Να καεί, να καεί το μπουρδέλο η Βουλή´. Αρα να έρθει δικτατορία. Δεν είναι λύσεις αυτές. Αυτές είναι ισοπεδώσεις. Αναγνωρίζω την αγανάκτηση του κόσμου, αλλά δεν μπορείς να λες ότι όλοι το ίδιο είναι. Οχι, δεν είναι όλοι το ίδιο. Και αυτοί που δεν είναι το ίδιο να πολεμήσουν αυτούς που είναι διαφορετικοί. Αλλά εδώ υπάρχει και κάτι άλλο. Γίνονται κάποιες βίαιες αντιδράσεις από κουκουλοφόρους, από κομματικούς, όμως, ο πιο πολύς κόσμος κάνει υπομονή, γιατί κατά κάποιο τρόπο νιώθει συνένοχος. Του ενός του διόρισαν το παιδί χωρίς να υπάρχει αντικείμενο. Του άλλου του σβήσανε το χρέος από την Εφορία. Του άλλου του νομιμοποιήσανε το αυθαίρετο. Ολοι νιώθουν ότι κάτι έχουν κάνει. Διαφορετικά, όλοι αυτοί που κυκλοφορούν εδώ» (σ.σ. δείχνει την κυκλοφορία στο κέντρο των Χανίων) «θα έπρεπε να είναι ξεσηκωμένοι τώρα».
«Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΛΕΕΙ ΜΟΝΟ ΟΧΙ»
Ευθύνες επιρρίπτει ο κ. Φυντανίδης και στα κόμματα της Αριστεράς. «Δεν προτείνουν τίποτα. Μόνο όχι λένε. Δεν προτείνουν τι να γίνει. Είναι κόμματα διαμαρτυρίας. Για μπες στην εξουσία. Οταν έρχεται ο δανειστής και σου λέει ´κάνε αυτό γιατί λεφτά δεν έχει´, τι θα κάνεις; Θα πτωχεύσεις; Υπάρχουν κάποιοι που λένε ότι ειδικά το ΚΚΕ εύχεται να καταστραφούμε, γιατί, αν πάμε καλά, δεν θα έχει λόγο υπάρξεως. Δεν ξέρω τι λέτε εσείς, αλλά κάπως έτσι μου φαίνεται» (γέλια).
«Σας φαίνεται;», τον ρωτάμε. «Ε, βέβαια. Γιατί εξαφανίστηκαν στη δυτική Ευρώπη τα κομμουνιστικά κόμματα; Πού είναι το 30% που έπαιρνε το κομμουνιστικό κόμμα στη Γαλλία και στην Ιταλία; Εξαφανίστηκε. Πήγαν καλά οι χώρες. Τώρα αρχίζει να αλλάζει το πράγμα. Με μία διαφορά. Αναδύονται τα ακροδεξιά κόμματα, όχι τα αριστερά, γιατί δεν πιστεύουν πια σε αυτή τη λύση».
Ο ΚΑΡΑΤΖΑΦΕΡΗΣ
«Σε πρόσφατη δημοσκόπηση δημοφιλέστερος πολιτικός αρχηγός εμφανίζεται ο πρόεδρος του ΛΑΟΣ, Γιώργος Καρατζαφέρης», παρατηρούμε.
«Δεν μου κάνει εντύπωση. Εγώ τον ξέρω τον Καρατζαφέρη από πιτσιρίκο, γιατί με τον αδελφό του, τον Σπύρο, δουλεύαμε μαζί. Δεν πίστευα ότι αυτό το παιδί θα γινόταν αρχηγός κόμματος. Αλλά επειδή κατάγεται από φτωχική οικογένεια ούτε Πανεπιστήμιο δεν έχει πάει, έχει τον κοινό νου και λέει πράγματα που δεν τα σκέφτονται οι άλλοι. Ούτε ο Σαμαράς ούτε ο Παπανδρέου. Ούτε είναι ´μπλοκαρισμένος´ σε θεωρίες, όπως η κυρία Παπαρήγα. Δεν θα τον ψηφίσω, αλλά και εμένα μου κάνει εντύπωση η ευστοχία με την οποία σχολιάζει την καθημερινότητα. Την ξέρει καλά από μικρό παιδί. Μου έλεγε κάποτε ο μακαρίτης ο Κωνσταντίνος Καραμανλής -αυτός με συμπαθούσε πολύ, γιατί όταν ήταν να μπούμε στην ΕΟΚ εμείς στην ´Ελευθεροτυπία´ δεν το πολεμήσαμε. Δεν λέγαμε τις βλακείες ´ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο´ και άλλα τέτοια- ότι οι υπουργοί που είναι καθηγητάδες είναι οι χειρότεροι υπουργοί. Είναι ´μπλοκαρισμένοι´ στις θεωρίες τους και δεν βλέπουν την καθημερινότητα. ´Για εμένα´, έλεγε, ´καλός υπουργός είναι αυτός που έχει τον κοινό νου´. Που βλέπει τι γίνεται γύρω του. Γιατί, αν είναι μπλοκαρισμένος στις θεωρίες, χάνει την πραγματικότητα. Και να σας πω και κάτι άλλο. Πόσοι Νομπελίστες οικονομολόγοι προέβλεψαν αυτό το χάος;».
Η κρίση στον Τύπο
Αναπόφευκτα η συζήτηση με τον έμπειρο δημοσιογράφο «πάει» και στην κρίση που ταλανίζει τα τελευταία χρόνια τον Τύπο. «Αρκετά χρόνια πριν οι εφημερίδες μπήκαν στη διαδικασία των προσφορών, των δώρων. Των βιβλίων, των cd, των dvd, των σπιτιών, των αυτοκινήτων κ.λπ. Δεν ήταν, όπως τουλάχιστον αποδεικνύεται εκ των υστέρων, ένα στρατηγικό λάθος ολκής;», ρωτάμε.
– «Αυτό ξεκίνησε μετά τον ισχυρό κλονισμό και το μήνυμα που πήραμε τη νύχτα που ξεκίνησε ο πρώτος πόλεμος του Κόλπου. 16 προς 17 Ιανουαρίου 1991. Τον θυμάστε καθόλου;».
– «Τον θυμάμαι, γιατί ήταν η πρώτη φορά που παρακολουθούσα ζωντανά το CNN. Και δεν ήμουν ο μόνος».
«Αυτό θέλω να πω», σημειώνει ο κ. Φυντανίδης. «Εμείς, οι δημοσιογράφοι, με τη διαστροφή που έχουμε, λέγαμε ότι έρχεται πόλεμος, θα πουλάμε. Εκείνη τη νύχτα, κατά τις 3 τα ξημερώματα, κατεβάσαμε τα μολύβια. Τι να γράψουμε; Τον πόλεμο τον βλέπαμε, όπως τον έδειχναν. Ο απεσταλμένος του CNN μετέδιδε ζωντανά μέσα από τη Βαγδάτη. Αερομαχίες, τανκς. Ενάμισι χρόνο πριν είχε ξεκινήσει στην Ελλάδα η μη κρατική ραδιοφωνία και τηλεόραση. Εγώ δεν τη λέω ελεύθερη. Δεν είναι πάντα ελεύθερη. Πάντως μη κρατική. Μέχρι τότε οι εφημερίδες θριάμβευαν. Δεν είχαν ανταγωνιστή. Γιατί η κρατική ραδιοτηλεόραση δεν είχε τα σημερινά προγράμματα. Είχε καλά σίριαλ, καλά ντοκιμαντέρ, αλλά το πολιτικό ήταν δελτία ειδήσεων, ξερά, συνήθως για να παινεύουν την εκάστοτε κυβέρνηση. Ούτε πάνελ ούτε ´παράθυρα´ ούτε καυγάδες. Θριαμβεύαμε. Οταν ήρθε, λοιπόν, η ιδιωτική ραδιοφωνία και τηλεόραση τα πράγματα άρχιζαν να αλλάζουν, να μας παίρνουν κοινό. Θυμάμαι, ήταν τρεις ημέρες πριν από την Κυριακή των Βαΐων, το 1991, όταν μου τηλεφώνησε ο μακαρίτης ο Τεγόπουλος. Μου λέει, ´δεν πάμε καλά, πέφτουν οι κυκλοφορίες, κάτι πρέπει να κάνουμε´. ´Να το δούμε Κίτσο μου´, του λέω. ´Εχω μια ιδέα. Να δώσουμε το λεξικό Τεγόπουλου – Φυτράκη με κουπόνια´. Του λέω, ´άσε να περάσει το Πάσχα και μετά´. ´Οχι, τη Μεγάλη Δευτέρα´, που είναι η χειρότερη περίοδος για κυκλοφορίες. Ο Τεγόπουλος ό,τι του ερχόταν ήθελε να ξεκινήσει από χθες. Δεν μπορούσε να περιμένει», επισημαίνει γελώντας ο κ. Φυντανίδης.
ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ – ΜΕΣΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ
«Το μέλλον του Τύπου είναι το διαδίκτυο», υπογραμμίζει ο ίδιος, όταν του ζητάμε να σχολιάσει κατά καιρούς δηλώσεις, σύμφωνα με τις οποίες σε μερικά χρόνια θα σταματήσει η έκδοση συγκεκριμένων εφημερίδων ανά τον κόσμο σε χαρτί!
«Ο ιδιοκτήτης των New York Times είπε πέρυσι ότι το πολύ σε δέκα χρόνια δεν θα τυπώνει την εφημερίδα για να γλυτώσουν και τα δάση από την ξήλευση. Δεν υπάρχει λόγος πια. Η εφημερίδα δεν μπορεί πια να προλάβει τα γεγονότα», σημειώνει.
Παράλληλα, παρατηρεί ότι «τώρα στα Μέσα Ενημέρωσης μπαίνουν επιχειρηματίες για να έχουν μοχλούς πίεσης και τείχη άμυνας, με μπροστάρηδες συνήθως τους αστέρες της τηλεόρασης. Κι εδώ είναι ο ρόλος του δημοσιογράφου να αντιδράσει. Αλλά πού να αντιδράσει; Οταν χάνει τη δουλειά του κι έχει δυο – τρία παιδιά τι να κάνει; ´Ναι´, λέει».
«Ο δημοσιογράφος είναι ελεύθερος;», τον ρωτάμε.
«Εξαρτάται», απαντά. «Είσαι δεξιός. Γιατί να πας να δουλέψεις σε μία αριστερή εφημερίδα; Δεξιός δεν είσαι; Πήγαινε σε δεξιά εφημερίδα. Είσαι αριστερός; Γιατί να πας σε δεξιά εφημερίδα; Το ένα είναι αυτό. Η ´Ελευθεροτυπία´ στέγασε και αριστερούς και δεξιούς και κεντρώους. Δεν μας ενδιέφερε, αρκεί να έκαναν σωστά τη δουλειά τους. Το άλλο είναι ότι, αν ο επιχειρηματίας έχει συμφέροντα ή θα δεχθείς ότι έχει συμφέροντα και πρέπει να κάνεις το κορόιδο ή θα σηκωθείς να φύγεις και θα το καταγγείλεις. Δεν το βλέπω να γίνεται ούτε αυτό».
Η «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ»
«Ησασταν 31 χρόνια διευθυντής στην ´Ελευθεροτυπία´. Σε δύσκολες εποχές, αλλά και σε καλές εποχές. Σήμερα η εφημερίδα δείχνει να μην πηγαίνει καθόλου καλά», παρατηρούμε.
«Κατ’ αρχήν, καμιά εφημερίδα δεν πάει καλά», σημειώνει ο κ. Φυντανίδης. Και συνεχίζει: «Με μία διαφορά. Ας πούμε ο Δ.Ο.Λ.» (σ.σ. Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη με ναυαρχίδες τις εφημερίδες «Τα Νέα» και «Το Βήμα της Κυριακής») «χρωστάει πιο πολλά. Αλλά ο Δ.Ο.Λ. έχει παρουσία. Αυτή που είχε η ´Ελευθεροτυπία´ παλιότερα. Με τον πολιτικό κόσμο, τον πνευματικό κόσμο. Τώρα δεν έχει καμία. Μου λένε οι γραμματείς που είχα ότι ´από τον καιρό που φύγατε εσείς και ο μακαρίτης ο Τεγόπουλος δεν χτυπάνε τηλέφωνα πια´. Πρωθυπουργοί, υπουργοί, βουλευτές, σκηνοθέτες, συγγραφείς, ποιητές, ποδοσφαιριστές, ό,τι θέλεις. Απομόνωση. Πάντως, όλος ο Τύπος υποφέρει. Είμαστε μια χώρα δέκα και κάτι εκατομμυρίων κατοίκων και έχουμε τα περισσότερα, κατά κεφαλήν, μέσα ενημέρωσης», επισημαίνει ο κ. Φυντανίδης.
Ιδιαίτερη αναφορά κάνει στον εκδότη της «Ελευθεροτυπίας», Κίτσο Τεγόπουλο.
«Οφείλω να πω ότι 31 χρόνια δεν σήκωσε ποτέ το τηλέφωνο να μου πει, με τι θέμα ´βγαίνεις´ ή γιατί έγραψες αυτό χθες. Δεν το πιστεύει άνθρωπος αυτό. Το πολύ – πολύ να με κορόιδευε. Αυτός ο άνθρωπος πραγματικά δεν θα ξαναϋπάρξει στον Τύπο. Δεν τον ενοχλούσε οτιδήποτε και αν έγραφαν οι συντάκτες του. Αρκεί να έβαζαν την υπογραφή τους και να ´μετρούσαν´ τρία πράγματα: Να μην παινεύουν τη Χούντα, να μην παινεύουν τον τέως βασιλιά και να μη μας ´πιάνει´ ο νόμος. Ο,τι θέλετε γράψτε. Γράφανε άρθρα εναντίον του κύριου άρθρου της εφημερίδας. Δεν μας πείραζε. Γιατί κι εγώ πίστευα ότι δεν υπάρχει η μία αλήθεια. Το δόγμα διχάζει, η αμφιβολία ενώνει».
Τον ρωτάμε γιατί παραιτήθηκε από την «Ελευθεροτυπία» μετά από 31 χρόνια. «Ειπώθηκε ότι ο λόγος της δικής σας παραίτησης ήταν ότι σας προτάθηκε μία πολύ μεγάλη περικοπή μισθού», σημειώνουμε.
«Αυτή είναι η μισή αλήθεια. Η άλλη -αυτή που με πείραξε- είναι ´και να μη δουλεύετε και πολύ´».
– «Δηλαδή;».
– «Να περιορίσω τη δουλειά μου».
– «Νιώσατε ότι σας άδειαζαν;».
«Τώρα, δεν θέλω να μπω σε περισσότερα. Υπήρχε από πίσω κόσμος που δεν με ήθελε. Ας μη λέω ονόματα τώρα. Και μάλιστα αντί να με φωνάξει στο γραφείο να τα βάλουμε κάτω, την ώρα που τελείωσα τη δουλειά, 11.30 ώρα, νύχτα, έφευγα, στον διάδρομο, μαζί με τον Θανάση Τεγόπουλο, μου είπε η Μάνια ότι ´ξέρετε, έχουμε δυσκολίες, παίρνετε πολλά λεφτά, να παίρνετε λιγότερα και να μη δουλεύετε και πολύ´. Λέω, ´να σου πω κάτι; Το οικονομικό το συζητάω, αλλά το να μη δουλεύω πολύ σημαίνει τελείωμα. Πάρτε τα όλα´, λέω. ´Μια συμβουλή σας δίνω. Ή θα φέρετε στρατηγικό επενδυτή ή θα την πουλήσετε εγκαίρως πριν απαξιωθεί. Αντε γεια σας´. Επαιρνα μεγάλο μισθό, αλλά είχα δύο εφημερίδες. Και όχι μόνο αυτό. Οταν μπήκαμε στο Χρηματιστήριο όλη τη δουλειά εγώ την έκανα για να μπούμε. Δεν ήταν ότι μου κόβουν τον μισθό. Θα το δεχόμουν. ´Να μη δουλεύετε και πολύ´. Τριάντα ένα χρόνια δούλευα σαν σκύλος εκεί. Τα παιδιά μου, από τον πρώτο μου γάμο, δεν με θυμούνται βράδυ ποτέ στο σπίτι. Δούλευα. Ως τα ξημερώματα. Γράφτηκαν τότε φοβερά πράγματα. Διότι, δυστυχώς, η δημοσιογραφία έχει απαξιωθεί σε μεγάλο βαθμό. Ο,τι θέλουν γράφουν»…