(Μέρος Τέταρτο)
Του Δημήτρη Δαμασκηνού*
4. Αντίσταση με όπλο τη λογοτεχνία
Η αντίσταση του λαού άρχισε από την πρώτη μέρα της εισόδου των Γερμανικών στρατευμάτων στην Αθήνα και φούντωσε την κρίσιμη διετία 1943-44 παίρνοντας χαρακτήρα παλλαϊκής εξέγερσης.
Οι άνθρωποι των Γραμμάτων και των Τεχνών, σχεδόν στο σύνολό τους, κράτησαν εχθρική στάση απέναντι στους καταχτητές και τους συνεργάτες τους και φρόντισαν να στείλουν μηνύματα που εκφράζανε την αντίθεσή τους σε κάθε ιδέα συναλλαγής και συμβιβασμού1.
Το σύνθημα για την έναρξη της πνευματικής αντίστασης, έδωσαν δύο ποιητές: Ο Αγγελος Σικελιανός και ο Κώστας Βάρναλης. Στο περιοδικό ´Νέα Εστία´, το Μάιο του 1941, ο Αγγελος Σικελιανός δημοσίευσε ένα μανιφέστο με τον τίτλο ´Το σημερινό Ελληνοκεντρικό Πνευματικό αίτημα´, με το οποίο καλούσε τους λογίους να δώσουν ιδιαίτερο βάρος στην παιδεία, στην καλλιέργεια των βαθιά ελληνικών αξιών, που θα προετοιμάσει κάποτε ένα καλύτερο μέλλον.
Ο Κ. Βάρναλης στις 29/4/1941, από την ´Πρωΐα´, με το χρονογράφημά του ´Το αηδόνι´ διαλαλεί: ´Α, δε θαμπώνει τη λαλιά μου/ θανάτου φοβέρα…´. Επειτα προσδιόριζε το ρεαλιστικό περιεχόμενο της πνευματικής αντίστασης: Να πλησιάσουν οι πνευματικοί άνθρωποι το Λαό, να βάλουν την καρδιά τους πάνω στην καρδιά του Λαού για να χτυπήσει ομόθυμα μ’ εκείνην, να στεριώσουν περισσότερο τις ζωντανές και γόνιμες δυνάμεις του Εθνους και να ξεριζώσουν τις στείρες πλάνες που έχει. Δεν έχουν το δικαίωμα ν’ αρνηθούν αυτό το καθήκον με διάφορες θεωρίες ´φυγής προς το Εγώ´, που κρύβονται κάτω από αισθητικές φωνασκίες ή θεωρίες ´παιδακισμού´.
Αλλωστε η ίδια εφημερίδα, δηλαδή η ´Πρωΐα´, με πρωτοπόρους τους Βάρναλη και Νίκο Καρβούνη, είχε γίνει ´βήμα´ αντίστασης δεκάδων λογοτεχνών και πανεπιστημιακών καθηγητών, μεταξύ των οποίων οι: Ρώτας, Καραγάτσης, Βενέζης, Τερζάκης, Γ. Λαμπρινός, Εμ. Κριαράς, Μ. Χατζηδάκης, Βρεττάκος, Λαπαθιώτης, Βαλέτας, Λυγίζος2. Αναμεσά τους βρίσκεται και ο Μενέλαος Λουντέμης. Ο Λουντέμης συνεργαζόταν επίσης και με το περιοδικό ´Πειραϊκά Γράμματα´ γράφοντας τολμηρότατα αντιστασιακά κείμενα. Συνεργάστηκε τέλος και με το περιοδικό ´Φιλολογικά Χρονικά´, που άρχισε να εκδίδεται στην Αθήνα το 1944 3.
Μία από τις κορυφαίες, ωστόσο, πράξεις αντίστασης όχι μόνο του πνευματικού κόσμου μα ολόκληρου του λαού της Αθήνας ήταν η κηδεία του Κωστή Παλαμά. Στα χρόνια της Γερμανικής κατοχής, βαριά άρρωστος ο Κωστής Παλαμάς πεθαίνει στις 27 Φεβρουαρίου του 1943, στις 3π.μ.. Η κηδεία του έμεινε ιστορική καθώς, μπροστά σε έκπληκτους Γερμανούς κατακτητές, χιλιάδες κόσμος τον συνόδευσε στην τελευταία του κατοικία, στο Α’ νεκροταφείο Αθηνών, ψάλλοντας τον εθνικό ύμνο.
Το απόσπασμα που ακολουθεί, είναι από το βιβλίο του Μενέλαου Λουντέμη ´Ο Εξάγγελος´, που μιλά ο συγγραφέας για τον Αγγελο Σικελιανό. Περιγράφει πώς έζησαν εκείνη τη μέρα οι ίδιοι.
Στον πρώτο διάλογο, μιλά ο Σικελιανός με το Λουντέμη – η Αννούλα, είναι η γυναίκα του Σικελιανού, και η Ναυσικά η κόρη του Παλαμά).
Παράλληλα ο Μενέλαος Λουντέμης, μαζί με μια πλειάδα στιχουργών και συνθετών, δίνει στίχους και γράφει αντάρτικα αντιστασιακά τραγούδια που συντρόφευαν τους χαλκέντερους αγωνιστές του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ στη ζωή, στις μάχες, στις μακρινές και δύσκολες πορείες τους, στο χορό και… στο θάνατο6.
Μα και τα ποιήματα του είναι αξιόλογα:
Στο τέλος της Κατοχής το κλίμα έχει πια εντελώς αλλάξει. Το ΕΑΜ είναι πανίσχυρο και στον χώρο των λογοτεχνών. Στο παράνομο έντυπο, τους Πρωτοπόρους, που κυκλοφόρησε από τον Αύγουστο του ’43 έως το τέλος του χρόνου, ο Μάρκος Αυγέρης θα στηλιτεύσει τις τάσεις φυγής στη λογοτεχνία, που παρουσιάστηκαν το προηγούμενο διάστημα, και θα ζητήσει ´άλλους τόνους´, ξεκαθαρίζοντας ότι οι Πρωτοπόροι θα δράσουν με την αισθητική θεωρία ´της Τέχνης για τη Ζωή´ και δηλώνοντας ταυτόχρονα ότι καθόλου δεν αποκλείεται από το περιοδικό ´και ό,τι άλλο αξιόλογο παράγεται στην όλη πνευματική περιοχή´: ´Ολες οι μορφές είναι δεχτές´, έγραφε, ´και μόνο το περιεχόμενο ενδιαφέρει´. Η διακήρυξη του λογοτεχνικού ΕΑΜ αποδέχεται κάθε καλλιτεχνικό ρεύμα και κάθε τάση, απευθύνει μάλιστα και την έκκληση στους λογοτέχνες να μην ξεχνούν πως κάνουν τέχνη και όχι δημοσιογραφία. Η μόνη προϋπόθεση που τίθεται είναι να διαπνέονται τα έργα από ένα αίσθημα ελευθερίας· όχι κήρυγμα ελευθερίας, διευκρινίζεται: ´Γιατί κανένα κήρυγμα δεν είναι τέχνη´7.
Ο Μενέλαος Λουντέμης διαδραματίζει δραστήριο ρόλο στην κατεύθυνση της συσπείρωσης του πνευματικού κόσμου στο πλευρό του ΕΑΜ. Διετέλεσε, άλλωστε, και γραμματέας της οργάνωσης διανοουμένων του
ΕΑΜ στην Κατοχή8.
*Εκπαιδευτικός Δ.Ε.
Ηχήστε οι σάλπιγγες..! 4
´-Πεθαίνει ο Παλαμάς. Ναι… μου το μήνυσε η Ναυσικά κι αρρώστησα. Εστειλα την Αννούλα να του πει ότι είμαι άρρωστος. Κείνος πεθαίνει. Γι’ αυτό δεν μπορώ να τον ιδώ. Δεν μπορώ να δω άνθρωπο να πεθαίνει, χωρίς να είναι άρρωστος. Είναι αβάσταχτο. Κάνει πιο πικρόν ένα θάνατο, που είναι δα κι από μόνος του αρκετά πικρός. Τι να ’κανα; (…)
Ηθελα κι εγώ να δω τον Παλαμά πολύ, ως τότε μόνο στις φωτογραφίες τον έβλεπα. Τον είδα μια φορά στην Ακαδημία. Αλλά ήταν τόσο μεγάλη η απόσταση που… νόμισα πως ξαναείδα τη φωτογραφία του.
Ο Κωστής Παλαμάς ήταν ένας αινιγματικός μελλοθάνατος. Τα τελευταία δέκα χρόνια τα περνούσε (όχι καθισμένος) αλλά αποθεμένος στην πολυθρόνα του. Ετσι -εκτός από έναν πολύ στενό κύκλο- για όλους μας ήταν, περίπου, νεκρός. Ενας μεγάλος ποιητής, που πέθαινε. Μα, με τόσο αργό ρυθμό, που νόμιζες πως δεν θα πεθάνει ποτέ. (…)
Η Αννούλα όμως αργεί. Λες να τ ε λ ε ί ω σ ε; Αλλά… τι λέω; Τελειώνουν ποτές αυτές οι ζωές; Οχι. Σταματούν.
Σταμάτησε για λίγο κι ο ίδιος, μπορεί για να αφουγκραστεί. (…)
Φύγαμε από κει. Κρυώναμε. Ο Παλαμάς είχε ξεψυχήσει πριν από μια ώρα. Χωρίσαμε σ’ ένα σταυροδρόμι. Πονούσαν οι κροτάφοι μου. Είχα, ως φαίνεται, κρυολογήσει. Μα δεν έπεσα στο κρεβάτι. Κλήρος βαρύς έπεφτε στους ώμους μας. Να πάρουμε στα χέρια μας την υπόθεση της ταφής. Σμίξαμε πρωί-πρωί όλοι στο βιβλιοπωλείο του “Αετού”. Μας προσδέχτηκε ισκιωμένος ο Κίμων Θεοδωρόπουλος με τον Χρυσ. Γανιάρη. Είχαν κι οι δυο μαύρο περιβραχιόνιο. (…)
Τότε εμφανίζεται ο γιος του Παλαμά:
– Κύριοι!!.. είπε στυφά. Σας παρακαλώ. Σεβαστείτε το πένθος μας! Τι θέλετε, επιτέλους, απ’ το νεκρό μας; Αφήστε τον ήσυχο!… Θα τον ενταφιάσει η οικογένειά του, σεμνά, οικογενειακά (ήθελε να πει “μυστικά”).
Αφρισα.
– Ποια οικογένειά του; του λέω. Φαίνεται, κύριε, πως δεν ξέρετε π ο ι ό ν είχατε πατέρα! Οικογένειά του είναι όλη η Ελλάδα. Μόνος του την απόκτησε. Και κανένας ανάξιος γιος δεν μπορεί να του την αφαιρέσει.
Ηταν μέτριος σ’ όλα. Στην ποίηση, στη ζωγραφική, στη λογιστική. Σήμερα αποδειχνότανε μέτριος και στα αισθήματα.
– Ξεκινάτε από ´αλλότριους´ σκοπούς… είπε με σφιγμένα τα δόντια. Δεν θα σας αφήσω να κάνετε τον πατέρα μου ύποπτο φλάμπουρο.
– Φλάμπουρο είναι! Και προς τιμήν του. Και προς τιμήν σου. Αν είσαι μικρός γι’ αυτήν την τιμή, παραμέρα!… Κλείσου στο σπίτι σου. Θα περάσει ο Λαός και θα σε παρασύρει. Κρύψου! Τ’ άλλα είναι δική μας υπόθεση.
Ετσι νομίζαμε. Ότι ήταν δική μας μόνο υπόθεση, του πνευματικού μόνο κόσμου. Μα πίσω μας ήταν σύγκορμος ο Λαός. Ούτε υποπτευόμασταν, ως τότε, τι γινόταν πίσω απ’ το οικογενειακό πένθος των λογοτεχνών. Η Αθήνα είχε όλη ντυθεί στο πένθος κι ετοιμαζόταν να ξεπροβοδίσει το μεγάλο της πατέρα. Πώς το ’μαθαν; Ποια μυστική καμπάνα έκραξε μες τα μεσάνυχτα; Ποιος ειδοποίησε τις μυριάδες των πολιτών της πανάρχαιας πόλης ότι έφτασε η ώρα της πρώτης μάχης;
Σαν είδαμε το πρωί τα πλήθη, μείναμε άφωνοι. Πλήθη αμέτρητα, άπειρα, ανόμοια… Ο Λ α ό ς! Φορτώθηκε το αγέρωχο πένθος του, όπως ταίριαζε για ένα τέτοιο νεκρό, σε μια τέτοια ώρα, σε μια τέτοια πόλη.
Είναι αδύνατο -και τώρα- να περιγράψω αυτή τη θανή. Μου λύνονται οι αρμοί. Στην εξέδρα, δίπλα στο φέρετρο, σε μια στιγμή
-σα χρησμός- ο Σικελιανός! Η φωνή του θαρρετή, σαν την “κόψη του σπαθιού την τρομερή”, έσκισε την πένθιμη σιωπή:
Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…
Βογκήστε τύμπανα πολέμου… Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!
Ρίγη προφητικά μας διαπέρασαν όλους.
Οι τόνοι της φωνής του ξεχύθηκαν εξαγγελτικοί ως κάτω στην Πόλη, εισέβαλαν απ’ τα Προπύλαια κι ανέβηκαν στην Ακρόπολη! Κι εκεί…
Το ποίημα δεν είχε ακόμα τελειώσει. Οι τόνοι του μόλις είχαν αρχίσει να σβήνουν… Και τότε, με τα χείλη του Λαού, απάντησε -από απόσταση ενός αιώνα- σε τούτον τον Έ λ λ η ν α Ποιητή, ένας άλλος Ε λ λ η ν α ς Ποιητής:
Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τρομερή
Σε γνωρίζω από την όψη
που με βιά μετράει τη γη…
Είχαμε ασυναίσθητα γονατίσει Και ψέλναμε Μεγαλόφωνα. Τον Υμνο μας, της αστρομέτωπης Λ ε υ τ ε ρ ι ά ς!
Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα ! Ένα βουνό
με δάφνες αν υψώσουμε ως το Πήλιο κι ως την Όσσα,
κι αν το πυργώσουμε ως τον έβδομο ουρανό,
ποιόν κλει, τι κι αν το πει η δικιά μου γλώσσα;
[Μα εσύ Λαέ, που τη φτωχή σου τη μιλιά,
Ήρωας την πήρε και την ύψωσε ως τ’ αστέρια,
μεράσου τώρα τη θεϊκή φεγγοβολιά
της τέλειας δόξας του, ανασήκωσ’ τον στα χέρια
γιγάντιο φλάμπουρο κι απάνω από μας
που τον υμνούμε με καρδιά αναμμένη,
πες μ’ ένα μόνο ανασασμόν: “Ο Παλαμάς !”,
ν’ αντιβογκήσει τ’ όνομά του η οικουμένη !
Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…
Βογκήστε τύμπανα πολέμου… Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα !
Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα! Ενας λαός,
σηκώνοντας τα μάτια του τη βλέπει…
κι ακέριος φλέγεται ως με τ’ άδυτο ο Ναός,
κι από ψηλά νεφέλη Δόξας τονε σκέπει.
Τι πάνωθέ μας, όπου ο άρρητος παλμός
της αιωνιότητας, αστράφτει αυτήν την ώρα
Ορφέας, Ηράκλειτος, Αισχύλος, Σολωμός
την άγια δέχονται ψυχή την τροπαιοφόρα,
που αφού το έργο της θεμέλιωσε βαθιά
στη γην αυτήν με μιαν ισόθεη Σκέψη,
τον τρισμακάριο τώρα πάει ψηλά τον Ιακχο
με τους αθάνατους θεούς για να χορέψει.
Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…
Βόγκα Παιάνα! Οι σημαίες οι φοβερές
της Λευτεριάς ξεδιπλωθείτε στον αέρα!5´
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΝΤΑΡΤΗ
Ενα φεγγάρι εκρέμουνταν στην αγριελιά κλαμένο
προχτές που φέραν τέσσερεις το Βάγγο χτυπημένο.
Κι είχε μια αχνάδα η όψη του, μια μελανιά η θωριά του-
μια αγριάδα του θανάτου.
Μαζί τους κατηφόριζε κι ένα δροσάτο αγέρι.
Μια καλονιά απ’ τη Ρούμελη χλωμή σαν τ’ αγιοκέρι.
Με λίγα αμίλητα παιδιά κομμένα απ’ τα γιουρούσα-
και μια σκυλίτσα ρούσα.
Τον στρώσαν σε ψηλόν οντά με τα φαντά σεντόνια
(κι απ’ τα κονίσματα ψηλά σιγόσταζε η συμπόνοια).
Κι ένα λουλούδι που άλαλο κούρνιαζε σαν τον σπίνο
σκύβει να δει κι εκείνο.
Τα παραθύρια σβήσανε κι απόμειναν κλεισμένα
μη δουν κεφάλια ξέπλεκα και μάτια δακρυσμένα-
τ’ αστέρια, που κατέβηκαν τούτα τα κρύα βράδυα,
για να φυλάξουν βάρδια.
Θρηνολογά η κουφοξυλιά, δέρνονται τ’ αρμυρίκια.
Κλαιν οι οξυές φύλλα χλωμά, κλαιν τα γκρεμνά χαλίκια.
Κι ένας τσομπάνος άπραγος με το ραβδί που εκράτα
δέρνει τρελά τα βάτα.
Τον είχε ο λόγγος σταυραϊτό, τα τρίκορφα γιορντάνι.
Τον είχε η λεύκα ψυχογιό, τα διάσελα καπλάνι.
Τον είχε η σύναξη αδερφό και το καπετανάτο-
φλουρί κωσταντινάτο.
Περνάν και τον θρηνολογούν, περνάνε και τον ραίνουν.
Λυπητερά μαλώματα, κακιώματα του κρένουν.
Κι ο Βάγγος τους χαμογελά από το προσκεφάλι-
σαν κόρη που ’χει σφάλει.
Διαβαίνουν οι γερόντισσες και χύνουν τα μαλλιά τους.
Περνούν κι οι νιες και χύνουνε ρόδα- τα μαγουλά τους.
Περνάει κι ο Πικρό-Χάροντας κι απ’ τ’ άτι ξεπεζεύει-
ο Βάγγος για ν’ ανέβει…
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Το θέμα της «πνευματικής» Εθνικής Αντίστασης και της ακμής του αντιστασιακού Τύπου πραγματεύεται το 16ο επεισόδιο από την εκπομπή Χρονικό της Εθνικής Αντίστασης: Η τέχνη στην Αντίσταση-Ο αντιστασιακός τύπος. (Αρχείο ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ). Καλλιτέχνες και διανοούμενοι πυκνώνουν τις τάξεις των ανταρτικών ομάδων και μαζικά συμβάλλουν στον αντιστασιακό αγώνα, εκδηλώνοντας τα πατριωτικά τους αισθήματα, που θα αφύπνιζαν τη λαϊκή εθνική συνείδηση, πολλές φορές με τίμημα τη ζωή τους. Τα χαρακτικά των εκδόσεων του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και της ΕΠΟΝ, τα συνθήματα στους τοίχους, ο πολύγραφος του ΕΑΜ Ηθοποιών, οι παραστάσεις του Θεάτρου του Βουνού και της Λαϊκής Σκηνής, τα αντάρτικα τραγούδια, οι τοιχογραφίες του Σχολείου των Κορυσχάδων, τα αντιστασιακά έντυπα, τα παράνομα πιεστήρια, οι προκηρύξεις, η στρατευμένη γραφή και η πάνδημη συμμετοχή στην κηδεία του ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ, είναι μερικά μόνο δείγματα της σχεδόν καθολικής συμμετοχής των πνευματικών ανθρώπων στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Σημαντικό φωτογραφικό και έντυπο αρχειακό υλικό, καθώς και οι μαρτυρίες των καλλιτεχνών και των δημοσιογράφων, ιχνογραφούν ιδιαίτερες διαστάσεις της πνευματικής αντίσταση στην «πρωτεύουσα της αντιστασιακής Ευρώπης», όπως θα χαρακτηρίσει την Αθήνα ο φιλέλληνας συγγραφέας ΡΟΖΕ ΜΙΛΛΙΕΞ.
(2) Αριστούλα Ελληνούδη, ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΝΤΙΦΑΣΙΣΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗ, Αγώνας με ασίγαστο «όπλο» τη λογοτεχνία, εφημ. Ριζοσπάστης, Ένθετη έκδοση: «7 μέρες μαζί», Κυριακή 8 Μάη 2005, σελ. 2.
(3) Στα «Φιλολογικά Χρονικά» συνεργάζονταν, εκτός από τον Μ. Λουντέμη οι Ν. Πεντζίκης, Ν. Παππάς, Μ. Σακελλαρίου, Γ. Σφακιανάκης, Ρίτα Μπούμη – Παππά, Γ. Βαλέτας, Ν. Γκάτσος, Γ. Θέμελης, Νικηφόρος Βρεττάκος, Εύα Βλάμη, Ζωή Καρέλλη, Βάσος Βαρίκας, Μάριος Πλωρίτης, Κλ. Παράσχος, Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, κ.ά. Δείγμα της γραμμής του περιοδικού αποτέλεσε και ένα ποίημα του Νίκου Παππά με τίτλο «Η Κυριακάτικη Ποίηση», που ήταν μια επίθεση εναντίον εκείνων που έγραφαν «ανάερα, φωτεινά, γαλάζια, επιδερμικά ποιήματα, χωρίς ν’ ακούνε άλλους ήχους, κανένα βογγητό, καμιά φωνή που να μοιάζει με ανθρώπινη». Ελένη Αργυρίου, Καθ’ οδόν: Στην Τέχνη της Αντίστασης, εφημ. Ριζοσπάστης, Σάββατο 28 Οχτώβρη 2006 – Κυριακή 29 Οκτώβρη 2006, σελ. 16.
(4) Μενέλαου Λουντέμη «Ο Εξάγγελος» (Αγγελος Σικελιανός), Αθήνα, Δωρικός, 1976.
(5) Αυτό είναι το υπόλοιπο ποίημα του Άγγελου Σικελιανού που εκφωνήθηκε στην κηδεία του Κωστή Παλαμά και δεν περιλαμβάνεται στη βιογραφία του Μενέλαου Λουντέμη.
(6) Εκτός από τον Μενέλαο Λουντέμη ήταν οι Αττίκ, Κώστας Βάρναλης, Βασίλης Ν. Δόικος, Μίκης Θεοδωράκης, Γιάννος Ιωάννου, Κώστας Γ. Καλαντζής («Θεσσαλός»), Νίκος Καρβούνης, Γιώργος Κοτζιούλας, Αργύρης Κουνάδης, Ανδρόνικος Κουρούκλης, Σοφία Μαυροειδή – Παπαδάκη, Ευάγγελος Μαχαίρας, Γιάννης Μιχαλόπουλος («Ωρίων»), Ιάνης Ξενάκης, Αλέκος Ξένος, Κωστής Παλαμάς, Λευτέρης – Τριαντάφυλλος Παπάζογλου, Νίκος Παπαπερικλής, Στάθης Πρωταίος, Δημήτρης Ραβάνης – Ρεντής, Βασίλης Ρώτας, Χάρης Σακελλαρίου, Ακης Σμυρναίος («Αστραπόγιαννος»), Απόστολος Σπήλιος, Γεράσιμος Σταυρολέμης («Γρηγόρης»), Νίκος Τσάκωνας, Γιώργος Κ. Τσαπόγας, Δημήτριος Φίτσιος, Ναυσικά Φλέγγα – Παπαδάκη, Λάκης Χατζής (τα ονόματα από το βιβλίο «Πολεμάμε και τραγουδάμε», έκδοση ΠΕΑΕΑ).
(7) Βλ. Αγγέλα Καστρινάκη, Κεφ. 8ο Η Λογοτεχνία στην κατοχή, στο συλλογικό έργο: Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα, Β΄ παγκόσμιος πόλεμος 1940-1945, Κατοχή-Αντίσταση, επιστημονική επιμέλεια Χρήστος Χατζηιωσήφ, Προκόπης Παπαστρατής, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2007, Γ΄ Τόμος, Μέρος 2ο, σελ. 330-331.
(8) «Μενέλαος Λουντέμης» από το 4ο Δημοτικό Σχολείο Αριδαίας.