Του Δημήτρη Δαμασκηνού*
9. Οδός Αβύσσου αριθμός 0 (1962)
Στην αίθουσα του Στρατοδικείου, ο Γιώργης, κεντρικό πρόσωπο στο μυθιστόρημα του Μενέλαου Λουντέμη ´Οδός Αβύσσου, Αριθμός 0´, βασανισμένος τόσο άγρια στο Μακρονήσι που για να ξαναδεθούν οι σκόρπιες ίνες του μυαλού του έμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα σε νευρολογική κλινική, σηκώνεται όρθιος και με σταθερή φωνή ´απολογείται´ καταγγέλλοντας μπροστά στους δικαστές του τα βασανιστήρια, τις εκτελέσεις κι αυτήν ακόμα την παρωδία δίκης με το προαποφασισμένο αποτέλεσμα της θανατικής του καταδίκης. Οσα καταγγέλλει προκαλούν -όπως είναι φυσικό- εκνευρισμό στην έδρα:
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Σιωπή! Χρησιμοποιείς την ιεράν ταύτην αίθουσαν δια την βρομεράν σου προπαγάνδα; Αρκεί!
ΣΤΡΑΤΟΔΙΚΗΣ: Αφήστε τον, κ. Πρόεδρε… πολύ γρήγορα -μόλις ο θάνατός του γίνει βεβαιότης- θα σκύψει τον αυχένα.
ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ: Κάνετε λάθος. Θα πάω όρθιος παντού. Όρθιος όπως περπάτησα ως τώρα, ακόμα κι όταν τα πόδια μου έσταζαν αίματα. Πρέπει, για την Ιστορία, να σας πω ότι χτες βράδυ, μετά το τέλος της δίκης, τρεις άνθρωποι μπήκαν στο κελί μου κι όλη τη νύχτα πάλαιψαν να σπιλώσουν την τελευταία μέρα της ζωής μου, αποσπώντας μου την ταπεινωτική ´μετάνοια´. Θα μπορούσα να σας δείξω τις πληγές και τα εγκαύματα που έκαναν σ’ ολόκληρο το κορμί μου. Δεν το κάνω όμως για να μη νομισθεί ότι εκλιπαρώ την επιείκεια ή τον οίκτο σας. Δε με πιστεύετε;
ΣΤΡΑΤΟΔΙΚΗΣ: Εγώ το πιστεύω. Όχι, κ. Πρόεδρε. Εγώ το πιστεύω. Γι’ αυτό, κατηγορούμενε, σε συμβουλεύω εγώ, πατρικώς -όχι με βασανισμούς και απειλάς- σε προτρέπω πατρικώς να εγκαταλείψεις, επιτέλους, αυτό το στείρον ανώφελον πείσμα -χάριν μιας αβεβαίας υστεροφημίας- και να επανέλθεις εις τους κόλπους της Πατρίδος, ήτις θα σε δεχθεί και θα περιθάλψει τας πληγάς σου.
ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ: Παιδιά που τα δέρνουν στο σπίτι με το ξύλο, φεύγουν μακρύτερα. Όχι, κ. Στρατοδίκα, δε θα επιστρέψω στο ετοιμόρροπο σπίτι σας που τόσο άσκημα κάνετε αν το λέτε ´Πατρίδα´. Δε θα επιστρέψω ούτε με το γλυκό σας ύφος, που τόσο αδέξια ηχεί στα χείλη σας. Δε θα επιστρέψω σ’ ένα σπίτι που τα θεμέλια και το κατώι του πλημμύρισαν από αίματα. Πατρίδα είναι εκείνο που για χάρη του θυσιάζονται οι άνθρωποι και όχι εκείνο που για χάρη του σκοτώνουν.
Ο ΙΔΙΟΣ ΣΤΡΑΤΟΔΙΚΗΣ: Ε, τότε πήγαινε στο διάολο! Πήγαινε στο θάνατο που σου αξίζει!´2.
Η Μακρόνησος είναι ίσως η πιο μαύρη σελίδα της νεοελληνικής ιστορίας, την οποία οι πολιτικοί επίγονοι των νικητών προσπαθούν -μεθοδικά κι επισταμένα- να διαγράψουν απ’ τη συλλογική μνήμη. Αν, όμως, η αλήθεια από τη φύση της δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά η αέναη πάλη της μνήμης κόντρα στην αδικία και τη λησμονιά, τότε η αποτύπωση του τι συνέβη σ’ αυτό το κολαστήριο είναι καθήκον τόσο του ιστορικού όσο και του λογοτέχνη, πόσο μάλλον όταν τα τελευταία τούτα χρόνια στον τόπο αυτό ειπώθηκαν τα χειρότερα ψέματα3.
Ο Μενέλαος Λουντέμης στο μυθιστόρημα ´Οδός Αβύσσου, Αριθμός 0´ ανταποκρίνεται και με το παραπάνω σ’ αυτό το καθήκον, περιγράφοντας με συγκλονιστικό τρόπο τις συνθήκες κράτησης κάτω το εγκληματικό καθεστώς ´πειθαρχημένης διαβίωσης´ και βασανιστηρίων στο στρατόπεδο συγκέντρωσης της Μακρονήσου, όπου κυριαρχούσε η ωμή βία, ο τρόμος και η απελπισία. Στις σελίδες του εμφανίζονται και αυτοί που πέθαιναν για την Ιδέα (κι έπρεπε ν’ αντιμετωπίσουν όχι μόνο τα βασανιστήρια αλλά και αγωνιστούν παράλληλα και για την επιβίωση τους και για την αποφυγή της τρέλας) και οι άλλοι που την πολεμούσαν. Γιατί τα μέλη αυτού του κρεματόριου συνειδήσεων, ψυχών και σωμάτων που στήθηκε στην κορύφωση του εμφυλίου ήταν από τη μια πλευρά οι δήμιοι, περιθωριακοί απατεώνες, ψευτο-διανοούμενοι πρώην συναγωνιστές και από την άλλη τα θύματα τους, χιλιάδες ασυμβίβαστοι ιδεολόγοι. Η αυτοβιογραφία μπλέκεται με τη φαντασία και τα γεγονότα που περιγράφονται αφήνουν άναυδο τον αναγνώστη λόγω της ρεαλιστικότητάς τους αλλά και της ευαισθησίας τους. Μια ευαισθησία που για τις ανάγκες της αφήγησης μετατρέπεται κάποιες φορές σε σκληρότητα δίχως έλεος.
Το μυθιστόρημα ´Οδός Αβύσσου, Αριθμός 0´ ξεκινά, όταν ο φακός του συγγραφέα εστιάζει σε δύο από τους κρατούμενους αγωνιστές. Είναι οι πρωταγωνιστές – θύματα αυτής της ενορχηστρωμένης θηριωδίας, ο Γιώργης και ο Παναής, που μοιράζονται την ίδια σκηνή αντίκρυ στη θάλασσα, δεμένοι με την ίδια χειροπέδα, τον Μάη μήνα του 19498.
Στο βιβλίο σκιαγραφείται η ψυχολογική βία με τη μορφή του συνεχούς ψυχικού και σωματικού βασανισμού που ασκείται στους εξόριστους με σκοπό τη διάλυση της προσωπικότητάς τους. Η αποδόμηση της προσωπικότητας επιτυγχάνεται μέσω του φόβου (συναίσθημα που αφορά σ’ έναν πραγματικό κίνδυνο) μα και του άγχους (την ακαθόριστη δηλαδή ανησυχία από κάποιον απροσδιόριστο κίνδυνο που δεν αντιμετωπίζεται).
Ο σωματικός πόνος οδηγεί στον ψυχικό, αυτός προκαλεί το άγχος, ακολουθεί ο πανικός και με την επανάληψη έρχεται η διάλυση της προσωπικότητας. Συνέπειες είναι συχνά οι ψυχώσεις, η απώλεια της πραγματικότητας, η τρέλα. Το άτομο οδηγείται στην αποπροσωποποίηση, χάνοντας τον εαυτό του, παραλύει και γίνεται ευάλωτο χωρίς αντιστάσεις.
Θα γράψει χαρακτηριστικά ο Λουντέμης στο προλογικό κεφάλαιο του τρίτου μέρους:
´Και σαν ξημέρωσε η οχτώ του Δεκέμβρη σύρτηκε απ’ τη μιαν άκρη του νησιού ως την άλλη η πελώρια σκιά του τρόμου. Δήμιοι, νεκροί, πληγωμένοι… κείτουνταν χάμω, μέσα σ’ έναν πέτρινο αγρό σπαρμένον με ανθρώπινα κορμιά. Εκείνο το πρωί τα κοκόρια του Λαυρίου -για πρώτη φορά- δε λάλησαν. Μόνο τα σκυλιά της πόλης ανέβηκαν στο καρβουνόχωμα και κλαίανε όλη τη νύχτα. Οσο για τους ανθρώπους, όλες αυτές τις νύχτες, παρακολουθούσαν τη ζωή απ’ τις χαραμάδες… Σάστιζαν πως, αυτό που γινόταν αντίκρυ, δεν το είχε γράψει ακόμα η Αποκάλυψη9…
Η φρίκη της Μακρόνησος δε χωράει σε βιβλία. Διαβάζεται μόνο μες στα μάτια των τρελών της. Μόνο τ’ αυτιά του Λαυρίου πρόφτασαν ν’ αρπάξουν κάτι ξεφτίδια απ’ τις φωνές… Στην αρχή, γιατί αργότερα ράγισαν κι αυτά και δεν άκουαν πια τίποτα. Κι έτσι απόμειναν μόνο οι σκύλοι -με το προφητικό τους ένστικτο- να σκορπούν απ’ τους καρβουνοσωρούς τις οιμωγές τους, σαν μαύρους οιωνούς που έβγαιναν απ’ τα σπλάχνα του προαιώνιου ζώου.
Απ’ το Λαύριο οι δήμιοι φαίνονταν μικροί… Και ήταν για να σαστίζεις πως τόσο μικροί δήμιοι κάνανε τόσο μεγάλα εγκλήματα. Μα το έγκλημα ποτέ δεν μετριέται με τον πήχυ. Γιατί ποτέ δεν έχει το ανάστημα του κακούργου. Πάντα είναι μεγαλύτερό του. Γιατί ένας πραγματικός κακούργος ποτέ δεν κάνει μόνο ένα έγκλημα. Πόσο μάλλον στην Μακρόνησο όπου είχε καταργηθεί η τιμωρία. Γιατί κι αυτό έγινε στη Μακρόνησο. Χωρίσανε το έγκλημα απ’ τον κολασμό και αντιστρέψανε τους όρους. Ρίξανε τον κολασμό στα θύματα και τον έπαινο στους κακούργους. Ετσι τους βοήθησαν να κάνουν το έγκλημα ψυχαγωγία και πρωινή γυμναστική. Οταν ένας άνθρωπος συνηθίζει να διασκεδάζει με το αίμα που τρέχει, με τίποτα πια στο εξής δεν μπορεί να διασκεδάσει´10.
Οι βασανιζόμενοι είχαν ως άμυνα τις ιδέες τους, τη συνείδηση τους, την αυτοεκτίμηση, τον αυτοσεβασμό και τις αναμνήσεις τους σε καταστάσεις και πρόσωπα που θα μπορούσαν να στηριχτούν, αλλά και τη συλλογικότητα.
Οι βασανιστές, προσωπικότητες που δεν εξελίχθηκαν, με ένστικτα που βγήκαν στην επιφάνεια μέσα στην πραγματικότητα της Μακρονήσου.
Ο Στάθης Ιω. Δρομάζος θα γράψει στην Αυγή γι’ αυτό το μυθιστόρημα του Μενέλαου Λουντέμη: ´[…] Είναι χρονικό ή μυθιστόρημα το βιβλίο του Λ. [Οδός Αβύσσου, αριθ. 0]; Αυτό το ερώτημα βάζετε, μελετώντας τη σύνθεση του υλικού. Το βιβλίο είναι φορτωμένο με πληθωρικά γεγονότα. Το έντονο όμως φιλολογικό ύφος αφαιρεί από την αυθεντικότητά τους. Υστερα, η σύνδεση η οποία επιχειρείται ανάμεσα στα τρία πλάνα που προαναφέραμε είναι περισσότερο τεχνική και χρονολογική, παρά εσωτερική.
Το γράμμα, σταλμένο κάθε φορά που θα εξυπηρετήσει το συγγραφέα, συνδέει τις μανάδες με τους αγωνιστές.
Το ξύλο, δοσμένο κάθε φορά που πρόκειται να βοηθήσει τη ροή του έργου συνδέει τους αγωνιστές με τους βασανιστές. Ο βασανιστής Στελλάρας ή Κουτρούμπας ή Μελιτζάνας, είναι το πολυεδρικότερο ίσως πρόσωπο του όλου έργου, που προσπαθεί να συνδέσει “εσωτερικά” και τα τρία πλάνα. Μέσα λοιπόν στο βάθος της τεχνικής σύνθεσης και στο μήκος της χρονολογικής διαδοχής περιγράφεται ένας κόσμος πληθωρικός και εκρηκτικός. Οι βασανιστές, κυνικοί, πρεζάκηδες, απόφοιτοι φυλακών, οι βρομεροί κίονες ενός βρομερότερου “Παρθενώνα”. Ο μόνος τους σκοπός να πάρουν τη “δήλωση”. Σκοπός, εμπνεόμενος άλλοτε από το ψυχικό σακατηλίκι τους και άλλοτε από ανομολόγητες ελπίδες υλικών κερδών. Μπροστά τους οι αγωνιστές, έτοιμοι για όλα […]12´.
Και συνεχίζει επανερχόμενος για να περιγράψει αναλυτικότερα τον Στελλάρα, που στέκει στο μεταίχμιο περιθωρίου και πολιτικής και συναιρεί επιτυχημένα τις αντιδράσεις του τον προπολεμικό και τον μεταπολεμικό Λουντέμη: ´Ο πιο ενδιαφέρων τύπος είναι ο Στελλάρας, απόφοιτος των φυλακών (πρεζάκιας – ποινικός), αλλά στόφα καλού ανθρώπου. Δίδει μάχες με την κοινωνία, μία στο δικαστήριο, καταγγέλλοντας τους εμπόρους των ναρκωτικών και μία στο Μακρονήσι, ξεσκεπάζοντας τα όργια, με την απολογία του προς τον στρατηγό, όπου του λέει ότι βαριέται άλλο να… κάθεται χωρίς δουλειά, δηλαδή χωρίς να δέρνει κ.λπ.. Αυτός ήταν “το μόνο μισερό – τσιμπλιάρικο μα το μόνο φως μέσα σ’ αυτό το υπόγειου του απάνω κόσμου”. Και δίνει και την τρίτη μάχη αναλαμβάνοντας την προστασία του φυλακισμένου Γιώργη.
Ο Στελλάρας αντιπροσωπεύει τις καλύτερες παραδόσεις της νεοελληνικής αλητογραφίας. Ισως αυτό το περιεχόμενο να παρέσυρε το συγγραφέα και σ’ ένα ύφος έντονης και ωμής αργκό που πολλές φορές δεν βρίσκεται ούτε στα όρια του λογοτεχνικού νατουραλισμού´13.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Φράση από το έργο του Μ. Λουντέμη, «Οδός Αβύσσου αριθμός Ο», Αθήνα, εκδ. Βιβλιοεκδοτική, μυθιστόρημα (1962).
(2) Μενέλαος Λουντέμης, «Οδός Αβύσσου αριθμός Ο», μυθιστόρημα, Το Βήμα βιβλιοθήκη, πιστή αναπαραγωγή της έκδοσης Ελλ. Γράμματα (5η έκδοση), Αθήνα 2000, σελ. 341-343.
(3) «Ειπώθηκαν ψέματα που ντράπηκαν και τα ίδια, μια και δεν ντρέπουνταν τα στόματα που τα ’λεγαν. Έγινε πολλή κατάχρηση στόμφου, φτηνού λυρισμού, πολλή σπατάλη άχρηστης φιλοπατρίας… Τι φιλοπατρία είναι αυτή όταν οι πατριώτες πέθαιναν στο όνομα της Πατρίδας σαν προδότες; Και μόνο οι αρχαίες τραγωδίες μας –για πρώτη φορά στον τόπο που γεννήθηκαν- χλόμιαναν και μίκρυναν γιατί τις είχε ξεπεράσει η ζωή. Τέλος» (Βλ. Μενέλαος Λουντέμης, «Οδός Αβύσσου αριθμός Ο», ο.π., σελ. 285).
(4) Βλ. Ν. Κοντράρου-Ρασσιά, Να γίνουν μνημεία τα κολαστήρια, εφημ. Ελευθεροτυπία, Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2009.
(5) Η σφαγή σημειώθηκε δύο μήνες μετά την ανακήρυξη από τους αντάρτες της προσωρινής «κυβέρνησης του βουνού». Ηθική ευθύνη για αυτή την πρακτική αποδίδεται σε πολιτικούς της εποχής, όπως ο Κωνσταντίνος Τσαλδάρης, ο Θεμιστοκλής Σοφούλης, ο Γεώργιος Παπανδρέου και ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Κι αυτό γιατί αφενός ανέχθηκαν ή και εκθείαζαν με τις δηλώσεις τους το «αναμορφωτήριο», αφετέρου γιατί κανείς από τους προαναφερθέντες δεν έκανε οτιδήποτε με πολιτική του παρέμβαση προκειμένου οι υπεύθυνοι του εγκλήματος να λογοδοτήσουν. Αντιθέτως, σε δίκη παραπέμφθηκαν τα θύματα.
(6) «ΕΞΟΡΜΗΣΗ» 1/4/1948.
(7) Το δημοσίευμα της ΕΞΟΡΜΗΣΗΣ σχετικά με τον αριθμό των νεκρών στο μακελειό της Μακρονήσου πλησιάζει πολύ την αλήθεια. Ο γιατρός του Α’ τάγματος Λ. Γεωργιλάκος, πολλά χρόνια αργότερα βεβαίωσε ότι ο ίδιος πιστοποίησε το θάνατο 180 σκαπανέων, τους οποίους η διοίκηση του στρατοπέδου και τα όργανά της φόρτωσαν στο αμπάρι ενός καϊκιού (Βλ. Φιλ. Γελαδόπουλου: «Μακρόνησος – Η μεγάλη σφαγή του 1948», εκδόσεις «Αλφειός», σελ. 182). Ο καπετάνιος του καϊκιού Μ. Βονταμίτης, πριν πεθάνει, σε μαρτυρία του κάνει λόγο για 350 νεκρούς που τους μετέφερε με δρομολόγια μακριά στον Κάβο Ντόρο, στο ξερονήσι Σαν Τζιόρτζιο. Εκεί περίμενε πολεμικό καράβι. «Οι ναύτες παίρνανε τους σκοτωμένους φαντάρους και τους χώνανε μέσα σε συρμάτινα δίχτυα με βαρίδια και τους φουντάρανε στο βυθό της θάλασσας» (Στο ίδιο, σελ. 190 – 191).
(8) «Λοιπόν… στη φυλακή…», εκμυστηρεύεται ο Παναής στο Γιώργη μεταφέροντας στο φίλο του την εμπειρία ενός ποινικού, του Σκυλόγιωργα, «κείνο που σκοτώνει τον άνθρωπο δεν είναι ούτε τα σίδερα, ούτε η μούχλα, ούτε η κλεισούρα. Είναι η μοναξιά… Η μοναξιά λέει… Σου βυζαίνει λίγο λίγο την ψυχή, στη ροκανάει σαν λίμα, ώσπου την κάνει μικρά-μικρά κομματάκια και τα καταπίνει» (Βλ. Μενέλαος Λουντέμης, «Οδός Αβύσσου αριθμός Ο», ο.π., σελ. 16 & 17).
(9) Ο Μενέλαος Λουντέμης μιλώντας για τη σφαγή στις 8 του Δεκέμβρη του 1949 αναφέρεται στα γεγονότα που αφορούν στην ένταξη των πολιτικών εξορίστων στο Β’ Ειδικό Τάγμα Οπλιτών-Ειδικόν Σχολείον Αναμορφώσεως Ιδιωτών… «Οι αποστολές εξορίστων στο Β’ Τάγμα θα γίνουν μεταξύ Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου του 1949 σε ένα κλίμα απίστευτης βίας, ξυλοδαρμών, απειλών και εξευτελισμών. Τεκμήριο της διάθεσης των εξορίστων να «αναμορφωθούν» ήταν η πρόθεσή τους να υπογράψουν «δηλώσεις μετανοίας» και κάτω από συνθήκες φυσικής ή και ψυχολογικής βίας, οι περισσότεροι εξόριστοι υπέγραψαν. Οι λίγες εκατοντάδες που αρνήθηκαν να υπογράψουν, απομακρύνθηκαν από τους «ανανήψαντες» και μεταφέρθηκαν σε «σύρματα» (καταυλισμοί περιφραγμένοι με συρματόπλεγμα), όπου υποβλήθηκαν συστηματικά σε βασανιστήρια και εξοντωτικές αγγαρείες. (Βλ. Πολυμέρη Βόγλη, Εξόριστοι στα χρόνια του Εμφυλίου, εφημ. Καθημερινή, Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2012).
(10) Μενέλαος Λουντέμης, «Οδός Αβύσσου αριθμός Ο», ο.π., σελ. 184 & 185-186.
(11) Βλ. Γιώργος Τσακνιάς, Επίμετρο στο έργο του Μενέλαου Λουντέμη, «Οδός Αβύσσου αριθμός Ο», ο.π., σελ. 386-387.
(12) Στ. Ι. Δρομάζος: Κριτική για το Οδός Αβύσσου αριθμός Ο· εφημ. «Η Αυγή», 11 Ιανουαρίου 1963.
(13) Στ. Ι. Δρομάζος: Κριτική για το Οδός Αβύσσου αριθμός Ο, ο.π.
*Εκπαιδευτικός Δ.Ε.