Δευτέρα, 25 Νοεμβρίου, 2024

«- Αγιε μου Γιώργη, αφέντη μου, ομορφοκαβαλάρη,… …τη χάρη και τη δόξα Σου, θέλω ν’ αναθιβάλω…»

Aγαπητοί αναγνώστες,
Χριστός Ανέστη – Χρόνια Πολλά!

Χρέος της στήλης μας σήμερα, να γράψει για τη Διακαινήσιμο εβδομάδα και τις γιορτές της: Ραφαήλ και Νικολάου και της αγιάς Παρθενομάρτυρος Ειρήνης την Τρίτη (18/4), της Ζωοδόχου Πηγής, σήμερα (21/4) και την Κυριακή (23/4), το Αντίπασχα, του αποστόλου Θωμά και του Αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου.
Τελικά, καταλήξαμε ν’ αφιερώσουμε το χώρο μας στη χάρη του Μεγαλομάρτυρα της Εκκλησίας μας Γεωργίου του Τροπαιοφόρου, κύρια: για το συναξάρι και το τραγούδι του Αγίου, το οποίο ασφαλώς πολλοί γονείς, παππούδες και συνάδελφοι, θα θελήσουν να διαβάσουν στα παιδιά τους!
Ο μεγαλομάρτυρας της Εκκλησίας μας, Γεώργιος ο τροπαιοφόρος, γεννήθηκεν από γονείς ευγενείς και πλούσιους, που κατάγονταν από την Καππαδοκία της Μικράς Ασίας.
Νέος, κατατάσσεται στον ρωμαϊκό στρατό. Γίνεται σύντομα για τα χαρίσματά του, ανωτ. αξιωματικός
-χιλίαρχος- ενώ δεν έχει πατήσει τα είκοσι του χρόνια. Η φήμη του μεγάλη! Τίμιος, γενναίος και σωστός αξιωματικός. Απλός, γλυκύς και καταδεκτικός άνθρωπος. Θερμός και συνεπής Χριστιανός!
Το τελευταίο, δεν του το συγχωρεί ο Διοκλητιανός. Ο Γεώργιος όμως με τόλμη και γενναιότητα, ομολογεί την πίστη του, αρνείται να θυσιάσει στα είδωλα και γι’ αυτό βασανίζεται σκληρά. Τέλος, θανατώνεται με αποκεφαλισμό, στις 23 Απριλίου του 303 μ.Χ., στη Διόπολη (Λύδδα) της Παλαιστίνης!
Ο καθαγιασμένος αυτός τόπος, από τα μαρτύρια και το αίμα του αγίου Γεωργίου, σε λίγο κιόλας χρόνο γίνεται το χριστιανικό λατρευτικό κέντρο όπου τιμάται ο μεγαλομάρτυρας Αγ. Γεώργιος!
Εδώ, στον τόπο του μαρτυρίου του, χτίζεται ναός “περικαλλής”, αφιερωμένος στ’ όνομά Του. Κι από τότε, στη χάρη του κτίζονται παντού εκκλησίες και ξωκκλήσια και βαπτίζονται παιδιά στ’ όνομά Του!
Πανηγύρια ονομαστά γίνονται σε πολλά μέρη της Πατρίδας μας, τούτη τη μέρα την ανοιξιάτικη και μυρωμένη, δεμένα με τα πατροπαράδοτα έθιμά μας και τη βαθειά ριζωμένη Πίστη μας.
Κι ανάμεσα στα γλέντια και τους χορούς, κάποιας συντροφιάς ο γεροντότερος, θα θυμηθεί και θα σιγοτραγουδήσει, σε κείνον  τον αργό, γλυκύ και μαγευτικό σκοπό, το “τραγούδι τ’ αγίου”.
Το ωραίο αυτό δημοτικό τραγούδι της Κρήτης μας, ανήκει στην κατηγορία των λατρευτικών.
Κατηγορία που έχει κι αρκετά άλλα τραγούδια, τα πιο πολλά πολύστροφα, π’ αναφέρονται στον βίο του Χριστού, στα πάθη του, στα Χριστούγεννα, στην Πρωτοχρονιά, στη Μεγ. Παρασκευή, στον Αϊ – Βασίλη τον “ζευγολάτη” των Πρωτοχρονιάτικων Κρητικών καλάντων, αλλά σε άγιον άλλον, σπάνια ή καθόλου, απ’ όσο γνωρίζουμε!
Τα σχετικά λαϊκά δημιουργήματα, τιμήσανε, όμως, ιδιαίτερα, τον άγιο Γεώργιο! Κι εδώ θα χαρούμε την παραλλαγή της Δυτ. Κρήτης, γιατί ως γνωστόν, το τραγούδι τ’ άϊ-Γιώργη, για το θαύμα του, της δρακοντοκτονίας, είναι απλωμένο σ’ όλον τον ελληνικό χώρο και θεωρείται ένα από τα σπουδαιότερα μνημεία της Δημοτικής μας ποίησης!
Αποτελείται από εβδομήντα δεκαπεντασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους και η αλληλουχία των εικόνων, η παρουσίαση του θαύματος και η όλη πλοκή του είναι αριστοτεχνική.

Ας το χαρούμε:
“-Αη μου Γιώργη αφέντη μου ομορφοκαβαλάρη,
που ’σαι ζωσμένος το σπαθί και το χρουσό κοντάρι,
Τη χάρη και τη δόξα σου θέλω ν’ αναθιβάλω
Για το θεριό που σκότωσες, τση χώρας το μεγάλο.
5. Ενα θεριό απού τονε ‘ς τση χώρας το πηγάδι,
Αθρώπους το ταΐζανε πάσα ταχύ και βράδυ.
Και αν δεν ήθελεν του πάν’ αθρώπους να δειπνήση,
Στάλια νερό δεν άφηνε να κατεβή στη βρύση
Κ’ επαίζανε τα μπολεθιά κι ότινος είχεν πέσει
10. Να πχαίνη το παιδάκιν του στου λιονταριού πεσκέσι,
Μα ‘πεσε και το μπολετί εις τση βασιλιοπούλας,
Απού ‘τον ωραιότατη μοναχορηγοπούλα.
Κι ο κύρης τση ως τ’ άκουσε πολλά του βαροφάνη,
Παίρνει δαρμένα γόνατα ‘ς τση λυγερής του φτάνει.
15. Κ’ εκεί σπαθιά σερθήκανε μαχαίρι ακονισμένα.
– Δε μπέμπεις το παιδάκι σου μπέμπομε σκιάς εσένα,
– Πάρετε το παιδάκι μου και κάμετέ το νύφη
Κι’ αμέτε το παιδάκι μου και κάμετέ το νύφη
Κι αμέτε το του λιονταριού πεσκέσι να δειπνήση.
Εμπήκαν κι εστολίζαν την απ’ το ταχύ ως το βράδυ,
20. Ολόχρουσα τση βάνανε, ολο μαργαριτάρι.
Τον ήλιο βάνει πρόσωπο, τη θάλασσα γιορντάμι,
Την άμμο την αμέτρητη βάνει μαργαριτάρι.
Κι όντεν την κατεβάζανε εις τη μεγάλη σκάλα
Εβγήκεν η μανούλαν τση κ’ εφώνιαξε μεγάλα.
25. – Ας τάξω δε σ’ εβύζαξα ‘που τα βυζιά μου γάλα
Και δε σ’ εκοιλιοπόνεσα κι εφώνιαζα μεγάλα.
Κ’ εβγήκε και ο κύρης τση με τη χρουσή κορώνα
Κ’ εκούμπισε την κεφαλή ‘ς τση πόρτας την κολώνα
– Ας τάξ’ ο κακορρίζικος δε σ’ είδα ‘γω ποτέ μου.
30. Κ’ έναν κεράκι αφτούμενο εκράτουν κ’ εσβυσέ μου.
Και το λαός τσ ‘ακλούθηξε κ’ επήγαν εις τη βρύση,
Δεν τ’ ορπιζ’ η μωρόνυφη πως θα ξαναγυρίση.
Κι έτρεμε το κορμάκιν τση και το λιγνόν τση μπόϊ
Πώς θα τη φάη το θεριό, τέθοια πανώρηα κόρη.
35. Και ο άης Γιώργης ‘πέρασεν από την ίδια στράτα
– Είντα γυρεύεις κόρη επά και κάθεσαι στα δάσα;
– Πήγαινε, νιέ μου, πήγαινε, φεύγε από κοντά μου,
Να μη σε φάη το θεριό σαν και την αφεδιά μου.
– Μην το φοβάσαι το θεριό κ εγώ θ’ τ’ αποθάνω,
40. Μ’ άφης με ν’ αποκοιμηθώ στα γόνατά σ’ απάνω.
Στα γόνατάν τσ’ εκούμπισε για να τόνε ψειρίση
Κι’ ετρέχανε τ’ αμμάθιαν τση σα θολαμένη βρύση (δις)
Την ταραχήν τ’ ως άκουσε, που ‘τρεχε να την πνίξη,
Η κόρη απού τον φόβον τση φωνιάζ’ Αγιέ μου Γιώργη,
45. Κι ο άγιος ως την άκουσε τρέχει να την εσώση (δις)
‘πο ‘κείνο τ’ άγριο θεριό για να τηνε λυτρώση
– Κόρη, που ‘μαθες τ’ όνομα; τον άγιο πως κατέχεις;
– Την ώρα που σ’ εψείριζα, ήρθ’ ένα περιστέρι
Κ’ εβάστα ‘να χρουσό σταυρό εις το δεξίν του χέρι
50. Κι επάνω στο χρουσό σταυρό έγραφεν Αης Γιώργης,
Απ’ αγαπά τη χάρη του ποτέ του δεν τελειώνει.
Σηκώνετ’ ανατολικά και κάνει το σταυρόν του,
Μιαν κονταριά του χτύπησε κ’ έκοψε το λαιμόν του
Και ξαναπαίζει τ’ άλλη μια ανάμεσα στο στόμα,
55. Κ’ ετότες έπεσε στη γη κ’ ετάρασσε στο χώμα.
Χρουσή καδένα έβγαλε ‘που το λαιμό το δένει.
Ιδέ χαρά τη γίνηκε ‘ς ούλην την οικουμένη.
– Από τη σήμερο κι ομπρός άφοβος πάντα να ‘σαι
Πό κείνα τ’ άγρια θεριά κιανένα μη φοβάσαι.
60. Απού την χέρα την αρπά, στ’ άλογο την καθίζει,
Στου βασιλέα έφταξε και του ροζοναρίζει
– Να, βασιληά, το τέκνο σου, όρισε το παιδί σου,
Κι απού τα φύλλα τση καρδιά του δόσε την ευκή σου.
– Να ζήσης καβαλάρη μου για πε μου τ’ όνομά σου,
65. Και χάρισμα βασιλικό να κάμω τσ’ αφεδιάς σου.
– Γιώργη Στραθιώτη λένε με απού τη Σκαρπαθία,
Κι’ α θες να κάμης χάρισμα χτίσε μιαν εκκλησία
Κ’ εις την ζερβή κ’ εις τη δεξιά γράψ’ έναν καβαλάρη,
Να προσκυνούν οι Χρισιανοί και εσύ κι όποιος κι αν πάη”.
(Αποστολάκης, σ. 152-3).
Αυτό είναι λοιπόν, το αριστουργηματικά ποιημένο και αριστοτεχνικά δεμένο, ζηλευτό δημιούργημα του λαϊκού μας τραγουδιστή και ποιητή λαού!
Μνημείο αθάνατο της Δημοτικής μας Ποίησης!
Μιας ποίησης, που γαλούχησε και γαλουχεί γενέες γενεών της Πατρίδας μας!
Μιας ποίησης, π’ αναβλύζει απ’ τις καθάριες πηγές του Ψηλοφρείτη και της Μαδάρας, του Παρνασσού και του Ολύμπου!
Αλοίμονο στην όποια γενιά, που θ’ απομακρυνθεί από τις ρίζες μας αυτές, κι από την προσφορά του λαϊκού μας πολιτισμού, για να ψάχνει αλλού το μεγαλείο και τη φύτρα της. Θα ’ναι καταδικασμένη απ’ την ίδια εκείνην ώρα, στην απώλεια!…
Γιατί εδώ μόνο, σ’ αυτά τα δημιουργήματα, μπορείς να χαρείς πλαστικότητα στίχου, γλώσσα και μέτρο π’ αγγίζουν το τέλειο, και πάν’ απ’ όλα το καθρέπτισμα της αγνής ψυχής του ποιητή λαού μας!
***
Εδώ όμως φτάσαμε και σήμερα στο τέλος. Ετσι, αφού ευχηθούμε στους εορτάζοντες: Γεώργιο και Γεωργία, Χρόνια Πολλά, να βάλουμε τελεία και να πούμε ότι την άλλη Παρασκευή -συν Θεώ- θα τα ξαναπούμε!
Χριστός Ανέστη, Χρόνια Πολλά σε όλους!


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Ειδήσεις

Χρήσιμα