Η περίοδος της ραστώνης των διακοπών είναι για πολλούς προς το τέλος, και για μερικούς έχει τελειώσει ήδη. Στο διάστημα του καλοκαιριού οι μεγαλουπόλεις άδειασαν, και οι πολίτες βρέθηκαν κοντά στη φύση και στους αγρούς. Από επιλογή θέλησαν να ησυχάσουν για λίγο, παρότι η κύρια διαμονή είναι στο άστυ, από επιλογή κι αυτό. Τη φύση και τα απομονωμένα χωριά, επιλέγουν για μόνιμη κατοικία όσοι θέλουν να απομονωθούν απ’ όλους και όλα, ανεπιστρεπτί.
Η ελληνική γλώσσα λέει αγροίκους όσους διαμένουν στον αγρό. Ετυμολογικά από τις λέξεις αγρός και οικία. Τους ταυτίζει με τους άξεστους και τους απολίτιστους, τους άγριους. Ενώ οι πολιτισμένοι είναι όσοι κατοικούν στην πόλη. Εκεί υπάρχει η μόρφωση, η καλλιέργεια του πνεύματος, η αφετηρία κάθε εξέλιξης, επανάστασης πολιτικής ή πολιτισμικής. Οι αγρότες εν αντιθέσει ζουν μια μονότονη ζωή, που καθορίζεται απ’ τους ρυθμούς της φύσης, και εν τέλει, ό,τι σπείρουν θα θερίσουν. Η πόλη όμως έχει ευκαιρίες για τους φιλόδοξους, να προκόψουν, να ανελιχθούν στην κοινωνία, με κάθε τρόπο βέβαια, νόμιμο ή παράνομο. Έτσι στις πόλεις συρρέουν όλοι, κάθε καρυδιάς καρύδι.
Τι κι αν η επιθυμία των πολιτών είναι να περνάνε τις διακοπές στη φύση ή η επιθυμία πολλών απόμαχων να γυρίσουν και να ζήσουν στο χωριό, και να πεθάνουν ήσυχοι εκεί.
Η νεολαία, η ελπίδα όλων, πάντα θα μαγνητίζεται απ’ τα φώτα της πόλης, σαν την νυχτοπεταλούδα, κι ας έχουν γνώση ότι κινδυνεύουν να καούν.
Τα χωριά θα συνεχίζουν να ζουν ερημωμένα το μεγαλύτερο διάστημα του έτους, η γη να μένει ακαλλιέργητη, και όλα αυτά από μια παρερμηνεία της γλώσσας, και το φόβο μη τύχει να σε πουν «αγροίκο».