Με αφορμή τις εκδηλώσεις που πραγματοποιήθηκαν από το Ιστορικό Αρχείο Κρήτης και το Ναυτικό Μουσείο Κρήτης στην Ιταλία
Κωνσταντινου Φουρναρακη
Προϊσταμένου ΓΑΚ- Ιστορικού Αρχείου Κρήτης
Μανωλη Πετρακη
Προέδρου Ναυτικού Μουσείου Κρήτης
Στη “Διήγηση της Φουμιστής Βενετίας”, στιχούργημα του 15ου αιώνα, ο ανώνυμος Κρητικός εκφράζει τον θαυμασμό του για τη μαγευτική πόλη, που είναι κτισμένη σε πασσάλους πάνω στο νερό. Μένει κατάπληκτος από την πλατεία και το ναό του Αγίου Μάρκου, το παλάτι των Δόγηδων, τα περίτεχνα κτήρια, τα εντυπωσιακά κανάλια, το διοικητικό της σύστημα, όπου επικρατεί τάξη και δικαιοσύνη.
«Εδά συνάξου, λογισμέ, και λεπτινή μου γνώση,
και μίλειε γλώσσα, φρόνιμα κι ο νους μου ας θεμελιώση […]
την Βενετιάν την φουμιστήν ως είδα να παινέσω,
την ιστοροζουγράφιστην, παράξενα κτισμένην:
νερά ’ναι τα θεμέλια της κι αυτή σιδερωμένη».
Στη Βενετία συναντάμε εντονότατες βυζαντινές επιρροές, αφού η περιοχή αρχικά ήταν στη δικαιοδοσία του Βυζαντίου. Η βασιλική του αγίου Μάρκου είναι κτισμένη σε βυζαντινό ρυθμό. Σ’ αυτήν μεταφέρθηκαν μετά την Άλωση του 1204 ανεκτίμητοι θησαυροί από την Κωνσταντινούπολη, όπως τα τέσσερα χάλκινα άλογα, που κοσμούσαν τον ιππόδρομο, λείψανα αγίων, ένα χρυσό κάλυμμα της Αγίας Τράπεζας με χιλιάδες πολύτιμους λίθους, η εικόνα της Παναγίας της Νικοποιού, της προμάχου των Βυζαντινών αυτοκρατόρων στις μάχες.
Κρήτες πρόσφυγες στη Βενετία
Τον 15ο αιώνα στη Βενετία σε ένα σύνολο πληθυσμού εκατό χιλιάδων περίπου κατοίκων, οι πέντε περίπου χιλιάδες ήταν Έλληνες. Στην κοσμοπολίτικη κοινωνία της Βενετίας οι Έλληνες δεν αφομοιώθηκαν από τους άλλους λαούς, αλλά διατήρησαν την πολιτισμική τους ταυτότητα και συνέβαλαν τα μέγιστα στην παιδεία του Γένους μας. Το 1498 πήραν την άδεια από το Συμβούλιο των Δέκα να ιδρύσουν Αδελφότητα, η οποία είχε δικό της καταστατικό, ήταν αυτοδιοικούμενη, εξέλεγε τους ιερείς της και είχε θρησκευτικούς και φιλανθρωπικούς σκοπούς. Λίγο αργότερα, το 1514, οι Έλληνες της Βενετίας έλαβαν από τον Δόγη και τον Πάπα την άδεια να ανεγείρουν ναό επ’ ονόματι του αγίου Γεωργίου. Ο ναός του Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων αποπερατώθηκε το 1573 και βρίσκεται στη γειτονιά των Ελλήνων (campo dei Greci), σε απόσταση αναπνοής από την πλατεία του Αγίου Μάρκου. Είναι ο μεγαλοπρεπέστερος ορθόδοξος ναός που υπάρχει στη Δύση. Δίπλα στο ναό των Ελλήνων ιδρύθηκε το 1662 το Φλαγγινιανό Φροντιστήριο (Seminario). Οι σπουδαστές του συνέχιζαν ανώτατες σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Πάντοβας ή γίνονταν μορφωμένα στελέχη της Εκκλησίας. Από το 1953 λειτουργεί στον ίδιο χώρο το Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών της Βενετίας, το μοναδικό ερευνητικό ίδρυμα που διαθέτει η Ελλάδα στο εξωτερικό.
Μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους Τούρκους η παρουσία του κρητικού στοιχείου στη Βενετία γίνεται εντονότερη. Στη Βενετία, πληροφορούν οι γραπτές πηγές, εγκαταστάθηκαν και μέλη από τις αρχοντικές οικογένειες του Νησιού, όπως οι Βαρούχες, Βλαστοί, Μελισσηνοί, Καλλέργηδες, Σκορδίληδες. Οι Κρητικοί μαζί με τους πρόσφυγες από τις άλλες ελληνικές περιοχές αποτέλεσαν τους ζωτικούς αντιπροσώπους του νέου Ελληνισμού στη Δύση. Κρήτες φοιτητές κατακτούσαν τη γνώση στα Πανεπιστήμια, Κρήτες τυπογράφοι και φιλόλογοι δημοσίευαν ελληνικά βιβλία, Κρήτες δίδασκαν την ελληνική γλώσσα. Περίπου διακόσια οικόσημα Κρητικών πτυχιούχων του Πανεπιστημίου της Πάντοβα βρίσκονται εντοιχισμένα στην κεντρική αυλή του Πανεπιστημίου, γεγονός που μαρτυρεί ότι το κρητικό πνεύμα διέπρεψε στη Δύση.
Το Αρχείο του Δούκα της Κρήτης
Στα Κρατικά Αρχεία της Βενετίας, που στεγάζονται στο μεγάλο μοναστήρι της Σάντα Μαρία Γκλοριόζα ντεϊ Φράρι, φυλάσσεται το Αρχείο του Δούκα της Κρήτης με σημαντικότατες πηγές για την ιστορία του Νησιού από τον 13ο έως 17ο αιώνα (εκθέσεις προβλεπτών, δικαιοπρακτικά έγγραφα). Οι Βενετοί ανέθεσαν στον Θωμά Σακελλάρη να διασώσει τα πολύτιμα κρατικά αρχεία της Κρήτης, επειδή ήλπιζαν ότι κάποια στιγμή θα ανακτούσαν την Κρήτη.
Η ιστορία της Βενετοκρατούμενης Κρήτης δεν μπορεί να γραφτεί χωρίς τη μελέτη του Αρχείου του Δούκα της Κρήτης. Ήδη από το 1921 ο ιδρυτής του Ιστορικού Αρχείου Κρήτης, ο Ν. Παπαδάκης, που καταγόταν από το Καρύδι της Σητείας, είχε κατανοήσει τη σπουδαιότητα των κρητικών αρχείων που βρίσκονται στη Βενετία και έκανε συνεχείς προσπάθειες για την καταγραφή τους και για την αποστολή στη Βενετία Κρητών επιστημόνων, όπως ο Στ. Ξανθουδίδης και ο Ι. Καλιτσουνάκης για να τα μελετήσουν. Ο Παπαδάκης συνεργάστηκε επίσης με τον ιστοριοδίφη Σπυρίδωνα Θεοτόκη για την αντιγραφή και την έκδοση χειρογράφων που αφορούσαν στην ιστορία της Κρήτης. Στο Ιστορικό Αρχείο Κρήτης βρίσκεται αντίγραφο χειρογράφου της περιγραφής της Κρήτης του Π. Καστροφύλακα, το οποίο πιθανότατα έχει επιμεληθεί ο Θεοτόκης. Από τη Βενετία πέρασε και ο Αντώνιος Γιάνναρης, ο ανιψιός του Χατζημιχάλη. Αναζητούσε πηγές για την καταγωγή του Βιτσέντζου Κορνάρου και όπως φαίνεται από τις σημειώσεις του, είχε καταλήξει σε σωστά συμπεράσματα για την καταγωγή του μεγάλου Βενετοκρητικού ποιητή.
Κρήτες τυπογράφοι
Η Βενετία προστάτευσε με νομοθετήματα τις εκδόσεις και την ελεύθερη διακίνηση των βιβλίων, γι’ αυτό και η εκδοτική δραστηριότητα γνώρισε μεγάλη άνθηση. Η πόλη κατέστη ένα από τα σημαντικότερα κέντρα της Αναγέννησης. Δίπλα στα βενετσιάνικα τυπογραφεία σημαντική θέση κατέχουν και τα ελληνικά, που ιδρύθηκαν γύρω από τον Άγιο Γεώργιο. Στη Βενετία εκδόθηκε το 1486 το πρώτο ελληνικό βιβλίο, “Η Βατραχομυομαχία”, με επιμέλεια του Χανιώτη πρωτοπαπά Λαόνικου (Νικόλαου) Καβαδάτου. Εκεί ο Ζαχαρίας Καλλέργης από το Ρέθυμνο, ίδρυσε το πρώτο ελληνικό τυπογραφείο. Το 1499 εξέδωσε “Το Μέγα Ετυμολογικόν” σε συνεργασία με τον συμπατριώτη του Νικόλαο Βλαστό και χρηματοδότηση της Άννας Παλαιολογίνας. Στο ίδιο τυπογραφείο εκδόθηκε και το πρώτο δημώδες λογοτεχνικό έντυπο, “Ο Απόκοπος” του Μπεργαδή, το 1509, “ρίμα λογιωτάτη, την έχουσι οι φρόνιμοι πολλά ποθεινοτάτη”, έργο ορόσημο για την αρχή της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Τα αριστουργήματα της Κρητικής Λογοτεχνίας, ο “Ερωτόκριτος”, η “Ερωφίλη” ο “Ροδολίνος”, ο “Κρητικός Πόλεμος” τυπώθηκαν και αυτά για πρώτη φορά στα τυπογραφεία της Βενετίας. Θρησκευτικά βιβλία και λαϊκά αναγνώσματα από τα τυπογραφεία της Βενετίας διοχετεύονταν σε όλες τις περιοχές του υπόδουλου Ελληνισμού μέχρι και τον 19ο αιώνα. Οι τυπογράφοι της Βενετίας συντέλεσαν στη διατήρηση της πολιτισμικής ταυτότητας και στην πνευματική ανάπτυξη του Ελληνισμού. Αξιοσημείωτη είναι και η δράση στη Βενετία του Κρητικού μοναχού Αγάπιου Λάνδου, ο οποίος εξέδωσε πολλά ψυχοφελή και πρακτικά βιβλία, το “Εκλόγιον”, τον “Θηκαρά”, το “Γεωπονικόν”, την “Αμαρτωλών Σωτηρία”, αγαπητά αναγνώσματα των Ελλήνων της Τουρκοκρατίας.
Ο Μάρκος Μουσούρος
Ο περίφημος φιλόλογος της Αναγέννησης, ο Μάρκος Μουσούρος, γεννήθηκε στην Κρήτη γύρω στα 1470 και πολύ νέος εγκαταστάθηκε στη Βενετία. Δίδαξε στη Βενετία και έγινε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Πάντοβα. Ανάμεσα στους Ευρωπαίους μαθητές τους ήταν και ο Έρασμος, ο οποίος έτρεφε μεγάλο θαυμασμό για τον δάσκαλό του. Την εποχή εκείνη οι Ευρωπαίοι λόγιοι στρέφονταν στη μελέτη των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων και στη συλλογή σπάνιων χειρογράφων. Μάθαιναν με πάθος αρχαία ελληνικά, για να διαβάζουν τους τους αρχαίους Έλληνες στο πρωτότυπο. Από τα μέσα του 15ου αιώνα η ελληνική γλώσσα αποτελούσε ουσιαστικό μέρος των ανθρωπιστικών σπουδών και απαραίτητο εφόδιο για τους μορφωμένους. Το 1513 ο Μουσούρος εξέδωσε στο τυπογραφείο του Άλδου Μανούτιου τα “Άπαντα” του Πλάτωνα, έκδοση που θεωρείται σταθμός στη ιστορία των ανθρωπιστικών σπουδών. Στα “Άπαντα” προέταξε έναν ύμνο προς τον Πλάτωνα, γραμμένο σε άψογη αρχαία ελληνική, στον οποίο φανερώνει τα πατριωτικά του αισθήματα. Προτρέπει τους ηγεμόνες της Δύσης να ειρηνεύσουν και να αναλάβουν μια σταυροφορία για την απελευθέρωση των ελληνικών περιοχών από τον τουρκικό ζυγό. Το 1515 η Βενετική Γερουσία εμπιστεύθηκε στον Μάρκο Μουσούρο τη μεγάλη συλλογή ελληνικών χειρογράφων του καρδινάλιου Βησσαρίωνα. Η Συλλογή αυτή κατατέθηκε στη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη, η οποία και σήμερα λειτουργεί στην Πλατεία του Αγίου Μάρκου. Σ’ αυτήν φυλάσσονται πολλά χειρόγραφα, σπάνιες εκδόσεις και χάρτες που αφορούν στην Κρήτη.
Επιφανείς Κρήτες ιερωμένοι
Στη Βενετία έδρασαν και επιφανείς Κρήτες ιερωμένοι, που εργάστηκαν για τη διατήρηση της ελληνικής γλώσσας και της πάτριας θρησκείας. Ο Γαβριήλ Σεβήρος ήταν ο πρώτος ορθόδοξος μητροπολίτης Βενετίας (οι μητροπολίτες Βενετίας φέρουν τον τίτλο του Φιλαδελφείας). Γεννήθηκε στη Μονεμβασία γύρω στο 1540, αλλά μεγάλωσε στην Κρήτη, όπου είχε καταφύγει η οικογένειά του μετά την παράδοση της Μονεμβασίας στους Τούρκους. Η μητέρα του και οι αδελφές του κατοικούσαν στα Χανιά. Ένας Χανιώτης έμπορος, ο Λεονίνο Σέβρο, που πολύ εκτιμούσε τον Σεβήρο, ζήτησε με επίσημο υπόμνημα, το 1575, από το Συμβούλιο των Δέκα την εγκαθίδρυση ορθόδοξης ιεραρχίας στην Κρήτη με επικεφαλής τον Γαβριήλ Σεβήρο. Ο αδιάλλακτος όμως καθολικός Γενικός Προνοητής της Κρήτης Τζάκομο Φοσκαρίνη αντιτάχθηκε στην πρόταση, και ο Σεβήρος, αφού απέτυχε να χειροτονηθεί επίσκοπος στην Κρήτη, χειροτονήθηκε επίσκοπος στη Βενετία. Ο Σεβήρος με τη διπλωματικότητα και το κύρος του προς τις βενετικές αρχές κατόρθωσε να ιδρύσει Ελληνική Σχολή και να προστατεύει την ελληνική παιδεία. Είναι αξιοσημείωτο ότι η Ορθόδοξη Κοινότητα της Βενετίας εξέλεγε τον μητροπολίτη και τους ιερείς της, συνήθεια που υπήρχε στην Πρώτη Χριστιανική Εκκλησία. Τον μητροπολιτικό θρόνο της Βενετίας τίμησε έπειτα και ο Μελέτιος Χορτάτσης, μητροπολίτης από το 1657 έως το 1677, δάσκαλος στη Σχολή του Φλαγγίνη και συγγραφέας, γόνος της επιφανούς κρητικής οικογένειας, που έδωσε τον Γεώργιο Χορτάτση, τον ποιητή της “Ερωφίλης”. Εξέχουσα είναι και η μορφή του Γεράσιμου Βλάχου, μητροπολίτη από το 1679 έως το 1685, πολυγραφότατου θεολόγου, φιλοσόφου και φιλολόγου, για τον οποίο ο Βασίλειος Τατάκης έχει γράψει μια περισπούδαστη μονογραφία. Στη Βενετία έζησε για πολλά χρόνια και ο Μάξιμος Μαργούνιος, επιφανής θεολόγος και συγγραφέας από το Ηράκλειο, επίσκοπος Κυθήρων, που σπούδασε στην Πάντοβα. Η θεολογική έριδά του με τον Σεβήρο, κατέληξε σε συνδιαλλαγή μέχρι τον θάνατό τους στη Βενετία.
Ι. Παλαιόκαπας και Φρ. Σκούφος
Στη Βενετία δημοσιεύεται το 1681 η “Τέχνη Ρητορικής” του Φραγκίσκου Σκούφου. Ο συγγραφέας της γεννήθηκε στα Χανιά. Θείος του ήταν ο ηγούμενος της Μονής Χρυσοπηγής, Φιλόθεος Σκούφος. Μετά την κατάληψη της Κρήτης η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στη Ζάκυνθο και αυτός σπούδασε στο Κολλέγιο της Ρώμης. Έπειτα διορίστηκε δάσκαλος στο Φλαγγινιανό Φροντιστήριο. Η “Ρητορική” του γραμμένη σε ζωντανή και χαριτωμένη δημώδη γλώσσα περιέχει δικές του ομιλίες με παραδείγματα από όλα τα ρητορικά σχήματα. Είναι ένα από τα πρωιμότερα δείγματα πεζού λόγου στη νεοελληνική γραμματεία και παρά το περίτεχνο ύφος της διατηρεί τη δροσιά της λαϊκής κρητικής λαλιάς. Συγκινητική είναι η “Αντιβολή προς τον Σωτήρα του κόσμου”, μια θερμή παράκληση του Φρ. Σκούφου προς τον Χριστό, για να λυτρώσει το Γένος του από τη τουρκική σκλαβιά. Αξιομνημόνευτη είναι και η συμβολή του Ιωσαφάτ Παλαιόκαπα στη μόρφωση των Κρητικών. Ο κόμης Παλαιόκαπας καταγόταν από οικογένεια ευγενών της Κυδωνίας (Χανίων), σπούδασε στην Πάντοβα και στο πρώτο μισό του 16ου αιώνα χειροτονήθηκε επίσκοπος Κισάμου. Είναι ο μοναδικός ορθόδοξος επίσκοπος της Ενετοκτρατίας στην Κρήτη και ανέλαβε αυτό το αξίωμα τόσο για την εξέχουσα παιδεία του, όσο και για την αποδοχή της πρωτοκαθεδρίας του Πάπα. Κληροδότησε στην επισκοπή Κισάμου την τεράστια πατρογονική περιουσία του με τον όρο αυτή να στέλνει κάθε χρόνο για ανώτατες σπουδές στην Ιταλία 24 Έλληνες, από τους οποίους 16 να είναι Κρητικοί. Η Βενετία εφαρμόζοντας αντιιησουιτική πολιτική αφαίρεσε το 1632 τα χρήματα του κληροδοτήματος Παλαιόκαπα από το Κολλέγιο του Αγίου Αθανασίου της Ρώμης, το οποίο διηύθυναν Ιησουίτες μοναχοί, και ίδρυσε στην Πάντοβα το Ελληνικό Κολλέγιο Παλαιόκαπα (Collegio Veneto de Greci) το οποίο έδωσε ακόμη μεγαλύτερη ώθηση στην ανώτατη μόρφωση των Ελλήνων.
Η Παναγία της Κρήτης στη Βενετία
Στη Βενετία βρίσκεται η εικόνα της Παναγίας της Μεσοπαντίτισσας, την οποία πήραν οι Ενετοί από τον ναό του Αγίου Τίτου στο Ηράκλειο, πριν από την κατάληψη του Μεγάλου Κάστρου της Κρήτης, για να μην τη βεβηλώσουν οι Τούρκοι. Ο Μπουνιαλής θρηνώντας για την απώλεια της Κρήτης γράφει:
«Πλιο παρακάλια δε γροικώ κ’ εσφάγηκ’ η καρδιά μου
κ’ εμίσεψες, Παρθένα μου, Μεσοπαντίτισσά μου.
Οι Άγιοι Δέκα πάσινε και πλιο δε λειτουργούνται,
ουδέ παπάδες άξιους οπού ‘χα μελετούνται.
Ο Άγιος Τίτος θα γενεί μετζίτι και σμαΐδα (τζαμί)
κι αγάπη εγίνη στερεά και πλιο δεν έχω ελπίδα».
Μεσοπαντίτισσα ή Μεσοσπορίτισσα (στη δυτική Κρήτη) ονομάζεται η Παναγία, γιατί εορτάζεται στις 21 Νοεμβρίου, μεταξύ του Γενεθλίου της Θεοτόκου (8 Σεπτεμβρίου) και της Υπαπαντής (2 Φεβρουαρίου). Αρχικά η βυζαντινή εικόνα της Μεσοπαντίτισσας τοποθετήθηκε στον Άγιο Μάρκο και αργότερα, μεταφέρθηκε με επίσημη πομπή και με την παρουσία του Δόγη και της Συγκλήτου στον περίλαμπρο ναό της Σάντα Μαρία ντελα Σαλούτε (Santa Maria della Salute), που έκτισε ο αρχιτέκτονας Μπαλντασάρε Λογκένα, θεμελιωμένο πάνω σε 1.350.000 πασσάλους, στο Μεγάλο Κανάλι, απέναντι από τον Άγιο Μάρκο. Ο ναός είναι αναγεννησιακού ρυθμού και ο τρούλος του μοιάζει με στέμμα, αφιερωμένο στην Παναγία της Κρήτης, αιώνιο τάμα των Βενετών για τη σωτηρία της πόλης τους από την πανώλη. Η εικόνα της Παναγίας της Κρήτης, το παλλάδιο της Βενετίας, βρίσκεται σε περίοπτη θέση στο άγιο βήμα του ναού. Τη μέρα της εορτής, 21 Νοεμβρίου, διεξάγεται η Φέστα ντελα Σαλούτε (γιορτή για τη σωτηρία της πόλης από τον λοιμό) και χιλιάδες Βενετσιάνοι προσέρχονται με ευλάβεια για να ευχαριστήσουν την Παναγία. Ο Φραντέσκο Μοροζίνι, ο τελευταίος υπερασπιστής της Κρήτης και κατόπιν Δόγης της Βενετίας αφιέρωσε το οικόσημο και το στέμμα του στην Παναγία τη Μεσοπαντίτισσα. Στην Βενετία είχε μεταφερθεί και η κάρα του αποστόλου Τίτου, πρώτου επισκόπου Κρήτης, η οποία το 1966 επεστράφη στην Κρήτη και θησαυρίζεται στο ομώνυμο ναό του Ηρακλείου. Έχει παρατηρηθεί ότι η Βενετία για να εξυπηρετήσει τα πολιτικά της συμφέροντα, οικειοποιήθηκε τα θρησκευτικά σύμβολα της Κρήτης (Άγιος Τίτος, Μεσοπαντίτισσα, Άγιοι Δέκα). Αυτά τα τρία ιερά σύμβολα ζωγραφίστηκαν και στο λάβαρο του δόγη Φραντέσκο Μοροζίνι, το οποίο σήμερα φυλάσσεται στο μουσείο Correr, στην πλατεία του Αγίου Μάρκου.
Εικόνες κρητικών αγιογράφων
Στη Βενετία βρίσκονται έργα σημαντικότατων Κρητικών αγιογράφων. Τα έργα αυτά ήταν παραγγελίες των Ελλήνων της Βενετίας σε φημισμένα κρητικά εργαστήρια ή μεταφέρθηκαν από πρόσφυγες κρητικούς μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους Τούρκους. Στη Συλλογή εικόνων του Ελληνικού Ινστιτούτου της Βενετίας δίνεται η δυνατότητα να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη της ζωγραφικής των φορητών εικόνων από τον 15ο έως τον 17ο αιώνα. Ο Κρητικός αγιογράφος Μιχαήλ Δαμασκηνός είχε κληθεί από την Αδελφότητα της Βενετίας να κοσμήσει το ναό του Αγίου Γεωργίου με εικόνες σύμφωνα με την ορθόδοξη τεχνοτροπία (“alla greca”).
Εργάστηκε εκεί από το 1547 έως το 1552 και ζωγράφισε τις περισσότερες εικόνες του Εικονοστασίου. Έργο του είναι και μια επιβλητική Οδηγήτρια. Κρητικός είναι και ο Γεώργιος Κλόντζας, αγιογράφος με θεολογικές ανησυχίες. Η περίτεχνη εικόνα τού “Επί Σοι χαίρει” είναι ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα τού συγκερασμού βυζαντινών και δυτικών στοιχείων. Αξιόλογα έργα κατέλειπε και ο Χανιώτης Θεόδωρος Πουλάκης, ο οποίος εκτός από ζωγράφος ήταν και δραστήριο μέλος της Ελληνικής Αδελφότητας. Ξεχωριστή είναι η εικόνα των Εισοδίων της Θεοτόκου, “ποίημα Θεοδώρου Πουλάκη” επιγράφεται. Ο Πουλάκης ακολουθεί τον εικονογραφικό τύπο που καθιερώθηκε στη κρητική ζωγραφική, αποδίδει όμως με γοτθικά και αναγεννησιακά στοιχεία τον ναό, στον οποίο εισέρχεται η Θεοτόκος. Από το Ρέθυμνο κατάγονταν τα αδέλφια Εμμανουήλ και Κωνσταντίνος Τζάνες Μπουνιαλής. Ο πρώτος εκτός από ζωγράφος ήταν συγγραφέας θρησκευτικών βιβλίων και ιερέας στον Άγιο Γεώργιο των Ελλήνων. Ο Κωνσταντίνος Τζάνες έχει ζωγραφίσει μια εικόνα των Αγίων που γιορτάζουν στις 22 Ιανουαρίου και με πολλή επιμέλεια πετυχαίνει να δημιουργήσει μια σειρά ζωντανά πορτραίτα αγίων. Στο κέντρο της εικόνας εικονίζεται ο κρητικός άγιος Ιωσήφ ο από Σαμάκου της Σητείας, το άφθαρτο λείψανο του οποίου μεταφέρθηκε από Κρήτες πρόσφυγες στη Ζάκυνθο. Στη Βενετία εργάστηκαν και άλλοι ζωγράφοι της Κρητικής Σχολής (ή υπάρχουν έργα τους): ο Θωμάς Μπαθάς, ο Βίκτωρας, ο Βενέδικτος Εμποριός, ο Εμμανουήλ Λαμπάρδος, ο Φιλόθεος Σκούφος. Από τη Βενετία πέρασε και ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, που μαθήτευσε κοντά στον Τιτσιάνο. Ο αδελφός του, Μανούσος, καταγράφεται ως μέλος της Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητας της Βενετίας.
“Ο Κρητικός Πόλεμος”
Το επικό ποίημα του Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή, “Ο Κρητικός Πόλεμος”, διηγείται τον τιτάνιο αγώνα (1645-1669) των Βενετών να σώσουν την σπουδαιότερη αποικία τους, την κατάληψη της Κρήτης από τους Τούρκους, τη φυγή των Κρητικών στη Βενετία και σε άλλα μέρη, το θρήνο των παιδιών της Κρήτης για της απώλεια της πατρίδας τους. Το πολύστιχο ποίημα εκδόθηκε μετά τον πόλεμο, το 1681, στη Βενετία από το τυπογραφείο του Βενετού Ανδρέα Ιουλιανού (Zuliani) που είχε το εργαστήρι του στη γέφυρα του Αγίου Φαντίνου, κοντά στον Άγιο Μάρκο. Το 1908 ο Αγαθάγγελος Ξηρουχάκης, από τη Σούρη Αποκορώνου, λόγιος ιερωμένος, εφημέριος του ναού του Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων, και έπειτα επίσκοπος Κυδωνίας και Αποκορώνου, τύπωσε στην Τεργέστη σ’ έναν τόμο το ιστορικό ποίημα του Μπουνιαλή και το στιχούργημα του Ακάκιου Διακρούση για τον Κρητικό Πόλεμο.
Κρητικοί πατριώτες στην Τεργέστη
Η ελληνική κοινότητα της Τεργέστης γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση από το 18ο αιώνα. Έλληνες εφοπλιστές, έμποροι και τραπεζίτες (ο Ράλλης, ο Σκαραμαγκάς, ο Στρατής, ο Καρτσιώτης κ.ά.) εγκαταστάθηκαν στο σημαντικό αυτό ναυτικό σταυροδρόμι της Ν.Α. Ευρώπης και απέκτησαν τεράστιες περιουσίες. Γύρω από τον ελληνορθόδοξο ναό του Αγίου Νικολάου, που δεσπόζει στο λιμάνι, συγκρότησαν την πιο εύρωστη πνευματικά και υλικά εθνική κοινότητα μέσα στην κοσμοπολίτικη τεργεστίνικη κοινωνία. Οι Έλληνες της Τεργέστης γράφει ο Χατζημιχάλης Γιάνναρης «εφάνησαν εις κάθε περίστασιν και εθνικόν αναβρασμόν, οι εξέχοντες των λοιπών αποικιών». Στον ναό του Αγίου Νικολάου ιερουργούσε και στο Ελληνικό Σχολείο της Τεργέστης δίδασκε κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1821 ο Κισαμίτης ιερωμένος Μισαήλ Αποστολίδης, καθηγητής έπειτα του Πανεπιστημίου και Αρχιεπίσκοπος Αθηνών. Όπως προκύπτει από σχετικά έγγραφα, οι επαναστάτες της Κρήτης είχαν ορίσει τον Μισαήλ ως πρόξενο στην Ευρώπη για την προβολή των θέσεών τους και την οικονομική ενίσχυση του αγώνα τους.
Από την Τεργέστη υποκινούσε την επανάσταση του 1878 ο Σφακιανός αρχιμανδρίτης Παρθένιος Κελαϊδής. Συνέλεγε χρήματα από τους ευκατάστατους Έλληνες, αγόραζε όπλα σασεπώ για τους Κρήτες επαναστάτες και διαβουλευόταν για το Κρητικό Ζήτημα με τον νομομαθή Ιωάννη Σκαλτσούνη και τον εκδότη της “Νέας Ημέρας” Αλέξανδρο Βυζάντιο. Στην εφημερίδα “Νέα Ημέρα” της Τεργέστης έχει αποτυπωθεί με σαφήνεια ο αγώνας και ο πατριωτικός παλμός των Κρητικών του 19ου αιώνα.
Ο Χατζημιχάλης Γιάνναρης στην Τεργέστη και τη Βενετία
Από το 1875 ο Χατζημιχάλης Γιάνναρης και ο Παρθένιος Κελαϊδής αλληλογραφούσαν και σχεδίαζαν καινούργια επανάσταση για την Ένωση της Κρήτης. Έγραφε ο Χατζημιχάλης από το Ταϊγάνι της Ρωσίας στον Παρθένιο για την ανάγκη να αποκτήσει και η Ελλάδα πολιτικούς του αναστήματος του Καβούρ και ζητούσε να μάθει τις σκέψεις των πολιτικών της Αθήνας και της Κρήτης για την ιδέα μιας νέας επανάστασης:
«Ταϊγάνιον Ρωσίας 26 Ιουλίου 1875 / Αγαπητέ Καπετάν Παπά Κελαϊδή / Εις Τεργέστην / Η επιστολή Σου με ευχαρίστησε τα δ’ εν αυτή αναφερόμενα με εξέπληξαν. […] Πρώτη ανάγκη μας είναι ν’ αποκτήσωμεν άνδρας με νουν του Σχολείου του Καβούρ, οίτινες να παιδαγωγήσωσι μερίδα και η μερίς αύτη να θέση τα θεμέλια του όλου κτηρίου. Ναι, Καπετάν Παρθένιε, νοός έχομεν ανάγκην και πίστευε, ότι άνευ ανδρών πολιτικών ούτε κέντρον ούτε άκραν ποτέ είναι δυνατόν να ελπίση, και ούτε κίνημα μεγάλου φρονήματος είναι δυνατόν να τελεσφορήση […] Ας δοκιμάσωμεν. Γράψε Συ παντού εις Κρήτην κατ’ ευθείαν, όπου ίσως περνά η αλληλογραφία και ζήτησε όργανον αρμόδιον ν’ αναλάβη να Σου διακοινώση τουλάχιστον τα σπουδαιότερα, εγώ δε γράφω εις τους εν Αθήναις και ζητώ πληροφορίας περί της ιδέας ταύτης και ό,τι κατόπιν εγκριθή μεταδίδομεν αλλήλων […]».
Όταν η επανάσταση ήταν έτοιμη, την άνοιξη του 1877, ο Χατζημιχάλης έφυγε από το Ταϊγάνι και με το σιδηρόδρομο μετέβη διαμέσου Βιέννης στην Τεργέστη. Οι ομογενείς της Τεργέστης τον υποδέχτηκαν με μεγάλες τιμές και τον φιλοξένησαν σε ελληνικό ξενοδοχείο. Για να διασκεδάσουν τον Χατζημιχάλη, μια ομάδα Κεφαλλονίτες της Τεργέστης οργάνωσαν εκδρομή με πλοιάριο στη Βενετία. Οι Έλληνες της Τεργέστης απένειμαν στον Κρητικό επαναστάτη ένα μετάλλιο στη μία όψη του οποίου εικονιζόταν η Μονή Αρκαδίου και στην άλλη ο αναγεννώμενος φοίνικας. Από το λιμάνι της Τεργέστης ο Χατζημιχάλης μπήκε σε αγγλικό πλοίο που τον μετέφερε στην Αθήνα. Αρχές του Δεκέμβρη ναύλωσε ένα πλοιάριο και αφού γλίτωσε από μια τρικυμία, έφτασε με τους συμπολεμιστές του στην Κρήτη. Τον Ιανουάριο του 1878 άρχισε η επανάσταση.
Η “Κρητικοπούλα” ταξιδεύει
«Η Κρήτη είναι παντού και πάντα». Έπειτα από χρόνια, το επικό ποίημα του Χατζημιχάλη Γιάνναρη, “Η Κρητικοπούλα”, παρουσιάστηκε στη Βενετία και την Τεργέστη, στις δύο πόλεις που επισκέφτηκε ο Χατζημιχάλης το 1877. Οι πρόεδροι των Ελληνικών Κοινοτήτων της Βενετίας και της Τεργέστης προσκάλεσαν επίσημα το Ιστορικό Αρχείο Κρήτης και το Ναυτικό Μουσείο Κρήτης να παρουσιάσουν, στο πλαίσιο του εορτασμού της Εθνικής Παλιγγενεσίας, την “Κρητικοπούλα”, η οποία, ως γνωστόν, πρόσφατα εκδόθηκε με τη συνεργασία των δύο πολιτιστικών Φορέων των Χανίων και την ευγενική χορηγία του συμπολίτη μας, Γιάννη Πλατσιδάκη. Στις εκδηλώσεις, επίσης, προβλήθηκε μεταγλωττισμένη η δραματοποιημένη ιστορική ταινία “1866”, εμπνευσμένη από την “Κρητικοπούλα” και τη σχέση του Χατζημιχάλη Γιάνναρη με τον ανιψιό του Αντώνιο. Ο ποιητικός λόγος και τα μηνύματα της “Κρητικοπούλας” γοήτευσαν τους πολυάριθμους ομογενείς και Ιταλούς φιλέλληνες, που παρακολούθησαν τις εκδηλώσεις στη μεγαλοπρεπή Sala di Capitolo του Ελληνικού Ινστιτούτου της Βενετίας και στη Βιβλιοθήκη της Ελληνικής Κοινότητας της Τεργέστης. Είναι σημαντικό το γεγονός ότι αποσπάσματα της “Κρητικοπούλας” μεταφράστηκαν για πρώτη φορά στα ιταλικά από καθηγήτρια του Πανεπιστημίου της Τεργέστης.
Η πρόεδρος της Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητας της Βενετίας, Κωνσταντίνα Μπαλαφούτη, η πρόεδρος του Ιδρύματος Ελληνικού Πολιτισμού Ιταλίας, Αλίκη Κεφαλογιάννη, ο πρόεδρος της Ελληνικής Κοινότητας της Τεργέστης, Giorgio Contento, οι Προξενικές Αρχές, ο διευθυντής του Ελληνικού Ινστιτούτου εξέφρασαν τον ενθουσιασμό και την συγκίνησή τους για την επιβεβαίωση και την ενίσχυση των ακατάλυτων δεσμών της Κρήτης με τη Βενετία και την Τεργέστη.
“Ερωτόκριτος” και “Κρητικοπούλα”
Ο Χατζημιχάλης Γιάνναρης δέχτηκε την ευεργετική επίδραση του κορυφαίου ποιητή του
Γένους μας, του εξελληνισμένου Βενετού, Βιτσένστου Κορνάρου, για να συνθέσει το σπουδαίο ποίημα του και μετασχημάτισε τον μύθο του “Ερωτόκριτου” δίνοντάς του νέο νόημα. Ταύτισε τα πάθη του Ρωτόκριτου με τα πάθη του Κρητικού Λαού, που αγωνίζεται και ταλαιπωρείται για χάρη της αγαπημένης του Κρήτης (Κρητικοπούλας). Η εικόνα της αλυσοδεμένης Κρητικοπούλας, παραπέμπει στη φυλακισμένη Αρετούσα, η οποία θα λυτρωθεί και θα βρει την ευτυχία χάρη στη φρόνηση και την παλληκαριά του Ρωτόκριτου, του κρητικού λαού στην περίπτωση της Κρητικοπούλας.
Ο ποιητής της “Κρητικοπούλας” μνημονεύει τους Ευρωπαίους και Αμερικανούς Φιλοκρητικούς που βοήθησαν στον αγώνα του 1866.
Φραντσέζ’, Ιγγλέζοι κ’ Ιταλοί, Ρούσοι κι Αμερικάνοι,
έμπεψαν πράματα πολλά που τόπος δεν τα βάνει.
Ευγνωμοσύνη έχομε και των ευχαριστούμε,
αν ζούμεν κι αν ’ποθάνομεν κι αν δεν λευτερωθούμεν.
Γνώριζε ότι πενήντα και πλέον Ιταλοί γαριβαλδηνοί εθελοντές υπό τη διοίκηση του Leon Poinsot πολέμησαν στο πλευρό των χριστιανών της Κρήτης στην επανάσταση του 1866.
Οι μισοί περίπου σκοτώθηκαν και έμειναν για πάντα στην Κρήτη. Στην πρώτη μάχη των Λάκκων, τον Δεκέμβρη του 1866 ένας Γαριβαλδηνός σκοτώθηκε και δέκα πληγώθηκαν. Στο Λασίθι ο Ιταλός Achile Grandi βρήκε μαρτυρικό θάνατο πολεμώντας για την ελευθερία της Κρήτης.
Επιλογή Βιβλιογραφίας:
Δημοσία Ιλαρία, 500 χρόνια από την ίδρυση της Ελληνορθόδοξης Κοινότητας της Βενετίας, (συλλογικός τόμος), Βενετία, 1999.
Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών της Βενετίας, Οδηγός Μουσείου, πρόλγος Χρ. Μαλτέζου, κείμενα Μαρία Καζανάκη- Λάππα, Βενετία 2005.
Μ. Ι. Μανούσακας, Η εν Βενετία Ελληνική Κοινότης και οι Μητροπολίται Φιλαδελφίας, Ε.Ε.Β.Σ., τ. ΛΖ’, 1969-1970, σ. 170- 474.
Χρύσα Μαλτέζου, Σημειώσεις από τις παραδόσεις του μαθήματος της Μεσαιωνικής Ιστορίας, Ρέθυμνο 1978.