Ο αείμνηστος καθηγητής Μανούσος Μανούσακας επιφανής ιστορικός του Μεσαιωνικού Ελληνισμού δίδει μια ανάγλυφη εικόνα του Κρητικού αγώνα για την απελευθέρωσή του από τον τουρκικό ζυγό που κράτησε 229 έτη.
«Ο αγώνας της Κρήτης τον καιρό του ’21 γράφει στάθηκε αντάξιος του γενικότερου εθνικού αγώνα για την Ελληνική ανεξαρτησία και παρουσιάζει πολλές αναλογίες με αυτόν σε πρόσωπα και γεγονότα. Αν η επαναστατημένη Ελλάδα έβγαλε έναν Ρήγα Βελεστινλή, η Κρήτη ανέδειξε έναν Δασκαλογιάννη. Είχε το Σούλι της η Ελλάδα μα και η Κρήτη είχε το δικό της, τα απάτητα Σφακιά. Οι σφαγές της Χίου και των Ψαρών έχουν την αντιστοιχία τους στην τραγωδία στις σπηλιές της Μιλάτου και του Μελιδονίου. Οπως ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’ ήταν από τα πρώτα θύματα του αγώνα, το ίδιο και ο Μητροπολίτης Κρήτης Γεράσιμος μαζί με τους περισσοτέρους Επισκόπους του νησιού…»
Η Ηρωοτόκος Κρήτη διαφύλαξε την πίστη της, την παράδοσή της, τις παρακαταθήκες των ευσεβών προγόνων της και απελευθερώθηκε από την Τουρκική κυριαρχία έπειτα από πολλούς αιματηρούς αγώνες. Σημαντική θέση στους αγώνες αυτούς κατέχει ο μεγάλος σηκωμός των επαναστάσεων κατά τα έτη 1896 – 1898 που οδήγησαν πρώτα στην ανεξαρτησία του νησιού (1898-1913) και κατόπιν στην πολυπόθητη Ενωση με τη μητέρα Ελλάδα την 1η Δεκεμβρίου 1913.
Μέσα απ’ τις πηγές που χρησιμοποιήσαμε για την παρουσίαση αυτή θα θέλαμε να ξεχωρίσουμε ( Την Ιστορία της Κισσάμου επί Τουρκοκρατίας) του Σπηλιανού Μιχάλη Αναστασάκη, γιατί ο συγγραφέας είχε το προνόμιο να ζήσει προσωπικά τα γεγονότα και να λάβει μέρος σε όλες σχεδόν τις μεγάλες μάχες του Νομού Χανίων κατά τα έτη 1896 – 1897,αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας των γεγονότων και να τα διασώσει από τη μοίρα της λήθης.
Δεν φιλοδοξούμε να κάνουμε μία επιστημονική παρουσίαση. Έγνοια μας είναι τα παιδιά μας, αλλά και εμείς οι μεγαλύτεροι να γνωρίσουμε την Ιστορία της Επαρχίας μας που καταξίωσαν ατελείωτοι αγώνες των προγόνων μας και μας κάνει να νιώθουμε σήμερα δίκαια περήφανοι και γενναίοι.
Ο λαϊκός ρημαδόρος λέει «Πάρε τη ράχη του βουνού και μέτρα πέτρα πέτρα, σε κάθε πέτρα που πατείς και μία μάχη μέτρα». .
Μετά τη μάχη του Δρομονέρου 14 Ιουνίου 1896 και την ήττα των Τούρκων η κοινή γνώμη των ευρωπαϊκών λαών έχει ξεσηκωθεί υπέρ της ελευθερίας του Κρητικού λαού. Οι μεγάλες δυνάμεις της εποχής εκείνης θέλουν να φέρουν κάποιες βελτιώσεις στη διοίκηση του νησιού θέλοντας να περιορίσουν τις αυθαιρεσίες της τουρκικής διοίκησης και τις σφαγές και λεηλασίες των Τούρκων που έγιναν κατά την περίοδο του τουρκικού σατραπισμού (1889 – 1896), ξεκινώντας βέβαια η κάθε μια από τη δική της αφετηρία και θέλοντας να υπηρετήσουν τα δικά τους συμφέροντα. Αποφασίζεται να καταρτιστεί νέος καταστατικός χάρτης (νέος οργανισμός της Κρήτης) για τη διοίκηση του νησιού.
Οι τούρκοι αντιλαμβανόμενοι ότι θα μεταβαλλόταν η κατάσταση επί ανθρωπινωτέρων βάσεων για το Χριστιανικό στοιχείο και θα έχαναν τα προνόμιά τους ως κατακτητές, άρχισαν να αντιδρούν. Μία σειρά δολοφονιών Χριστιανών από τους άτακτους τούρκους φέρνει και την αντεκδίκηση εκ μέρους των Χριστιανών. Στις 21 Ιανουαρίου 1897 ομάδα 500 ενόπλων Τούρκων επιτίθεται εναντίον του χωριού Γαλατά, αλλά και στα άλλα περίχωρα των Χανίων με σφαγές και λεηλασίες που θα κορυφωθούν στις 24 Ιανουαρίου 1897 με εμπρησμούς, πυρκαγιές, σφαγές και λεηλασίες μέσα στην πόλη των Χανίων του Χριστιανικού στοιχείου. Μεγάλο μέρος της πόλης αποτεφρώθηκε και χιλιάδες πρόσφυγες πήραν τον δρόμο της φυγής. Οι μεγάλες δυνάμεις της εποχής προέβησαν αμέσως στη Διεθνή κατοχή του νησιού αποστέλλοντας πολεμικά πλοία που αποβίβασαν στρατιωτικά αγήματα σε όλες τις πόλεις του νησιού.
Εν τω μεταξύ στην ελεύθερη Ελλάδα ο αντίκτυπος των γεγονότων δημιουργεί αναστάτωση και κοσμοχαλασιά στην κοινή γνώμη. Συλλαλητήρια και συγκεντρώσεις, πύρινα άρθρα στον Τύπο της εποχής εκείνης καθώς και πιέσεις των στρατιωτικών «για άμεσον δράσιν και αποστολή του στόλου εις Χανιά προς κατοχήν του νησιού» αναγκάζουν την κυβέρνηση του Θ. Δεληγιάννη συναινούντος και του βασιλέα Γεωργίου του Α’ να αποστείλει πρώτα μοίρα του στόλου στα Χανιά προς προστασία των κινδυνευόντων χριστιανών εκ των σφαγών και παρεμπόδιση αποβιβάσεως νέων τουρκικών δυνάμεων στο νησί. Ταυτόχρονα στέλνει αριθμό εθελοντών αξιωματικών του Ελληνικού στρατού (17 τον αριθμό) καταγόμενους από την Κρήτη με αρχηγό τον Μ.Ε. Μανουσογιαννάκη που συνοδεύουν σημαντικό αριθμό όπλων και πολεμοφοδίων για τον εφοδιασμό και την οργάνωση των επαναστατικών ομάδων που συγκροτούνταν με γρήγορους ρυθμούς. Το σώμα των εθελοντών αποβιβάστηκε την 1η Φεβρουαρίου 1897 στο Κολυμπάρι Χανίων και μπροστά στον Ναό του Αγίου Κυπριανού εν μέσω πολλών διαπληκτισμών και αντεγκλήσεων έγινε η διανομή του πολεμικού υλικού, ώσπου στην κρίσιμη στιγμή η φωνή του γέρου καπετάνιου Στυλιανού Φρουδάκη «εντροπή παιδιά να σκοτωθούμεν εδώ διά τα τουφέκια. Εμπρός όσοι θέλετε, να πορευθώμεν κατ’ ευθείαν εις το φρούριον των Βουκολιών, εις την πολιορκία του» επανέφερε τους χιλιάδες συγκεντρωμένους επαναστάτες στο χρέος τους.
Τα γεγονότα τρέχουν και η ελληνική κυβέρνηση θέλοντας να προλάβει τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής εκείνης πριν προβούν στη διεθνή κατοχή του νησιού αποφασίζει να στείλει τον Συνταγματάρχη Τιμολέοντα Βάσσο (1836 – 1930) υπασπιστή του βασιλιά Γεωργίου του Α’ επικεφαλής στρατιωτικής μονάδος 1500 ανδρών, πεζικού, μηχανικού, και πυροβολικού να καταλάβει την Κρήτη και να κηρύξει την Ενωσή της με την Ελλάδα. Ο κόλπος του Κολυμπαρίου κρίθηκε ως το καταλληλότερο σημείο για αποβίβαση στην προσπάθεια να μην εμποδιστούν από τον στόλο των μεγάλων δυνάμεων. Ο Βάσσος είπε χαρακτηριστικά «έλαβον διαταγάς να αποβιβασθώ εις την Κρήτην και θ’ αποβιβασθώ διά πάσης θυσίας».
Τα πλοία με το εκστρατευτικό σώμα αφίχθηκαν την αυγή της 2ας Φεβρουαρίου 1897 στον κόλπο του Κολυμπαρίου. Ο συγκεντρωμένος λαός υποδέχθηκε τους εξερχομένους των πλοίων με ζητωκραυγές και πυροβολισμούς (εις ένδειξιν μεγάλης χαράς κατά το σύνηθες των Κρητικών). Με ταχύτητα εξεφορτώθηκαν από τα πλοία τα πυρομαχικά, τα τρόφιμα, και τα τηλεβόλα, διότι υπήρχε ο φόβος της παρακωλύσεως από τον στόλο των ευρωπαϊκών δυνάμεων. Ακολούθησε δοξολογία για την αισία άφιξη και αποβίβαση στην Κρήτη του ελληνικού στρατού. Ο Αναστασάκης στην Ιστορία της Κισάμου παρομοιάζει την αποβίβαση του Τιμολέοντα Βάσσου με την απόβαση που έκανε το 961μ.Χ. ο κατοπινός αυτοκράτορας Νικηφόρος Φωκάς στον Χάνδακα για να απελευθερώσει την Κρήτη από τους Σαρακηνούς που την κατείχαν από το έτος 823 μ.Χ. και συνεχίζει «μετά τη δοξολογία, ο λαός των πλησίων επαρχιών επί τη θέα και εκ των υψηλοτέρων και μεμακρυσμένων χωρίων, του ελληνικού στόλου, συγκεντρωθείς κατά πολλάς χιλιάδας, συν γυναιξί και τέκνοις και μη δυνάμενος να συγκρατήσει την υπερβολική χαρά του επί τη πραγματική θέα τοσούτου στόλου και στρατού, ενώ σε προηγουμένας επαναστάσεις έβλεπε μόνον ομάδας επαναστατών ή και εθελοντών αξιωματικών εκ της ελευθέρας Ελλάδος, εζητωκραύγαζεν υπέρ του Ελληνικού Εθνους, του Βασιλέως και της Ενώσεως ην ενόμιζεν πραγματοποιούμενην πλέον. Οι γεροντότεροι αρχηγοί και οπλαρχηγοί και λοιποί πολεμισταί οι επιζώντες από του 1830 και εντεύθεν, εκ της μεγάλης συγκινήσεως εδάκριζαν, ησπάζοντο αλλήλους και ο εις προς τον άλλον απέτεινε το “Χριστός Ανέστη” αδελφοκτέ, αληθώς Ανέστη αδελφέ μου, είδομεν ότι εζητούσαμεν, είδομεν και εφθάσαμεν την λαμπράν ημέραν αυτήν, μας ηξίωσεν ο Θεός, ενώ οι περισσότεροι συναγωνισταί μας εσκοτώθησαν ή απέθανον και δεν έζησαν να ιδούν ότι επραγματοποιήθησαν οι κόποι μας… και άλλα πολλά, ενώ ησπάζοντο τους αξιωματικούς και στρατιώτας του Ελληνικού στρατού οι καπεταναίοι και οι απλοί πολεμισταί».
Ο Τιμολέων Βάσσος εξέδωσε αμέσως πανηγυρική προκήρυξη προς τον κρητικό λαό με την οποία κατελάμβανε την Κρήτη στο όνομα του βασιλιά των Ελλήνων και κήρυττε την Ενωση της Κρήτης μετά της Ελλάδος. Αξιοσημείωτο είναι και το εξής περιστατικό: Ο Επίσκοπος Κυδωνίας και Αποκορώνου Νικηφόρος και ο γενικός πρόξενος της Ελλάδος στα Χανιά Γεννάδης διέφυγαν από την πόλη των Χανίων και αφού ήρθαν στο Κολυμπάρι με το θωρηκτό (ΥΔΡΑ) από τον εξώστη του σπιτιού του Γεωργίου Σκαράκη απευθύνθηκαν με θερμά ενθουσιαστικά και διεγερτικά λόγια προς τους χιλιάδες των συγκεντρωμένων στρατιωτών και επαναστατών που ήταν έτοιμοι να βαδίσουν προς την πόλη των Χανίων. Το βράδυ της 2ας Φεβρουαρίου 1897, Κρήτες επαναστάτες και ο ελληνικός στρατός βάδισαν προς τα Χανιά, αναγκάστηκαν όμως να σταματήσουν στον Πλατανιά κατόπιν εγγράφου ειδοποιήσεως της Διεθνούς Ευρωπαϊκής κατοχής Χανίων ότι εχαράχθη ουδετέρα ζώνη σε ακτίνα 6 χιλιομέτρων περιμετρικά των Χανίων και συνεπώς απαγορεύεται υπ’ αυτών η περαιτέρω πορεία. Μία σκηνοθετημένη παραβίαση της γραμμής από τον Τούρκο Ιμπραχήμ, κατέληξε στις 9 Φεβρουαρίου 1897 σε φοβερό κανονιοβολισμό του “Επαναστατικού στρατοπέδου του Ακρωτηρίου” και του γεγονότος που ένας επαναστάτης έγινε ζωντανός ιστός της σημαίας που είχαν καταστρέψει τον ιστό τα κανόνια. Τότε, ο αρχηγός Βάσσος έστησε το αρχηγείο του στο Νεροκάμπι του Αλικιανού, (16 Φεβρουαρίου 1897) που παρέμεινε μετά του Ελληνικού στρατού μέχρι της εκκενώσεως της Κρήτης απ’ αυτόν.
Στις 5 Φεβρουαρίου Σώμα Ελληνικού Στρατού ενισχύει τους Επαναστάτες που πολιορκούσαν τον Πύργο των Βουκολιών, τον οποίο καταλαμβάνουν στις 7 Φεβρουαρίου 1897 και τον ανατινάζουν, ελευθερώνοντας την Ανατολική Κίσαμο.
Ακολουθούν μάχες στα Λειβάδια και Βρύσες Κυδωνίας, Μονοκούμαρο Κυδωνίας και πολιορκία της Καντάνου και της Κισάμου που διακρίνονται οι στρατιώτες του Βάσσου.
Ο ατυχής Ελληνοτουρκικός πόλεμος (8 Απριλίου – 8 Μαΐου 1897) ανάγκασε την Ελλάδα να ανακαλέσει τις δυνάμεις της από την Κρήτη (26 Απριλίου 1897). Τελευταίος επιβιβάστηκε στο καράβι της επιστροφής από την ακτή των Μεσογείων ο Τιμολέων Βάσσος αμίλητος, σιωπηλός, αφού ασπάστηκε το κρητικό χώμα. Το κρητικό όνειρο για την Ενωση είχε διαψευσθεί για μία ακόμη φορά. Ομως η αυγή της Ελευθερίας είχε αρχίσει να γλυκοχαράζει. Στις 2 Νοεμβρίου 1898 ο τελευταίος Τούρκος στρατιώτης εγκατέλειπε οριστικά την Κρήτη.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Θεοχάρη Δετοράκη “ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ” Ηράκλειο Κρήτης 1970
2. Μιχαήλ Αναστασάκη “ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΙΣΣΑΜΟΥ ΕΠΙ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ” Σύλλογος Κισσαμιτών Αττικής “Η Κίσσαμος” Αθήνα 1984
3. ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ τόμος 14 σελ. 110 και εξής
4. ΜΕΓΑΛΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΓΙΟΒΑΝΗ έκδοση 1980
* Ιερέας, Εκπαιδευτικός