«Αναρχος Θεός καταβέβηκε/ και εν τη Παρθένω κατώκησεν/ ερουρέμ, ερουρέμ, χέρου – ρερουρέμ/ χαίρε Δέσποινα!/ Βασιλεύς των όλων και Κύριος,/ ήλθες τον Αδάμ αναπλάσασθαι/ ερουρέμ, ερουρέμ, χέρου – ρερουρέμ./ Χαίρε Αχραντε!/ Γηγενείς σκιρτάται και χαίρετε/ τάξεις των Αγγέλων ευφραίνεσθε/ ερουρέμ, ερουρέμ, χέρου – ρερουρέμ/ Χαίρε Δέσποινα!». Από τα Βυζαντινά Κάλαντα (Κοτύωρα Πόντου).
«Την παραμονή τα Χριστούγεννα ο καιρός χάλασε κι άρχισε να πέφτει χιονόνερο. Οι τσομπάνηδες είχανε μαζευτεί στη σπηλιά κι ανάψανε μια μεγάλη φωτιά και κουβεντιάζανε […] Ο Δυσσέας είχε μια παλιά Σύνοψη, κ’ επειδή γνώριζε λίγο από ψαλτικά κι ήξερε και πέντε γράμματα, διάβαζε τις Κυριακάδες κι όποτε ήτανε γιορτή κανένα τροπάρι και λιγοστά από τον Εξάψαλμο. Εκείνη την ώρα φυλλομετρούσε τη Σύνοψη, για να δει τι γράμματα ήτανε να πει». Φώτης Κόντογλου (Από το διήγημα “Χριστούγεννα στη σπηλιά”).
«Οι τρεις άγγελοι παράστεκαν τον ύπνο του μικρού. Η Μητέρα και το Παιδί της είχαν ανάγκη να κοιμηθούν. Ολα είχαν σωπάσει τριγύρω. Ολη η πλάση λες και κρατούσε ευλαβικά την ανάσα της. Και τ’ άλογα του σταύλου ακόμα είχαν πέσει σε βαθύν ύπνο και δεν χτυπούσαν πια το χώμα με τις οπλές τους. Ενα μαντρόσκυλο που γάβγιζε σε κάποια μακρινή στάνη είχε σωπάσει κι αυτό». Παύλος Νιρβάνας (Από το διήγημα “Τρεις Άγγελοι απάνω στη στέγη”).
«Αλλ’ ότε ο ιερεύς εξελθών έψαλε το “Δεύτε ίδωμεν πιστοί που εγεννήθη ο Χριστός”, τότε αι μορφαί των Αγίων εφάνησαν ως να εφαιδρύνθησαν εις τους τοίχους. “Ακολουθήσωμεν λοιπόν ένθα οδεύει ο αστήρ”, και ο κυρ Αλεξανδρής ενθουσιών έλαβε την υψηλήν καλάμην και έσεισε τον πολυέλειον με τας λαμπάδας όλας ανημμένας. “Άγγελοι υμνούσιν ακαταπαύστως εκεί”, και εσείσθη ο ναός όλος από την βροντώδη φωνήν του παπά – Φραγκούλη μετά πάθους ψάλλοντος: “Δόξα εν υψίστοις λέγοντες τω σήμερον εν σπηλαίω τεχθέντι”, και οι άγγελοι οι ζωγραφιστοί, οι περικυκλούντες τον Παντοκράτορα άνω εις τον θόλον, έτειναν το ους, αναγνωρίσαντες οικείον αυτοίς τον ύμνον». Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (Από το διήγημα “Στο Χριστό στο Κάστρο”).
«Ο Ιωσήφ μόλις είδε κοιμισμένο το παιδί, κατέβηκε στο χωριό να φροντίσει για τη λεχώνα. Και κείνη ολομόναχη, αδυνατισμένη, με τη μητρική λαχτάρα στα στήθη, σταύρωσε τα χέρια, ακούμπησε το κορμί σ’ ένα στύλο κι έκλεισε τα ματόφυλλα. Μα στάθηκε αδύνατο να κοιμηθεί. Η τύχη του θεόσταλτου ήρθε να της τυραννήσει την ψυχή. Τι θ’ απογένει στου κόσμου την αντάρα ο τρυφερός της Κρίνος, Εκείνος που της δόθηκε με το χέρι ασπροντυμένου Χερουβείμ; Ποια θα είναι η ζωή και ποιο το τέλος του». Ανδρέας Καρκαβίτσας (Από το διήγημα “Θείον Όραμα”).
«Μετά την εκκλησία η σούπα περίμενε στο σπίτι και το οικογενειακό τραπέζι ζέσταινε τη φαμελιά και της έδινε αρχοντιά και ιερότητα. Ο παππούς και η γιαγιά, αν ζούσαν φυσικά, ο πατέρας και η μάνα, τα παιδιά, οι παραδουλεύτρες κι οι φαμέγοι. Ολοι στο ίδιο τραπέζι, όλοι στην ίδια χαρά, όλοι στην ίδια αγάπη […] Οι νεκροί ήτανε κι αυτοί παρόντες στο τραπέζι τη μεγάλη τούτη μέρα και παίρνανε το πιάτο τους από τη σπονδή που ‘κανε η μητέρα ή η γιαγιά ρίχνοντας στο θυμιατήρι σούπα, κρασί και κρέας». Μητροπολίτης Ειρηναίος Γαλανάκης (Από το κείμενό του “Χριστούγεννα στον Αποκόρωνα”).
«Κοιτάξαμε τον ξένο. Η κακομοιριά έβγαινε απ’ όλο του το κορμί. Θα ‘τανε πενηντάρης, λιγνός, κίτρινος, τα γένια του ψαρά κι αχτένιστα, μοιάζανε με αφάνα. Ούτε κασκέτο φορούσε ούτε παπούτσια. Ήταν σκεπασμένος με κάτι κουρέλια, που αφήνανε γυμνά εδώ κι εκεί τα μέλη του. Μόλις βρέθηκε μέσα, γύρισε τα μάτια του γύρω φοβισμένα, σαν αγρίμι, κι ύστερα κοίταξε και την πόρτα που την έκλεινε η κορμοστασιά του θείου μου του Δημήτρη. Εκανε μια κίνηση, σαν να ‘θελε να ξεφύγει, μα ο παππούς μου του χαμογέλασε καλόβολα και του είπε με τη γλυκιά φωνή του: “Γιατί; Κάτσε κειδά στο τζάκι, να ζεσταθείς καψερέ”»… Στέφανος Δάφνης (Από το διήγημα “Ο ξένος των Χριστουγέννων”).
Χριστούγεννα σημάνανε κι εφέτος οι καμπάνες/ Χριστέ μου να μην κλαίγανε του κόσμου οι μανάδες! Χρόνια σας πολλά με ειρήνη! Χαιρετώ σας κι αγαπώ σας!