Τετάρτη, 25 Δεκεμβρίου, 2024

Χριστουγεννιάτικες ιστορίες

 

■ Παραμονή Χριστουγέννων και εγώ κατηφόριζα από το επταπύργιο για την πόλη. Πήγαινα να πω τα κάλαντα. Hμουν δέκα χρονών και ήταν το 1942, μία από εκείνες τις φοβερές χρονιές της κατοχής. Από την προηγούμενη μέρα είχαμε συμφωνήσει με δύο ακόμη φίλους μου, λίγο μεγαλύτερους από μένα, να πούμε μαζί τα κάλαντα. Δεν ξέρω όμως για ποιον λόγο δεν ήρθαν στο ραντεβού μας. Έτσι ξεκίνησα μόνος. Αλλά μόνος ντρεπόμουν και κάποια στιγμή σκέφτηκα να γυρίσω πίσω. Όμως στο σπίτι δεν υπήρχε ούτε ψωμί, ούτε φωτιά. Έκανε κρύο κι εγώ μ’ ένα κοντό παντελονάκι και μ’ ένα φθαρμένο σακάκι, παραμέρισα όσο μπορούσα την ντροπή μου και συνέχισα να κατεβαίνω για τα πλούσια σπίτια. Τα μέγαρα, όπως λεγόταν τότε οι πολυκατοικίες.

Στον δρόμο έβλεπα χαρούμενα παιδιά, συνήθως δύο – δύο, τρία – τρία που τα λέγανε και ένιωθα μεγάλη μοναξιά. Έτσι πέρασα την Ακρόπολη και το Κουλέ – Καφέ, χωρίς να κάνω σεφτέ. Στη συνέχεια πήρα την Αγίου Δημητρίου, από τα δεξιά, και βρέθηκα κοντά στο Διοικητήριο. Εκεί αποφάσισα να μπω σ’ ένα μεγάλο μέγαρο και να τα πω. Στάθηκα σε μια πόρτα, χτύπησα το κουδούνι και άρχισα: Καλήν εσπέρα άρχοντες κι αν είν’ ο ορισμός σας, Χριστού την Θεία Γέννηση… δεν πρόλαβα να πω παρακάτω. Άνοιξε η πόρτα και φάνηκε ένας συνομήλικός μου. Ήταν και αυτός σαν εμένα, αδύνατος  και χλωμός. Δεν είναι εδώ η μαμά μου, μού είπε και ξανάκλεισε κάπως διακριτικά την πόρτα. Ήμουν που ήμουν χάλια ήρθε και αυτό και με αποτέλειωσε. Από το Διοικητήριο πήρα τον δρόμο για τον Βαρδάρη. Περνούσα τα μέγαρα χωρίς καμιά διάθεση πια, να ξαναπώ κάλαντα. Αλλά ούτε και να γυρίσω πίσω. Ο δρόμος εκείνη την ώρα, περίπου δύο το μεσημέρι, ήταν έρημος. Κάποια στιγμή είδα μία κυρία να ανεβαίνει από το ίδιο πεζοδρόμιο που εγώ κατέβαινα.

Φορούσε μαύρα ρούχα, μαύρο καπέλο και ένα βέλο που έκρυβε το πρόσωπό της. Σε λίγο πλησιάσαμε ο ένας τον άλλον και καθώς την προσπερνούσα, μια ριπή ανέμου μισάνοιξε την τσάντα της και παρέσυρε ένα χαρτονόμισμα. Η κυρία δεν είχε αντιληφθεί τίποτα, κι εγώ έτρεξα να το προλάβω για να της το δώσω. Αυτό με παίδεψε λιγάκι, γιατί καθώς το έσπρωχνε ο αέρας, έκανε ζικ ζακ και μου ξέφευγε. Μια από εδώ μια απ’ εκεί. Ωστόσο το κυνηγητό δεν κράτησε πάνω από ένα λεπτό. Όμως σ’ αυτό το διάστημα μέσα μου γινόταν μια φοβερή πάλη. Να δώσω το χαρτονόμισμα ή να το κρατήσω; Μια σκεφτόμουν την κυρία και μια τη μητέρα μου. Τελικά αποφάσισα να το επιστρέψω στην κυρία. Γύρισα προς τα πίσω και ήμουν έτοιμος να τρέξω για να την προλάβω. Όμως με έκπληξη διαπίστωσα ότι δεν υπήρχε καμιά κυρία. Κοίταξα προς τα πάνω, κοίταξα δεξιά, αριστερά, τίποτα.

Η κυρία άφαντη. Τι να ’κανα. Θέλοντας και μη, κράτησα το χαρτονόμισμα. Όταν πήγα στο σπίτι ή μητέρα μου μ’ αγκάλιασε κι άρχισε να κλαίει. «Εγώ είδα το όνειρο» έλεγε και ξανάλεγε κι έκαμνε τον σταυρό της. Την άλλη μέρα Χριστούγεννα και εμείς είχαμε φαγητό και κάρβουνα για το μαγκάλι. Καθισμένος κοντά στη φωτιά, απολάμβανα τη ζέστη και σκεφτόμουν τα χθεσινά. Θα ’ταν η Παναγία, έλεγα από μέσα μου, συμφωνώντας με τη μητέρα μου.

Όμως το μυαλό μου με κορόιδευε, με περιέπαιζε: αν η κυρία μπήκε σε κανένα από κείνα τα μέγαρα; Αυτή η σκέψη ήταν λογική. Όμως εμένα με πίκραινε. Δεν την ήθελα, την έδιωχνα. Εγώ ήθελα το θαύμα… Από τότε πέρασαν πολλά χρόνια, και κάθε φορά που σκέφτομαι εκείνο το περιστατικό με το χαρτονόμισμα, αναρωτιέμαι. Γιατί η λογική δεν πιστεύει στα θαύματα. Αφού κι αυτή, ένα θαύμα είναι…

* ο Σταύρος Κουγιουμτζής (1932 – 2005) ήταν ένας από τους σημαντικότερους συνθέτες της γενιάς του με μεγάλες επιτυχίες όπως “Το σακάκι μου κι αν στάζει”, “Να ΄τανε το 21”, “Πού θα πάει πού» κ.ά.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα