Όλες οι χώρες της Ευρώπης είχαν υποκύψει κάτω από τη γερμανική απειλή. Οι γερμανικές στρατιές φαίνονταν ανίκητες. Οι επίλεκτες δυνάμεις των αλεξιπτωτιστών πουθενά δεν έβρισκαν αντίσταση, όπως ένας Γερμανός αξιωματικός λέει: «Περάσαμε από πολλές χώρες αλλά πουθενά δεν είχαμε καμία αντίσταση. Όλοι οι άνθρωποι μόλις έβλεπαν την παρουσία μας στον ουρανό σήκωναν ψηλά τα χέρια και όλοι παραδίνονταν. Όμως, εδώ στην Κρήτη, κανείς δεν παραδινόταν αλλά, αντίθετα, πολλοί από εμάς δεν πρόφταιναν να πατήσουν το έδαφος ζωντανοί. Μας πολεμούσαν από παντού», λέει ο Γερμανός αξιωματικός. Οι αλεξιπτωτιστές, αυτό το διαλεχτό κομμάτι του Γερμανικού στρατού, έπαθαν αληθινή πανωλεθρία… Όταν όλη η Ευρώπη είχε καταληφθεί και ο Χιτλερισμός είχε θριαμβεύσει, τότε ο μικρός λαός της Κρήτης ανάστησε όλες τις κλονισμένες ψυχές και σκόρπισε ελπίδες στην Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο. Αυτό ήταν η Κρήτη. Αυτός ήταν ο λαός της. Όρθιος!.. Όπως και ο κατακτητής ανίκανος να συλλάβει το βαθύτερο νόημα μιας τέτοιας αντίστασης έδειξε όλη του τη βαρβαρότητα τόση όση σε κανένα άλλο μέρος του κόσμου. Τότε άρχισε να εκδικείται και να σκορπά το θάνατο στον πληθυσμό της Κρήτης. Τα χώματα της Κρήτης να χρωματιστούν με το αίμα των παιδιών της και τα χωριά της να κλάψουν δεκάδες και εκατοντάδες θύματα[…]. Και ξεκίνησαν την εκδίκηση και οργάνωσαν τις μαζικές εκτελέσεις. Εικοσιτέσσερις (24) του Μάη η πρώτη εκτέλεση, δύο (2) του Ιούνη η δεύτερη, σε πολλούς τόπους την ίδια μέρα, στο Κοντομαρί, στο Πατελάρι, στον Κυρτωμάδω, στην Αγιά, στον Αλικιανό, πρώτη (1) Αυγούστου η τρίτη εκτέλεση. Αναφερόμαστε σ’ αυτήν με κάποιες λεπτομέρειες. Κυκλώνουν από τη βαθιά αυγή τα χωριά της κοιλάδας του Κερίτη και προτού ανατείλει ο ήλιος, ήταν όλα ζωσμένα από Γερμανούς. Με τις φωτοβολίδες δίδουν το σύνθημα και αρχίζει το σφίξιμο του κλοιού. Προχωρούσαν στις γειτονιές και χτυπούσαν τα σπίτια και σπούσαν τις πόρτες. Κάποιοι άνδρες προσπαθούν να φύγουν για να κρυφτούν. Τους πυροβολούσαν και τους σκότωναν αμέσως. Τους συγκέντρωναν όλους στην πλατεία κάθε χωριού και από εκεί τους έβαζαν στα αυτοκίνητα και τους κουβαλούσαν στον Αλικιανό, στο λιόφυτο του Ησυχάκη εκεί ακριβώς που είναι το Γυμνάσιο. Αφού συγκέντρωσαν όλους όσους μπόρεσαν να πιάσουν, άρχισαν την επιλογή. Στελιώνουν ένα τραπέζι κάτω από μια ελιά και γύρω του κάθισαν τέσσερις αξιωματικοί. Φώναζαν, με τους διερμηνείς, ένα – ένα να πλησιάσει. Το λιόφυτο ήταν περικυκλωμένο με εκατοντάδες στρατιώτες που φρουρούσαν την περιοχή.
Κατά μήκος του μονοπατιού που οδηγούσε προς τη γέφυρα ήταν τοποθετημένος κάθε 4 μέτρα και ένας φρουρός μέχρι τη γέφυρα. Στον Κερίτη, λίγα μέτρα πιο πάνω από τη γέφυρα, 60 ή 70 μέτρα, είχαν κάνει κλοιό με εκατοντάδες άλλους στρατιώτες με τα πολυβόλα στα χέρια. Κάποιοι Ρωμιοί επιταγμένοι, περίμεναν εκεί δίπλα στους πλατάνους και τους είχαν βάλει και άνοιξαν τρεις λάκκους 8 μέτρα μάκρος, δύο μέτρα πλάτος και ένα μέτρο βάθος. Στο λιόφυτο η διαδικασία ξεκίνησε. Το μακάβριο έργο τους πήρε μπροστά. Οι διερμηνείς φώναζαν ένα – ένα να έλθει και να σταθεί μπροστά στους Γερμανούς αξιωματικούς. Η συνηθισμένη ερώτηση ήταν: «Γιατί πολέμησες τους Γερμανούς;». Οι απαντήσεις ήταν πολλές και διάφορες, λέει ο Μανώλης Κατσούλης, που ήταν παρών εκεί. Ξεχωρίζουν την πρώτη ομάδα που ήταν 8 άτομα. Τους τοποθετούν σε μια ελιά και τους άφησαν λίγη ώρα να περιμένουν. Κάποια στιγμή ο Γερμανός αξιωματικός δίδει το σύνθημα. Αμέσως οι 8 κυκλώνονται από μια 10αριά στρατιώτες και τους οδηγούν στο μονοπάτι κατευθείαν για τον Κερίτη. Στο λιόφυτο η διαδικασία προχωρούσε και ετοιμάζανε την επόμενη ομάδα. Στη μια ελιά βάζανε εκείνους που κρίνανε ενόχους, αυτούς δηλαδή που κρίνανε ότι τους πολέμησαν και στην άλλη ελιά εκείνους που κρίνανε αθώους. Έτσι προχωρούσε η διαδικασία. Κάθε ομάδα που ετοίμαζαν την προωθούσαν στον Κερίτη κυκλωμένη από μια 10αριά στρατιώτες. Κάθε ομάδα ξεκινούσε μετά από τις χαριστικές βολές της προηγούμενης ομάδας. Ξεκινάει τούτη η ομάδα από 7 άτομα που κυκλώνονται και αυτοί, το ίδιο, όπως και οι προηγούμενες από μια 10αριά στρατιώτες και την οδηγούν για τον Κερίτη. Στη συνέχεια, αφού τους χάσαμε από τα μάτια μας (λέει ο Μανώλης Κατσούλης) περιμέναμε να ακούσουμε τους πυροβολισμούς. Όμως, κάποια στιγμή, ακούμε να δονίζει την ατμόσφαιρα το τραγούδι: «Τον αντρειωμένο μην τον κλαις…». Τη στιγμή αυτή η καρδιά μας έκανε κουλουμούντρια, χτυπούσε τόσο δυνατά που θαρρούσες πως θα σπάσουν τα στήθια μας. Ήταν συγκλονιστικές στιγμές. Θαρρούσαμε πως θα πετάξουμε, πως δεν πατούσαμε πάνω στη γη. Τα πολυβόλα γύρω μας είχαν στόχο τα κορμιά μας. Αυτό προσγείωνε το νου μας.
Οι Γερμανοί αξιωματικοί εκτινάχθηκαν από τις θέσεις τους και όρθιοι άκουγαν με μεγάλη ταραχή τους δωρικούς τόνους του τραγουδιού και τα πρόσωπά τους ήταν κίτρινα σαν τα λιακόνια. Ένας αξιωματικός τρέχει προς το μονοπάτι και κατευθύνεται προς τον Κερίτη. Τα πολυβόλα που άρχισαν τη στιγμή αυτή, κόβουν τον ήχο του τραγουδιού και στη συνέχεια μια νεκρική σιγή, που διακόπτεται με τους μεμονωμένους πυροβολισμούς που είναι οι χαριστικές βολές. Όσοι από τους σωσμένους είμαστε στην ελιά, λέει ο Κατσούλης, συζητούσαμε για το Δημήτρη, τον Μανώλη, το Γιάννη και τους άλλους που είχαν φύγει στην τελευταία ομάδα για τον Κερίτη. Και τώρα να, έτοιμη και η άλλη ομάδα. Καθυστερούν λίγο, ασφαλώς περιμένουν τον αξιωματικό που έτρεξε για τον Κερίτη να επιστρέψει. Μόλις φθάνει, με μια κίνηση του χεριού του δίνει το σύνθημα και αμέσως η ομάδα, 10 τούτη τη φορά, ξεκινά για τον Κερίτη. Κάποιοι, δίπλα μας, λένε: «Άκου! Άκου! Τα πολυβόλα θερίζουν… Πάνε κι αυτοί…», λένε κάποιοι από τους εγκλωβισμένους στο λιόφυτο. «Να ετοιμαστούμε κι εμείς», λένε κάποιοι άλλοι. Τη στιγμή εκείνη τα πολυβόλα σταμάτησαν και μια βουβή σιωπή επικρατεί στους Γερμανούς.[…] Έτοιμη και η επόμενη αποστολή, με 7 ή 8 άτομα, ξεκινάει μετά από το σύνθημα, για τον Κερίτη. Τα πολυβόλα πάλι και οι χαριστικές βολές επίσης. Στη συνέχεια μια βαθιά σιωπή απλώνεται στον ορίζοντα. Ο παπά – Κουκουράκης τους έφερε μεγάλη ταραχή. […] …Με όρθιο το κορμί ο παπάς, ολόρθο και με βλέμμα που αγκάλιαζε, θαρρούσες την απεραντοσύνη του κόσμου, κάνει μερικά μεγάλα βήματα και πηγαίνει και σταματά μπροστά από την ομάδα των αξιωματικών. Δεν περίμενε, ο σεβάσμιος γέροντας, να τον φωνάξουν αλλά προχώρησε με δική του πρωτοβουλία. Τον συγκλόνισε το ανθρωποσφαγείο που είχαν ξεκινήσει αυτά τα κτηνώδη ανθρωπόμορφα τέρατα. Με τεντωμένο το χέρι προς το πρόσωπο του επικεφαλής των αξιωματικών τους λέει: «Ναι μωρέ, θα πρέπει να ξέρετε πως πολέμησα και σκότωσα και αν μπορέσω θα σκοτώσω κι άλλους για την πατρίδα μου. Ποιοί είστε ‘σεις μωρέ; Τι ζητάτε στον τόπο μας και σκοτώνετε, σκύλοι, τους ανθρώπους μας; Βάρβαροι, εγκληματίες, κτήνη. Τον πόλεμο θα τον χάσετε, δεν πρόκειται να κερδίσετε με αυτή την απάνθρωπη και βάρβαρη συμπεριφορά σας. Είστε από τώρα χαμένοι και καταδικασμένοι, από το σύνολο της ανθρωπότητας, κτήνη». Την αριστερή χέρα είχε πάνω στο στήθος του και με την δεξιά σημάδευε τα πρόσωπα των αξιωματικών και ξανάλεγε: «Βαράτε μωρέ, πάρετε το κορμί μου με τα σύνεργά σας, μα δεν μπορείτε τίποτα άλλο να μου κάνετε, ανθρωπόμορφα τέρατα». Ο παπά – Κουκουράκης ολόρθος και με υψωμένα χέρια στον ουρανό, θαρρείς και ήτανε τεράστιο άγαλμα και διακήρυττε τον λόγο της ανθρώπινης μεγαλοσύνης. Θαρρούσες εδώ πως ο Μελχισεδέκ αναστήθηκε μπροστά μας. Ο επικεφαλής αξιωματικός τεντώνει όρθιο το κορμί του και μια μεγάλη ταραχή διακρίθηκε να είναι ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Σηκώνει το πόδι του και το χτυπά με δύναμη στη γη. Τεντώνει το χέρι του και δίνει το σύνθημα. Μια δεκαριά στρατιώτες ορμούν πάνω στον γέροντα παπά και με μια δυνατή σπρωξιά τον σκορπούν στο έδαφος. Με τις ξιφολόγχες, του λογχίζανε το κορμί και του ξεσκίζανε τα ράσα. Μετά τον αρπάζουν από τα πόδια και ξεκινούν να τον τραβούν, με το κεφάλι να βολοσέρνεται στο έδαφος πάνω στις πέτρες και στον πάσπαλο, όπως προχωρούσαν, τρέχοντας στο μονοπάτι για τη γέφυρα. Η σκόνη που έβγαινε σχημάτιζε νέφος και τη βλέπαμε σε όλο το μήκος του μονοπατιού μέχρι τη γέφυρα. Στη συνέχεια ακούγονται τα πυροβόλα. Ακούσαμε και τη χαριστική βολή, που δε θα χρειαζόταν, γιατί ο παπά – Κουκουράκης μετά από τόσους λογχισμούς και χτύπους, η ψυχή του θα είχε φύγει στον ουρανό. Στους κατακτητές η μορφή του παπά – Κουκουράκη, συντάραξε τις ψυχές τους και τους δημιούργησε πολλά ερωτηματικά. Στους εγκλωβισμένους στο λιόφυτο τους ενέπνεε με ένα ηρωικό αέρα και τους έκανε να σιγοτραγουδούν σιωπηλά τα ριζίτικα της λευτεριάς. Ακούστε τι λέει ένας Γερμανός αξιωματικός: «Απροσκύνητοι οι άνθρωποι αυτοί, δεν φοβούνται δεν λυγίζουν.
Δεν τρομάζουν μπροστά στα όπλα. Γι’ αυτό και μου αρέσει να τους βλέπω. Όταν γίνονταν εκτελέσεις, φρόντιζα να βρίσκομαι πάντα εκεί. Είναι λαός μοναδικός. Έχει το πατριωτικό αίσθημα ανεπτυγμένο σε ανώτερο σημείο και ο χαρακτήρας του στέκει ψηλότερα από κάθε χαρακτήρα άλλου λαού. Αντικρίζει ψύχραιμα το θάνατο και στυλώνει το κορμί του περήφανα μπρος στις κάννες των τουφεκιών που θα πάρουν τη ζωή του. Παρακολούθησα πολλές εκτελέσεις σε όλες τις επαρχίες της Κρήτης και ψυχολόγησα τους άνδρες και τα παιδιά ακόμη, που τοποθετούσαμε μπροστά στις κάννες των όπλων μας. Είχα παρακολουθήσει εκτελέσεις και σε άλλες χώρες που περάσαμε, μα ότι είδα εδώ δεν το είδα πουθενά! Μήτε ένας απ’ όλους που εκτελέσαμε δεν έκλαψε. Μήτε ένας δεν ζήτησε οίκτο ή χάρη. Στέκονταν μπροστά μας και περίμεναν ψύχραιμοι το θάνατο. Μόνο δυο φορές προσπάθησαν δυο να μας φύγουν. Δεν το κατόρθωσαν, όμως, γιατί προφτάσαμε και τους σκοτώσαμε! Μα δεν θα ξεχάσω ποτέ μου τι μου συνέβη με ένα γέρο 80 χρονών. Βρισκότανε στη μέση της γραμμής των αντρών που θα σκοτώναμε. Λίγο πριν τους εκτελέσουμε ζήτησε να πει κάτι στον αξιωματικό. Προχώρησα με τον διερμηνέα λίγα βήματα. Αυτός βγήκε από τη γραμμή του και έβγαλε το δαχτυλίδι που φορούσε και μου το πρόσφερε και μου είπε:“Πάρε αυτό το δαχτυλίδι! Σου το χαρίζω! Φόρεσέ το για να θυμάσαι σε όλη σου τη ζωή πως σκότωσες έναν αθώο γέρο 80 χρονών!! Πάρε το!!” Κατάπληκτος εγώ απ’ ότι μου ‘πε, το πήρα και ασυναίσθητα το έβαλα στο δάχτυλό μου, ενώ ο γέρος γύρισε πίσω και στάθηκε στη γραμμή, προσπαθώντας να στυλώσει πιο όρθιο από την ηλικία του το κορμί του. Ο Νικόλαος Φιωλάκης. Εγώ τραβήχτηκα πίσω στη θέση μου ζαλισμένος από το επεισόδιο. Θα πέρασαν αρκετά δευτερόλεπτα ώσπου να βρω την ψυχραιμία μου και να θυμηθώ τη διαταγή που είχα. Και όμως τη στιγμή που έλεγα πυρ, έτρεμα ολόκληρος. Ποτέ μου δεν θα ξεχάσω την τραγική εκείνη στιγμή», λέει ο Γερμανός αξιωματικός. Ξεχωρίζουν την άλλη ομάδα και την προωθούν. Και την άλλη! Και την άλλη! Η διαδικασία κράτησε μέχρι που άρχισε να πλησιάζει το βράδυ. Για να μην βραδιαστούν άρχισαν να συντομεύουν τις κινήσεις τους[…]. Δίδουν το σύνθημα στο Νικόλαο Φιωλάκη να πλησιάσει. Ο Νικόλαος Φιωλάκης ήταν τραυματίας με κομμένο το ένα πόδι. Στο κομμένο πόδι είχε ξύλινο στήριγμα και περπατούσε με μεγάλη δυσκολία και κόπο. Στην κύκλωση του χωριού του συνελήφθη κι εκείνος με πολλούς άλλους, στον Κουφό Κυδωνίας και στη συνέχεια τον μεταφέρανε στον Αλικιανό. Ο επικεφαλής αξιωματικός δίδει το σύνθημα στον Φιωλάκη να πλησιάσει. Ο διερμηνέας του εξηγεί και του λέει: «Έλα πιο κοντά». Ο Φιωλάκης έκανε 2 – 3 βήματα και μετά σταματά. Το ξύλινο στήριγμα που είχε στο πόδι του δημιούργησε κάποια ιδιαίτερη δυσκολία τη στιγμή εκείνη και δεν μπορούσε να προχωρήσει άλλο και ο διερμηνέας το εξηγεί στους αξιωματικούς. Ο Φιωλάκης, σαν ατρόμητος άνθρωπος που ήταν, ζητάει να του δοθεί ο λόγος γιατί κάτι θέλει να πει. Δεν του δίνουν το λόγο, αλλά, αντίθετα, ένας Γερμανός αξιωματικός σηκώνεται όρθιος και σε έντονο ύφος χτυπά δυνατά το πόδι του στο έδαφος και του λέει: «Κομ, κομ» με πολύ άγριο ύφος. Σε επιτακτικό τόνο συνέχισε και του έλεγε με σπαστά ελληνικά: «Εδώ, εδώ». Ο Φιωλάκης σε ατάραχο ύφος, στέκει όρθιο το κορμί του και μετά σκύβει και πιάνει το ξύλινο πόδι του, το ξεστελιώνει και το εκσφενδονίζει με όση δύναμη είχε στον Γερμανό αξιωματικό. Και με δυνατή φωνή του λέει: «Κάτσε κάτω, κτήνος. Είμαι Έλληνας αξιωματικός και δεν σου επιτρέπω τέτοια συμπεριφορά». Και συνεχίζει: «Όπως βλέπεις δεν μπορούσα να σας πολεμήσω, αλλά να είστε βέβαιοι ότι εάν μπορούσα θα σας πολεμούσα με όλη τη δύναμη της ψυχής μου, κτήνη. Κτήνη. Υπερασπίζομαι την πατρίδα μου, την τιμή και την αξιοπρέπειά μου. Επιστρέφω στο πρόσωπό σου, το υβριστικό σου ύφος, κτήνος».
Δεν πρόλαβε να εκφραστεί περισσότερο και μια ομάδα Γερμανοί στρατιώτες ορμούν απάνω του και του δίδουν μια δυνατή σπρωξιά. Ο Φιωλάκης που είχε ελάχιστη σωματική αντοχή σκόρπισε κάτω στο έδαφος. Αμέσως τον αρπάζουν, από τον πόδα, τον ένα πόδα, ο άλλος πόδας ήταν κατάρριζα κομμένος και τον τραβούσαν στο μονοπάτι τρέχοντας προς τη γέφυρα. Νέφος από σκόνη σηκωνόταν στο βολόσερμά του στο μονοπάτι μέχρι να τον φτάσουν στη γέφυρα. Προτού να τον πετάξουν στον λάκκο, λέει ο Νικόλαος Καψωμένος που ήταν αγγαρεμένος εκεί: «Τοποθετούν το σώμα σε μια κουτσούρα ενός πλατάνου που ήταν εκεί δίπλα μας και του κόβουν τον λαιμό. Στη συνέχεια πετούν το κεφάλι στο λάκκο και το πυροβολούσαν. Πετούν και το αποκεφαλισμένο σώμα στο λάκκο και του ρίχνουν ριπές με τα πολυβόλα. Στο άψυχο σώμα. Τόσο πολύ τρόμαξαν την αντίσταση της ψυχής του Φιωλάκη, γιατί κι έτσι ακόμη τους συγκλόνιζε τρόμος και ανατριχίλα. Το γεγονός του αποκεφαλισμού και του πολυβολισμού της κεφαλής στο λάκκο και του πυροβολισμού, επίσης, στο ακέφαλο σώμα του Φιωλάκη, δείχνει το στίγμα της “μεγαλοσύνης” και το ύψος του ηρωισμού της φυλής τους». Και λέει, ακόμη, ο Νικόλαος Καψωμένος: «Μετά την εκτέλεση της κάθε ομάδας, μας στέλνανε γρήγορα να φέρνουμε πλατανόφουντες, γιατί ήταν αφόρητη η ζέστη και οι μύγες πάνω στα πτώματα μαζεύονταν κατά νέφη και κάθε τσιμπηματιά ήταν σα μια βελονιά. Με τις φούντες σκεπάζαμε κάθε ομάδα σκοτωμένων που πέφτανε στους λάκκους μέχρι να γεμίσει ο λάκκος και να τον σκεπάσουμε στη συνέχεια με λίγο χώμα». Κυρίες και κύριοι Ζυγιάζουμε στη ζυγαριά των ανθρωπίνων αξιών το βάρος που τους ανήκει και τοποθετούμε τη δική μας θέση στο στίγμα του αύριο. Αυτοί είναι εκείνοι και εμείς από την άλλη, σαν ανάδελφος λαός· με όλους αυτούς, έχουμε χρέος να κρατηθούμε στο ύψος του πολιτισμού που μας διακρίνει και να στηρίζουμε πάντα τις διαχρονικές αξίες που γέννησε ο τόπος μας και η ιστορική μας διαδρομή. Αγαπητοί φίλοι Ο Μανώλης Κατσούλης που έζησε τα γεγονότα εκείνης της ημέρας και κατάφερε να διαφυλάξει στη μνήμη του τα τραγικά, εκείνα, περιστατικά, προτού φύγει απ’ τη ζωή και να τα περιγράψει σε πρόσωπα που τα κατέγραψαν και τα διέσωσαν· στη συνέχεια, για να φωτίζουν τις όποιες σελίδες της ιστορίας και να παρουσιάζουν, επίσης, τις εκφράσεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς, συμβάλει στην καταγραφή και διατύπωση της πραγματικής αλήθειας. Με τα ντοκουμέντα και τις μαρτυρίες τους, ο Μανώλης Κατσούλης και ο Νικόλαος Καψωμένος, προσφέρουν υλικό και ανοίγουν καινούριες σελίδες στην ιστορία και ρίχνουν φως στην πραγματική αλήθεια. Αν δεν είχαμε τις μαρτυρίες του Κατσούλη, πώς θα ξέραμε ότι οι μελλοθάνατοι, πηγαίνοντας για εκτέλεση, τραγουδούσαν τον «Αντρειωμένο…» και αν ο Νικόλαος Καψωμένος δεν μας περιέγραφε για τον αποκεφαλισμό και το πέταγμα της κεφαλής του Φιωλάκη στο λάκκο και τον πυροβολισμό της, στη συνέχεια, όπως και για το ακέφαλο σώμα που το πέταξαν κι αυτό, πώς θα ξέραμε για την έκταση της βαρβαρότητας των κατακτητών που διάφορες σκοπιμότητες, κάποιων συμφερόντων, σήμερα, συγκαλύπτουν και σκεπάζουν και ωραιοποιούν; Στον Μανώλη Κατσούλη και το Νικόλαο Καψωμένο που παρουσιάζουν τις ακραίες βαρβαρότητες των εκφραστών του λαού εκείνου, που κάποιοι σήμερα τους θέλουν και τους αποκαλούν χωρίς ντροπή “συντρόφους” και κάτι άλλα παρόμοια ακόμη, εκφράζω την ευγνωμοσύνη μου και τιμώ τη μνήμη τους. Παραθέτω ακόμη μερικά πράγματα που τα μάθαμε από το Στέλιο Σφυριδάκη, που σαν παιδί τότε και από παιδική περιέργεια, επισκέφθηκε, την επόμενη μέρα, τον τόπο της εκτέλεσης. Μας λέει: «Την επόμενη μέρα της εκτέλεσης, πολλές γυναίκες μαζεύονταν εκεί και ψάχνανε για κάτι από τους ανθρώπους τους. Ψάχνανε γύρω στους λάκκους και στα γύρω χωράφια ακόμη για κάποιο αντικείμενο από τους δικούς τους. Κάποιες όταν βρίσκανε κάτι κλαίγανε και χτυπιότανε με γοερές κραυγές. Κάποιες άλλες που δεν έβρισκαν τίποτε, διατηρούσαν ελπίδες πως μπορεί να τους πήρανε μαζί τους και ίσως να ζουν. Έτσι πίστευαν. Σκοτάδι και άγνοια σκέπαζε τα γεγονότα».
Και μας λέει ακόμη ο Στέλιος Σφυριδάκης: «Το χώμα, στην επιφάνεια των λάκκων φούσκωνε και ξεφούσκωνε και σχημάτιζε, όταν φούσκωνε, μεγάλες χαραμάδες σαν μικρά αυλάκια. Εμείς φοβόμαστε να πλησιάσουμε, γιατί λέγαμε πως θα βουλιάξουμε μέσα. Έτσι λέγαμε. Πετούσαμε πέτρες και βλέπαμε να ξετρυπώνουν ποντίκια, κολισαύρες και άλλα μικροζώα από μέσα. Τις επόμενες μέρες κάποιοι φρόντισαν και έριξαν λίγο περισσότερο χώμα πάνω στους λάκκους». Έτσι έμειναν τα πράγματα μέχρι που έφυγαν οι Γερμανοί το 1945. Μετά που έγινε η εκταφή βρέθηκαν στους λάκκους 108 κεφάλια. Την ημέρα όμως της εκτέλεσης, κατά τις ώρες της σύλληψης, κάποιοι προσπάθησαν να δραπετεύσουν, τους εκτέλεσαν επί τόπου. Αυτοί είναι άλλα 10 άτομα. Γι’ αυτό και καταγράφονται 118 άτομα σ’ αυτή την εκτέλεση. Εκεί στα ταμπλό των φωτογραφιών έχουμε και τη φωτογραφία του Γερμανού στρατηγού Στούντεντ αρχηγού των γερμανικών δυνάμεων που καταλάβανε την Κρήτη. Την έχουμε εκεί για να δείτε τη φυσιογνωμία του και να προσέξετε τα χαρακτηριστικά του και να τα συγκρίνετε με τα χαρακτηριστικά σημερινών λειτουργών της γερμανικής ηγεσίας. Δεν τα σχολιάζω, λέω μόνο, αυτοί χτίζουν τη Γερμανική Ευρωπαϊκή Αυτοκρατορία! Εμείς και κάποιοι ακόμη, από κάτω, σχεδιάζουν να είμαστε για τον δεύτερο ρόλο. Εκείνοι, σχεδιάζουν, να καθορίζουν τη γραμμή της πορείας… Το σχόλιο δικό σας. Το έγκλημα που διέπραξαν στην Κρήτη το αρνούνται. Γι’ αυτό και για δεκαετίες τώρα, έχουν ιδρύσει ένα σωματείο προπαγάνδας που σκοπός τους είναι να προστατεύσει τη Γερμανία, έτσι λένε, από διεθνή “διασυρμό”. Συμμετέχουν σ’ αυτό το προπαγανδιστικό σωματείο μεγάλα ονόματα του γερμανικού κόσμου. Πολιτικοί, στρατηγοί, επιστήμονες, πανεπιστημιακοί και άλλα μεγάλα ονόματα του γερμανικού κόσμου, και λένε για την περίπτωση της Κρήτης: «Οι Κρήτες καταπάτησαν τις αρχές του “Διεθνούς Δικαίου” και γι’ αυτό τιμωρήθηκαν». Τέτοια πράγματα λένε, και δεν ντρέπονται.
Είναι αδίστακτοι άνθρωποι. Με τέτοια ψεύδη και αισχρότητες, θυμίζουν τον “Γκέμπελς”, τον αρχηγό της χιτλερικής προπαγάνδας, που διέδιδαν τότε ότι οι Κρήτες κακοποιούσαν τους σκοτωμένους Γερμανούς, κόβοντας αυτιά, μύτες, μάτια, γεννητικά όργανα και άλλες αθλιότητες, που ποτέ άνθρωπος της Κρήτης δεν μπορούσε όχι μόνο να πράξει, αλλά ούτε και να διανοηθεί. Ήταν και είναι τόσο ελεεινοί και αδίστακτοι αυτοί οι άνθρωποι. Αυτό κυκλοφορούν δεκαετίες τώρα και σήμερα ακόμη, αλλά η Αθήνα δεν συγκινείται, ούτε έχει καμιά ευαισθησία σ’ αυτό. Περί άλλων τυρβάζουν αυτοί εκεί… Η έκθεση της επιτροπής Καζαντζάκη κλπ. Δεν ξέρω πόσοι γνωρίζουν ότι μετά την αναχώρηση των Γερμανών συστήθηκε μια επιτροπή, με απόφαση της τότε κυβέρνησης, για να συγκεντρώσει και να καταγράψει τα εγκλήματα και τις διάφορες ωμότητες των Γερμανών στην Κρήτη. Την επιτροπή αυτή αποτελούσαν ο Καζαντζάκης, ο Καλιτσουνάκης, ο Κακριδής και ο Κουτουλάκης. Η επιτροπή προχώρησε και αφού μάζεψε τα στοιχεία υπέβαλε τον φάκελο στο υπουργείο. Η συνέχεια είναι ότι ποτέ το υπουργείο δεν έφερε τα στοιχεία αυτά στην επιφάνεια και ο φάκελος παραμένει εκεί θαμμένος. Πώς το μάθαμε; Από αντίγραφο που κράτησαν μέλη της επιτροπής. Εμείς και αυτοί. Παραθέτω ένα περιστατικό που συνέβη κατά τις μέρες της Μάχης της Κρήτης, στην Αγιά, εκεί που υπήρχε ο τούρκικος πύργος στη θέση ακριβώς που σήμερα βρίσκονται οι στρατώνες. Εκεί στον πύργο κρεμάστηκε ένας αλεξιπτωτιστής, στην εξωτερική μεριά του πύργου και δεν μπορούσε να ξεκρεμαστεί. Κάτω από τον πύργο ήταν ένας κρητικός πολεμιστής, ήταν ο γέρο Δημήτρης από το Βατόλακκο. Περίμενε τον αλεξιπτωτιστή να ξεκρεμαστεί για να τον πυροβολήσει. Κρεμασμένος όπως ήταν το θεωρούσε αναντρία να τον πυροβολήσει.
Περίμενε. «Άμα ξεκρεμαστείς θα σε κεράσω…», έλεγε. Ο αλεξιπτωτιστής παρά τις προσπάθειές του δεν ξεκρεμάστηκε και ο γέρο Δημήτρης απογοητεύτηκε να περιμένει κι έφυγε από τη θέση και προχώρησε πιο πέρα, εκεί που ήταν άλλοι Κρητικοί πολεμιστές από τα γύρω χωριά. Τους λέει για τον κρεμασμένο στον πύργο και πως δεν τον πυροβόλησε γιατί το θεωρεί αναντρία. Του έβαλαν τις φωνές. Του είπαν: – Τώρα θα έρθουν οι δικοί του, θα τον ξεκρεμάσουν και θα μας σκοτώσουν, Δημήτρη. – Εγώ σας λέω δεν του παίζω. Τέτοια αναντρία δεν μπορώ να την κάνω. Δεν την κάνω. Κι αμέτε ‘σεις να του παίξετε. Κι όμως, φίλοι μου, δεν πήγε κανείς να πυροβολήσει τον κρεμασμένο αλεξιπτωτιστή. Αυτό! Τη στιγμή που η μάχη έβραζε και τα πυροβόλα θερίζανε κάθε τι ζωντανό, φίλοι μου!!! Αυτό ήταν η Κρήτη!! Το χρονικό της εκτέλεσης της 1ης Αυγούστου 1941, σκεπασμένο με άχρωμα συναισθήματα αφού αλλάξανε οι γενιές και κείνοι που πόνεσαν και μάτωσαν οι καρδιές τους, έφυγαν, όμως χαρακτηρίζεται με στιγμές ανθρώπινης μεγαλοσύνης και υψηλού ηρωισμού που πρέπει να βγουν στο φως και να φωτίζουν το αύριο. Αγαπητοί φίλοι Ανθρώπινες μορφές, σαν τον παπά – Κουκουράκη από τον Πρασέ και τον Νικόλαο Φιωλάκη από τον Κουφό, που στάθηκαν όρθιοι μπροστά στους εκφραστές του θανάτου και της βίας και δεν λύγισαν μπροστά στο φόβο και δεν λογάριασαν τα πολεμικά σύνεργα του εχθρού και με περιφρόνηση στάθηκαν μπροστά του, ξεπερνούν τα συνηθισμένα όρια του ανθρώπου και ανεβαίνουν σ’ άλλα επίπεδα. Οι τραγουδιστές που τραγουδούσαν τον «Αντρειωμένο» μπροστά στα πολυβόλα, ελάχιστα δευτερόλεπτα προτού τους θερίσουν οι μπάλες και συγκλόνισαν τη γερμανική θηριωδία, ανεβάζουν ψηλά την Κρήτη και το πνεύμα της. Δοξάζουν το όνομά της και δικαιώνουν για άλλη μια φορά το ιστορικό μεγαλείο της. Με χρέος προς όλους αυτούς υποκλινόμαστε με σεβασμό και δέος μπροστά τους. Και αφιερώνουμε ένα λεπτό σιγής στη μεγαλοσύνη και στην ιερή τους μνήμη.