Η δυνατότητα ενός λαού να επιβιώνει σε δύσκολες ιστορικές συνθήκες κρίνεται από την ικανότητά του να αναγνωρίζει και να τιμά τις πνευματικές αξίες του και να προβάλλει θετικά πρότυπα ζωής και συμπεριφοράς στην κοινωνία. M’ αυτό το κριτήριο, θεωρούμε στοιχειώδες καθήκον απέναντι στο δοκιμαζόμενο λαό μας να τιμήσομε, εκ μέρους της Εταιρείας Κρητικών Σπουδών, τον αείμνηστο καθηγητή Μανόλη Κριαρά, μια προσωπικότητα που βρίσκεται στον αντίποδα των αγοραίων προτύπων της παγκοσμιοποιημένης κουλτούρας του σημερινού τηλεθεατή – καταναλωτή∙ τον άνθρωπο, που σ’ όλη τη διάρκεια της μακράς ζωής του, ενσάρκωσε ένα πρότυπο ισορροπίας και μέτρου, όπου εναρμονίζονταν, απλά και σαν αυτονόητα, η απόλυτη αφοσίωση στην επιστημονική έρευνα με την αγωνιστική κοινωνική εγρήγορση· τα μεγάλα οράματα και τα υπεράνθρωπα έργα με το σεμνό ήθος και την οικεία και φιλέταιρη συμπεριφορά· η ασκητική προσήλωση στην πνευματική δημιουργία με την αταλάντευτη κατάφαση στις αξίες της ζωής. Ο Κριαράς αυτό ακριβώς έχει κατορθώσει: να πραγματώσει και να προβάλει, στα μέτρα του καθημερινού ανθρώπου, το ελληνικό ιδεώδες της ενότητας υλικού και πνευματικού κόσμου, ένα πρότυπο ψυχοσωματικής αρμονίας, τον ακέραιο άνθρωπο. Το έργο του Κριαρά, επιβλητικό σε έκταση και σημασία, καλύπτει μια ιστορική περίοδο χιλίων περίπου χρόνων, από τη βυζαντινή ως τη νεοελληνική πολιτισμική φάση (11ος – 20ός αιώνας) και ένα ευρύ φάσμα γνωστικών πεδίων: γραμματολογία, συγκριτική φιλολογία, κριτική έκδοση των κειμένων, λεξικογραφία, γλωσσοφιλολογική έρευνα, προσωπογραφία, ιστορία των ιδεών και των πνευματικών φαινομένων. Η ογκώδης αυτή παραγωγή, για ν’ αποτιμηθεί σ’ όλο το εύρος, την πολλαπλότητα και τη σημασία της, θα απαιτούσε ένα ολόκληρο διεπιστημονικό συνέδριο. Ο δικός μας απολογισμός θα είναι διαγραμματικός, χωρίς αξιώσεις πληρότητας, και θα επιμείνει περισσότερο στους βασικούς τομείς που με σεμνότητα και ευθύνη υπηρέτησε: τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή λογοτεχνία, τη νεοελληνική λογοτεχνία και γλώσσα.
Οι ύστεροι βυζαντινοί και μεταβυζαντινοί αιώνες που καλύπτουν οι εργασίες του βυζαντινολόγου Κριαρά είναι ακριβώς η περίοδος κατά την οποία διαμορφώνεται και παγιώνεται η νέα ελληνική γλώσσα. Και τα κείμενα που αποτελούν το κυρίως αντικείμενο των μελετών και των κριτικών εκδόσεων του Κριαρά ανήκουν στη λεγόμενη «δημώδη γραμματεία». Και παρουσιάζουν μια χρονική, γλωσσική και αισθητική κλιμάκωση από τα πρωιμότερα και συμβατικά δημιουργήματα του 13ου − 15ου αιώνα (λ.χ., τα Βυζαντινά Ιπποτικά Μυθιστορήματα)1 ως τα ώριμα έργα της κρητικής Αναγέννησης (λ.χ. την Πανώρια του Χορτάτση)2 και ως τις νεοελληνικές τους προεκτάσεις (λ.χ. τα έργα του Κεφαλονίτη Πέτρου Κατσαΐτη).3 Στις διεξοδικές εισαγωγές και τα σχόλια αυτών των εκδόσεων, καθώς και στις συναφείς αυτοτελείς μελέτες του, ο Κριαράς, αναλύοντας τα θέματα, τη γλώσσα, το ύφος, τη μετρική, τα πρότυπα, τις επιδράσεις και το χαρακτήρα των έργων ανασυνθέτει, ψηφίδα – ψηφίδα, τις πολιτισμικές παραμέτρους και ιδιομορφίες ενός μεταβυζαντινού πολιτισμού στην εξέλιξή του, μέσα από την οποία βγήκε σταδιακά η γλωσσική, γραμματειακή και πολιτισμική φυσιογνωμία του νέου ελληνισμού. Οι μερικότερες διαπιστώσεις που απορρέουν από την αναλυτική έρευνα των κειμένων και τις συναφείς μελέτες, μεταβάλλονται σε συνθετικές θεωρητικές προτάσεις, στον κύκλο των καθαρά γραμματολογικών μελετών του: Ο λαϊκότροπος χαρακτήρας της κρητικής λογοτεχνίας, οι λογοτεχνίες της Αναγέννησης και η βυζαντινή παράδοση (1953). – Οι όροι «μεσαιωνικός» και «νεοελληνικός» στη γραμματολογία μας (1955), – Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της τελευταίας περιόδου της μεσαιωνικής ελληνικής γραμματείας (1959), – Η διγλωσσία στα υστεροβυζαντινά γράμματα και η διαμόρφωση των αρχών της νεοελληνικής λογοτεχνίας (1976). Οι εργασίες αυτές, στις οποίες ο συγγραφέας επιχειρεί -μέσα από όρους όπως «υστερομεσαιωνικός», «πρωτονεοελληνικός»- να περιγράψει τις ιδιομορφίες μιας μεταβατικής περιόδου, επιβεβαιώνουν την ερευνητική «στρατηγική» του Κριαρά, να συλλάβει, με τρόπο συστηματικό, τους όρους και τα συστατικά στοιχεία που οδηγούν από τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή στη νεοελληνική πολιτισμική φάση. Η στρατηγική αυτή επιλέγει ως αφετηρίες τις γλωσσικές και ποιητικές καταβολές του νέου ελληνισμού, ένα έδαφος στέρεο για να μελετήσεις όχι μόνο τη διαμόρφωση της γλώσσας και της ευαισθησίας ενός λαού, αλλά και τις σύνθετες ιδεολογικές και πολιτισμικές διασταυρώσεις της βυζαντινής παράδοσης (με τις ελληνορωμαϊκές της ρίζες) προς τις ανατολικές και τις φράγκικες επιδράσεις και προσμίξεις. Την επαλήθευση αυτής της πορείας κι αυτής της στρατηγικής προσφέρει σήμερα ο συγκεντρωτικός τόμος: «Γλωσσοφιλολογικά. Ύστερο Βυζάντιο – Νέος Ελληνισμός» (Θεσσαλονίκη 2000). Η προσπάθειά του επιστέφεται με το πολύτομο και πολύτιμο Λεξικό της μεσαιωνικής ελληνικής δημώδους γραμματείας 1100 – 1669, τόμοι Α’ – ΙΔ’.4 Μέσα από έναν τέτοιο δρόμο, και συνδυάζοντας περιφερειακά και πρόδρομα φαινόμενα (και πρόσωπα) με κεντρικά ρεύματα και κορυφαία επιτεύγματα, ο Κριαράς μας χειραγωγεί από το μεταβυζαντινό – αναγεννησιακό ποιητικό και πολιτισμικό πρότυπο του Χορτάτση – με το διάμεσο των Κατσαΐτη, Σουμμάκη, Μοισιόδακα, Βηλαρά, κ.ά. – στο νεοελληνικό πλέον γλωσσικό, ποιητικό και πολιτισμικό ιδεώδες του Σολωμού κι από κει στο αγωνιστικό γλωσσοεκπαιδευτικό κήρυγμα του Ψυχάρη. Μια πορεία που θα τον φέρει από τη θεωρία στην πράξη, από την έρευνα του σπουδαστηρίου στις γραμμές του εκπαιδευτικού δημοτικισμού και της γλωσσικής μεταρρύθμισης. Αν ωστόσο θα ‘πρεπε να αναφερθούμε ειδικότερα στις νεοελληνικές του μελέτες, θα υπογραμμίζαμε -συμπληρώνοντας το παραπάνω διάγραμμα- την ιδιαίτερη συμβολή του Κριαρά στα ακόλουθα γνωστικά πεδία: στην ιστορία της νεοελληνικής φιλολογίας (του 19ου κυρίως και των αρχών του 20ού αιώνα) στη μελέτη γλωσσικών φαινομένων της νέας ελληνικής· στην ιστορία του γλωσσικού ζητήματος και του εκπαιδευτικού δημοτικισμού· σε κανονιστικά ζητήματα που αφορούν τη χρήση του σημερινού γραπτού μας λόγου. Κι εδώ συμπεριλαμβάνομε την καθοριστική συμβολή του στην καθιέρωση του μονοτονικού (ο ίδιος το εφαρμόζει πριν από τη θεσμοθέτησή του). Οι εκτενέστερες και σημαντικότερες εργασίες του σ’ αυτό το πεδίο, συγκεντρώνονται σήμερα σε μια σειρά τόμους για τη λογοτεχνία, από τα Φιλολογικά μελετήματα 19ος αι. (Αθήνα 1979), ως τον «Κωστή Παλαμά» (1997) και τον «Ελισσαίο Γιαννίδη» (1999)· και σε μια δεύτερη σειρά τόμους για το δημοτικισμό και τη γλώσσα, από τα «Άρθρα και σημειώματα ενός δημοτικιστή» (1979) και τα Πρόσωπα και θέματα από την ιστορία του δημοτικισμού (1986) ως τη Θητεία στη γλώσσα (1998), τα Γλωσσοφιλολογικά (2000) και βέβαια, το Λεξικό της σύγχρονης δημοτικής γλώσσας, γραπτής και προφορικής (1995).5 Η ποικιλία και το εύρος των θεμάτων μάς αναγκάζει να αρκεστούμε σε επιλεκτικές αναφορές. Τα Φιλολογικά μελετήματα είναι αντιπροσωπευτικά για τα νεοελληνικά γραμματολογικά ενδιαφέροντα του Κριαρά. Ανιχνεύονται αποφασιστικοί παράγοντες στη διαμόρφωση του νεότερου πνευματικού μας πολιτισμού: γλώσσα, παιδεία, ιδεολογία· πρόδρομοι-πρωταγωνιστές-συναγωνιστές. Εξετάζεται η προδρομική φυσιογνωμία του Βηλαρά ως γλωσσικού μεταρρυθμιστή. Η οπτική γωνία της προσέγγισης του Κριαρά ορίζεται εύγλωττα από τους τίτλους των κεφαλαίων: «Η γλωσσική ιδεολογία του Βηλαρά» − «Έλεγχος του αρχαϊσμού» − «Κήρυγμα δημοτικισμού».
Το βιβλίο φανερώνει χαρακτηριστικά το ερευνητικό «νήμα» του συγγραφέα, που οδηγεί από το Βηλαρά στο Σολωμό και τον Ψυχάρη, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν -με την έκταση των αντίστοιχων μελετών- τους δυο συμπληρωματικούς πόλους στο συγκεκριμένο τόμο, αλλά και στα ευρύτερα νεοελληνικά ενδιαφέροντα του Κριαρά. Τους συναγωνιστές αντιπροσωπεύουν εδώ τρεις προσωπικότητες: ο μοναχικός Ανδρέας Κάλβος, που με την ιδιότυπη ποιητική του συναρμόζει τολμηρά την κλασική αρχαιότητα με την αναγεννώμενη Νέα Ελλάδα· ο Ιταλός φιλέλληνας Nicolo Tommaseo, που η έγκυρη παρέμβασή του στα πνευματικά μας πράγματα (δημοτικό τραγούδι, γλωσσικό ζήτημα, Σολωμός) ενίσχυσε, μέσα στη διαλεκτική των ιδεών, τις προοδευτικές τάσεις, συμβάλλοντας, στο μέτρο που του αναλογούσε, προς τη σωστή κατεύθυνση· τέλος, ο επτανησιακής παιδείας Νικόλαος Κονεμένος, που οι γλωσσικές του ιδέες υλοποιούν τη σύνδεση και διάκριση μαζί της σολωμικής παράδοσης προς το κήρυγμα του Ψυχάρη. Αλλά η σημαντικότερη συμβολή του Κριαρά στον τομέα της νεοελληνικής γραμματολογίας εντοπίζεται στις σολωμικές και τις ψυχαρικές του μελέτες, που αντιπροσωπεύονται από τις αντίστοιχες μονογραφίες, καθώς και τις συμπληρωματικές εργασίες που περιλαμβάνονται στα Φιλολογικά Μελετήματα και τους άλλους συγκεντρωτικούς τόμους. Για τις δύο μονογραφίες, που πρωτοεκδόθηκαν στα 1957 (Σολωμός) και 1959 (Ψυχάρης), ισχύει ο ορισμός που δίνει ο ίδιος ο Κριαράς στον πρόλογο της πρώτης: έχουν χαρακτήρα ιστορικό και γραμματολογικό. Ο μελετητής πραγματεύεται τη ζωή και το έργο τους, χωρίς να διαχωρίζει το ένα από το άλλο, γιατί, καθώς πιστεύει, ένας τέτοιος διαχωρισμός θα διασπούσε δεδομένα που συνδέονται άμεσα μεταξύ τους. Έτσι, ο συγγραφέας και η δημιουργία του εξετάζονται κάθε φορά μέσα στο περιβάλλον που επηρεάζει τη ζωή και διαμορφώνει το έργο του. Γι’ αυτό, η εσωτερική διάρθρωση των βιβλίων, στην αρχική και βασική τους μορφή, ορίζεται από τους σταθμούς της ζωής και της δημιουργικής τους πορείας. Το χαρακτηριστικό αυτών των μελετών είναι η εξαντλητική μελέτη των δεδομένων, η κριτική αξιοποίηση όλης της προηγούμενης βιβλιογραφίας, η αυστηρή μεθοδολογία, η ακρίβεια στην επιστημονική κρίση, η συνθετική ικανότητα, η ερμηνευτική ευστοχία.
Ο λόγος του είναι λιτός, ζυγισμένος, δε θηρεύει τον εύκολο εντυπωσιασμό, δεν παρασύρεται ποτέ στην υπερβολή. Στα δύσκολα και αμφιλεγόμενα ζητήματα έχει το κριτήριο του ορθού μέτρου. Δεν υπερτιμά ούτε υποτιμά τους διάφορους παράγοντες· συζητά τα αντίθετα επιχειρήματα με νηφαλιότητα και συνδυάζει με σοφία. Γι’ αυτό και η συμβολή του παραμένει στέρεη, μ’ όλη την πληθώρα των νεότερων μελετών για το Σολωμό, μ’ όλο τον πλούτο των νέων αρχειακών στοιχείων για τον Ψυχάρη. Παραδειγματικά αξίζει να αναφέρομε, από τη μονογραφία για το Σολωμό, το μέρος που αφορά τη μελέτη των πολλαπλών παραγόντων που διαμόρφωσαν την πνευματική (και καλλιτεχνική) του προσωπικότητα, καθώς και τα συναφή κεφάλαια που πραγματεύονται το μεικτό, κλασικορομαντικό χαρακτήρα της ποίησής του. Από τη μονογραφία για τον Ψυχάρη, αναφέρομε τα κεφάλαια που αφορούν την ιδεολογικοπολιτική του εξέλιξη, καθώς και τη νηφάλια και δίκαιη κρίση της συμβολής του στο γλωσσικό πρόβλημα. Σαράντα τόσα χρόνια από την πρώτη τους γραφή, οι μονογραφίες του Κριαρά παραμένουν οι καλύτερες βιοεργογραφικές συνθέσεις που διαθέτομε για τους δύο πνευματικούς πρωταγωνιστές του 19ου αιώνα. Στην περίπτωση του Ψυχάρη, η συμβολή του Κριαρά επιβεβαιώνεται θετικά, από τα νέα στοιχεία· στην περίπτωση του Σολωμού, επιβεβαιώνεται αρνητικά, απέναντι στις υπερβολές και τις μονομέρειες ορισμένων όψιμων σολωμιστών. Έτσι, για τους νεότερους ερευνητές, οι εργασίες του Κριαρά παραμένουν ένα υπόδειγμα επιστημονικού ήθους και ευθυκρισίας. Αλλά ο Κριαράς προσφέρει κι ένα άλλο υπόδειγμα, σημαντικότερο ίσως. Τόσο στα επιστημονικά όσο και στα πολιτισμικά (αλλά και τα πολιτικά, με την ευρεία έννοια) ζητήματα του τόπου μας, καταφέρνει -αθόρυβα ωστόσο και σεμνά- εδώ και μισόν αιώνα, εξίσου στη δεκαετία του ’40 όσο και στη δεκαετία του ’90 και του 2000, να βρίσκεται στην πνευματική πρωτοπορία, εκπροσωπώντας ταυτόχρονα την πιο ορθόδοξη προοδευτική παράδοση των γραμμάτων μας. Αυτό γίνεται φανερό ιδιαίτερα στις γλωσσικές του μελέτες και στις συνεχείς και ακούραστες παρεμβάσεις του για την ορθή χρήση της δημοτικής. Απέναντι στις σπασμωδικές και εξεζητημένες αντιδράσεις πολλών νεόκοπων ή και όψιμων γλωσσαμυντόρων, ο Κριαράς αντιπαραθέτει, με νεανική ετοιμότητα, τη σοφία της μακρόχρονης γλωσσοφιλολογικής του πείρας, σε συνδυασμό με τις στέρεες κατακτήσεις του εκπαιδευτικού δημοτικισμού, τις οποίες καθιστά πειστικότερες η νηφάλια διαλεκτική του. Όπου οι νέες κοινωνικές συνθήκες το επιβάλλουν, πρωτοπορεί, προτείνοντας τολμηρές καινοτομίες τόσο στη χρήση της γλώσσας (γραπτής και προφορικής) όσο και στο γλωσσοεκπαιδευτικό σύστημα. Οι σημαντικότερες μεταρρυθμίσεις σ’ αυτό το πεδίο από το 1976 και εξής έγιναν με τη συμμετοχή ή την υποστήριξη του Κριαρά. Και οι πιο ρηξικέλευθες λύσεις σε ζητήματα γλωσσικής ορθοέπειας ή λεξιλογικά, μορφολογικά και συντακτικά προβλήματα, ανήκουν στον Κριαρά. Σε όλα τα κρίσιμα προβλήματα που προέκυψαν κατά τις τελευταίες δεκαετίες πήρε δημόσια και υπεύθυνη θέση. Πολλά απ’ αυτά εντόπισε στη γένεσή τους και έσπευσε να τα επισημάνει και να προτείνει για την αντιμετώπισή τους τρόπους ρεαλιστικούς αλλά και μοντέρνους. Ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα: α) Στο κρίσιμο ζήτημα της σχέσης ανάμεσα στην αρχαία και τη νέα ελληνική γλώσσα, όπως αυτό εμφανίζεται στον τομέα της εκπαίδευσης, ο Κριαράς υποδείχνει το ορθό μέτρο: «η διδασκαλία της αρχαίας γλώσσας και της αρχαίας γραμματείας είναι ανάγκη, κοντά στα άλλα, να εξυπηρετεί μιαν ουσιαστικότερη κατάκτηση της νέας μας γλώσσας».6 β) Ο Κριαράς έσπευσε από πολύ νωρίς (από τη δεκαετία του ’70) να επισημάνει τους κινδύνους από τις γλωσσικές ατασθαλίες των εκφωνητών των Μ.Μ.Ε. και να υπογραμμίσει την ανάγκη καθώς και τους τρόπους για την αντιμετώπιση του προβλήματος. γ) Υπήρξε επίσης από τους λίγους που επισήμαναν και αντιμετώπισαν με σοβαρότητα το φαινόμενο της πληθωρικής και αναρχούμενης εισβολής ξένων λέξεων και εκφράσεων μέσω της τηλεόρασης και της διαφήμισης και περιέγραψε τις μακροπρόθεσμες αρνητικές συνέπειές του.
Ο Κριαράς φαίνεται να έχει πλήρη συνείδηση ότι γλώσσα και πολιτισμός, γλώσσα και εθνική ταυτότητα είναι αλληλένδετα και αξεχώριστα. Η γλώσσα διαμορφώνει τον τρόπο αντίληψης και κατανόησης του κόσμου, την πολιτισμική ιδιοσυστασία ενός λαού και διαμορφώνεται απ’ αυτήν. Έξω απ’ αυτή τη διαλεκτική δεν μπορεί να υπάρξει ελληνικός πολιτισμός και ελληνική ταυτότητα. Γι’ αυτό και υποστηρίζει ότι η διδασκαλία της γλώσσας οφείλει να αξιοποιεί στο μέγιστο βαθμό τη νεοελληνική λογοτεχνία. Στα κείμενα των κορυφαίων ποιητών και πεζογράφων μας πραγματώνεται το μέγιστο των δυνατοτήτων της γλώσσας, το μέγιστο των αισθητικών και πολιτισμικών αξιών της ελληνικής παράδοσης. Ο εκπαιδευτικός όσο πιο συστηματικά είναι κατατοπισμένος στη νεότερη και σύγχρονη λογοτεχνία μας τόσο αποτελεσματικότερα και πιο καρποφόρα θα διδάξει το μάθημα της Νέας ελληνικής· τόσο ευκολότερα θα διαμορφώσει ικανούς χειριστές του νεοελληνικού λόγου. 7 Κι αυτό είναι πρωταρχικής σημασίας για το μέλλον του πολιτισμού μας. Για να διανειστούμε τα λόγια του ποιητή Οδυσσέα Ελύτη, «η ποιότητα στηρίζει τους θεούς και ο αγώνας για την ορθή έκφραση είναι αγώνας για τη σωτηρία του ανθρώπου» (Ο. Ελύτης, Εν λευκώ, 1993: 350). Το βιβλίο που ο Μανόλης Κριαράς έγραψε στα εκατό του χρόνια Κλείνοντας αυτό τον απολογισμό, αξίζει να αναφερθούμε συνοπτικά σ’ ένα από τα τελευταία έργα του Κριαρά, ως αντιπροσωπευτικό δείγμα της θαυμαστής δημιουργικής ευφορίας του, κατά την τελευταία δεκαετία της ζωής του. Ανάμεσα στα πολλά βιβλία που εξέδωσε από το 2000 και εξής, υπάρχει ένα έργο με συμβολική σημασία, που παρέδωσε για έκδοση, ενώ διένυε το εκατοστό έτος της ηλικίας του και το οποίο κυκλοφόρησε το 2007. Το πρώτο του αντίτυπο παρουσιάστηκε στην Εναρκτήρια Πανηγυρική Συνεδρία του Ι’ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, την 1η Οκτωβρίου 2006, στα Χανιά, όπου σε ειδική τελετή για τα Εκατόχρονα του Εμμανουήλ Κριαρά, ο γράφων, με την ιδιότητα του Προέδρου του Συνεδρίου, επέδωσε στον τιμώμενο το τελευταίο (ως εκείνη τη στιγμή) βιβλίο του, σε χρυσόδετο τόμο. Πρόκειται για το Ανθολόγιο Ψυχάρη, που περιλαμβάνει ανθολόγηση όχι μόνο του λογοτεχνικού αλλά και του επιστημονικού έργου και της αλληλογραφίας του Ψυχάρη με τους άλλους πρωταγωνιστές του δημοτικισμού. Το Ανθολόγιο συνοδεύεται από εκτεταμένη Εισαγωγή, που καλύπτει με πληρότητα και σοφία την ηρωική εποχή του εκπαιδευτικού δημοτικισμού, του σημαντικότερου και διαρκέστερου πνευματικού κινήματος που γνώρισε ο Νέος Ελληνισμός, μέσα από την προσωπικότητα, τη δράση και τα κείμενα του μαχητικού αρχηγού του κινήματος, του Γιάννη Ψυχάρη, που υπήρξαν από τα προνομιακά ενδιαφέροντα του Κριαρά. Το έργο αυτό είναι το πρώτο στη Σειρά «Βιβλιοθήκη Κλασικών Νεοελλήνων Συγγραφέων» και εγκαινίασε ένα φιλόδοξο Διεθνές Πρόγραμμα Διαπανεπιστημιακής Συνεργασίας για την ενίσχυση των Νεοελληνικών σπουδών σε διεθνές επίπεδο, που ξεκίνησε το 2001. Στο Πρόγραμμα μετέχουν Νεοελληνικά Τμήματα, Ινστιτούτα και καθηγητές από 25 πανεπιστήμια της Ευρώπης και της Αμερικής, βόρειας και νότιας. Κάθε έργο της Σειράς προβλέπεται να κυκλοφορεί σε 7 δίγλωσσες εκδόσεις (αγγλική, γαλλική, γερμανική, ισπανική, ιταλική, ρωσική και αραβική) και να αποστέλλεται δωρεάν σε όλα τα πανεπιστήμια του κόσμου που έχουν έστω και μία θέση νεοελληνικής φιλολογίας ή γλώσσας. Σύμφωνα με τον αρχικό προγραμματισμό, η Σειρά θα περιλαμβάνει τους «κλασικούς» των Γραμμάτων μας, 35 ποιητές και 35 πεζογράφους του 19ου και 20ού αιώνα (70 Χ 7 δίγλωσσες εκδόσεις= 490 τόμους συνολικά, εκτός από την ελληνική έκδοση) και προορίζεται κατ’ αρχήν για πανεπιστημιακή χρήση: να καλύψει τις ανάγκες διδασκαλίας και έρευνας των Τμημάτων Νεοελληνικών Σπουδών του εξωτερικού. Από το Ανθολόγιο Ψυχάρη έχουν κυκλοφορήσει η ελληνική (2007) και η γερμανική έκδοση (2010). 8 Όταν ο γράφων ζήτησε, ως συντονιστής του Έργου, τη συμμετοχή του Κριαρά στο Προγραμμα αυτό, ο Δάσκαλος, 97 ετών τότε, δέχτηκε αμέσως με νεανικό ενθουσιασμό: «Και πότε μπορώ ν’ αρχίσω;» μου είπε. -«Κι από αύριο το πρωί, αν είναι δυνατόν» απάντησα. «Και γιατί όχι από σήμερα;». Το είπε και το εννοούσε. Άρχισε τελευταίος σ’ αυτή την πρώτη φάση του Έργου και τελείωσε και παρέδωσε πρώτος το δικό τόμο, αφού τον διόρθωσε ο ίδιος προσωπικά, κάνοντας «με το χέρι» τα ευρετήρια και ελέγχοντας τις εκατοντάδες παραπομπές των λημμάτων 2 και 3 φορές.
Έτσι, ο τόμος για τον Ψυχάρη ολοκληρώθηκε και πήρε τον αριθμό 1 στη Σειρά «Βιβλιοθήκη Κλασικών Νεοελλήνων Συγγραφέων». Μ’ αυτό το επίτευγμα τεράστιου μόχθου σε ελάχιστο χρόνο ο αιωνόβιος Δάσκαλος μπήκε μπροστάρης σε μια ύστατη προσπάθεια των απανταχού Νεοελληνιστών για τη διάσωση των Νεοελληνικών Σπουδών στα πανεπιστήμια του εξωτερικού. Με την πράξη αυτή, ένας ερευνητής που ξεκίνησε στις αρχές του εικοστού αιώνα, τείνει συμβολικά το χέρι στα παιδιά του εικοστού πρώτου αιώνα, στους απανταχού της γης σπουδαστές των Ελληνικών Γραμμάτων, οι οποίοι αποτελούν τους «δυνάμει» φορείς της συνέχειας του ελληνικού πολιτισμού στην επόμενη χιλιετία. Έτσι, στο εκατοστό πρώτο έτος της ηλικίας του, ο Νέστορας των Γραμμάτων μας, έγινε σύμβολο της διαχρονικής ενότητας του Ελληνισμού και ζωντανή απόδειξη της θέλησης και ης ικανότητάς του να επιβιώνει μέσα από τις πιο σκληρές δοκιμασίες. 1. Βυζαντινά Ιπποτικά Μυθιστορήματα, Εισαγωγή – Φιλολ. επιμ. Εμμ. Κριαρά, Αθήναι, Βασική Βιβλιοθήκη αρ.2, 1955. −Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης, Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Α.Π.Θ.,1956. −«Η Ρίμα θρηνητική» του Ιωάννου Πικατόρου, Επετηρίς Μεσαιωνικού Αρχείου, τ. 2 (1940). Πρβλ. Εμμ. Κριαρά, Μεσαιωνικά Μελετήματα, τ. Α’ – Β’, Θεσσαλονίκη, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης − Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών, 1988. 2. Γύπαρις, στη Σειρά: Texte und Forschungen zur byzantinisch-neugriechischen Philologie 39, Αθήνα 1940. − Γεωργίου Χορτάτση «Πανώρια», έκδοση Εμμαν. Κριαρά, Θεσσαλονίκη, Βυζαντινή και Νεοελληνική Βιβλιοθήκη αρ. 2, 1975. Πρβλ. Εμμ. Κριαρά, Μελετήματα περί τας πηγάς του Ερωτοκρίτου, Texte und Forschungen zur byzantinisch-neugriechischen Philologie 27, Αθήνα 1938. 3. Κατσαΐτης: Ιφιγένεια, Θυέστης, Κλαυθμός Πελοποννήσου, ανέκδοτα έργα. Κριτική έκδοση και εισαγωγή, σημειώσεις και γλωσσάριο Εμμ. Κριαράς, Αθήνα, Collection de l’ Institut Français d’ Athènes 44, 1950. 4. Εμμ.Κριαράς, Λεξικό της μεσαιωνικής ελληνικής δημώδους γραμματείας 1100-1669, τόμοι Α’ – ΙΔ’, Θεσσαλονίκη 1969 – 1997 και Επιτομή: Λεξικό της μεσαιωνικής ελληνικής δημώδους γραμματείας 1100 – 1669 του Εμμ. Κριαρά, τόμ. Α’ – ΙΕ’. επιμ. Ι. Ν. Καζάζης και Ομάδα συνεργατών, Θεσσαλονίκη, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2003 – 2006. 5. Άρθρα και σημειώματα ενός δημοτικιστή, Αθήνα, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 1979. − Η σημερινή μας γλώσσα, Θεσσαλονίκη 1984. − Πρόσωπα και θέματα από την ιστορία του δημοτικισμού, Αθήνα, Καστανιώτης, 1986. − Λόγιοι και δημοτικισμός, Αθήνα 1987. − Τα πεντάλεπτά μου στην ΕΡΤ και άλλα γλωσσικά, Θεσσαλονίκη, 1987, β΄ έκδ. 1988. − Η Γλώσσα μας. Παρελθόν και παρόν, Θεσσαλονίκη, 1992. − Θητεία στη γλώσσα Αθήνα, Γκοβόστης, 1998. − Γλωσσοφιλολογικά, Θεσσαλονίκη, 2000. − Λεξικό της σύγχρονης δημοτικής γλώσσας, γραπτής και προφορικής, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1995. 6. Εμμαν. Κριαρά, Η γλώσσα μας, 1992: 326,391-435. 7. Η γλώσσα μας, 1992: 313. Πρβλ. σ. 156-158: «Παντελής Πρεβελάκης. Σμηλευτής της ελληνικής πεζογραφίας». 8. Εμμανουήλ Κριαρά, Ανθολόγιο Ψυχάρη, Bιβλιοθήκη Κλασικών Νεοελλήνων Συγγραφέων αρ. 1, Σύμπραξη Ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων για την Ενίσχυση των Νεοελλην. Σπουδών”, Εκδοτ. επιμ. Ε.Γ.Καψωμένος, Ιωάννινα – Granada – Napoli – Berlin, 2007. −PSYCHÁRIS. Auswahl aus seinen Werken. Einführung – Auswahl –Philologische Bearbeitung Prof. Emmanuíl KRIARÁS, Deutsche Übersetzung des griechischen Textes Prof. G. S. Henrich, unter Mithilfe von Dr. K. Chrysomálli-Henrich, Kurator der deutschen Ausgabe Kostas Dimadis, BIBLIOTHEK KLASSISCHER NEUGRIECHISCHER SCHRIFTSTELLER, Nr. 1.1, Ιωάννινα – Granada – Napoli – Berlin, 2010. Έχουν κυκλοφορήσει επίσης η αραβική και η ισπανική έκδοση του Καβάφη, ενώ 47 ακόμα τόμοι, έτοιμοι για το τυπογραφείο, είναι σε αναμονή χρηματοδότησης (από το 2001 έως σήμερα υπάρχουν 31 αναπάντητες αιτήσεις προς τα Υπουργεία Παιδείας και Πολιτισμού).
ΕΡΑΤΟΣΘΕΝΗΣ Γ. ΚΑΨΩΜΕΝΟΣ