Tην ανάγκη για μια “έξυπνη γεωργία”, απαλλαγμένη από τους γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς (ΓΤΟ), φιλική προς το περιβάλλον και την κλιματική αλλαγή, που θα παραμένει όμως βιώσιμη και ανταγωνιστική, υπογράμμισε ο υπουργός Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης Ευάγγελος Αποστόλου, ο οποίος εκπροσώπησε σήμερα την Ελλάδα στο Συμβούλιο Υπουργών της Ε.Ε. που πραγματοποιήθηκε στο Λουξεμβούργο.
Ο υπουργός τόνισε πως η Ελληνική κοινή γνώμη είναι ξεκάθαρα αντίθετη στο θέμα των ΓΤΟ, καθώς αμφισβητείται η ασφάλειά τους για την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον. Υποστήριξε ότι, “πέραν των σημερινών εργαλείων της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ), που ήδη αξιοποιούμε, θα πρέπει να αναληφθούν δράσεις για την αύξηση της παραγωγής πρωτεϊνούχων ζωοτροφών στην Ευρώπη, ώστε να εξασφαλίσουμε τις ανάγκες της κτηνοτροφίας, αξιοποιώντας την πλούσια και προσαρμοσμένη στις τοπικές συνθήκες χλωρίδα που διαθέτουμε και αποφεύγοντας τις εισαγωγές”.
Όπως υπογράμμισε “στη χώρα μου, θα συνεχίσουμε να ενημερώνουμε τους εμπλεκόμενους, εξασφαλίζοντας τη διαφάνεια σε ότι αφορά την κυκλοφορία των ΓΤΟ, αλλά και την ανάδειξη των προοπτικών μιας γεωργίας βιώσιμης, απαλλαγμένης από ΓΤΟ, που σέβεται τους καταναλωτές, το περιβάλλον και την κοινωνία”.
Σε ότι αφορά στην κλιματική αλλαγή, ο υπουργός σημείωσε ότι “η γεωργία καλείται όχι μόνο να την μετριάσει, αλλά και να προσαρμοστεί στις νέες και δυσκολότερες συνθήκες που δημιουργεί. Χρειαζόμαστε μια ολοκληρωμένη προσέγγιση, που θα οδηγεί σε μια γεωργία αειφόρα, κοινωνικά, περιβαλλοντικά, αλλά και οικονομικά. Οι αδιαμφισβήτητοι στόχοι για την κλιματική αλλαγή πρέπει να συμβαδίζουν με τη μέριμνα για την επισιτιστική ασφάλεια και την παραγωγή τροφίμων προσιτών στον ευρωπαίο πολίτη. Αν δεν προστατέψουμε την υψηλών προδιαγραφών ευρωπαϊκή γεωργία, κινδυνεύουμε οι ανάγκες μας να καλυφθούν με εισαγωγές προϊόντων τρίτων χωρών, με χαμηλότερα περιβαλλοντικά πρότυπα, που επιβαρύνουν περισσότερο το παγκόσμιο περιβάλλον”.
Ο υπουργός τόνισε ότι οι περιβαλλοντικές υποχρεώσεις για τη γεωργία μας πρέπει να είναι ρεαλιστικές προσαρμοσμένες στις τοπικές ιδιαιτερότητες. Για παράδειγμα, στην Ελλάδα επικρατούν οι εκτατικές μορφές γεωργίας και κτηνοτροφίας, που αποδεδειγμένα επιβαρύνουν πολύ λιγότερο το περιβάλλον, με ελάχιστες εκπομπές αερίων θερμοκηπίου. Η διάσταση αυτή θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στη χάραξη των πολιτικών και των υποχρεώσεων του τομέα, όπως εξάλλου και το γεγονός ότι η προσπάθεια προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή είναι επίσης διαφορετική μεταξύ των περιφερειών της Ε.Ε.
Τέλος, η ΚΑΠ, ιδιαίτερα μετά την τελευταία μεταρρύθμιση, λαμβάνει υπόψη την κλιματική αλλαγή, φροντίζει για την ελαχιστοποίηση των παρεμβάσεων στο οικοσύστημα και προσφέρει εργαλεία για μια έξυπνη κλιματικά γεωργία. Η όποια, λοιπόν, επιπλέον σκέψη για περιβαλλοντικούς όρους, θα πρέπει να εξετασθεί εντός της ΚΑΠ και αφ’ ότου μετρήσουμε την αποτελεσματικότητα της μεταρρύθμισης σε σχέση με την κλιματική αλλαγή.