Την ίδια χρονική περίοδο αποβιβάζονταν στην Κρήτη δύο επιπλέον σώματα εθελοντών. Μετά τη μάχη του Σαβουρέ στις 30 Νοεμβρίου του 1866, οι τρεις αρχηγοί των εθελοντικών σωμάτων συναθροίστηκαν στην κοιλάδα Φώκες κάτω από το οροπέδιο του Ομαλού έπειτα από την υποχώρησή τους.
Με τον Ζυμβρακάκη
Ενώ ο Μουσταφά πασάς τους καταδίωκε, οι τρεις αρχηγοί αδυνατούσαν να συμφωνήσουν σε ζητήματα τακτικής, καθώς και της γενικής αρχηγίας με αποτέλεσμα να δεχτούν επίθεση στις Φώκες τη νύχτα της 5ης προς την 6η Δεκεμβρίου. Λίγο πριν ξημερώσει, περικυκλώθηκε ο καταυλισμός τους.
Αιφνιδιασμένοι μέσα στον ύπνο τους, διασκορπίστηκαν στις χαράδρες, τρέχοντας χωρίς να πυροβολούν και πηδώντας πάνω από τους γκρεμούς. Το χιόνι και το σκοτάδι επέτρεψαν στους περισσότερους να ξεφύγουν, μερικοί όμως πιάστηκαν ζωντανοί και κατασφάχτηκαν1.
Οι εθελοντές άρχισαν να περιπλανιούνται στα χιονισμένα Λευκά Ορη κάτω από άθλιες συνθήκες. Ετσι στο διάστημα μεταξύ τέλους Δεκεμβρίου 1866 και αρχών Ιανουαρίου 1867, τουλάχιστον 90 Κρητικοί και 27 εθελοντές πέθαναν από τις κακουχίες, το κρύο και την πείνα2.
Ο Φλουράνς απογοητευμένος πιθανώς από τον συνταγματάρχη Βυζάντιο άφησε το σώμα του και ενώθηκε με τον Ζυμβρακάκη στο λημέρι του στον Ομαλό. Αναγγέλλοντας την απόφασή του σε ένα προσωπικό γράμμα που έστειλε σε φίλο του στην Αθήνα, στις 24 Δεκεμβρίου του 1866, ο Φλουράνς διεκτραγωδούσε με ωμή ειλικρίνεια τις άθλιες συνθήκες ζωής των εθελοντών:
«[…] Τα παπούτσια μου έχουν σκιστεί πέρα για πέρα από τις πέτρες και τους βάτους, αδύνατο να βρω άλλα· περπατάω ξυπόλητος […] Μ’ έχουν φάει οι ψύλλοι και δεν μπορώ να κλείσω μάτι […] Κοιμάμαι καταγής, δίπλα στον στρατηγό μας. Το πανταλόνι μου, το σώβρακό μου, όλα είναι σκισμένα -κι ας τα μπαλώνω κάθε τόσο- κι αφήνουν τον αέρα να περνάει. Εξι μέρες στο βουνό ήμουν αναγκασμένος να τρώω μόνο χόρτα νερόβραστα, δίχως αλάτι και δίχως ψωμί».
Ωστόσο ο Γάλλος εθελοντής δεν φαίνεται να έχει χάσει την πίστη του: «Θα μείνω εδώ όσο υπάρχει κάποια αχτίδα ελπίδας. […] Ελπίζω ότι, παρ’ όλες τις αντιξοότητες που μας περιμένουν, θα μπορέσω σύντομα να έλθω να σας σφίξω το χέρι στην Αθήνα, μετά την απελευθέρωση της Κρήτης»3.
Ο Ζυμβρακάκης, που παρέμεινε αρχηγός των Χανίων, για να ενεργοποιήσει τη διεθνή κοινή γνώμη προέβη σε διαβήματα απευθύνοντας επιστολές σε προξένους, Γάλλους βουλευτές, υπουργούς εξωτερικών, τις οποίες είχε συντάξει ο Φλουράνς.
Επιστολή έστειλε και στον Βίκτωρα Ουγκώ. Αυτός, άλλωστε, στις 20 Νοεμβρίου 1866, είχε ήδη δώσει στη δημοσιότητα μια πολύ θερμή επιστολή υπέρ των ηρωικών Κρητικών: «Εσείς, οι σημερινοί καταδυναστευόμενοι, θα είστε οι μελλοντικοί νικητές. Να επιμείνετε. Ακόμα κι αν πνίξουν τη φωνή σας, εσείς θα θριαμβεύσετε.[…]»4.
Σε απάντηση της επιστολής αυτής ο Γκουστάβ Φλουράνς έγραφε, μαζί με τον Ζυμβρακάκη, στις 4 Ιανουαρίου 1867:
«Ο Κρητικός λαός προς τον Βίκτωρα Ουγκώ
Μια πνοή της δυνατής σου ψυχής έφτασε ως εμάς και στέγνωσε τα δάκρυά μας […] Η επιστολή σου έφτασε, κι είναι πιο πολύτιμη για μας κι από τον καλύτερο στρατό, γιατί επιβεβαιώνει το δίκιο μας […]
Ποιητή, είσαι φως. Σε εξορκίζουμε, φώτισε εκείνους που μας αγνοούν, εκείνους που οι σφετεριστές έχουν προδιαθέσει ενάντια στον ιερό μας αγώνα. Ποιητή, η ωραία μας γλώσσα το λέει, είσαι δημιουργός, δημιουργός των λαών, όπως οι αρχαίοι αοιδοί. Με τα υπέροχα τραγούδια σου στα Ανατολικά έχεις κιόλας μοχθήσει για να δημιουργήσεις τον σύγχρονο ελληνικό λαό. Αποτέλειωσε το έργο σου. Μας αποκαλείς νικητές. Θα νικήσουμε χάρη σε σένα»5.
Ο χειμώνας ήταν βαρύς και ο Φλουράνς συμμετέχει σε όλες τις μάχες (Αγίας Ρουμέλης, Χωστής, Περιβολιών) όπου αρρωσταίνει δύο φορές. Υστερα από τη μάχη στα Περιβόλια, οι εθελοντές με επικεφαλής τον Ζυμβρακάκη κατευθύνθηκαν στο Θέρισο κι από κει ξεκίνησαν για τη Δρακώνα, όπου έφτασαν στις 23 Μαρτίου.
Μετά από μια μικρή στάση ξαναπήραν το δρόμο και διασχίζοντας τον Ομαλό έφτασαν στην Αγία Ειρήνη και το Απανωχώρι, στα νοτιοδυτικά του οροπεδίου. Ο Ζυμβρακάκης αποφάσισε να ανεφοδιάσει τον Ομαλό και έδωσε εντολή να σταλεί εκεί ένα καραβάνι με τρόφιμα και πολεμοφόδια με ένοπλη συνοδεία, στην οποία μετείχαν ο Φλουράνς, ο Ανεμός και ένας βλάχος εθελοντής:
«Φτάσαμε στον Ομαλό δύο ώρες πριν από το θάνατο του αδελφού του Χατζημιχάλη και πήγαμε να τον δούμε. Η γυναίκα του και τα δύο μικρά παιδιά του ήταν στο προσκέφαλό του ενώ ο Χατζημιχάλης απουσίαζε. Ο ετοιμοθάνατος μίλησε μαζί μας για τη χώρα και την επανάσταση και έδειξε τον πιο φλογερό ενθουσιασμό, τον πιο βίαιο φανατισμό ως την τελευταία στιγμή.
Το χιόνι σκέπαζε τη γη, κι έσκαψαν τον τάφο μέσα στο σπίτι, στο ίδιο εκείνο δωμάτιο όπου θα συνέχιζε να ζει η οικογένεια. Σ’ αυτό το σκοτεινό δωμάτιο, που φωτιζόταν μόλις και μετά βίας από δύο καπνισμένες λάμπες, οι θλιμμένοι φίλοι, όρθιοι και σιωπηλοί, οι θρήνοι των γυναικών, οι κραυγές των μικρών παιδιών, δημιουργούσαν ένα οδυνηρό και σπαραχτικό θέαμα. Ο Χατζημιχάλης δεν πρόλαβε την κηδεία»6.
Με τον Κόρακα και τον Πετροπουλάκη
Την άνοιξη του 1867 αποβιβάστηκαν στο νησί πεντακόσιοι Μανιάτες και πήγαν στο Μυλοπόταμο κάτω από τις διαταγές του Δ. Πετροπουλάκη ενώ συγχρόνως συνενώθηκαν γύρω από αυτόν οι διασκορπισμένοι ξένοι εθελοντές. Ο Φλουράνς πείστηκε να αφήσει το σώμα του Ζυμβρακάκη και με άλλους ξένους ξεκίνησαν για τα ορεινά του Ρεθύμνου περνώντας από τη Σαμαριά και καταλήγοντας στη μονή Χαλέπας, όπου είχε
εγκαταστήσει το επιτελείο του ο Πετροπουλάκης.
Ο Φλουράνς έμεινε λίγες μέρες στην περιοχή, όπου πήρε διαταγή από τους Πετροπουλάκη και καπετάν Κόρακα να ενημερώσει τις επιτροπές της Ελλάδας για την κρίσιμη καμπή στην οποία βρισκόταν η κρητική επανάσταση από τη δράση του νέου σερασκέρη Ομέρ πασά. Την παράτολμη αυτή ομάδα την αποτελούσαν επτά άνδρες: τρεις Γάλλοι, ένας Βρετανός, ένας Ούγγρος και δύο Έλληνες με επικεφαλής τον Γκουστάβ Φλουράνς.
Οδηγούμενοι από έναν Σφακιανό, τον καπετάν Αντρέα, αφού διέσχισαν το Μυλοπόταμο, οι οκτώ άνδρες συνέχισαν την πορεία τους μέσα από φαράγγια ως τις πλαγιές του Ψηλορείτη και από εκεί έφθασαν στη Μονή Πρέβελη, προτού καταλήξουν στα Σφακιά, το πρωινό της 12ης Μαΐου 1867. Ενα μήνα μετά την αναχώρησή τους από το μοναστήρι της Χαλέπας Μυλοποτάμου, οι τρεις από τους έξι αρχικούς εθελοντές κατάφεραν να καταπλεύσουν στα Αντικύθηρα την αυγή της 30ης Μαΐου 1867.
Τρεις μέρες μετά οι εθελοντές συνέχισαν το ταξίδι τους μέσω Κυθήρων και Ναυπλίου και στις 6 Ιουνίου αποβιβάστηκαν στον Πειραιά. Την επόμενη της άφιξής τους παρουσιάστηκαν στην Κεντρική υπέρ των Κρητών Επιτροπή και τη μεθεπόμενη ο Φλουράνς με τον Ανεμός επισκέφθηκαν τον Γάλλο πρεσβευτή στην Αθήνα κάνοντας έναν θλιβερό απολογισμό της κρητικής επανάστασης7.
Επιστρέφοντας εσπευσμένα στη Γαλλία λόγω της επιδείνωσης της υγείας του πατέρα του8, ο Φλουράνς προσπάθησε με όλες του τις δυνάμεις να δώσει ευρεία δημοσιότητα στον κρητικό αγώνα. Ξαναήλθε στην Ελλάδα στις 21 Μαρτίου 1868, ημέρα έναρξης της τετραήμερης διαδικασίας των εκλογών που διενεργούσε η κυβέρνηση Βούλγαρη.
Πολίτης Κρης
Την 1η Απριλίου έφτασε στη Σύρο. Στις 4 Απριλίου το απόγευμα απέπλευσε με τους παλιούς συντρόφους του με το ατμόπλοιο Ενωσις, φορτωμένο με 2.300 σακιά αλεύρι, 400 κάσες φυσκέκια και 150 Κρήτες πολεμιστές. Τα μεσάνυχτα αποβιβαζόταν στην Κρήτη, στον όρμο Μπαλί9.
Μόλις αποβιβάστηκε στην Κρήτη ο Φλουράνς κατευθύνθηκε αμέσως στο χωριό Γωνιές Μαλεβιζίου, που ήταν τότε έδρα της Γενικής Συνέλευσης της Προσωρινής Διοικήσεως και έγινε δεκτός με ενθουσιασμό. Τότε ήταν που η Συνέλευση, με ψήφισμά της 10ης Απριλίου 1868, τον ονόμασε πολίτη της Κρήτης10.
Στις 30 Απριλίου 1868 η Συνέλευση αποφάσισε να δεχτεί τον Φλουράνς στους κόλπους της και τέσσερις μέρες αργότερα τον όρισε επίσημο πρεσβευτή της απέναντι στο ελληνικό βασίλειο. Ο ίδιος ζήτησε με τηλεγραφήματά του από την γαλλική κυβέρνηση την προάσπιση των εθνικών δικαιωμάτων των Κρητών και έφυγε για την Αθήνα, προκειμένου να συνομιλήσει με τον μονάρχη.
Την Κυριακή 5 Μαΐου 1868, στις 11 το πρωί, το ατμόπλοιό Ενωσις έμπαινε στο λιμάνι της Σύρου αναγγέλλοντας την άφιξη του Φλουράνς με κανονιοβολισμούς. Η υποδοχή που του επιφυλάχθηκε ήταν αποθεωτική, οι εφημερίδες τον αποκάλεσαν μάλιστα “Νέο Βύρωνα της Ελλάδος”, ωστόσο φτάνοντας το απόγευμα της Τετάρτης 8 Μαΐου 1868 στον Πειραιά αντιμετώπισαν μια πολύ αρνητική για την αντιπροσωπεία των Κρητών βουλευτών κατάσταση. Την επόμενη επισκέφθηκαν τον πρωθυπουργό, ό οποίος τους υποδέχθηκε “όχι τόσον ενθουσιωδώς”, και σε σχετική ερώτησή τους «απήντησε αποτόμως ότι η ένωσις δεν γίνεται διά πληρεξουσίων, αλλά δια πρωτοκόλλων»11.
Η σύλληψη και η απέλασή του Φλουράνς
Το Σάββατο, 11 Μαΐου ο Φλουράνς παρουσιάστηκε στα ανάκτορα ζητώντας βασιλική ακρόαση. Ο βασιλιάς όχι μόνον δεν τον δέχθηκε, αλλά όταν ο Φλουράνς αποφάσισε να τον επισκεφθεί πάση θυσία στην Κηφισιά την Πέμπτη, 16 Μαΐου 1868, ο υπασπιστής του διέταξε ένα απόσπασμα της φρουράς να τον απομακρύνει από τα ανάκτορα12.
Στον δρόμο της επιστροφής για την Αθήνα, με εντολή του πρωθυπουργού Βούλγαρη, ο Φλουράνς συλλαμβάνεται, οδηγείται στην αστυνομία και με παρόντα τον αναπληρωτή γραμματέα της γαλλικής πρεσβείας, ονόματι Γάσπαρη, του ανακοινώνεται ότι η ελληνική κυβέρνηση και η γαλλική πρεσβεία είχαν συμφωνήσει να τον επιβιβάσουν στο πρώτο πλοίο της γραμμής που θα έφευγε για τη Μασσαλία, ακόμα κι αν χρειαζόταν να χρησιμοποιήσουν εναντίον του βία. Φημολογείται πως ο Γάλλος πρεσβευτής Γκομπινώ είχε ζητήσει την άμεση απέλαση του Φλουράνς, «κατηγορώντας τον ότι ερχόταν και τραγουδούσε επαναστατικά τραγούδια κάτω από τα παράθυρα της πρεσβείας τις νύχτες»13.
Ο Φλουράνς πράγματι από τα κρατητήρια οδηγήθηκε στον Πειραιά και στις πέντε τα ξημερώματα, φορώντας πάντοτε την κρητική του στολή, επιβιβάστηκε στο γαλλικό πλοίο Γκονταβερύ με προορισμό τη Μασσαλία.
Η σύλληψη και η απέλασή του προκάλεσαν, όπως ήταν φυσικό, σάλο και απασχόλησαν τα αθηναϊκά πρωτοσέλιδα14.
Ο ίδιος ο Φλουράνς, ωστόσο, το βράδυ της 25 Μαΐου 1868 στη Μασσαλία, επιβιβάστηκε στο πρώτο πλοίο της γραμμής, που ήταν έτοιμο ν’ αναχωρήσει για Πειραιά και Κωνσταντινούπολη.
Το πλοίο Αμερική κατέπλευσε πράγματι στις 29 Μαΐου στον Πειραιά, όπου η αστυνομία, ειδοποιημένη από τον Ελληνα πρόξενο στη Μασσαλία, τον περίμενε με το όπλο παρά πόδα· εκείνος όμως είχε ήδη εγκαταλείψει το σκάφος προτού ρίξει άγκυρα. Οι φίλοι του τον περίμεναν με μια βάρκα στον κόλπο της Σαλαμίνας και γρήγορα βρέθηκε «εν οίκω ασφαλεί και πιστώ»15.
Ο καταδιωκόμενος Γάλλος φιλέλληνας δεχόταν την οξύτατη επίθεση των αντιπάλων του μέσω των φιλοκυβερνητικών εφημερίδων, ο εξόριστος, ωστόσο, στο Γκέρνσυ Βίκτωρ Ουγκώ έδωσε στη δημοσιότητα στις 9 Ιουλίου 1868 μια οργισμένη διαμαρτυρία εναντίον της ελληνικής κυβέρνησης και του Γάλλου βασιλιά που κατέληγε ως εξής: «Ξέρετε γιατί οι καίσαρες, οι σουλτάνοι, οι παλιοί βασιλιάδες, οι παλιοί κώδικες και τα παλιά δόγματα έχουν καταρρεύσει; Γιατί είχε καρφωθεί επάνω τους αυτό το φως. Ξέρετε γιατί έπεσε ο Ναπολέων; Γιατί η δικαιοσύνη, όρθια μέσα στη σκιά, τον κοίταζε»16.
«Ουδείς μπορεί να αγωνίζεται μόνος εναντίον όλων. Ο Φλουράνς δυσκολεύτηκε να το καταλάβει. Ακόμα και ό,τι ήταν ολοφάνερο, με δυσκολία τον έπειθε. Στο τέλος, ωστόσο, υπέκυψε στην πραγματικότητα. Καταδιωκόμενος στενά από την αστυνομία, αναγκασμένος να καταφεύγει από κρυψώνα σε κρυψώνα, αποφάσισε να αφήσει την άθλια αυτή χώρα για να μη βάλει σε κίνδυνο τους φίλους του και έφυγε για τη Νεάπολη»17.
Δεν είχε προλάβει καλά-καλά να πατήσει στην Ιταλία ο Φλουράνς και βρέθηκε πάλι κρατούμενος, αυτή τη φορά στις ναπολιτάνικες φυλακές της Βικάρια και του Αγίου Φραγκίσκου. Το νέο του έγκλημα ήταν η δημοσίευση στην εφημερίδα Popolo d’ Italia ενός άρθρου όπου, μιλώντας περί Κρητών στο πρώτο πρόσωπο, και με αφορμή το φιλελληνικό ψήφισμα του αμερικανικού κογκρέσου, κατήγγειλε την αναλγησία των ευρωπαϊκών ηγεσιών: «αι οποίαι ουδέν έπραξαν δι’ ημάς, ουδέν απολύτως, πέραν του ότι αρχικώς μεν ενέπαιζον ημάς δίδουσαι απατηλάς υποσχέσεις υποστηρίξεως, σήμερον δε προσπαθούν να μας κάμουν να υποκύψωμεν, πνιγόμενοι εντός του αίματός μας»18.
Τελικά ο Φλουράνς αποφυλακίστηκε, «εξαντλημένος από τον μακρόχρονο και στείρο αγώνα, έναν αγώνα άτακτο, χωρίς προοπτική, έναν αγώνα που θα μπορούσε να οριστεί ως η δράση μέσα στο κενό»19.
Υστερα από την τελευταία του περιπέτεια στην Ιταλία, αποφάσισε να γυρίσει στο Παρίσι, όπου έφτασε στα τέλη του 186820.
Το επόμενο Σάββατο:
Στρατηγός και μάρτυρας
της Παρισινής Κομμούνας
(Μέρος Τρίτο)
*εκπαιδευτικός Δ.Ε.,
negreponte2004@yahoo.gr
1. Λεωνίδας Φ. Καλλιβρετάκης, ο.π., σελ. 117.
2. Γρ. Παπαδοπετράκης, Ιστορία των Σφακίων, Αθήνα 1888, σελ. 508.
3. Επιστολή με ημερομηνία 5 Ιανουαρίου 1867 (ν.η) στην “L’ Indépendance Hellenique”, αρ. 48/17/01/1867.
4. Παλιγεννεσία, αρ. 1060/9.12.1866.
5. Victor Hugo, Actes et Paroles II, Παρίσι 1938, σελ. 231 & Εφημερίδα Εθνοφύλαξ, έτος ΣΤ’, αρ. φ. 1126, 21 Ιανουαρίου 1867.
6. Jules Ballot, Histoire de l’ insurrection cretoise, Παρίσι 1868, σελ. 185.
7. Λεωνίδας Φ. Καλλιβρετάκης, ο.π., σελ. 181-182.
8. Ο Πιερ Ζαν Μαρί Φλουράνς κατέληξε στις 24 Νοεμβρίου/6 Δεκεμβρίου 1867 σε ηλικία 73 χρονών.
9. Λεωνίδας Φ. Καλλιβρετάκης, ο.π., σελ. 219.
10. Λεωνίδας Φ. Καλλιβρετάκης, ο.π., σελ. 224.
11. Εθνοφύλαξ, αρ. 1479/07.05.1868.
12. Λεωνίδας Φ. Καλλιβρετάκης, ο.π., σελ. 241-245.
13. Έκθεση του Αναρχικού Εργατικού Συνδέσμου Αθηνών στο Διεθνές Επαναστατικό Συνέδριο που πραγματοποιήθηκε το 1900 στο Παρίσι, όπως το παραθέτει μεταφρασμένο από τα γαλλικά ο Κ. Μοσκώφ, Εισαγωγικά στην ιστορία του κινήματος της εργατικής τάξης, Αθήνα 1985, σελ. 170.
14. Λεωνίδας Φ. Καλλιβρετάκης, ο.π., σελ. 245-249.
15. Λεωνίδας Φ. Καλλιβρετάκης, ο.π., σελ. 250.
16. Λεωνίδας Φ. Καλλιβρετάκης, ο.π., σελ. 258-259.
17. Prolès Charles, G. Flourens, Παρίσι 1898, σελ. 36.
18. “L’ Indépendance Hellenique”, αρ. 129/13.08.1868.
19. Prolès Charles, G. Flourens, Παρίσι 1898, σελ. 37.
20. Λεωνίδας Φ. Καλλιβρετάκης, ο.π., σελ. 261.