Τετάρτη, 4 Δεκεμβρίου, 2024

Η κατασκευή της κλειστής αγοράς των Χανίων

Η Αγορά των Χανίων αποτελεί το κεντρικότερο σημείο της σύγχρονης πόλης και τουριστικό αξιοθέατο για τους επισκέπτες. Τόπος συνάντησης, σημείο εορταστικών εκδηλώσεων, αφετηρία αθλοπαιδιών και αγωνιστικών κινητοποιήσεων κάθε μορφής.

Eίναι αναπόσπαστο κομμάτι της δημόσιας ζωής και της ιστορίας της πόλης, είναι το σημείο αναφοράς και προσδιορισμού του κέντρου από τους κατοίκους. Πρόκειται για ένα επιβλητικό κτήριο σε σχήμα σταυροειδές το οποίο ολοκληρώθηκε μέσα σε δύο χρόνια και εγκαινιάστηκε το 1913 από τον Ελευθέριο Βενιζέλο σηματοδοτώντας ταυτόχρονα την Ενωση της Κρήτης με την Ελλάδα (Σημαντηράκη 1993:9).
Είναι από τις πρώτες κλειστές αγορές που κτίστηκαν στην Ελλάδα και το πρότυπό της βρίσκεται στη Μασσαλία, όπου σπούδασε ο αρχιτέκτονάς της Κ. Δρανδάκης. Ο ίδιος ο Δρανδάκης είχε επηρεαστεί από τα βιομηχανικά κτήρια της Γαλλίας και ιδιαίτερα από την κλειστή ψαραγορά της Μασσαλίας.
Η Αγορά είναι ένας ζωντανός οργανισμός που μετασχηματίζεται ολοένα, ακολουθώντας τις ευρύτερες κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές τάσεις, όπως αποτυπώνονται στα 100 και πλέον χρόνια λειτουργίας της. Εχει συναισθηματική αξία για τους κατοίκους των Χανίων και συνδέεται με πολλές προσωπικές ιστορίες. Ωστόσο, στο κείμενο αυτό, θα επικεντρωθώ στον δημόσιο χαρακτήρα της που έλαβε από τα αρχικά στάδια της κατασκευής της καθώς πιστεύω ότι η Αγορά διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της νεότερης ταυτότητας της πόλης και στην πορεία εκσυγχρονισμού και αστικοποίησης της κοινωνίας. Πρόκειται για ένα σημαντικό κτήριο γιατί αποτελεί την υλική καταγραφή μιας αναδυόμενης ιδεολογίας, όταν το βλέμμα της Ελλάδος στράφηκε στη Δύση. Στην Αγορά αποτυπώθηκαν οι επιδιώξεις ενός εν δυνάμει τμήματος του έθνους, όπως ήταν η Κρήτη στο γύρισμα του 20ού αι., που επηρεάστηκε από τις διεθνείς συγκυρίες και εξελίξεις, όπως είναι η πτώση των αυτοκρατοριών, οι αποικιοκρατικές πολιτικές των ευρωπαϊκών χωρών και η εμφάνιση των εθνικών κρατών. Τόσο η σύλληψη της ιδέας, όσο και η αισθητική της, επηρεάστηκε από τις τοπικές, εθνικές και διεθνείς εξελίξεις για την ανάδειξη νέων κέντρων εξουσίας, ανάδυση νέων ταυτοτήτων και επαναπροσδιορισμού των συνόρων, αλλά και των ορίων μεταξύ των παλαιών παραδοσιακών πολιτικών συσχετισμών και των νέων.
H Σύμβαση της Χαλέπας, το 1878, και η παραχώρηση περισσότερων δικαιωμάτων στον χριστιανικό πληθυσμό, με τον ορισμό χριστιανού γενικού διευθυντή Κρήτης στα Χανιά, με την εγκατάσταση των ξένων δυνάμεων Μεγαλων Ευρωπαϊκών Δυνάμεων ως “Προστάτιδες” δυνάμεις, που είχαν ως αρμοδιότητα την επιβολή της Σύμβασης, αλλά πρακτικώς επιδίωκαν να ελέγχει η κάθε μια την Κρήτη για τις δικές της βλέψεις κι αργότερα με την ίδρυση της Κρητικής Πολιτείας, το 1898, υπό τον Πρίγκιπα Γεώργιο της Ελλάδος και την προστασία των ΜΕΔ, δίνουν την ευκαιρία στα Χανιά να αναδειχθούν σε κέντρο της Κρήτης, αλλά και των πολιτικών, διοικητικών και κοινωνικών ανακατατάξεων στην ευρύτερη περιοχή (Ανδριανάκης 1997:37, Παδουβάς 1997:33, 49, 155).
Τα αρχεία των δημοτικών συμβουλίων των Χανίων, μεταξύ των ετών 1901-1911, στα πρώτα χρόνια της Κρητικής Πολιτείας, που είναι και η περίοδος ακμής τους, δείχνουν μια πόλη που εκσυγχρονίζεται με εκτεταμένα έργα κοινής ωφέλειας, με τη δημιουργία υδραγωγείου, οδικού δικτύου, πεζοδρομήσεων, με νέο σχέδιο πόλης, κατασκευή νέων κατοικιών και δημόσιων κτηρίων, κτίσιμο εκκλησιών και με νέα προάστια τα οποία δημιουργούνται εκτός των τειχών, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση μιας νέας αστικής συλλογικότητας. Ταυτόχρονα γκρεμίζονται τα τείχη καθώς η πόλη ασφυκτιά στα όρια της βενετσιάνικης πόλης και επεκτείνεται προς τη Χαλέπα, προς τα Δικαστήρια προς τη Νέα Χώρα. Ο πληθυσμός είχε φτάσει στους 21.000 κατοίκους, σύμφωνα με την απογραφή του 1900  (Σημαντηράκη 1993:13).
Μια αστική τάξη αναδύεται που συνομιλεί με τους δυτικούς της τοπικής παροικίας σε πολιτιστικό και οικονομικό επίπεδο, λειτουργούν εργοστάσια χυτοσιδήρου και πυρίτιδας, σαπωνοποιίας, καλλωπίζονται οι δημόσιοι δρόμοι, ηλεκτροδοτούνται, γίνονται παραγγελίες για να στρωθούν τα πεζοδρόμια με πλάκες Βεζούβιου, αλλά και να επισπευθούν οι εργασίες πεζοδρόμησης, ιδιαίτερα στην πολυσύχναστη συνοικία της Χαλέπας (αρ. καταλ. 226, 234, Σημαντηράκη 1993:43-45). Τα έργα υποδομής, όπως η ύδρευση και ηλεκτροδότηση, κατασκευή δημόσιων ουρητηρίων, κατασκευή Νοσοκομείου και Φθισιατρείου, προκειμένου να στεγαστούν οι ασθενείς, η σπουδή για τη δημόσια υγεία, που φαίνεται κι από την απομάκρυνση των κρεοπωλείων, ιχθυοπωλείων και γαλακτοπωλείων από τους δρόμους και την ανάγκη στέγασής τους σε ένα κτήριο όπως είναι η Νέα Αγορά «για την προστασία της δημόσιας υγείας», (αρχείο δημοτικού συμβουλίου αρ. 247, σελ. 5) δείχνουν τη διαδικασία αστικοποίησης και εκσυγχρονισμού της πόλης. Στο μεταίχμιο του 19ου και 20ού αι. η ιατρική επιστήμη αναπτύσσεται ραγδαία και η σπουδή για την υγεία φανερώνει τις προσπάθειες πρόληψης όχι μόνο των νοσημάτων από την εξάπλωσή τους σε έναν ολοένα και αυξανόμενο πληθυσμό που κατακλύζει τα αστικά κέντρα από την ύπαιθρο, αλλά και ελέγχου του ατόμου μέσω της θεραπείας και της πρόληψης, με το σώμα να υπακούει σε νέους κανόνες υγιεινής και αστικής πειθαρχίας, προετοιμάζοντας όχι μόνο τα ασθενή, αλλά και τα υγιή σώματα σε μια άλλη μορφή κοινωνικού ελέγχου (Foucault 1980:58).
Η κίνηση στον δρόμο ορίζεται πια από τα πεζοδρόμια, από τη δημιουργία εμπορικών δρόμων, κήπου για αναψυχή με σαφή καθορισμένη πορεία, από τις διαδρομές για να αγοράσει ο πελάτης αγαθά σε μια συστάδα μαγαζιών, όπως αυτά περιλαμβάνονται στην κλειστή αγορά.
Έτσι εκπαιδεύεται σιγά – σιγά το σώμα του πολίτη ενός αστικού κέντρου να ακολουθήσει νέους κανόνες και κανονισμούς (deCerteau 1988) και δημιουργούνται οι μηχανισμοί όπου η πειθαρχία ορίζεται όχι μόνο με νόμους, αλλά και με κοινωνικές απαγορεύσεις, δημιουργώντας με αυτόν τον τρόπο κατηγοριοποιήσεις μέσω της διαχείρισης του πολιτισμικού κεφαλαίου (Bourdieu 1990). Τα σκουπίδια στους δρόμους, η βελτίωση του αποχετευτικού συστήματος, τα δημόσια ουρητήρια σκοπό έχουν να εκπαιδεύσουν τους κατοίκους σε μια νέα πραγματικότητα, σύμφωνα με την οποία, όσοι μέσω της εκπαίδευσης, ανατροφής και κοινωνικής συναναστροφής προσαρμόζονται καλύτερα στους νέους κανόνες υγιεινής και αστικής κοσμιότητας και πειθαρχίας, θα μπορούν να ανελιχθούν κοινωνικά και οικονομικά (Elias 1997, Bourdieu ό.π.). Μ’ αυτόν τον τρόπο η διαφοροποίηση βασιζόμενη σε οικονομικά και κοινωνικά κριτήρια υποσκελίζει κάθε άλλη κοινωνική κατηγοριοποίηση, όπως αυτή της εθνοτικής ή της θρησκευτικής, που ήταν μέχρι τότε κυρίαρχη. Έτσι, αν και η οικοδόμηση της «Νέας Αγοράς» εμφανίζεται ως αναγκαιότητα για την προστασία της δημόσιας υγείας, ωστόσο, αποτελεί προσπάθεια της αναδυόμενης αστικής τάξης να ασκήσει ηγεμονικό λόγο στην πόλη.
Ο κυρίαρχος πολιτικός σχηματισμός των εθνικών κρατών οδηγεί στον επαναπροσδιορισμό των συνόρων και μέσα σ’ αυτά τα νέα όρια γεννιέται η ανάγκη για αναζήτηση των καταγωγικών μύθων για τη νομιμοποίηση του νέου πολιτικού και κοινωνικού σχηματισμού. Η Ελλάδα, απελευθερωμένη από τον δεσμό της με την οθωμανική αυτοκρατορία που φθίνει, βρίσκεται σε διαδικασία αναζήτησης και συγκρότησης των συνόρων της και επαναπροσδιορισμού της ιστορίας της. Η Ευρώπη αναζητά και βρίσκει στην αρχαία Ελλάδα και στις αξίες που αυτή αντιπροσωπεύει τον καταγωγικό της μύθο. Στο ιδεολογικό πλαίσιο αυτό, η Ελλάδα ως μήτρα του αρχαιοελληνικού πνεύματος προσπαθεί να εμφανιστεί ως η νόμιμη διάδοχος της αρχαιοελληνικής παράδοσης αποτάσσοντας το πρόσφατο παρελθόν της με την Ανατολή και να αγκιστρωθεί μ’ αυτόν τον τρόπο στο άρμα του ευρωπαϊκού πολιτισμού (Tziovas 2001).
Η αποκρυστάλλωση της νεοτερικής ιδεολογίας και πολιτικής φαίνεται και στην αισθητική της εποχής, με τον νεοκλασικισμό να κυριαρχεί και στην περιφέρεια, όπως είναι η Κρήτη. Ωστόσο, το ρεύμα αυτό της αρχιτεκτονικής επηρεάζεται με τη σειρά του από τις καλλιτεχνικές παραδόσεις που κυριαρχούσαν στην Κρήτη και πιο συγκεκριμένα απ’ αυτές της Βενετίας. Έτσι, η “Νέα Αγορά” συναντά τη νεοκλασική παράδοση που κυριαρχεί στην Ευρώπη από τα μέσα του 18ου αι. με τον αυστηρό γεωμετρικό ρυθμό, τη μνημειακότητα και τις αναφορές στην αρχαιοελληνική αρχιτεκτονική, αλλά και στον βενετσιάνικο μανιερισμό. Πιο συγκεκριμένα, εντάσσεται στον όψιμο αθηναϊκό νεοκλασικισμό, με πολλά εκλεκτικιστικά στοιχεία από την Αναγέννηση (Κολώνας Β. προσωπ. επικ.).  Ετσι, σε ένα δημόσιο κτήριο μετουσιώνονται: οι διεθνείς επιρροές και οι εθνικές επιδιώξεις, με τις τοπικές παραδόσεις. «Ενσωματώνει» τα ιδεώδη της εποχής, βοηθά στην κατασκευή και δημιουργία ενός εθνικού αφηγήματος, όπως είναι αυτό της αδιάλειπτης ιστορικής συνέχειας από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, διά μέσου της βυζαντινής παράδοσης.
Η Δημοτική Αγορά με το σταυροειδές σχήμα της που παραπέμπει στη βυζαντινή παράδοση και με το πρότυπό της στη Δύση μέσα απ’ τις επιρροές της αναγεννησιακής αρχιτεκτονικής, επιχειρεί να γίνει το σύμβολο της σύγχρονης πόλης. Ένας νέος δημόσιος χώρος δημιουργείται, όπου επιχειρείται να κυριαρχήσει η ευταξία και η καθαριότητα, δίνοντας τη δυνατότητα σε μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού να συχνάσουν εκεί, να κινηθούν, να συνομιλήσουν, να μετατρέψουν τον χρόνο τους σε χρόνο προσδοκίας απόκτησης αγαθών. Δημιουργείται ένας μεταβατικός χώρος στον οποίο κυριαρχούν οι φωνές, οι μυρωδιές κι η ποικιλία των προϊόντων που πωλούνται. Οι διαβάτες, οι πελάτες, οι κάτοικοι στροβιλίζονται παρατηρώντας, κρίνοντας και συγκρίνοντας κι έτσι εισέρχονται σε έναν προστατευμένο από τις καιρικές συνθήκες κόσμο, συνηθίζοντας σε έναν άλλο τρόπο αγοράς, προμήθειας των προϊόντων, με έμφαση στην τάξη, στην οργάνωση και στην υγιεινή, σε αντίθεση με την κατάσταση των παζαριών και των ανοικτών μαγαζιών που επικρατούσε μέχρι τότε.
Σε κοντινή απόσταση από το σημείο που κατασκευάστηκε, λειτουργούσε υπαίθρια αγορά, οπότε θεωρήθηκε ως «φυσιολογικό» να χτιστεί στον ίδιο χώρο καθώς στη συνείδηση και στις τοπικές συνήθειες είχε επικρατήσει ο τόπος ως χώρος παζαριού, όπου οι αγρότες μετέφεραν και πουλούσαν τα προϊόντα τους. Η θέση που κτίζεται δεν καθορίζεται όμως μόνο από τη λειτουργικότητα του χώρου. Η αλληλεπίδραση της ανθρώπινης εμπειρίας και του χώρου προσδιορίζεται κι από τις ευρύτερες ιδεολογικές ζυμώσεις και πολιτικές εξελίξεις. Έτσι, με την κατασκευή της η “Νέα Αγορά” γίνεται μια συμβολική πυξίδα στον χώρο, με τις κεραίες του σταυρού να δείχνουν τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα (Ανδριανάκης ό.π.:45). Ο χώρος που κατασκευάστηκε ήταν το σημείο που ένωνε την παλαιά με τη νέα πόλη, γι’ αυτό κι η κεντρική πύλη εισόδου της Αγοράς είναι προσανατολισμένη και σε διαλεκτική σχέση με τη νεότερη πόλη. Βρίσκεται σε ένα συμβολικό όριο μεταξύ δύο κόσμων, σαν φλέβα που οδηγεί από τον παλαιό στον σύγχρονο και αντίστροφα, δείχνοντας με αυτό τον τρόπο ότι τα όρια, εκείνη την εποχή, είναι ακόμα ρευστά.
Για τα δεδομένα της εποχής ήταν πολύ μεγάλη η παρέμβαση στον δημόσιο χώρο κι η συνδιαλλαγή της με τη σύγχρονη πόλη ήταν άμεση. Οι δρόμοι που συνέδεαν τις νέες συνοικίες όπου κατοικούσαν κυρίως οι αστικές τάξεις, όπως είναι τα Δικαστήρια, η Χαλέπα και η Νέα Χώρα, αλλά και ο δρόμος από τα Περιβόλια με τα μεγάλα μετόχια, όλοι ξεκινούσαν και κατέληγαν στην Αγορά. Σαν μια αρτηρία που έσφυζε από ζωή, εμπορεύματα, μυρωδιές, φωνές που καλούσαν τους πελάτες και με τα μαγαζιά τοποθετημένα με τάξη το ένα δίπλα στο άλλο, χωρισμένα σε 4 κατηγορίες από τις οποίες καθεμιά αντιστοιχούσε και σ’ ένα κομμάτι του σταυροειδούς σχήματός της σε απόλυτη συμμετρία μεταξύ τους, εξορθολογίζοντας τη χρήση του χώρου και του χρόνου.
Η κατασκευή της στο συγκεκριμένο σημείο αποτέλεσε μια προσπάθεια εξυγίανσης ενός πρόσφατου οθωμανικού και όχι μόνο παρελθόντος, απελευθέρωσης από τις δεσμεύσεις της ιστορίας με τους κατακτητές, είτε Ενετούς είτε Οθωμανούς, που είχαν αφήσει το στίγμα τους παντού στην πόλη. Μαζί με τα τείχη γκρεμίστηκε κι η μνήμη ενός παρελθόντος διαδοχικών κατακτήσεων. Η Αγορά ορθώθηκε πάνω από τα ρήγματα, πάνω απ’ τη μνημειακή Βενετσιάνικη Ρεθεμνιώτικη πύλη και τον προμαχώνα Piatta Forma (Ανδριανάκης ό.π.), που η μνήμη της σβήνει πια από τη ζωή της πόλης. Μονάχα η αποτύπωση του Γκερόλα, Ιταλού αρχαιολόγου, μένει για να θυμίζει ότι κάποτε υπήρχε σε αυτό το σημείο. Αντίθετα με τη σύγχρονη αντίληψη της πολιτιστικής κληρονομιάς και της διάσωσης ποικίλων στοιχείων της ιστορίας ενός τόπου μέσα από τα μνημεία του, στις αρχές του 20ού αι. κυριαρχούσε η νεοτερική αντίληψη του επαναπροσδιορισμού της ιστορίας ενός τόπου στη βάση μιας εθνοτικής ομοιομορφίας, εθνικής συνέχειας και συνομιλίας με τη Δύση.
Μέσα από τη χειραγώγηση της ιστορίας του τοπίου, όπως την εκφράζει η απαλοιφή της προηγούμενης εμπειρίας και μνήμης, επιβάλλεται μια νέα αισθητική, κοινωνική και πολιτική πρόσληψη του δημόσιου χώρου, που καταδεικνύει την αυτοσυνειδησία της αστικής τάξης για κοσμιότητα, εξορθολογισμό και επιβολή νέων κανόνων συμπεριφοράς.
Από τη σύλληψη της ιδέας για την αναγκαιότητα μιας κλειστής αγοράς, των σχεδίων της, την οικοδόμησή της, μέχρι και τα εγκαίνιά της το 1913 από τον Ελ. Βενιζέλο, που βρίσκεται στα Χανιά για την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, η Αγορά αποτελεί ένα νέο σύμβολο και ένα νέο όριο.
Σήμερα, ωστόσο, βρίσκεται σε ένα ιστορικό μεταίχμιο, όπου θα πρέπει να επαναπροσδιοριστεί ο ρόλος της στον δημόσιο βίο της πόλης, ώστε να συνομιλήσει με την τοπική κοινωνία σε οικονομικό, κοινωνικό και πολιτιστικό επίπεδο καθώς και με τις κυρίαρχες κουλτούρες της εποχής, ώστε και να μην είναι μονάχα ένα πολιτιστικό μνημείο προς αισθητική και τουριστική κατανάλωση, αλλά η ζωοδότρα φλέβα ξανά της σύγχρονης πόλης.

*δρ Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, Πανεπιστήμιου Οξφόρδης

Ανδριανάκης, Μ., 1997, Η παλαιά πόλη των Χανίων, εκδόσεις Αδάμ, Αθήνα.
Παδουβάς, Κ.,1997, Κρήτη 1897-1913. Πολυεθνικές Ένοπλες Δυνάμεις. Κατοχή – Αυτονομία – Ένωση με την Ελλάδα,  Αθήνα.
Σημαντηράκη, Ζ., 1993, Η Αγορά των Χανίων, Εκδόσεις Δημοτικής Πολιτιστικής Επιχείρησης Χανίων, Χανιά
Bourdieu, P., 1984, Distinction, a Social Critique of the Judgement of Taste, Harvard University Press, Cambridge, Massachusetts
de Certeau, M., 1988, The Practice of Everyday Life, University of California Press, Los Angeles
Elias, N., 1997, Η Εξέλιξη του Πολιτισμού. Ήθη και Κοινωνική Συμπεριφορά στην Νεώτερη Ευρώπη, Νεφέλη, Αθήνα
Foucault, M., 1980, Power/Knowledge, selected interviews and other writings 1972-1977, Gordon C., (ed.), Pantheon Books, New York
Tziovas, D., 2001, “Beyond the Acropolis: Rethinking Neohellenism”, Journal of Modern Greek Studies, vol.19, no.2, pp. 189-220.
http://www.chaniahistory.gr Ψηφιακό αρχείο της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Χανίων, τελευταία επίσκεψη 18/10/2016.

ΣΗΜ.: Αυτό το άρθρο αποτελεί συντετμημένη μορφή ανακοίνωσης με τον ίδιο τίτλο στο 12ο Διεθνές Κρητολογικό Συνέδριο, Ηράκλειο 21 – 25 Σεπτεμβρίου 2016.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα