Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου, 2024

Κώστας Βάρναλης: 1884 – 1974

 


«Δεν είμαι εγώ σπορά της Τύχης
ο πλαστουργός της νιας ζωής.
Εγώ είμαι τέκνο της Ανάγκης
κι ώριμο τέκνο της Οργής.

Δε δίνω λέξες παρηγόρια·
δίνω μαχαίρι σ’ ολουνούς
κι όπως το μπήγω μες το χώμα,
γίνεται φως, γίνεται νους…» (1)
Θέλησα, προτού διαβεί το 2014 ν’ αφιερώσω δυο λόγια στον μεγάλο ποιητή του λαού Κώστα Βάρναλη, 40 χρόνια από το θάνατό του.
Στα δεκατέσσερά μου, δευτέρα γυμνασίου, είχα την τύχη να μένω σε μιαν αυλή στην Καλλιθέα, μιαν αυλή σαν αυτές του Φωτόπουλου και του Ηλιόπουλου, ενώ στο διπλανό απ’ το δικό μας δωμάτιο κατοικούσε ο κομμουνιστής εργάτης Βασίλης Κοσμίδης με τη γυναίκα του και το παιδί τους. Όταν λοιπόν μια επέμβαση με καθήλωσε στο κρεβάτι για λίγες μέρες, μου χάρισε δυο βιβλία: Το ένα, ήταν ο “Σπάρτακος”. Το άλλο; Ήταν “το φως που καίει” του μεγάλου εθνικού μας ποιητή Κώστα Βάρναλη, όπως μου είπε ο κυρ-Βασίλης.
– Ποιος είναι αυτός; Ρώτησα· εγώ, ήξερα μόνο το Σολωμό και τον Παλαμά ως εθνικούς ποιητές.
– Είναι μέγιστος ποιητής κι αυτός παιδί μου, μεγαλώνοντας θα καταλάβεις μόνος σου, γιατί δεν τον διδάσκουν στα σχολεία…

Ο Κώστας Βάρναλης γεννημένος στον Πύργο της Βουλγαρίας το 1884, εκπαιδευτικός, αφιέρωσε τη ζωή του στην παιδαγωγική, τον δημοτικισμό, τη λογοτεχνία και τους αγώνες του λαού για ελευθερία, ειρήνη, δημοκρατία και σοσιαλισμό. Το αντάλλαγμα της προκατοχικής και μετακατοχικής πολιτείας μας ήταν παύσεις, τιμωρίες και εξορίες.
«…Τυχερέ, κείνο τ’ άθλιο δειλινό
σε δέσαν με το Δάσκαλο Γληνό… (2)
Τελευταίοι μαζί μας στο Βαπόρι
πρεζάκηδες, αλάνια, λαθρεμπόροι,
ξεπίτηδες, να δείξουνε πως ίσια
λογιέται η Λευτεριά με τα χασίσια…» (3)
Είναι γεγονός ότι τελευταία, όλο και λιγότερο μνημονεύεται από τους “επιγόνους”. Ίσως επειδή τους πέφτει “μακρύς στα μανίκια”.
Μολονότι δεν μίλησε μοναχά για την επανάσταση.
Αλήθεια, ποιος άλλος θα μπορούσε να υμνήσει τη φύση και τον έρωτα ωσάν αυτό, τον ακάματο και αγέραστον εραστή της πανανθρώπινης λευτεριάς;
«Να σ’ αγναντεύω θάλασσα να μη χορταίνω
απ’ το βουνό ψηλά,
στρωτήν και καταγάλανη και μέσα να πλουταίνω
απ’ τα μαλάματά σου τα πολλά.

Να ’ναι χινοπωριάτικον απομεσήμερο, όντας
μετ’ άξαφνη νεροποντή…» (4)

Λόγος τραχύς, λιτός, λαϊκός, ρηξικέλευθος, χωρίς “έξυπνες” ασάφειες και αιωρήσεις, ταυτόχρονα βαθειά ποιητικός και “στραγαλάτος” κάποτε ειρωνικός και θεατρικός, άλλοτε πάλι σατιρικός και σατυρικός. (5) Λόγος χωρίς πολλά “αν” και “θα”, έτσι, σαν ένας οικοδόμος με το πηλοφόρι στη ράχη που ξεπετάγεται στιβαρός μέσ’ από πίνακα του Διαμαντή Διαμαντόπουλου ή του Γιάννη Τσαρούχη. Παλαμιστής όσον αφορά στη φόρμα του ως ένα βαθμό ο Βάρναλης, ιδεοκεντρικός κυρίως παρά ανθρωποκεντρικός που όμως στην ποίησή του κυριαρχεί η αγωνία για την κοινωνική αδικία και την αμάθεια, μα και η αγωνιστική προτροπή για το ξεπέρασμά τους. Φυσικά και στον Παλαμά υπάρχει ενίοτε αυτό (6), εκτός από τις περιόδους που κυριαρχείται από τον παροξυσμό της “Μεγάλης ιδέας”. Ο Βάρναλης ωστόσο επιχειρεί και ορθώνει μια ποίηση ταξική, είναι ο ποιητής του προλεταριάτου. Λέει κάπου η Τέχνη, ναρκισσευόμενη:
«Με τη θρησκεία και την πατρίδα,
την ίδια απλώνουμεν αρίδα,
τον ίδιον έχουμε σκοπό:
Κερνάμε το λαό χασίσι,
όνειρα χίμαιρες και μίση·
δεν ντρέπονται, για να ντραπώ…» (7)
Δεν έχει πρόβλημα με τους χασικλήδες, όμως επισημαίνει την επανάπαυση, την αίσθηση αυτάρκειας, και εφησυχασμού που προκαλεί το βότανο (8). Βλέπουμε ωστόσο ότι καυτηριάζει και την Τέχνη, την οποία κι ο ίδιος διακονεί. Εννοεί όμως εδώ την Τέχνη της καθεστηκυίας τάξης η οποία αιώνες επί αιώνων κυριαρχεί, αποκοιμίζοντας ακόμα και τους πιο ευαίσθητους.

Έχει και ο Βάρναλης τις αδυναμίες του: Το κρασί, και τις γυναίκες. Επικούρειος και… πριαπικός:
«Μουσελίνα τέζα,
σ’ ορθοβύζι ντούρο·
προσωπάκι σκούρο,
λάγνα Χαβανέζα!

Κορακοφρυδάτη,
μυγδαλοματούσα,
μελισσοχνουδάτη.
Ε, και να πατούσα

τ’ ατσαλένιο νύχι,
δόντι σιδερό,
στο κρουστό σου σνίχι
το μαυριδερό…» (9)

Όχι δεν είναι συνθηματολογικός ο λόγος του Βάρναλη, όπως από κάποιους συγχρόνους του είχε χαρακτηριστεί. Είναι λόγος με βαθειά συμπύκνωση, γι’ αυτό ποιητικός. Και με πόση τρυφερότητα προσεγγίζει τα βασανισμένα πλάσματα πόσο ανθρώπινη είναι η “Μάνα του Χριστού” (10). Και με πόση οργή οπλίζει το κορίτσι που πορνεύεται για να ζήσει:
«…………
…Μια μέρα που ‘χε εμετά,
την έδιωξε η κυρά τη βρώμα,
κι ας χιόνιζε στο δρόμο ακόμα…
…Έχω χτικιό, στο στόμα, λέει!
Γι’ αυτό στης σάρκας το παζάρι
αρνιέται η πόρνη το φιλί
κι άλλος τη βρίζει να το πάρει,
κι άλλος τη δέρνει· δε μιλεί.
Μον’ φτύνει, φτύνει με μανία…
…κατάμουτρα την κοινωνία!» (11)
Ποίημα όχι ανεπίκαιρο σήμερα που το εμπόριο αυτό επεκτείνεται και σε μικρά παιδιά. Μόνο που σήμερα δεν τα διώχνει η “κυρά” αλλά οι πόλεμοι, η αβάσταχτη φτώχεια κι ο πιο άγριος καπιταλισμός. Και για να βρεθούμε πιο κοντά στο κλίμα εκείνης της εποχής, να πώς απαντάει σ’ αυτό το ποίημα, από τη μεριά της γυναίκας τώρα η Γαλάτεια Καζαντζάκη, κομμουνίστρια και κείνη και οικογενειακή φίλη του μπάρμπα Κώστα:
«Στη Σμύρνη Μέλπω, Ηρώ στη Σαλονίκη,
στο Βόλο Κατινίτσα έναν καιρό,
τώρα στα Βούρλα με φωνάζουν Λέλα…
…σπίτι – πατρίδα έχω τα μπορντέλα…
…Φιλιά από στόματ’ άγνωστα, βρισιές
…κι οι χωροφύλακες να με τραβολογάνε…
Πνιμένου καραβιού σάπιο σανίδι, όλη η ζωή μου του χαμού.
Μ’ από την κόλασή μου σου φωνάζω:
Εικόνα σου είμαι, Κοινωνία και σου μοιάζω». (12)

Τελειώνοντας να σημειώσω ότι πέρα από το λογοτεχνικό του έργο, υπήρξε εκπαιδευτικός με μεγάλη προσφορά, και βαθύς μελετητής της αρχαίας και νεώτερης ελληνικής γραμματείας. Συνεργάτης επί σειρά ετών σε διάφορα έντυπα ως χρονογράφος, αλλά και με μεγάλο όγκο μεταφραστικού έργου για τα προς το ζην και για ό,τι αγάπησε πολύ.
Αξιώθηκε μάλιστα καθώς και μερικοί ακόμα κορυφαίοι ποιητές μας, όπως ο Ρίτσος, ο Τάσος Λειβαδίτης, ο Ελύτης, ο Γκάτσος και βέβαια ο Καββαδίας, να γίνει λαϊκός καλλιτέχνης μέσω της μελοποίησης στίχων του από τον Μ. Θεοδωράκη κι άλλους εμπνευσμένους δημιουργούς του λεγόμενου “έντεχνου” λαϊκού. Δεδομένου άλλωστε ότι αυτή υπήρξε η πρόθεσή του, να απευθυνθεί δηλ. στον χύμα λαό. Πολύς κόσμος την εποχή εκείνη πλησίασε έτσι την ποίηση αυτών των ανθρώπων, που στάθηκε ευαγγέλιο για μας και ιδιαίτερα κατά την περίοδο της επταετίας που όλα τα ’σκιαζε η φοβέρα, και που τόσο μας καταπίεσαν με τα γλυκερά τους τραγούδια οι διάφοροι Πάριοι και Βοσκόπουλοι, ο… “Γιώργος που είναι πονηρός” και “πάμε για ύπνο Κατερίνα” κ.λπ.

«…Άιντε θύμα, άιντε ψώνιο
άιντε σύμβολον αιώνιο,
κι αν ξυπνήσεις, μονομιάς
θα ‘ρτει ανάποδα ο ντουνιάς!
Κοίτα, άλλοι έχουν κινήσει….» (13)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. “Οδηγητής”.
2. Δημήτρης Γληνός: Μέγας παιδαγωγός, υπέρμαχος του αγωνιστικού δημοτικισμού, πρωτοπόρος διανοητής της Αριστεράς, συγγραφέας του “Τι είναι και τι θέλει το Ε.Α.Μ.”.
3. “Στην εξορία”.
4. Από “Το Φως που καίει”.
5. σατιρικός: από τη λατινική λέξη satira που σημαίνει ένα είδος σκωπτικής ποίησης.
Ενώ σατυρικός: από την ελληνική λέξη Σάτυρος που σημαίνει αυτόν που σχετίζεται με Σατύρους.
Εδώ, αθυρόστομος, αθυροστομικός. Επειδή ενίοτε ο σατιρικός και ο σατυρικός λόγος συνυπάρχουν ή και ταυτίζονται, όπως λ.χ. στον Αριστοφάνη, γι’ αυτό καθώς φαίνεται διαιωνίζεται η ορθογραφική, άρα και εννοιολογική σύγχυση.
6. Όπως π.χ. στο “Δωδεκάλογο του Γύφτου” κ.α. Βλ. Νίκου Ζαχαριάδη: “Ο αληθινός Παλαμάς”.
7. Από “Το Φως που καίει”.
8. Ο Μάρκος Βαμβακάρης, δεδηλωμένος χασισοπότης, άλλωστε, τραγουδά στους “Πρωθυπουργούς”:
“…Και θ’ ανεβαίνω απ’ τη Βουλή όλους να σας διατάζω,
να σας πατώ τον αργιλέ και να σας μαστουριάζω,
κι όσοι δεν κάθεστε καλά να σας -ε-μπουζουριάζω!”
(Τα καλά τα… σημερινά δηλαδή!).
9. “Ζούγκλα”.
10. Από “Το Φως που καίει”.
11. “Η πόρνη”.
12. “Αμαρτωλό” της Γαλάτειας Καζαντζάκη.
Ας μου επιτραπεί εδώ να υπενθυμίσω ένα γνωστό παλιό λαϊκό τραγούδι του Χρήστου Κολοκοτρώνη “Στης αμαρτίας το στρατί”:
«…Κι αν με κοιτούν ειρωνικά οι έντιμες κυρίες,
είν’ ευκαιρία να τους πω κι εγώ με ειρωνεία:
Κυρίες μου, ειρωνικά, ‘δέστε την κοινωνία»!
13. Η μπαλάντα του κυρ – Μέντιου.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

2 Comments

  1. ΕΠΙΘΥΜΩ ΝΑ ΜΑΘΩ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ Κ ΒΑΡΝΑΛΗ ΠΟΥ ΣΧΟΛΙΑΖΕΤΑΙ ΜΕ ΤΟ ΝΟΥΜΕΡΟ 11 Η ΠΟΡΝΗ .ΑΝ ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΜΕ ΒΟΗΘΗΣΕΤΕ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Ειδήσεις

Χρήσιμα