Ημουν κρατημένη απ’ το μπράτσο του καθίσματος. Η νταλίκα μας έπαιρνε στροφή για το λιμάνι της Πάτρας, αλλά ερχόταν από απέναντι άλλος νταλικέρης με φορτίο νοβοπάν “μπαλαούρο”, δεμένο με ιμάντες που λάσκαραν. Ο πατέρας μου έκοψε τέρμα το τιμόνι, καβαλώντας το πεζοδρόμιο. “Παρά τρίχα, Σωτήρη, πάνω στο βιράζ ν’ αγκαλιαστούμε με το συνάδελφο. Πάω τελωνείο”.
Η Σωτηρία ανεβαίνει για πρώτη φορά στο φορτηγό ως συνοδηγός, έχει μόλις τελειώσει την έκτη δημοτικού, προηγήθηκε ένας έντονος καβγάς ανάμεσα στους γονείς της με το θόρυβο της μηχανής του φορτηγού για ηχητικό χαλί·ελικώς επικράτησε ο Στράτος. Ανέβα Σωτήρη, φύγαμε, φωνάζει, Σώτη μπαμπά, παραπονιέται εκείνη, Σώτη. Το ταξίδι ξεκινά.
Η σχέση πατέρα – κόρης βασιζόταν στην απουσία, εκείνος έλειπε πάντα σε κάποιο ταξίδι, η αμηχανία αργεί να υποχωρήσει, τόσα χρόνια απόστασης και άγνοιας του ενός για τον άλλον είναι δύσκολο -αν όχι ακατόρθωτο- να ξεπεραστούν. Οι δυσκολίες του δρόμου όμως επιφέρουν την ποθητή τριβή, οι στιγμές αδυναμίας δεν μπορούν να κρυφτούν, πατέρας και κόρη πλησιάζουν, γνωρίζονται.
Μια ματιά σ’ έναν κόσμο σχεδόν άγνωστο, παρ’ότι τόσο κοντινό με τους δικούς του κώδικες συμπεριφοράς, τη μοναξιά των χιλιομέτρων, το άγχος της προθεσμίας, τους σταθμούς ανάπαυσης, την αναμονή κατά τη διάρκεια της φόρτωσης/ εκφόρτωσης. Μια μικρογραφία τελικώς της κοινωνίας, με τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις, τη δύσκολη επαφή με το ξένο και το διαφορετικό, αλλά και την αλληλεγγύη, τη συντροφικότητα, την ελπίδα.
Ιδιότυποι ταξιδευτές, στα περιθώρια των πόλεων, τα ορισμένα όπως τις περιφερειακές οδούς, δίχως φωτογραφίες μπροστά από τουριστικά αξιοθέατα, απαλλαγμένοι από την υποχρέωση του σουβενίρ. Την ώρα που οι υπόλοιποι ονειρεύονται τη φυγή, εκείνοι μόνο το σπίτι τους σκέφτονται, αν και από το μικρόβιο του δρόμου είναι μάλλον αδύνατο να απαλλαγεί κανείς.
Διήγηση πρωτοπρόσωπη, στακάτη, στο ρυθμό των χιλιομέτρων που αφήνει πίσω της το φορτηγό, μερικώς παρμένη, θαρρείς, από τις σελίδες ημερολογίου εκείνου του μικρού κοριτσιού, εμπλουτισμένη στο σήμερα από ξεθωριασμένες αναμνήσεις, ύστερες σκέψεις και βιώματα, σε ένα συνδυασμό που λειτουργεί προσδίδοντας μια ζηλευτή αυθεντικότητα στο κείμενο. Το σίμωμα πατέρας κόρης θα αναδείξει άγνωστες πτυχές του οικογενειακού παρελθόντος, συνυφασμένου άρρηκτα με το ιστορικό πλαίσιο, έτσι προστίθεται η απαραίτητη εξωστρέφεια στο κείμενο και χώρος για μια κοινωνικοπολιτική ματιά στην Ελλάδα των τελευταίων 30 ετών.
Ομως, είναι το νεύρο στη γραφή της Λάμπρου, ευδιάκριτο και παρόν από τις πρώτες γραμμές, εκείνο που, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, έλκει και εμπλέκει τον αναγνώστη σε αυτή την ιδιαίτερη ιστορία ενηλικίωσης.
Το σημαντικότερο ήταν που το επιδίωξα. Που πίστεψα στον εαυτό μου ότι μπορώ να την κουμαντάρω. Ετσι αρχίζεις μια υπέρβαση, πρώτα απέναντι στον εαυτό σου. Με μικρές κινήσεις, όπως μου είπε ο πατέρας μου, με κόψιμο πριν από τις στροφές και γκάζια αφού τις πάρεις.