«Η μετάφραση ως δουλειά “σηκώνει” πολλή συζήτηση. Εχω την τάση να υιοθετώ την άποψη του Σοπενχάουερ, ότι η ποίηση δεν μεταφράζεται, αλλά αποδίδεται(…). Ωστόσο, αν και ο μεταφραστής φαίνεται να “ξαναγράφει” το ποίημα, δεν έχει το δικαίωμα -και αυτό είναι όρος απαράβατος- να “απομακρυνθεί” από το πλαίσιο, το οποίο έχει προκαθορίσει ο πραγματικός του δημιουργός».
Ο Χανιώτης ποιητής Γιώργος Καρτάκης «αναμετρήθηκε» πρόσφατα ως μεταφραστής με «Το τραγούδι του έρωτα και του θανάτου του σημαιοφόρου Χριστόφορου Ρίλκε» του Ράινερ Μαρία Ρίλκε. Ένα έργο εμβληματικό που ο ίδιος ο δημιουργός του είχε χαρακτηρίσει ως «ένα πεζό μολυσμένο με στίχους». Με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «24 Γράμματα») αύριο Κυριακή, 13 Ιανουαρίου, στην Συναγωγή Ετζ Χαγίμ στα Χανιά, μιλήσαμε με τον Γιώργο Καρτάκη για το ιδιαίτερο αυτό έργο του κορυφαίου ποιητή, τις προκλήσεις της μετάφρασης αλλά και την ποίηση που έχει τη δύναμη να σπάει τα «φράγματα» του χρόνου και των διαφορετικών εποχών…
Ο Ρίλκε περιέγραφε το συγκεκριμένο βιβλίο του ως «ένα πεζό μολυσμένο από στίχους». Πώς θα το περιγράφατε εσείς;
Ο Ρίλκε εκτός από εκλεκτός δημιουργός, είχε ο ίδιος απόλυτη συνείδηση της ταυτότητας του ως ποιητής, αν κρίνει κανείς από το σύνολο του έργο του. Με αυτό θέλω να πω, πως το να αποκαλεί ένας δημιουργός ο ίδιος το έργο του «πεζό μολυσμένο από στίχους», κάτι θα γνωρίζει περισσότερο από εμάς: θα ξέρει ή θα αισθάνεται υποθέτω, ποιο είναι το σαράκι της ποίησης που έχει «μολύνει» το έργο και άρα τον ίδιο. Πράγματι το έργο, αν και καταφέρνει να διατηρήσει τον χαρακτήρα μιας αφήγησης, παρουσιάζει ταυτόχρονα τα αναγνωριστικά στοιχεία μιας μακροσκελούς ποιητικής σύνθεσης.
Παρόλο που το συγκεκριμένο βιβλίο εξυπηρέτησε άθελα του τις μωροφιλόδοξες επιδιώξεις των στραταρχών στους παγκοσμίους πολέμους εξαιτίας του ηρωικού ρόλου που αποδόθηκε στον σημαιοφόρο ως άτομο που φέρει, υπερασπίζεται και εντέλει θυσιάζεται για τα σύμβολα του αγώνα, προσωπικά θεωρώ, ότι όλο αυτό δεν αποτελεί παρά το πρόσχημα, το ντύσιμο μιας βαθύτερης ψυχικής διεργασίας μέσα στον ίδιο τον Ρίλκε, η οποία με όχημα το στίχο προσπαθεί να διανοίξει δρόμο έκφρασης.
Η ποίηση είναι ίσως το πιο δύσκολο είδος λόγου για μετάφραση. Τι είναι κατά τη γνώμη σας το σημαντικότερο σε μια τέτοια πρόκληση; Να μην προδοθεί το ύφος και το πνεύμα του δημιουργού ή κάτι άλλο;
Η μετάφραση ως δουλειά «σηκώνει» πολλή συζήτηση. Έχω την τάση να υιοθετώ την άποψη του Σοπενχάουερ, ότι η ποίηση δεν μεταφράζεται, αλλά αποδίδεται. Γενικά, της ίδιας άποψης είναι επίσης και ο Γκαίτε. Ο μεταφραστής «μετα – φέρει» νοήματα, εικόνες και συγκινησιακές ατμόσφαιρες σε μια άλλη γλώσσα. Δεν θα υπεισέλθω σε λεπτομέρειες που αφορούν προφανείς δεξιότητες, τις οποίες οφείλει να κατέχει στην μια ή στην άλλη γλώσσα. Ωστόσο, αν και ο μεταφραστής φαίνεται να «ξαναγράφει» το ποίημα, δεν έχει το δικαίωμα – και αυτό είναι όρος απαράβατος – να «απομακρυνθεί» από το πλαίσιο, το οποίο έχει προκαθορίσει ο πραγματικός του δημιουργός. Ο μεταφραστής, στον βαθμό που το συγκεκριμένο ποίημα τού «μιλά» – διότι χωρίς αυτή την ενσυναίσθηση δεν μπορεί να κάνει απολύτως τίποτα όποια άλλα εφόδια κι αν διαθέτει – δεν αποτελεί παρά το medium (: το μέσον ), για να μιλήσει ο δημιουργός σε μια άλλη γλώσσα. Η έμπνευση δεν είναι δική του, δεν δημιούργησε αυτός την ψυχή του ποιήματος. Πρωταγωνιστής στη σκηνή οφείλει να παραμείνει σταθερά από την αρχή έως το τέλος ο δημιουργός. Ο μεταφραστής, αν είναι ταπεινός, έχει τον σπουδαίο ρόλο του υποβολέα. Έχει δηλαδή υποχρέωση, αν έχει συνείδηση του καθήκοντος του, να παραμείνει αφανής, διότι αυτή είναι η δουλειά του και όχι άλλη.
Στο βιβλίο ο Ρίλκε πραγματεύεται τις έννοιες του ήρωα, του πολέμου και της ομορφιάς. Πιστεύετε ότι η καλή ποίηση είναι αυτή που δεν έχει ηλικία, με την έννοια ότι δεν την αγγίζει ο χρόνος, και μπορεί να μιλάει πέρα και έξω από την ιστορική συγκυρία που γεννήθηκε;
Το ποίημα, όπως και κάθε άλλο έργο τέχνης, είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τον ανθρώπινο χρόνο – με αυτό που οι ζωντανοί αντιλαμβάνονται ως χρόνο – και την ανθρώπινη δημιουργία, είτε ο δημιουργός του μας είναι γνωστός είτε όχι. Αν όμως, επί παραδείγματι, η Ιθάκη του Κ.Π. Καβάφη μπορεί να μας καθηλώνει ακόμα και σήμερα, είναι γιατί καταφέρνει να εκφράσει ήπια, με σαφήνεια και χωρίς στόμφο μια πανανθρώπινη αγωνία και επιθυμία, αυτήν του νόστου σ΄ ένα απάνεμο αγκυροβόλι. Η επιστροφή αυτή δεν σχετίζεται με γεωγραφικά αλλά μύχια, κατά τη γνώμη μου, πλαίσια. Πρόκειται για το ταξίδι προς το εσωτερικό λιμάνι της γνώσης και άρα της συμφιλίωσης με τον ψυχοσυναισθηματικό μας κόσμο. Ο Καβάφης καταφέρνει χρησιμοποιώντας ένα αρχαίο μύθο να μιλά ταυτόχρονα από το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον εκφράζοντας όμως μια οικουμενική αλήθεια για τον σκεπτόμενο και πάσχοντα υπαρξιακά άνθρωπο οποιασδήποτε εποχής ή κοινωνικής προέλευσης. Αυτά είναι νομίζω και τα χαρακτηριστικά ενός ολοκληρωμένου και άρα διαχρονικού ποιήματος ή έργου τέχνης.
Στην πόλη μας αυτές τις ημέρες παρουσιάζεται στον Φιλολογικό Σύλλογο «Χρυσόστομος» μια έκθεση για τον Μανόλη Αναγνωστάκη. Στην Ελλάδα υπήρξαν και υπάρχουν πολλοί σημαντικοί ποιητές παρά το γεγονός ότι η ποίηση είχε πάντοτε ένα περιορισμένο αναγνωστικό κοινό. Πώς το εξηγείτε αυτό;
Η έκθεση για τον Αναγνωστάκη αποτελεί όντως μια εξαιρετική πρωτοβουλία φορέων, των οποίων η επιφυλακτικότητα ή ακόμα και έλλειψη τόλμης σε παλαιότερες εποχές, θα του έδειχναν απερίφραστα κόκκινη κάρτα. Νομίζω μάλιστα, με βάση τα στοιχεία επισκεψιμότητας που γνωρίζω, ότι αγκαλιάστηκε ιδιαίτερα από το κοινό. Οτιδήποτε είναι ώριμο, σωστά και σοβαρά, με αντικειμενικά κριτήρια πέρα από βραχύβιες μικροπολιτικές οργανωμένο, βρίσκει τελικά πάντα ανταπόκριση και ακροατήριο.
Στο δεύτερο σκέλος της ερώτησης, δεν γνωρίζω αν μπορώ να απαντήσω με απόλυτη βεβαιότητα. Όλος ο μεσογειακός χώρος χαρακτηρίζεται από την μουσικότητα που φέρνει μαζί της η ποίηση. Ίσως γιατί υπάρχει φως, ίσως γιατί υπάρχει καλοκαίρι, ίσως γιατί υπάρχει πολυχρωμία. Ωστόσο, ούτε αυτό είναι απόλυτο: δείτε, για παράδειγμα, τι σπουδαίους ποιητές έχει γεννήσει ο γερμανόφωνος, ψυχρός από κλιματολογικής έστω άποψης, χώρος. Ίσως η απάντηση να σχετίζεται, πέρα από εθνικιστικές φανφάρες, με την καλλιέργεια, τη βαθύτερη γνώση των κυττάρων ενός λαού, ακόμα κι αυτός, όπως συμβαίνει με του Έλληνες, έχει ξεπέσει.
Εχετε γράψει μέχρι σήμερα 3 ποιητικές συλλογές («Τώρα που τα σύννεφα», «Διασπορά», «Ο θρίαμβος της λογικής»). Στον πυρήνα της δική σας ποιητικής δημιουργίας πρωταγωνιστικό ρόλο έχουν τα βιώματα;
Απ΄ όσο γνωρίζω, η επιστήμη δέχεται πια την ύπαρξη ενός, όπως αποκαλείται, καλλιτεχνικού γονιδίου. Ίσως εδώ θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε απλά ταλέντο. Το ταλέντο δεν αποκτάται, κανείς γεννιέται με αυτό. Καλλιεργείται όμως, ζει, εκφράζεται ή παραμένει ναρκωμένο ανάλογα με το περιβάλλον στο οποίο κινείται. Σε μένα, αφορμή ανάφλεξης αυτής της έκφρασης, που εκτός από ευχή μπορεί να αποτελεί και τυραννία, υπήρξαν καταρχάς τα βιώματα μου μέσα στην ελληνική οικογένεια. Μέλημα μου ήταν και παραμένει, να τα καταγράψω χωρίς υπεκφυγές και ντροπές, ακόμα κι αν αυτό με υποβιβάζει στα μάτια της κρατούσας αντίληψης για το πόσο λαμπερός και ακέραιος οφείλει να παρουσιάζεται κάποιος.
Η βιβλιοπαρουσίαση
Το βιβλίο “Το τραγούδι του έρωτα και του θανάτου του σημαιοφόρου Χριστόφορου Ρίλκε” του Ράινερ Μαρία Ρίλκε, σε μετάφραση του Γιώργου Καρτάκη, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «24 Γράμματα», θα παρουσιαστεί την Κυριακή 13 Ιανουαρίου στις 6.30 το απόγευμα στη Συναγωγή Ετζ Χαγίμ (πάροδος Κονδυλάκη).
Για το βιβλίο θα μιλήσουν ο ομότιμος καθηγητής της Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης Γιάννης Δημητρακάκης και η ιστορικός Anja Zuckmantel. Την εκδήλωση διοργανώνουν η Συναγωγή και το βιβλιοπωλείο «Το Βιβλίο».
Στην υψηλού πνευματικού επιπέδου Συνέντευξη του χαρισματικού δημοσιογράφου – συνεργάτη των “Χ.Ν.” Δημήτρη Μαριδάκη με τον καταξιωμένο ποιητή – μεταφραστή κ. Γ. Καρτάκη, βιώσαμε πολλές συγκινήσεις κι αποκτήσαμε χρήσιμες γνώσεις όσο αφορά κυρίως τη δημιουργική ποίηση: όσο μπορώ -ως μη ειδικός της ποιητικής τέχνης- θα ξεχωρίσω ωστόσο την αξιοπρόσεκτη κι επαινετή υιοθέτηση – ταύτιση του ποιητή – μεταφραστή κ. Γ. Καρτάκη με την άποψη του Γερμανού πεσσιμιστή Φιλόσοφου Σοπενάουερ, ότι δηλαδή ” η ποίηση δεν μεταφράζεται, αλλά α π ο δ ί δ ε τ α ι,,,,” Πράγματι, έτσι είναι: Αυτός είναι, άλλωστε, ο λόγος που η σημαντική ποίηση αποδίδεται μονάχα με μια εξαίρετη [σπάνιο φαινόμενο] απαγγελία: Η εξαίρετη, όμως, απαγγελία είναι δυσκολότατο εγχείρημα και ο βαθμός της απόδοσης της ποίησης εξαρτάται από την βαθύτατη γνώση του προσώπου του δημιουργού και την αισθαντική ικανότητα διείσδυσης στον ψυχισμό του. Αλλά, πώς εξηγείται, τότε, που μερικοί βαθυστόχαστοι και μέγιστοι ποιητές του πλανήτη μας [παλιοί και νεότεροι] δεν μπορούσαν να απαγγείλουν – αποδώσουν τα αριστουργηματικά ποιητικά τους έργα. Μυστήρια κι ακατανόητα πράγματα, τουλάχιστον για μας τους ανίδεους!…
Η αναφορά του κ. Γ. Καρτάκη στον άτυχο αλλά αξεπέραστο Γερμανό ποιητή Ράϊνερ Μαρία Ρίλκε είναι αξιοπρόσεκτη: ωστόσο μάς έφερε στη μνήμη τον βαθύτατα καλλιεργημένο αλλά ντελικάτο και υπερευαίσθητο ποιητή της θανατερής μελαγχολίας κι απαισιοδοξίας και της ανείπωτης νοσταλγίας για μια ζωή που την έβλεπε αγωνιωδώς να οδεύει στην κατηφόρα της απόγνωσης και του θανάτου…
ΜΟΛΑΤΑΥΤΑ, ο αξιόλογος ποιητής και μεταφραστής, με πλούσιες εμπειρικές γνώσεις [βιώματα] -πέραν από το ταλέντο που το χαρακτηρίζει “ευχή” και συνάμα “τυραννία” – ομολογεί ευθαρσώς ότι βρήκε πηγή ανάφλεξης αυτής της έκφρασης στα ΒΙΩΜΑΤΑ του μέσα στην Ελληνική οικογένεια. Αυτή η αλήθεια καταξιώνει τη δημιουργική του προσπάθεια και μάς μπάζει στον αληθινό, τον απλό, τον φυσικό και παραδοσιακό τρόπο ζωής, που δυστυχώς χάνεται κάθε μέρα και δύσκολα μεταβολίζεται στη σημερινή κοινωνική πολυπλοκότητα. Συγχαίρουμε κι ευχαριστούμε θερμά για την έξοχη παραπάνω συνέντευξη, όπως συχνά πράττει ο αγαπητός συνεργάτης των “Χ.Ν.” Με εξαιρετική εκτίμηση και φιλική αγάπη Γιώργος Καραγεωργίου, συντ/χος νομικός, κοινωνιολόγος, οικονομολόγος ΧΑΝΙΑ.