«Όλο το φανταχτερό όραµα της Ισπανίας ανεβαίνει στο νου µου: Αψηλές πεδιάδες της Καστίλιας, και της Εστρεµαδούρας, χωρίς νερά, χωρίς δέντρα, όλο πέτρα· γελαστές, ζεστές κοιλάδες της Ανταλουσίας και της Βαλένθιας, γιοµάτες πορτοκαλιές, λεµονιές και µπανάνες άντρες στεγνοί, βίαιοι, γυναίκες µε αψηλές πυργωµένες χτένες στ’ αρωµατισµένα µαλλιά κι απάνω κυµατιστή η µαύρη µαντίλα, βουή απ’ τα λιµάνια, απ’ τις ταυροµαχίες κι από τα παρδαλά πανηγύρια μουσική µονόσερτη, αράπικη, όλο πάθος και θάνατο, που ανεβαίνει από τις ησκιωµένες µεσαυλές και τα πυκνά καφάσια της Κόρδοβας και της Σεβίλιας· μυρωδιές από γιασεµιά, κοπριά από σαπισµένα φρούτα τζαµιά, εκκλησιές δροσερές, παλάτια µουσουλµανικά, Χριστοί σταυρωµένοι στους βουερούς πολύχρωµους δρόµους, µαυροµάτικα αλητόπουλα του Μουρίλλου, νάνοι πικραµένοι και περήφανοι του Βελάσκεθ, ληστές, ζητιάνοι και τσιγγάνοι του Γκόγια,σώματα λιγνά, όρθια, καιγόµενα σα λαµπάδες του Γκρέκο…
Όλη η Ισπανία λάµπει και σαλεύει στο νου µου σαν ένα παγόνι αρσενικό, που µε ανοιγµένες τις φτερούγες του σεργιανάει ανάµεσα σε δύο θάλασσες»1
T ο 2014 έχει ανακηρυχτεί έτος Ελ Γκρέκο – 400 χρόνια από το θάνατό του στις 7 του Απρίλη του 1614 στο Τολέδο της Ισπανίας.
O Καζαντζάκης ταξίδεψε τρεις φορές στην Ισπανία μεταξύ 1926 και 1937 αναζητώντας ένα «νεοελεύθερο» φιλοσοφικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο θα θεμελιώσει τις προσωπικές του ανησυχίες για την ελευθερία, την πατρίδα και τον θεό2. Τα κείμενα που συγγράφει κατά το πρώτο του ταξίδι το 1926 δημοσιεύονται στην εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος» 3
Πρωτεύουσα θέση στο πνευματικό του ταξίδι στην ισπανική γη έχει η «συνάντηση» του με τον Γκρέκο, μία από τις πιο χαρισματικές προσωπικότητες στην παγκόσμια ιστορία της τέχνης, το έργο του οποίου παρέμεινε ένας άλυτος γρίφος ως τις αρχές του 20ου αιώνα, όταν θα επανεκτιμηθεί, κυρίως από τους εκπροσώπους του εξπρεσιονισμού: «Η Ισπανία αποκαλύπτεται ως μια εικονική συνομιλία με τον Παππού El Greco -στην οποία ίσως θα έπρεπε να ψάξουμε και τον σπόρο της Αναφοράς στον Γκρέκο» 4
Σ’ αυτό το κύκνειο συγγραφικό άσμα του Καζαντζάκη, που είναι κάτι περισσότερο από μυθιστορία και κάτι καλύτερο από ανολοκλήρωτη αυτοβιογραφία, ο ποιητής της Οδύσσειας ένιωσε την ανάγκη να απευθυνθεί στον μεγάλο Κρητικό Παππού του, εξομολογούμενος έναν απολογισμό του δικού του εσωτερικού οδοιπορικού, κάτω από το σημάδι της κοινής καλλιτεχνικής αγωνίας: «Η αγωνία του Παππού γίνεται και αγωνία του ίδιου του ‘εγγονού’ συγγραφέα, καθώς αναζητά το αίμα της τέχνης που κυλά στις φλέβες του: ‘πίσω από τα φαινόμενα’ ψάχνει ‘να βρει την ουσία’»5, που είναι για τον μηδενιστικό μπερξονικό μυστικισμό του Καζαντζάκη ταυτόχρονα ευτυχία, σωτηρία και παράδεισος.
***
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή ακολουθώντας τους στοχασμούς του Καζαντζάκη στα κείμενα του 1926-1927 για την Ισπανία και τον Γκρέκο και αφήνοντας στην άκρη τα άλλα του γραπτά που δημοσίευσε την επόμενη δεκαετία για το ίδιο θέμα, δηλαδή τις ανταποκρίσεις του από τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο που κάλυψε το 1936-37 ως πολεμικός ανταποκριτής της εφημερίδας «Καθημερινή».
Τότε ο συγγραφέας της Ασκητικής επισκέπτεται για πρώτη φορά το «ήσυχο», «γλυκύτατο» Τολέδο, που, ωστόσο, τον απογοητεύει, καθώς εκείνος αναζητά το ασκητικό, ερειπωμένο Τολέδο του Ελ Γκρέκο, όπως το αποτύπωσε ο κρητικός ζωγράφος μέσα στην καταιγίδα:
«Το Τολέδο το είχα στο νου μου όπως το είχε ζωγραφίσει ο Γκρέκο μέσα στην καταιγίδα: Αψηλό, ασκητικό, μαστιζόμενο από λάμψες απότομες, κι η σαΐτα της περίφημης γοτθικής του Μητρόπολης, η σαΐτα της ψυχής του ανθρώπου, διαπερνάει τα σύννεφα τα κατάφορτα από τον κεραυνό του Θεού. Οι μισοί πύργοι, τα μισά μουράγια, τα μισά σπίτια, φωτίζουνται με τη γαλάζια λάμψη της αστραπής, η άλλη μισή πλευρά γκρεμίζεται, κατάμαυρη, στο χάος. Υψώνουνταν στο νου μου το Τολέδο απαράλλαχτο με το πνέμα του Γκρέκο: φωτοσπαθάτο από τη μια μεριά, κατασκότεινο από την άλλη, απρόσιτο, στην κορφή της προσπάθειας, απ’ όπου δεν αρχίζει, όπως λέει ο Βυζαντινός μυστικός, η απροσπάθεια, παρά η θεία παραφροσύνη» 6.
Γι’ αυτό, λοιπόν, παρακάμπτει τις ρομαντικές λιγούρες, νιώθει ανία να περιπλανιέται στους βρωμερούς δρόμους με τις άσκημες γυναίκες και τα ανυπόφορα κοπάδια τουρίστες και πηγαίνει να δει το σπίτι του Γκρέκο, στην Οβριακή: «Η μεγάλη πόρτα ήταν ανοιχτή και στάθηκα στο κατώφλι: Κήπος ήσυχος, ζεστός, απεριποίητος. Μια ροδιά, ανθισμένη σαν πυρκαγιά, δυο τρεις αγκαθοσυκιές, ένα αρχαίο μαρμάρινο άγαλμα. Ο κισσός είχε πιάσει κι έτρωγε τους τοίχους. (…) Στο βάθος του κήπου μια ταράτσα που την αναβαστούσαν αψηκές κολόνες, κι απάνω από την ταράτσα ένα παραθύρι με σταυρωτά κάγκελα – το σπίτι του Γκρέκο» 8.
Ο Καζαντζάκης τριγυρίζει το σπίτι, το μουσείο, τις εκκλησιές όπου βρίσκονται τα έργα του Γκρέκο, έχει στο νου του όλη του τη ζωή και τον αγώνα του ανυπότακτου Κρητικού: «να διατυπώσει με τη γραμμή και το χρώμα ένα αιώνιο φάσμα: την ακατάλυτη, απελπισμένη ψυχή του ανθρώπου»9 μα δεν αποφασίζει ακόμα τη «συνάντηση» τους, για να παρατείνει στην ψυχή του τη λαχτάρα της προσμονής…
Κάποια στιγμή, όμως, τα βήματά του τον οδηγούν ξανά στην παλιά Οβριακή, στο σπίτι του Γκρέκο, δρασκελάει το κατώφλι και βρίσκεται μπροστά στη συλλογή έργων του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου που αναπαριστούν τους Αποστόλους, τον Βαρθολομαίο, τον Ιωάννη, τον γέρο-Σίμωνα…
Το βλέμμα του στρέφεται στην είσοδο του μουσείου, στην περίφημη εικόνα του Τολέδο με τον Γιωργή Εμμανουήλ, τον γιο του Γκρέκο10, μπροστά, με ξεδιπλωμένο το χάρτη: «Και από τον ουρανό κατεβαίνει απάνω στο Τολέδο, χορεύοντας, κρεμάμενο ανάερα, ένα σμάρι άγγελοι με την Παναγία στη μέση. Σαν ένα ερωτικό σμάρι μέλισσες, την άνοιξη, με τη βασίλισσα ανάμεσα στις χνουδωτές κοιλιές τους. Ένας άγγελος πέφτει από πάνω κατακέφαλα, σαν άστρο που χύνεται»11.
Απ’ αυτό το ερέθισμα της επαφής με τη μοναδικότητα της προσωπικής και αυτόνομης τεχνοτροπίας του Ελ Γκρέκο12 που από τον καιρό της εγκατάστασής του στο ουδέτερο καλλιτεχνικό Τολέδο είχε συνειδητά απαρνηθεί τον νατουραλισμό της ώριμης Αναγέννησης, ο Καζαντζάκης συνειρμικά θυμάται ένα εξίσου δυνατό σε συγκίνηση και γεμάτο αλήθεια έργο του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου, την «Ανάσταση», που είχε δει στο μουσείο της Μαδρίτης:
«Κάτω οι φρουροί, κίτρινοι, πρασινωποί, γαλάζοι, καταγκρεμίζουνται τ’ ανάσκελα, κι ολόισιος, σα μακροκότσανο κρίνο, κάτασπρος, ανεβαίνει από την παρδαλή τούτη, μανιασμένην ανθρώπινη μάζα ο Χριστός· θείο βέλος που ανηφορίζει στον ουρανό, νικώντας το βάρος της ύλης και το θάνατο»13.
«Και μέσα στο παγωμένο Εσκοριάλ πώς λάμπει, σα σμαλτωμένο μέταλλο, το μαρτύριο του Αγίου Μαυρίκιου! Οι τρεις μπροστά πανοπλίες, μπλάβη14, σκούρα θαλασσιά και κίτρινη, η πράσινη φορεσιά του παιδιού, η λάμψη η απόκοσμη που χτυπάει τον αγέρα, σου δίνουν μια τέτοια έξαρση που θαρρείς πως σφεντονίστηκες σε μυστικό της πανσέληνος τοπίο»15.
Οι ψηλόλιγνες μορφές του δεν ορίζονται πλέον από περιγράμματα, αλλά από ένα γαιόχρωμο μίγμα φωτός και σκιάς, που τις κάνει να δονούνται από εσωτερική ένταση. Είναι σχεδόν εξαϋλωμένες, γίνονται διάφανες και απόκοσμες, παραπέμποντας αβίαστα στους ασκητές της βυζαντινής εικονογραφίας. Σχετικά με το μυστηριακό φως στα έργα του Γκρέκο, ο Νίκος Καζαντζάκης θα γράψει πως: «σπαθίζει με σφοδρότητα τον αγέρα, έχει κάτι το ανήλεο και σαρκοβόρο· είναι σαν το Άγιο Πνέμα στην Επιφοίτησή του. Οι Απόστολοι λαγάζουν17 κάτω τρεμάμενοι· σα να θέλουν να ξεφύγουν, μα είναι πια πολύ αργά. Το Πνέμα ορμάει σα γεράκι και γαντζώνεται απάνω τους· ένας Απόστολος βάζει σταυρωτά τα χέρια απάνω από το κεφάλι του για ν’ αποφύγει το Πνέμα, μα τα χέρια του γιομώνουν αίματα»
Τέτοιο το φως στα έργα του Γκρέκο. Τρώει τα σώματα, αποσυνθέτει τα σύνορα κορμιού και ψυχής, τανύζει18 σα δοξάρι τα κορμιά –κι ας σπάσουν. Το φως του είναι κίνηση. Κίνηση βίαιη. Δεν πηγάζει από τον ήλιο, είναι αντίθετο με το φως του ήλιου. Το φως χιμάει σαν από φεγγάρι τραγικό, ο αγέρας μερμηδίζει19 γιομάτος κεραυνό, οι άγγελοι κάποτε ξεσπούν κατάκορφα στον ουρανό σαν αστροβολίδες, που σπάζουν πολύχρωμες, απειλητικές, απάνω από τα κεφάλια των ανθρώπων. Κι έτσι τα πρόσωπα του Γκρέκο έχουν την κερωμένη εκστατική όψη που έχουν τα φαντάσματα ή που παίρνουν οι μορφές μας σε μια μεγάλη γαλάζια αστραπή»20.
Αυτή η παρατήρηση επιτρέπει στον Νίκο Καζαντζάκη να στοχαστεί βαθύτερα πάνω στο καλλιτεχνικό ιδανικό που πύρωνε τη φαντασία του μεγάλου Κρητικού ζωγράφου: «Η αγωνία του Γκρέκο είναι πίσω από τα φαινόμενα να βρει την ουσία. Να τυραννήσει το σώμα, να το μακρύνει, να το φωτίσει αρπαχτικά, να επιφοιτήσει απάνω του και να το κάψει όλο. Όλος ανησυχία και πείσμα, περιφρονώντας τους συνηθισμένους κανόνες της τέχνης, προσηλωμένος μονάχα στο δικό του τ’ όραμα, παίρνει το πινέλο του όπως ο ιππότης το σπαθί του, και ξεκινάει. “Η ζωγραφική, συνήθιζε να λέει, δεν είναι τεχνική, δηλαδή συνταγές και κανόνες. Η ζωγραφική είναι άθλος, έμπνευση, ενέργεια απόλυτα προσωπική»21.
Αυτός ο ιδιαίτερα εκφραστικός τρόπος της ζωγραφικής ωριμότητας του Ελ Γκρέκο που στην Ισπανία της Ρωμαιοκαθολικής Αντιμεταρρύθμισης και του Μπαρόκ, καταφέρνει να εξαϋλώσει την τέχνη, να την φτάσει στα ουράνια, και μετουσιωμένη να την κληροδοτήσει στην ανθρωπότητα, δεν έχει σκοπό βέβαια την ομορφιά, μα τη λύτρωση από την αποπνικτική ατομικότητα.
Αυτή η μεγαλοφυής απόπειρα του Γκρέκο για την απόδοση του άρρητου νοήματος της ζωής είναι ιδιαίτερα εμφανής στα πορτραίτα του που: « (…) έχουν τόση ένταση που ανατριχιάζεις, σα να βλέπεις μέσα από το μαύρο φόντο να ’ρχεται συμπύκνωση φασματική του αιθέρα, ο παλιός ιππότης ή καρδινάλιος. Ο Γκρέκο ένιωθε το σώμα του ανθρώπου ως εμπόδιο, συνάμα όμως ως και το μόνο μέσο για να εκφραστεί η ψυχή. (…) Το ξαθέρι23 του κορμιού δεν ήταν για τον Γκρέκο το παιχνίδι που κάνουν η σάρκα και το φως· ήταν η ψυχή, το αόρατο μαργαριτάρι που έπρεπε να γίνει ορατό. Γι’ αυτό όσο κοιτάζεις τα πορτρέτα του Γκρέκο νιώθεις να σε κυριεύει μεταφυσικός τρόμος. Οι σκοτεινές έννοιες: αλχημιστής24, μάγος, γόης, ξορκιστής, έρχουνται στον νου σου. Όλοι τούτοι οι ζωγραφισμένοι άνθρωποι διατηρούν το σώμα που είχαν όταν ζούσαν, τα ίδια σουσούμια25, τα ίδια ρούχα, είναι οι ίδιοι που ξανάρχουνται, μέσα από μαγικό καθρέφτη, αναστημένοι από έναν παντοδύναμο ξορκιστή. Η τέχνη έτσι ξαναπαίρνει την παλιά της μαγικιά δύναμη κι ανασταίνει τους πεθαμένους. Μα δεν υπάρχει πια στ’ αναστημένα τούτα κορμιά γλύκα, αφέλεια και σωματική ζέστα. Πέρασαν την Κόλαση, το Πουργατόριο26 και τον Παράδεισο και ξαναγυρίζουν στη γη απόκοσμες φλόγες. Έτσι βγαίνουν, περνώντας από το τρίπατο μυαλό του Γκρέκο, όλοι του οι άγγελοι κι οι άνθρωποι.
Ο πνεματικός της Αγίας Τερέζας, ο πάτερ Μπάνιεθ, έλεγε: ”Η Τερέζα είναι μεγάλη από τα πόδια ίσαμε το κεφάλι. Μα από το κεφάλι και πάνω το μπόι της είναι ασύγκριτα πιο μεγάλο”. Τούτο το μπόι, το αόρατο, αγωνίζουνταν σε όλη του τη ζωή ο Γκρέκο να ζωγραφίσει»27.
Με αφορμή τη «συνάντησή» του στο Τολέδο το 1926-27 με τον Γκρέκο, ο Νίκος Καζαντζάκης μορφοποιεί αρτιότερα τις αισθητικές του απόψεις, υποστηρίζοντας πως ο καλλιτέχνης είναι η πρωτοπορία του «Θεού», το ακρότατο φυλάκιο της παράταξής του, αυτός που αγωνίζεται πάντα να δώσει ένα νέο πρόσωπο στο μελλούμενο28.
Αναγνωρίζοντας στον Ελ Γκρέκο που θεωρήθηκε «τρελός»29 για δυόμισι αιώνες την ίδια καλλιτεχνική αγωνία να αποτυπώσει στον καμβά την ουσία των πραγμάτων και την ίδια τόλμη να παλέψει με το θάνατο, σ’ αυτόν μόνο νιώθει την ανάγκη να δώσει λογαριασμό στα στερνά της ζωής του, γράφοντας αυτά τα συγκινητικά τελευταία λόγια στην «Αναφορά» του:
«Παππού αγαπημένε. Πόσος καιρός πέρασε από τη νύχτα εκείνη που κοιμήθηκα στο Τολέδο, κι οσμίστηκες πως έφτασε ένας Κρητικός στη γειτονιά σου και σηκώθηκες από το μνήμα σου, γίνηκες όνειρο κι ήρθες και με βρήκες;
Μια αστραπή; Τρεις αιώνες; Ποιος μπορεί στον αέρα της αγάπης να ξεχωρίσει την αστραπή από την αιωνιότητα;
Όλη μου τη ζωή ήμουν ένα δοξάρι σε ανήλεα, αχόρταγα χέρια. Πόσες φορές τα αόρατα χέρια τέντωσαν, παρατέντωσαν το δοξάρι και το άκουγα να τρίζει, να σπάσει!
Ας σπάσει! φώναζα…
Με είχες μάθει, παππού, να διαλέξω.
Διάλεξα.
Και τώρα αχνίζει το δειλινό πάνω στους λόφους.
Μεγάλωσαν οι ίσκιοι, γέμισε ο αγέρας πεθαμένους. Η μάχη σκολάζει.
Νίκησα; Νικήθηκα;
Τούτο μόνο ξέρω: είμαι γεμάτος πληγές και στέκομαι όρθιος.
Γεμάτος πληγές, όλες στο στήθος. Κι έκαμα ό,τι μπόρεσα, παππού, περισσότερο, απ’ ό,τι μου παράγγειλες, Για να μη σε ντροπιάσω.
Φιλώ το χέρι σου, φιλώ τον ώμο τον δεξό σου, φιλώ τον ώμο το ζερβό σου. Παππού, καλώς σε βρήκα…»30.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Νίκος Καζαντζάκης, Ταξιδεύοντας Ισπανία, εισαγωγή – επιστημονική επιμέλεια: Νίκος Μαθιουδάκης, εκδόσεις Έθνος Α.Ε. σελ. 25.
2. Νίκος Καζαντζάκης, Ταξιδεύοντας Ισπανία, ο.π., σελ. 8.
3. Πρόκειται για ανταποκρίσεις που δημοσιεύθηκαν από τις 12 Δεκεμβρίου 1926 ως τις 07 Ιανουαρίου 1927.
4. βλ. Νίκος Καζαντζάκης, Ταξιδεύοντας Ισπανία, ο.π., σελ. 09.
5. βλ. Νίκος Καζαντζάκης, Ταξιδεύοντας Ισπανία, ο.π., σελ. 10.
6. Νίκος Καζαντζάκης, Ταξιδεύοντας Ισπανία, 0.π., σελ. 87.
7. οβριακή, η [οβριός]: (εδώ) συνοικία που κατοικείται από Εβραίους.
8. βλ. Νίκος Καζαντζάκης, Ταξιδεύοντας Ισπανία, ο.π., σελ. 88-89.
9. βλ. Νίκος Καζαντζάκης, Ταξιδεύοντας Ισπανία, ο.π., σελ. 91.
10. Αυτός ήταν καρπός του έρωτά του με την αγαπημένη του Ντόνια Χερόνιμα ντε λας Κουέβας (βλ. Α. Pallucchini, «Ελ Γκρέκο» στο Οι Μεγάλοι Ζωγράφοι – από την Αναγέννηση στον Γκρέκο, τόμος Β’, εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα 1995, σελ.374).
11. βλ. Νίκος Καζαντζάκης, Ταξιδεύοντας Ισπανία, ο.π., σελ. 92.
12. βλ. Ι. Μ. Χατζηφώτης, Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, ο.π., σελ. 06.
13. βλ. Νίκος Καζαντζάκης, Ταξιδεύοντας Ισπανία, ο.π., σελ. 92-93.
14. μπλάβος, α, -ο (επίθετο): ο σκούρος γαλανός, ο βαθυγάλαζος, ο βαθυγάλανος.
15. βλ. Νίκος Καζαντζάκης, Ταξιδεύοντας Ισπανία, ο.π., σελ. 93.
16. Ευαγγελία Ψαρρού, Δομήνικος Θεοτοκόπουλος – El Greco. Στο μεταίχμιο δύο εποχών και δύο πολιτισμών, Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, σύμβουλος θεματικής ενότητας: Δρ. Στέλλα Σουβατζή, Πειραιάς, 17 Μαΐου 2007, σελ. 10.
17. λαγάζω: 1. ησυχάζω, ηρεμώ, παύω να κάνω κάτι, καταλαγιάζω, 2. σωπαίνω.
18. τανύζω: (λογοτ.) τεντώνω.
19. μερμηδίζω: μυρμηγκιάζω. Συνώνυμα: ανατριχιάζω, αναρριγώ, συσηλίζω.
20. βλ. Νίκος Καζαντζάκης, Ταξιδεύοντας Ισπανία, ο.π., σελ. 93.
21. βλ. Νίκος Καζαντζάκης, Ταξιδεύοντας Ισπανία, ο.π., σελ. 93-94.
22. ΑΠΕ-ΜΠΕ, Έκθεση στην Ισπανία αποκαλύπτει την επιρροή του Ελ Γκρέκο στη μοντέρνα ζωγραφική, εφημερίδα Καθημερινή, 23/06/2014.
23. ξαθέρι: (κρητική διάλεκτος) το πιο εκλεκτό, το καλύτερο μέρος από κάποιον ή κάτι.
24. αλχημιστής, ο (ουσ.): αυτός που ασχολούνταν με την αλχημεία (= μυστικιστική επιστήμη, είδος χημείας του Mεσαίωνα: Bασικός στόχος της αλχημείας ήταν η ανακάλυψη της φιλοσοφικής λίθου).
25. σουσούμι, το (ουσ.): το χαρακτηριστικό, το διακριτικό γνώρισμα, το σημείο, το σημάδι.
26. πουργατόριο, το: (ουσ. ουδ.) καθαρτήριο, κολαστήριο (μεταφορικά) τιμωρία.
27. βλ. Νίκος Καζαντζάκης, Ταξιδεύοντας Ισπανία, ο.π., σελ. 94-95.
28. βλ. Νίκος Καζαντζάκης, Ταξιδεύοντας Ισπανία, ο.π., σελ. 97.
29. Για πολλούς αιώνες ο «μανιερισμός» και τα ιδιότυπα, προσωπικά στοιχεία του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου αγνοήθηκαν από τους ζωγράφους του μπαρόκ και του κλασικισμού. Μόλις τον 19ο αιώνα τον ανακάλυψαν και πάλι και τον 20ό αιώνα η επιρροή του εντάθηκε.
30. Νίκος Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο, επίμετρο: Πάτροκλος Σταύρου, εκδόσεις Καζαντζάκη, Αθήνα, Απρίλιος 2009.