Χαρές και γέλια
Τό σχολείο ολοένα γεμίζει άπό παιδιά. Χαρές καΐ γέλια τώρα στο προαύλιο. Νά και ή Κατίνα, ή Φανή, ό Νίκος, ό Κωστάκης. “Ολα τά καλά παιδιά. Ή γειτονιά τά καμαρώνει. Τά έχει σάν δικά της παιδιά. Ή Νίνα φορεί τό ώραΐο φορεματάκι της. Ή Κούλα ήρθε μέ άσπρη κορδελίτσα στά μαλλιά. Ό Θανασάκης καμαρώ-νει την καινούρια σάκα του.
— Μοϋ την αγόρασε ό πατέρας. Είναι όλη άπό δέρμα. “Εχει και κλειδί, πού κλειδώνει και ξεκλειδώνει, λέει και ξαναλέει ό Θανασάκης.
Σε λίγο χτυπά τό καμπανάκι. Τά παιδιά μαζεύονται στην αίθουσα. Γίνεται ή προσευχή. Ό καλός Θεός τά ευλογεί. Ό δάσκαλος χαίρεται πού τά βλέπει μαζεμένα.
Καλώς ήρθατε, αγαπητά μου παιδιά, τούς λέει. Δυόμισι μήνες έχομε νά ιδωθούμε. Τώρα πάλι ξα-ναγυρίζομε έδώ.
“Οπως, κύριε, γυρίζουν στή φωλιά τους τά χελιδόνια τήν άνοιξη, λέει ή Μαρίτσα.
Ναί, παιδί μου. Γυρίσαμε κι έμεΐς στή φωλιά μας, όπως τά χελιδόνια.
Μαζί με τό δάσκαλο, πού χάρηκε γιατί ήρθαν στο σχολείο τά παιδιά, χάρηκε κι ένας άλλος. Ξέρετε ποιος; Ό μπαρμπα-Φλώρος, πού πουλά ζεστά ξεροψημένα κουλούρια. “Αμα είδε πώς άνοιξε τό σχολείο, είπε χαρούμενος στή γυναίκα του:
— 7Ηρθαν, Μυρτούλα, πάλι τά παιδιά μας. Άπό αύριο θ’ άρχίσωμε δουλειά. Έσύ θά ζυμώνης κι έγώ θά πουλώ. ‘Άς είναι δοξασμένος ό καλός Θεός, πού δε μας αφήνει νά πεινάσωμε.
Πρώτη μέρα στο σχολειό
— Τόση βιάση και σπουδή! Για πού πάς, καλό παιδί; Κίνησες νωρίς νωρίς
και τρεχάτο προχωρείς.
Στάσου νά διασκέδασης μέ τις ομορφιές της Πλάσης! Κόψε άπ’ τά περβόλια πάλι τοϋ χινόπωρου τά κάλλη!
— Νά σταθώ; Δέν εύκαιρώ, γιατί πάω στο φτερό.
Και πού πάω, νά σοϋ τό πώ Στο σχολειό μου, π’ αγαπώ!
Τέλλος “Αγρας
Ή Φωτούλα κι ό τζίτζικας
“Αμα τελείωσε ό Αντρέας, μίλησε ή Φωτούν λα. Αύτη είχε ένα μικρό κουτάκι στο χέρι τη J Τό φύλαγε κλεισμένο.
Τί έχεις αυτού νά μας δείξης, Φωτούλα; ζήτησαν νά μάθουν τά παιδιά.
“Ενα τζιτζικάκι, άπαντα τό κορίτσι. Τό φύλαξα γιά τό σχολικό μας μουσείο. Νά πώς τόί έπιασα: Πηγαίναμε μιά μέρα μέ τη γιαγιά στήν έξοχη. Γιά νά ξεκουραστούμε, καθίσαμε κάτω: άπό ένα φουντωτό πλατάνι. Πάνω είχαμε μουσική.
— “Ακου, Φωτούλα, αυτόν τό σπίνοΓΑκου κι εκείνες τις καρδερίνες! μου είπε ή γιαγιά.
Έγώ της αποκρίθηκα:
—Πολύ θά ήθελα, γιαγιά μου, νά γινόμουν κι έγώ πουλάκι. Νά πετούσα άπό κλαρί σε κλαρί και νά κελαηδούσα σάν αύτη τήν καρδερίνα.
— “Αν γινόσουν πουλί, τότε τί έγγονούλα θά είχα; Δε θά λυπόσουν, πού θά μ’ άφηνες μονάχη; μοϋ είπε ή γιαγιά παραπονεμένα.
Τήν ώρα εκείνη κάτι έπεσε πάνω στά μαλλιά μου. 7Ηταν αυτός ό τζίτζικας. Τον πήρα. ΤΗταν πεθαμένος.
— Πεθαμένος! είπαν τά παιδιά.
Ναί, αποκρίθηκε ή Φωτούλα. Πεθαμένος. ~ανιά Μου ε*πε πω(:> καποι° πουλάκι τον ‘^ύηϊ]οε. “Ηθελε νά τον πιάση μέ τή μύτη του, χτ. να τόν φάη, και τόν σκότωσε. Υ1 Τά παιδιά κοίταξαν μέ προσοχή τόν καημένο τόν τζίτζικα. Ό δύστυχος είχε μιά τρυπίτσα λίγο πιο κάτω άπό τό κεφάλι. Σηκώθηκαν τότε όλα και τόν πήγαν στο σχολικό μουσείο. Πάνω στό κουτάκι έβαλαν μιά επιγραφή, πού έγραφε: «Δώρο τής Φωτούλας γιά τό σχολικό μας μουσείο».
“Ενας ακόμα φίλος τοϋ Γιωργάκη
Μια μέρα ο πατέρας του Γιωργάκη έφερε στο σπίτι ένα σκυλάκι, τον Πιστό. Ο Πιστός ήταν όμορφος και πολύ χαριτωμένος. Κάθε βράδυ, όταν ερχόταν ο πατέρας από τη δουλειά, ο Πιστός έβγαινε στην εξώπορτα και τον περίμενε. Μη ρωτάτε με πόση χαρά τον υποδεχόταν σαν τον έβλεπε! Χόρευε τριγύρω του, πηδούσε, κουνούσε την ουρά του. Μεκάθε τρόπο του φανέρωνε την αγάπη του. Ο πατέρας γελούσε με τα παιγνίδια αυτά και τον χάιδευε. Υστερα ο Πιστός έτρεχε κι ανέβαινε πρώτος τη σκάλα κι άρχιζε το γάβγισμα, σα να έλεγε στους σπιτικούς: -Τι κάθεστε; Ηρθε ο πατέρας. Σηκωθήτε να τον υποδεχτήτε. Κι έβγαιναν όλοι τότε στην αυλή. Απ’ όλους τους σκύλους της γειτονιάς μ’ ένα μονάχα έχει φιλίες ο Πιστός: με τον Αράπη. Μ’ αυτόν παίζει στην αυλή και στο δρόμο. Μαζί του βάζει τις γάτες στο κυνηγητό. Μαζί τους παίζει κι ο Γιωργάκης. Και πόσες όμορφες ώρες δεν περνά ο Γιωργάκης με τον Πιστό και τον Αράπη! Τη νύχτα όταν όλοι μέσα στο σπίτι κοιμούνται, το σκυλάκι μένει άγρυπνο. Γυρίζει στη σκάλα, στην αυλή, στο περιβόλι. Με τον παραμικρό θόρυβο αρχίζει το γάβγισμα. Δεν αφήνει κανένα να πλησιάση. Σα να λέη με το γάβγισμά του: -Δεν μπορεί να μπη κανένας ξένος μέσα σ’ αυτό εδώ το σπίτι. Το φυλάγω εγώ, ο Πιστός. Είμαι ο φύλακάς του.
Τσιριτρό
Σέ μια ρώγα από σταφύλι έπεσαν οχτώ σπουργίτες και τρωγόπιναν οι φίλοι. Τσίρι – τίρι, τσιριτρό, τσιριτρί, τσιριτρό! Έχτυπούσανε τις μύτες και κουνούσαν τις ουρές κι είχαν γέλια και χαρές. Τσίρι – τίρι, τσιριτρό, τσιριτρί, τσιριτρό! Πώπω πώπω σε μια ρώγα φαγοπότι και φωνή! την αφήκαν αδειανή. Τσίρι – τίρι, τσιριτρό τσιριτρί, τσιριτρό! Και μεθύσαν κι ολημέρα πάνε δώθε, πάνε πέρα, τραγουδώντας στον αέρα: Τσίρι – τίρι, τσιριτρό, τσιριτρί, τσιριτρό! Ζαχαρίας Παπαντωνίου
Νανούρισμα
Νάνι νάνι
τό παιδάκι μου.
“Ελα, ϋπνε, πού σέ θέλει
και κοίμισ’ το, πού τ’ αγαπώ,
και φέρ’ του τ’ άνθι, τόν καρπό,
της μέλισσας τό μέλι…
Νάνι, νάνι
τό παιδάκι μου.
Κι ό ϋπνος άν τό πάρη,
θά τ’ ανεβάσω στο βουνό,
νά φτάση τόν αυγερινό,
τήν πούλια, τό φεγγάρι.
Ζαχαρίας Παπαντωνίου