Τρίτη, 3 Δεκεμβρίου, 2024

Πρόζα – Thomas Bernhard

Αναγνωστική πρόκληση. Και όχι μόνο. Δύο είναι οι βασικές αφορμές για να αποφασίσω την κατάδυση στο μπερνχαρντικό σύμπαν. Από τη μία, η ανάγκη για ένα δυνατό ανάγνωσμα, αφορμή που περιλαμβάνει αρκετούς ακόμα συγγραφείς, μια επίλεκτη ομάδα υποστήριξης, ένα σίγουρο καταφύγιο. Από την άλλη, η ανάγκη για μάζεμα του μυαλού, αφορμή που περιλαμβάνει σαφώς λιγότερους
-και εκλεκτότερους- γραφιάδες, όταν η αυτοσυγκέντρωση αποτελεί το ζωτικής σημασίας ζητούμενο. Δεν είχα παράπονο από τα βιβλία της προηγηθείσας της Πρόζας περιόδου, όμως είχα ανάγκη από έναν εγκλωβισμό, από την πολυπόθητη αποκοπή. Και είναι τέτοια η γραφή του Μπέρνχαρντ, ιδανική για περιπτώσεις όπως η δική μου τότε, γραφή που σε αρπάζει και δεν σε αφήνει ακόμα και όταν η ανάγνωση έχει πια τελειώσει, σε πετάει στις σπείρες του, σε αφήνει να παλεύεις με τους αντίλαλους, τις παρηχήσεις, τις επαναλήψεις, και επιχειρώντας να ανταποκριθείς εγκεφαλικά στις απαιτήσεις, βρίσκεσαι ξαφνικά συναισθηματικά μπλεγμένος. Η κάθαρση δεν είναι βέβαιη.
Πάνε χρόνια, σε ένα χωριό της Βόρειας Ισπανίας, διάβαζα την Ξύλευση, η αποκλειστική σχεδόν επαφή μου με την ελληνική γλώσσα για ένα μεγάλο διάστημα, όταν, έκπληκτος, μια μέρα συνειδητοποίησα πως ακόμα και τα πιο τυπικά μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που έγραφα διακατέχονταν από μια μπερνχαρντική επιρροή ύφους και χρήσης της γλώσσας, μηνύματα απλοϊκά όπως: εδώ όλα καλά, εκεί;, μεταμορφώνονταν σε κάτι άλλο, ξένο προς τον προσωπικό μου τρόπο σκέψης και έκφρασης.
Eως τώρα είχα διαβάσει μυθιστορήματα του Αυστριακού συγγραφέα, είχα παρακολουθήσει και δύο θεατρικές παραστάσεις βασισμένες σε έργα του, διηγήματά του δεν είχα διαβάσει. Oταν ένιωσα την ανάγκη για κάτι από Μπέρνχαρντ, ανάγκη που προφανώς είχε προηγηθεί της δικής μου αναγνώρισης, εκ φύσεως αργοπορημένης, πώς αλλιώς άλλωστε, και αφού είχαν περάσει μέρες δύσκολες,
εκ των υστέρων αποτιμημένες, αμφιταλαντεύτηκα αν θα έπρεπε να δοκιμάσω την πρόσφατη στα ελληνικά Πρόζα ή κάποιο μυθιστόρημά του, διαβασμένο ή αδιάβαστο, δευτερεύον ερώτημα το οποίο δεν απαντήθηκε ποτέ· θα ήταν η Πρόζα.
Πραγματικά, ο νέος παιδαγωγός κι εγώ, ο παλιός, μέχρι αυτήν τη στιγμή, δεν μπορέσαμε να ανοίξουμε ούτε μια συζήτηση. Δεν είναι συζητήσεις τα σχόλια για τις ακραίες καιρικές συνθήκες, τα χρώματα, τον εγωισμό της φύσης, τις απότομες αλλαγές του τοπίου στους πρόποδες των Aλπεων, για διαβασμένα και αδιάβαστα βιβλία, για προθέσεις και έλλειψη προθέσεων, για την καταστροφική απέχθεια των οικότροφων προς τη μελέτη, για τις δικές μας απέχθειες, για το φαγητό και τον ύπνο, την αλήθεια και το ψεύδος, προπάντων όμως για την παραμέληση, σε εξοργιστικό βαθμό, από τους εκάστοτε υπευθύνους, της συντήρησης των μονοπατιών του δάσους, στα οποία περπατάμε. Τα σχόλιά μας εξουδετερώνουν τη θέληση για συζήτηση, οι παρατηρήσεις μας, όπως όλες οι παρατηρήσεις γενικά, που εκείνος
αποκαλούσε “απόπειρες πρόσληψης της επικαιρότητας”, δεν έχουν καμιά σχέση με το πραγματικό νόημα της συζήτησης.
Και ήδη από το πρώτο διήγημα, όπως ο βαριά άρρωστος ανακουφίζεται άμεσα από τον ορό, καθώς το σώμα ενυδατώνεται και υποστηρίζεται στη μάχη ενάντια στη λοίμωξη, έτσι κι εγώ ήδη από το πρώτο διήγημα ένιωσα την ανακουφιστική επίδραση του Μπέρνχαρντ. Είναι ο τρόπος του να παρατηρεί, με οξυδέρκεια την ανθρώπινη φύση και το αλισβερίσι σε κοινωνικό και ατομικό επίπεδο, να καταγγέλλει το θεωρούμενο ως αποδεκτό και φυσιολογικό, να σχολιάζει πικρόχολα, αλλά ορμώμενος από έναν ιδιαίτερο και βαθύ ανθρωπισμό, την αυστριακή πραγματικότητα, τις αγκυλώσεις και τα στερεότυπα ενός κόσμου στον οποίο νιώθει ξένος. Αντίφαση φαινομενική και μόνο αν σκεφτεί κανείς και τον τρόπο με τον οποίο μάχεται τη γερμανική γλώσσα ενώ ταυτόχρονα εκφράζεται σε αυτή με έναν τρόπο μοναδικής ομορφιάς.
Η θεματική του Μπέρνχαρντ δεν είναι εξεζητημένη, φλερτάρει έντονα με το κοινό και το τετριμμένο, είναι ο τρόπος που κάνει το θέμα μοναδικό, που πιάνεται από το ελάχιστο και το τοποθετεί στο επίκεντρο της σκέψης του, στηρίζοντας πάνω σε αυτό το ελάχιστο ένα οικοδόμημα στέρεο και πολυδιάστατο. Σκεφτείτε μια ιστορία στην οποία ο αφηγητής – δικηγόρος δέχεται την επίσκεψη ενός πελάτη του, που μόλις έχει αποφυλακιστεί, και αδυνατεί να προσαρμοστεί, ζει εις βάρος της αδερφής του και σπαταλάει τα λιγοστά του χρήματα στο ποτό. Ή την ιστορία ενός ανθρώπου, που ζει απομονωμένος και αποφεύγει τις κοινωνικές επαφές, ο οποίος βρίσκει μια μέρα σε κάποιο μονοπάτι μια τραγιάσκα, και η αναζήτηση του κατόχου της μετατρέπεται σε εμμονή. Ελάχιστα ελκυστικά θέματα, διαφωνείτε; Και όμως, ανάμεσα σε διηγήματα υψηλού επιπέδου, είναι τα δύο διηγήματα της Πρόζας που περισσότερο με γοήτευσαν.
Καθώς για μια ακόμα φορά, αν και πολύ πιο συνετά αυτή τη φορά, έγινα έρμαιο της ασθένειας και της παθογένειάς μου, σκέφτηκα, τι κάνουμε τώρα; Και στρώθηκα κάτω και άρχισα να γράφω. Και το μόνο που σκεφτόμουν όλη την ώρα που έγραφα, ήταν ότι, μόλις ξεμπερδέψω με δαύτα, θα μαγειρέψω κάτι, επιτέλους θα φάω πάλι κάτι ζεστό, και αιφνιδίως, καθώς όσην ώρα έγραφα είχα ξεπαγιάσει, φόρεσα την τραγιάσκα. Όλοι φοράνε μια τέτοια τραγιάσκα, σκέφτηκα, όλοι, καθώς έγραφα και έγραφα και έγραφα…
Θα ήταν ίσως υπερβολή να αναφερθεί κανείς στο νήμα που ενώνει και ομογενοποιεί τα διηγήματα της συλλογής, είναι τέτοιας έντασης άλλωστε η φωνή του συγγραφέα, ο τόσο προσωπικός τρόπος έκφρασης, ξέρετε, εκείνο που οι κακεντρεχείς ονομάζουν υποτιμητικά μανιέρα, πιστεύοντας, οι αφελείς, πως η λογοτεχνία -και η τέχνη γενικότερα- αποτελεί ένα στίβο διαρκούς επινόησης, έδαφος για φτηνό εντυπωσιασμό, αδυνατώντας να διακρίνουν την πραγματική διάσταση και αποστολή της έκφρασης του προσωπικού και της αναγωγής του σε οικουμενικό. Ο Μπέρνχαρντ είναι ένας από εκείνους τους συγγραφείς που τάραξαν τα λιμνάζοντα ύδατα στη λογοτεχνία του καιρού τους και ανάγκασαν κριτικούς, όπως ο Ρανίτσκι για παράδειγμα, να κοντοσταθούν, να περιμένουν πριν εκφράσουν την τελεσίδικη άποψή τους, την αποθέωση εν προκειμένω.
Στην Πρόζα, για πρώτη φορά, αναρωτήθηκα για την επιρροή του Κάφκα στο έργο του Μπέρνχαρντ, κυρίως όταν διάβασα την ιστορία του Γκέοργκ, στο Έγκλημα του γιου ενός εμπόρου από το Ίνσμπουργκ, συνονόματου με τον πρωταγωνιστή της Κρίσης, την ιστορία ενός νεαρού με μια φρικτή παραμόρφωση εκ γενετής, τον οποίον η οικογένεια στέλνει στη Βιέννη, όσο μακρύτερα γινόταν δηλαδή, να σπουδάσει, για να γλυτώσει έτσι η αγία οικογένεια, έστω και προσωρινά, από το μίασμα. Ο Γκέοργκ αυτοκτονεί.
Το επίμετρο του μεταφραστή Βασίλη Τσαλή κλείνει επιτυχώς τη συλλογή, κατατοπιστικό σε σχέση με το ευρύτερο έργο του Μπέρνχαρντ, με αναφορές και βιβλιογραφία, αποτελεί μια καλή αρχή περαιτέρω ενασχόλησης με έναν από τους συγγραφείς του προηγούμενου αιώνα που επηρέασαν όσο λίγοι τη λογοτεχνική γραφή εν γένει.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα