Δευτέρα, 25 Νοεμβρίου, 2024

Στα παλιά τα σινεμά!

Aπό το γέλιο και τη συγκίνηση, στο χειροκρότημα και στις αποδοκιμασίες για τον κινηματογραφιστή-χασάπη που εξαφάνιζε πλάνα της ταινίας. Από την προβολή συνοδεία χωροφυλακής στα αυστηρώς ακατάλληλα και τις θρησκευτικές ταινίες. Οι κινηματογράφοι στην επαρχία των Χανίων άνθισαν μετά τη δεκαετία του ’50 και έσβησαν ήσυχα “πιεσμένοι» από την τηλεόραση και το video τη δεκαετία του ΄80. Βρήκαμε ιδιοκτήτες και εργαζόμενους σε τρία σινεμά και τους ζητήσαμε να μοιραστούν μαζί μας τις ξεχωριστές και μοναδικές στιγμές που ένιωσαν μπροστά από τα ταμεία, πίσω από τις μηχανές προβολής, στις κινηματογραφικές αίθουσες.

“ΑΣΤΟΡ” ΣΤΟ ΚΑΣΤΕΛΙ ΚΙΣΑΜΟΥ
Από τον Ξανθόπουλο… στο Έλ Πάσο
Η μηχανή προβολής παραμένει ανενεργή εδώ και 24χρόνια, τα καθίσματα όμως έχουν το ίδιο ζωηρό καφέ χρώμα και μια ολιγόλεπτη επίσκεψη στην αίθουσα δεν μπορεί παρά να γεννά αναμνήσεις. Ολόκληρες γενιές ανατράφηκαν στο σινέ “Αστορ” στο Καστέλι Κισάμου. Το σινεμά που για 33 χρόνια ψυχαγωγούσε όλη την Κίσαμο. Εκεί είναι το άντρο του  Γιάννη Σταματάκη, πιο γνωστού και ως “Σταματόγιαννη”. Του ανθρώπου που έκοβε τα εισιτήρια, που έτρεχε μέσα στην αίθουσα για να δει αν όλα είναι καλά, που φόρτωνε τις μπομπίνες, που έκανε την προβολή.
Το σινεμά πρωτολειτούργησε το 1957. Ο Σταματόγιαννης έφτιαξε το κτήριο με πρώτη σκέψη να κάνει δύο καταστήματα, όμως πολύ γρήγορα αποφάσισε να κάνει κινηματογράφο. «Πάντα κατέβαζα ιδέες, ήμουν τολμηρός. Και δεν είναι μόνο το σινεμά. Στη συνέχεια έκανα και κτηματομεσητικό γραφείο και studio ηχογράφησης» λέει ο κ. Σταματάκης. Τα πρώτα χρόνια δεν δούλευε ο ίδιος το σινεμά. Το νοίκιαζε στον Πολάκη από τα Χανιά μέχρι και το 1967. Τότε τελείωσε το συμβόλαιό τους και ο κ. Σταματάκης χρεώθηκε σε τράπεζες και έδωσε 265.000 δρχ. για μηχανή προβολής, καθίσματα και την πλήρη ανακαίνιση του χώρου.
«Επικρατούσε το αδιαχώρητο στο σινεμά. Η λέξη “χαμός” δεν είναι ικανή να περιγράψει τι συνέβαινε. Τις Κυριακές παίζαμε από τις 2 το μεσημέρι μέχρι το βράδυ».

ΟΛΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟ
Εκατοντάδες οι ταινίες για τις οποίες έγινε… διαδήλωση έξω από τα ταμεία το κινηματογράφου. Σε μια εποχή που δεν υπήρχαν πολλές και προσιτές ευκαιρίες για διασκέδαση για τον πολύ κόσμο, ο κινηματογράφος ήταν μια διέξοδος. «Τι να πρωτοθυμηθώ; Ο πανικός που επικράτησε στην “Σφραγίδα του Θεού” με τον Ξανθόπουλο; Στο “Μονομαχία στο Ελ. Πάσο”; Τρεις φορές την ημέρα το έπαιζα» λέει. Ηταν τόσο επιδραστικός τότε ο κινηματογράφος και τόσο αληθινός στα μάτια του πολύ κόσμου που πολύ θυμούνται θεατές να σκύβουν ή να πέφτουν στο πάτωμα του σινεμά για να αποφύγουν το αεροπλάνο της ταινίας που φαινόταν έτοιμο να συντριβεί από τους αιθέρες της μεγάλης οθόνης… στην Κίσαμο.
Yπήρχαν βέβαια και άλλα απρόοπτα. Ο ύπνος δύο ανθρώπων μέσα στην αίθουσα με το ροχαλητό τους να ενοχλεί τους υπόλοιπους ή του θεατή που ξεχάσθηκε στα πίσω καθίσματα, το σινεμά έκλεισε και αυτός περίμενε το πρωί για να βγει έξω.
«Ολα αυτά μέχρι το 1970. Τότε με το να βγει η τηλεόραση έπεσε η κίνηση κατά 50%. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 έρχεται το video, άλλο 20% κάτω στην κίνηση. Έκλεισα  τον Αύγουστο του 1990. Τότε ήταν η τελευταία μου προβολή. Δεν έβγαινε το μεροκάματο. Δεν έβγαινε για χρόνια βέβαια αλλά κάναμε προσπάθεια με κάθε τρόπο να τον κρατήσουμε ανοικτό. Δεν το μπορέσαμε» αναφέρει.

ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟ ΣΙΝΕΜΑ ΑΛΛΑ ΚΑΙ…
Το σινέ “Αστορ” είχε και θεματικές ενότητες. Το Πάσχα έπαιζε θρησκευτικές ταινίες. «Κάθε Μεγάλη Παρασκευή ξεκινούσα τις προβολές από τις 9 το πρωί. Ταινίες με θρησκευτικό περιεχόμενο, για τα πάθη του Ιησού, τα ιστορικά γεγονότα της σταύρωσης, βίοι των αγίων. Πολύ μεγάλη κίνηση» λέει ο ιδιοκτήτης. Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 έγινε κάτι τολμηρό για τα… ήθη της περιοχής καθώς στο σινεμά προβάλλονταν και ταινίες ερωτικού περιεχομένου. Μετά από παρέμβαση του τότε μητροπολίτη Ειρηναίου στον κ. Σταματάκη πάντως, οι ταινίες αυτές περιορίσθηκαν και στη συνέχεια σταμάτησαν.

ΟΙ ΤΖΑΜΠΑΤΖΗΔΕΣ
Ο κινηματογράφος λειτουργούσε και το καλοκαίρι ως θερινός. Πάνω από τη συρρόμενη οροφή του μαζεύονταν κάθε βράδυ 20-30 παιδιά. «Φτωχάκια ήταν, λέω δεν πειράζει άστα τα παιδιά, και τζάμπα τα έβαζα όταν δεν είχα κόσμο.
Μια μέρα έρχεται την ώρα της προβολής μια κυρία και μου κάνει παράπονο ότι τα παιδιά από πάνω πετούσαν χαλικάκια στην κόρη της που ήταν μέσα στο σινεμά.   Ανεβαίνω στην οροφή και αρπάζω τον πιο ζωηρό. Φορούσε σακάκι και όπως τον έπιασα κάνει μια κίνηση βγάζει το σακάκι και τρέχει. Μου έμεινε το σακάκι και βρήκα μέσα τη μαθητική του ταυτότητα.
Τηλεφωνώ στον γυμνασιάρχη τότε και του λέω τα παράπονα μου, ότι δεν μπορώ να κάνω προβολές εξαιτίας ορισμένων μαθητών. Του λέω ότι έχω και την ταυτότητα μαθητή του. Ο γυμνασιάρχης με κάλεσε να πάω την επομένη με την ταυτότητα στο σχολείο. Τη νύκτα δεν κοιμήθηκα. Σκεφτόμουν ότι αν πάω θα καταστρέψω το παιδί και αποφασίζω να μην πάω. Με παίρνει τηλέφωνο ο γυμνασιάρχης να ρωτήσει γιατί δεν πήγα. «Το μετάνιωσα» του λέω. «Δεν θέλω να το καταστρέψω το παιδί». Ήταν δύσκολες εποχές τότε. Πέρασαν χρόνια, 15-20, και μια μέρα ένας άντρας με βλέπει να βγαίνω από την τράπεζα και μου κάνει νόημα. Δεν τον αναγνώρισα  ούτε όταν τον είδα από κοντά. Ήταν ο μαθητής. Είχε φύγει στην Αυστραλία και γύρισε πίσω στην Κρήτη και έφτιαξε ένα ξενοδοχείο στο Μάλεμε. Με ευχαρίστησε που δεν τον “έδωσα” και από τότε, όποτε τύχει πίνουμε ένα καφέ μαζί».
Από τη σκηνή του “Αστορ” έχουν περάσει δεκάδες θεατρικοί θίασοι.
«Μόνο η Βουγιουκλάκη δεν έχει τύχει να έλθει. Στον Βόγλη μου έσπασαν τη τζαμαρία, στον Βερλέκη μαζεύτηκαν όλες οι γυναίκες της Κισάμου, την Καίτη Παπανίκα την έφερε 3-4 φορές, όταν ήλθε και ο Σταυρίδης. Μου είχαν πει πρόσεξε μην πει κανείς τίποτα από κάτω για τον Ολυμπιακό γιατί θα αποχωρήσει… ήταν φανατικός και είχα το νου μου στους πιτσιρικάδες μην του πετάξει κανείς καμιά κουβέντα και διαλύσει η παράσταση… εποχές και αυτές» καταλήγει ο παλιός κινηματογραφιστής.

“ΑΚΡΟΠΟΛ” ΣΤΙΣ ΒΟΥΚΟΛΙΕΣ
Σινεμά ο… Παράδεισος
“Σινεμά ο παράδεισος”. Κάτι από την ταινία του Τορνατόρε θυμίζει η ιστορία του κινηματογράφου “Ακροπόλ” στις Βουκολιές στα μέσα της δεκαετίας του ’70. Ενας από τους πρώτους κινηματογράφους της ευρύτερης περιοχής με δεκάδες κόσμου να παρακολουθούν τις δύο προβολές κάθε Τετάρτη και Κυριακή ακόμη κι όταν οι ταινίες είχαν περάσει από… λογοκρισία λόγω πολιτεύματος.
Το πολιτικό σχόλιο ή το φιλί της οθόνης που αφαιρείται μετά την λογοκρισία από την κόπια της κάθε ταινίας, το φιλί που περιμένουν αλλά δεν βλέπουν οι θεατές προκαλούσε έντονες αποδοκιμασίες φωνάζοντας… «Χασάπηη” όπως μας περιγράφει ο Γιώργος Καλαϊτζάκης που 14χρονος μαθητής τότε, ήταν ο μικρός χειριστής της ταινίας στο κινηματογράφο “Ακροπόλ”.
Μιλώντας στις “διαδρομές” ο κ. Καλαϊτζάκης “ξετύλιξε” εικόνες και σκηνές που εξελίσσονταν γύρω από την κινηματογραφική αίθουσα μέσα από την οθόνη της οποίας οι κάτοικοι της περιοχής ζούσαν τα όνειρά τους, αλλά και για τη σημασία της 7ης Τέχνης στην κουλτούρα μιας επαρχιακής πόλης, μέσα από την απλή καθημερινότητά της.
Ο κινηματογράφος λειτούργησε στις Βουκολιές, στην είσοδο του χωριού λίγο μετά τα μέσα της δεκαετίας προς τα τέλη του ’75 από την οικογένενεια Γερεουδάκη. Λειτουργούσε χειμώνα και καλοκαίρι μέχρι το 1983, όπως μας είπε ο κ. Καλαϊτζάκης.
«Ηταν από τους πιο σύγχρονους κινηματογράφους της εποχής και ανταγωνιζόταν αυτούς των Χανίων καθώς είχε ειδικό εξοπλισμό για τον ήχο, αναδιπλούμενα καθίσματα πολυτελείας κ.ά.. Το Σαββατοκύριακο προβάλλονταν οι πρώτες ελληνικές ταινίες όπως ο “Αστραπόγιαννος”, ταινίες με τη Βουγιουκλάκη όπως “Υπολοχαγός Νατάσα” ενώ την Τετάρτη γινόταν ο “χαμός” με τις προβολές ξένων ταινιών γουέστερν. Είχε πάρα πολύ κόσμο, γιατί δεν υπήρχε τηλεόραση και ο κόσμος τότε αγκάλιασε τον κινηματογράφο που ήταν πάνω στο ξεκίνημά του» ανέφερε ο κ. Καλαιτζάκης.
«Εγώ ήμουν τότε μαθητής 14χρονών και επειδή μου άρεσε ο κινηματογράφος, πήγαινα εκεί, έβλεπα τις ταινίες και βοηθούσα τον χειριστή που οι ιδιοκτήτες έφερναν από τα Χανιά για να δουλεύει τη μηχανή του κινηματογράφου. Διότι δεν ήταν εύκολο να το κάνει ο καθένας αφού ο μηχανισμός δούλευε με σπινθήρες από κάρβουνα.  Μέχρι που μια μέρα που συνέβη κάτι ζόρικο, χρειάστηκε να δουλέψω μόνος μου ως παιδί τη μηχανή του κινηματογράφου και επειδή τα κατάφερα, με κράτησαν να δουλεύω εγώ τη μηχανή.
Ετσι άρχισα να δουλεύω τη μηχανή στο “Ακροπόλ” μέχρι το 1980 περίπου που έφυγα φαντάρος».

ΤΑ ΕΥΤΡΑΠΕΛΑ
«Επειδή η μηχανή του κινηματογράφου δούλευε με σπινθήρες από κάρβουνα, τα οποία κρατούσαν μέχρι το τέλος της ταινίας και μετά τελείωναν, έπρεπε να προσέχει ο χειριστής για να το αντικαθιστά. Οπότε έπρεπε να παρακολουθούμε το κάτοπτρο και το φως που περνούσε πέφτοντας πάνω στην οθόνη. Τα κάρβουνα εάν δεν ήταν ακριβώς, χαλούσε η εικόνα, σκούραινε, άλλες φορές θόλωνε.
Εάν δεν το παρακολουθούσε ο χειριστής της μηχανής και ξεχνιότανε, αυτό γινόταν συχνά και θόλωνε η εικόνα με αποτέλεσμα οι θεατές να μην βλέπουνε. Ετσι πολλές φορές γινόταν φασαρίες και φώναζαν αποδοκιμαστικά “Χασάπηηη” απευθυνόμενοι προς το χειριστή.
Αυτό είχε συμβεί και σε μένα κάποιες φορές. Το ίδιο γινόταν εάν η ταινία ήταν πολυχρησιμοποιημένη και έσπαγε, πάλι προκαλούσε πολλές φωνές διαμαρτυρίας.
Οσο για τα λογοκριμένα… διότι οι ταινίες που έρχονταν ήταν έτσι κι αλλιώς ήδη λογοκριμένες τότε, πάλι οι θεατές το καταλαβαίνανε από τις σκηνές που είχαν “κοπεί” άτσαλα. Γιατί πρώτα τις έβλεπε στην Αθήνα μια Επιτροπή που έκοβε τις “απαγορευμένες” σκηνές, αυτές δηλαδή που εκείνοι θεωρούσαν ότι δεν πρέπει να παιχτούν και μας έστελναν την ταινία… “κομμένη”. Ο κόσμος αντιδρούσε γιατί φαινόταν ότι ήταν λογοκριμένο από το κόψιμο…
Το επιφώνημα “εεεε Χασάπη”, “έδινε και έπαιρνε” σε αισθηματικές αλλά και πολιτικές ταινίες».
Τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν, καθως επήλθε η ραγδαία τεχνολογική εξελιξη του 20ού αιωνα, που οδήγησε στο κλείσιμο του κινηματογράφου “Ακροπόλ”. «Μετά που ξεκίνησε η τηλέοραση, όπως ήταν λογικό ο κινηματογράφος άρχισε να έχει λιγότερο κόσμο» σημείωσε.
Ο κινημαγράφος “Ακροπόλ” στις Βουκολιές εδώ και χρόνια παραμένει κλειστός, αφήνοντας αναμνήσεις στους παλαιότερους που περνούν ως περαστικοί από το δρόμο και την ελπίδα στους νεότερους της περιοχής ότι ίσως κάποτε το παλιό σινεμά θα μπορούσε να ξαναλειτουργήσει…

kalybes“ΚΟΡΩΝΙΔΑ” ΣΤΙΣ ΚΑΛΥΒΕΣ
Προβολή συνοδεία χωροφύλακα
«Ωραία χρόνια, όμορφες αναμνήσεις, μεγάλωσα μέσα στο σινεμά» είναι τα λόγια του Κώστα Γαβριλάκη. Σε ηλικία 11 ετών πρωτομπήκε στο σινεμά που βρίσκεται στο κεντρικό δρόμο των Καλυβών που ξεκίνησε να λειτουργεί στα 1963-64. Το σινεμά δεν είχε επίσημο όνομα. Ατυπα όπως θυμούνται μερικοί κάτοικοι της περιοχής το έλεγαν “Κορωνίδα” ή “Ιπποκορώνιον”.
«Τον είχαν ξεκινήσει δύο θείοι μου οι Δημήτρης και Ιωάννης Γαβριλάκης. Ήταν ο πρώτος μόνιμος που ξεκίνησε στην περιοχή. «Καθόμουν στο ταμείο τότε ή στον έλεγχο για τα σπασμένα δοντάκια στις μπομπίνες. Κόβαμε την ταινία όταν ήταν πολύ χαλασμένη και τη φτιάχναμε με τα χέρια μας» εξηγεί ο κ. Κώστας. Παρόλες τις προσπάθειες πολλές ταινίες είχαν τόσο χάλια ποιότητα που οι ζημιές ήταν καθημερινές. «Θυμάμαι να παίζουμε τον “Μασίστα”, μια ιταλική ταινία φαντασία. Θα έσπασε 15 φορές μέσα στη προβολή. Χαμός από κάτω φασαρία, σφυρίγματα, διαμαρτυρίες, “τα λεφτά μας πίσω”, τι να κάνουμε και εμείς. Νομίζετε ότι ήταν εύκολο πράγμα;».
Το σινεμά για την εποχή ήταν σημείο αναφοράς για όλο τον δυτικό Αποκόρωνα. «Γίνονταν το νυφοπάζαρο εδώ. Ερχονταν οι νεαροί να κάνουν το… καμάκι τους, έδιναν ραντεβού τα ζευγαράκια. Και το καλοκαίρι άδειαζε όλος ο κινηματογράφος από τα καθίσματα και πήγαινε στο πίσω μέρος προς τη θάλασσα και γινόταν… θερινός!».

ΑΥΣΤΗΡΩΣ ΑΚΑΤΑΛΛΗΛΟΝ
Με τα ήθη να είναι πολύ αυστηρά και την πολιτική λογοκρισία παρούσα, κάθε προβολή προκαλούσε το ενδιαφέρον όχι μόνο των σινεφίλ αλλά και της χωροφυλακής.«Υπήρχαν τα αυστηρώς ακατάλληλα έργα και τότε ερχόταν η αστυνομία από τους Αρμένους και έκανε έλεγχο μη τυχόν μπει κάποιος ανήλικος μέσα. Και μην φαντάζεστε τίποτα σοβαρό. Αυστηρώς ακατάλληλο είχε χαρακτηριστεί π.χ. το “Κόκκινα Φανάρια” η κλασσική ταινία του ελληνικού κινηματογράφου! Επίσης όλες οι ταινίες που είχαν να κάνουν με γκανγκστερ της Αμερικής Ούτε εμένα δεν με άφηναν να μπω μέσα που δούλευα στο σινεμά γιατί ήμουν μικρός. Μόνο κρυφοκοίταζα από το κουβούκλιο της μηχανής! Επίσης επί χούντας προβάλλαμε υποχρεωτικά και τα επίκαιρα με τους λόγους του Πατακού και του Παπαδόπουλου» αναφέρει ο κ. Γαβριλάκης.
Όμως ο περισσότερος κόσμος επέλεγε το σινεμά για διασκέδαση. Για να γελάσει, να συγκινηθεί, να ξεχαστεί για λίγο. «Οι ταινίες με τον Ξανθόπουλο ήταν μια μυσταγωγία. Τελείωνε η ταινία και ο κόσμος έφευγε με πρησμένα τα μάτια από το κλάμα. Συγκίνηση, κλάματα. Αυτές τις παίζαμε και δύο φορές την ημέρα! Τόση απήχηση.  Εμεινα εκεί μέχρι που τελείωσα το Γυμνάσιο το 1971. Στη συνέχεια έφυγα για την Αθήνα. Ο κινηματογράφος λειτούργησε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80 όταν και έκλεισε οριστικά» καταλήγει ο συνομιλητής μας.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Ειδήσεις

Χρήσιμα