Μέρες της καραντίνας για όλον τον πλανήτη. Ο κατ’ οίκον εγκλεισμός για πολλούς είναι οδυνηρός. Ζωές η μια πάνω στην άλλη, δίχως το απαραίτητο χώρο να αναπνεύσουν ελεύθερα.
Συνάμα είναι και οι οικονομικές δυσκολίες, συνεπακόλουθες, γιατί ενός κακού χίλια δυο άλλα έπονται. Νεύρα τεζαρισμένα σαν τις χορδές ενός βιολιού έτοιμα να σπάσουν στην ένταση της στιγμής.
Προκαλείται η βία. Αυτή που ειδησεογραφικά αναφέρεται ως ενδοοικογενειακή βία, συνήθως θύματα της οι γυναίκες, το αδύναμο φύλλο. Αδικαιολόγητη πάντα και κατακριτέα. Αλλά είπαμε η στέρηση της ελευθερίας ίσως να δικαιολογεί κάποια ένταση, όχι όμως και τις ακρότητες. Είναι αυτή η στέρηση ελευθερίας που νιώθουν ότι δέχονται οι έφηβοι από τους καταπιεστικούς γονείς. Καθώς και όσοι δεν έχουν κάνει προσωπική οικογένεια, και είναι αυτές τις μέρες πιο κοντά σε γονείς, σε παππούδες και γιαγιάδες, σίγουρα κι αυτοί λίγο πιέζονται. Το ίδιο και εγώ, σκέφτομαι την επίπλαστη ελευθερία που ίσως είχα αποκτήσει με τα χρόνια μεγαλώνοντας. Τώρα μου φαίνεται κάπως θλιβερή, όσο θα μπορούσε να είναι η ελευθερία μετά τον θάνατο των αγαπημένων προσώπων που αν και θα τα αγαπούσαμε ακόμα, εκείνα θα μας είχαν απαρνηθεί για πάντα. Γι’ αυτό προσπαθώ ήρεμα να συνυπάρχω, κι ας ακούω πάντα το παράπονο στ’ αυτιά μου στο στίχο της μαντινάδας: «Eχεις με και δε με ψηφάς, μα όταν θα με χάσεις…»