Το μεγαλύτερο μέρος της τιμής των τσιγάρων πάει στο κράτος, έσοδο που όμως δεν χρησιμοποιείται για να υποστηριχτεί η διακοπή του καπνίσματος…
Γράφαμε την περασμένη εβδομάδα (ΧΝ 30/7/2019) για τις αντιφάσεις και τις ελλείψεις της νομοθεσίας απαγόρευσης του καπνίσματος στους κλειστούς δημόσιους χώρους, την οποία καταχρηστικά ονομάζουμε «αντικαπνιστική». Σήμερα θα δούμε λίγο τις οικονομικές διαστάσεις του ζητήματος.
Λαθρεμπόριο. Η Ελλάδα έχει υπογράψει (από το καλοκαίρι του 2013) αλλά δεν έχει ακόμη κυρώσει το «Πρωτόκολλο για την εξάλειψη του παράνομου εμπορίου προϊόντων καπνού» στο πλαίσιο της Σύμβασης-Πλαίσιο του Παγκοσμίου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) για τον έλεγχο του καπνού. Αυτό βέβαια, δεν εμποδίζει τη σύλληψη διακινητών λαθραίων τσιγάρων και τον εντοπισμό παράνομων εργαστηρίων κατασκευής ή πλοίων φορτωμένων με λαθραία τσιγάρα.
Σε πρόσφατο Ευρωβαρόμετρο σχετικά με το πως αντιμετωπίζουν οι Ευρωπαίοι τα λαθραία τσιγάρα διαβάζουμε ότι στην Ελλάδα η διείσδυση στην αγορά των λαθραίων ανέρχεται στο 29% (τρίτη θέση στην ΕΕ). Τα λαθραία τσιγάρα προσφέρονται κυρίως στο δρόμο (80%) (δεύτερη θέση στην ΕΕ) ενώ το 69% των ερωτηθέντων δηλώνει ότι τα λαθραία είναι πάνω από 50% φθηνότερα (πρώτη θέση στην ΕΕ).
Παράλληλα, το 68% πιστεύει ότι από το λαθρεμπόριο τσιγάρων το κράτος χάνει έσοδα (δεύτερη θέση), ενώ μόλις το 20% θεωρεί ότι οι χαμηλές τιμές ενθαρρύνουν το κάπνισμα από τους νέους (26η θέση). Τέλος, μόνο το 11% πιστεύει ότι το λαθρεμπόριο τσιγάρων χρηματοδοτεί το οργανωμένο έγκλημα (ενώ το 45% πιστεύει ότι το οργανωμένο έγκλημα χρηματοδοτείται από το παράνομο εμπόριο όπλων – πρώτη θέση – και το 71% από το εμπόριο ναρκωτικών – 13η θέση).
Φορολογία. Ένας από τους λόγους που το κράτος δεν είναι πάντα πρόθυμο να περιορίσει την κατανάλωση καπνικών προϊόντων είναι και τα σημαντικά έσοδα από την φορολογία τους. Στοιχεία της ΑΑΔΕ από τα τελευταία τέσσερα χρόνια δείχνουν ότι η φορολογία αποφέρει κάθε χρόνο γύρω στα 3 δισ. €. Μάλιστα, το 2016, ενόψει της αύξησης της φορολογίας το 2017 σημειώθηκε ρεκόρ λόγω αποθεματοποίησης των συναφών προϊόντων.
Με βάση την τελευταία έκθεση του ΠΟΥ και τα στοιχεία της ΑΑΔΕ για τους φόρους που εισέπραξε το Δημόσιο, εκτιμάται ότι 3 εκατ. Έλληνες ξοδεύουν κάθε χρόνο πάνω από 3 δισ. ευρώ σε καπνικά προϊόντα. Από τα περίπου 4 ευρώ που στοιχίζει κάθε πακέτο τσιγάρων το 89% (δηλ. 3,5 ευρώ) είναι φόροι ενώ οι διαφυγόντες φόροι από τα λαθραία τσιγάρα υπολογίζονται σε περίπου 600 εκατ. ευρώ ετησίως.
Να τονίσουμε ότι η τιμή του πακέτου στην Ελλάδα παραμένει σχετικά χαμηλή. Στην τελευταία του έκθεση ο ΠΟΥ τονίζει ότι ένα μέσο διακοπής του καπνίσματος είναι η αύξηση της τιμής του πακέτου μέσω υψηλότερης φορολόγησης. Αυτό εφαρμόζεται με επιτυχία στη Γαλλία όπου ο πρόεδρος Μακρόν δεσμεύτηκε προεκλογικά ότι η τιμή του πακέτου θα φτάσει σταδιακά στα 10 ευρώ – ήδη έχει ξεπεράσει τα 8.
Μάλιστα, το 50% των Γάλλων καπνιστών δήλωσαν έτοιμοι να το κόψουν αν η τιμή αυξηθεί τόσο πολύ. Έτσι, μέχρι τα μέσα του 2018 ένα εκατ. Γάλλοι το είχαν ήδη κόψει … Αν οι φόροι των καπνικών προϊόντων στην Ελλάδα διπλασιάζονταν και αυτό εξανάγκαζε τους μισούς καπνιστές να το κόψουν, τα έσοδα του κράτους θα έμεναν περίπου τα ίδια, αλλά θα υπήρχε εξοικονόμηση στα έξοδα, τα οποία συνδέονται με την περίθαλψη των ασθενών που πάσχουν από ασθένειες οι οποίες οφείλονται αποδεδειγμένα στο κάπνισμα …
Κόστος. Βέβαια μια τέτοια αύξηση της τιμής των καπνικών προϊόντων θα υποδιπλασίαζε τις πωλήσεις. Και αυτό θα έπληττε κυρίως την απασχόληση στον κλάδο της καπνοβιομηχανίας. Σε παλαιότερη μελέτη του ΙΟΒΕ το σύνολο των θέσεων εργασίας στον κλάδο είχε υπολογιστεί σε 28.563 άτομα (17.801 στην καπνοβιομηχανία και 10.762 στο χονδρικό και λιανικό εμπόριο).
Κατ’ αντιδιαστολή ο συνολικός αριθμός των θανάτων από καρκίνους, καρδιαγγειακά και αναπνευστικά νοσήματα ανερχόταν το 2016 σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ σε 88.249. Αν οι μισοί από αυτούς τους θανάτους (44.125) οφείλονταν στο κάπνισμα, τότε σε κάθε περίπου 10 θέσεις εργασίας στον κλάδο της καπνοβιομηχανίας αντιστοιχούν περίπου 15 θάνατοι από το κάπνισμα κάθε χρόνο … Χωρίς να υπολογίζουμε τις αναπηρίες και τα άλλα προβλήματα υγείας που συνδέονται με το κάπνισμα.
Όσον αφορά τον υπολογισμό του κόστους της περίθαλψης των ασθενειών που οφείλονται στο κάπνισμα υπάρχουν διάφορες μεθοδολογίες. Αν και καθεμιά δίνει διαφορετικά αποτελέσματα, εκτιμάται ότι το εν λόγω κόστος ανέρχεται σε περίπου 1,9% της συνολικής δαπάνης υγείας (ή 1,06 δισ. ευρώ για το 2015). Άλλες μελέτες που συνυπολογίζουν και άλλους παράγοντες (απώλεια ωρών εργασίας, μειωμένη παραγωγικότητα κλπ.) το ανεβάζουν από 6 έως 14% της συνολικής δαπάνης υγείας (ή από 3,4 έως 3,3 δισ. ευρώ για το 2011).
Ένα είναι σίγουρο. Οι φόροι που συγκεντρώνει το κράτος από τα καπνικά προϊόντα δεν δαπανώνται για προγράμματα υποστήριξης της διακοπής του καπνίσματος, παρόλο που αυτός είναι ένας από τους στόχους του ΠΟΥ.
Στην τελευταία του έκθεση η Ελλάδα εμφανίζεται: α) να μην διαθέτει εθνικό αριθμό δωρεάν κλήσεων για την παροχή συμβουλών σχετικά με την διακοπή του καπνίσματος, β) να μην καλύπτει το κόστος υποκατάστατων της νικοτίνης, τα οποία δεν περιλαμβάνονται στον εθνικό κατάλογο των βασικών φαρμάκων, γ) να παρέχει υποστήριξη για την διακοπή του καπνίσματος σε λιγότερες από τις μισές τοπικές ομάδες πρωτοβάθμιας υγείας και σε λιγότερα από τα μισά νοσοκομεία και ιατρεία ενώ καλύπτει μόνο ένα μέρος του κόστους και δ) να μην διαθέτει τέτοια υποστήριξη σε επίπεδο κοινοτήτων.
Συμπέρασμα. Η καθολική εφαρμογή της νομοθεσίας απαγόρευσης του καπνίσματος δεν θα είναι εύκολη υπόθεση. Τα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα είναι τεράστια. Για παράδειγμα, η «μεγαλύτερη εμπλοκή της αστυνομίας» στους ελέγχους αναφέρθηκε ως πρώτη προτεραιότητα του Υπουργείου Υγείας. Ωστόσο, δεν είδαμε κάποια σχετική νομοθετική ρύθμιση στο κεφάλαιο με τις ρυθμίσεις για το εν λόγω Υπουργείο που περιλαμβάνονται στο πολυνομοσχέδιο για ΟΤΑ και άσυλο που συζητείται ήδη στη Βουλή.