Η γειτονιά των “λιμανίσιων”, των πολλές φορές… άτακτων παιδιών αλλά κυρίως των ανθρώπων της βιοπάλης και της σκληρής καθημερινότητας. “Κολομπίτες” οι άνθρωποι που γνώρισαν τα δύσκολα μεταπολεμικά χρόνια, που έζησαν τις μαύρες εποχές των συνταγματαρχών και που άλλαξαν μαζί με την πόλη με τον τουρισμό.
Σε μια γωνιά του “Κολόμπο” ανοίξαμε κουβέντα με παλιούς και νέους ανθρώπους της γειτονιάς.
Γιατί Κολόμπο πρώτα από όλα; «Υπήρχε επί Ενετών η πύλη του Κολόμπο, και από εκεί έμεινε το όνομα να χαρακτηρίζει όλη την περιοχή από το Συντριβάνι μέχρι και το Φιρκά και τη σημερινή πλατεία Τάλω» μας λέει ο Μιχάλης Μανουσάκης, παλιός “Κολομπίτης” και ακόμα κάτοικος της περιοχής.
«Αυτές είναι σαχλαμάρες. Το Κολόμπο βγήκε επειδή τα λύματα της πόλης κατέληγαν όλα στη θάλασσα, εδώ μπροστά στο “πέταλο” του λιμανιού» είναι η όχι και τόσο… συμβατή με την ιστορία άποψη του Γιώργου Καπετανάκη, πιο γνωστού ως “Γεωργίου” στους Κολομπίτες.
ΟΛΟΙ ΤΟΥ “ΧΑΡΒΑΡΝΤ”
Οι συνομιλητές μας μεγάλωσαν σε μια γειτονιά που έσφυζε από ζωή. «Μόνο στη Σκουφών εκεί στις αρχές του ’60 θα ήταν 27 παιδιά» λέει ο Γ. Καπετανάκης. «Και στη Ζαμπελίου από τη Χάληδων μέχρι τη Θετοκοπούλου ήταν 57, μετρημένα ένα-ένα» είναι τα λόγια του Μιχ. Μανουσάκη που συμπληρώνει: «Κοίτα εμείς παιδιά ήμασταν όπως είναι τα τσιγγανάκια σήμερα! Κάθε οικογένεια είχε 6 – 7 παιδιά, ξυπόλυτα, έτσι ήμασταν».
Όσο για την καθημερινότητα των υπόλοιπων κατοίκων, η αναζήτηση των προ το ζην.
«Τι δουλειά έκαναν οι μπαμπάδες μας; Επιστήμονες, του Χάρβαρντ όλοι! Τι δουλειά να έκαναν; Με ένα φτυάρι όλη μέρα, μια μπατανόβουρτσα, άλλοι είχαν μαγαζιά. Κουρεία, ραφεία, κάποια καφενεδάκια στην παραλία» θυμάται ο Γ. Καπετανάκης. Ο ίδιος επίσης δεν ξεχνάει ότι στην “Οβραϊκή” παρέμεναν μετά το πόλεμο και δύο Εβραίες που είχαν σωθεί από τη ναζιστική λαίλαπα. «Τα σπίτια εδώ σε όλη τη γειτονιά που ήταν των Εβραίων τα είχαν αγοράσει οι γονείς και οι παππούδες μας όταν έφευγαν. Στη γειτονιά είχαν απομείνει δύο Εβραίες που είχαν γίνει χριστιανές για να μην τις πάρουν οι Γερμανοί. Μία ήταν η Βικτώρια που βαπτίστηκε Μαρία και η άλλη η Αργυρώ» τονίζει.
ΑΝΤΙΠΑΛΟΤΗΤΕΣ
Ο Παναγιώτης Μανουσάκης από την πλευρά του αναπολεί τις “μάχες” μεταξύ των γειτονιών. “Κολόμπο” εναντίον Τοπανά και οι δύο μαζί εναντίον της Ν. Χώρας.
«Στο “Μώλος” εκεί που είναι η πλατεία Τάλω κάτω από το “Ξενία” που ήταν όλο χώμα και χαλίκια παίζαμε ποδόσφαιρο. Εκεί γίνονταν και οι μάχες μεταξύ των γειτονιών. Επίσης τότε ήταν το εγκαταλειμμένο “Φιρκά”, που ήταν το οχυρό των παιδιών του Τοπανά. Οχυρώνονταν εκεί και μας πετούσαν πέτρες. Δύσκολο να το καταλάβουμε! Θυμάμαι επίσης μια μάχη που είχε αφήσει εποχή στο “Συντριβάνι”. Πρέπει να είχαν εμπλακεί και 200 παιδιά με καλάμια, ασπίδες»…
Ο Μιχάλης Μανουσάκης εξηγεί τι σημαίνει “άλλες εποχές”. «Το Ξύλο έπεφτε και από τους γειτόνους και χωρίς παρεξήγηση από τους γονείς. Θυμάμαι ερχόταν του Χριστοδουλή η μάνα με μια λωρίδα εκεί που παίζαμε βόλους στο δρόμο και μας έριχνε όπου μας έβρισκε…».
Δίπλα στα παιγνίδια αυτά, έστω και τα λίγο βίαια, υπήρχε και μια άλλη εικόνα.
«Η γειτονιά ήταν δεμένη! Ελεγε η κα Μαρία στην κα Ειρήνη τι φαγητό έχεις σήμερα; Για να της πάει ένα πιάτο να της δώσει η άλλη άλλο ένα. Μια οικογένεια είχε ένα παιδί άρρωστο με προβλήματα υγείας που έπρεπε να πηγαίνει συχνά στο Νοσοκομείο. Η γειτονιά ήταν δίπλα της. Γιατί; Ισως γιατί όλοι ήμασταν το ίδιο… Αν το πάρεις ταξικά. Φτώχεια, βιοπάλη, μια είχε μεροκάματο ο εργάτης μια δεν είχε. Ο ψαράς άλλοτε έπιανε ψάρι, άλλοτε όχι! Ολοι έβραζαν στο ίδιο καζάνι» αναφέρει ο Π. Μανουσάκης.
Ολοι έχουν μνήμες από την επίσκεψη του Παττακού, τότε υπουργού της Χούντας στο λιμάνι λίγο μετά από μια καταστροφή από τις καιρικές συνθήκες. Ο Παττακός είχε ένα τεφτέρι και συνομιλώντας με κάθε κάτοικο κατέγραφε τις ζημιές τους για να τους… αποζημιώσει.
«Το περίπτερο που υπήρχε και τότε κάτω από το ξενοδοχείο “Λουκία” το είχε η κα Μαρία. Τη ρώτησε λοιπόν ο Παττακός τι ζημιές είχε, έλεγε αυτή, έγραφε αυτός! «200 πακέτα μπισκότα, 300 σοκολάτες, 200 πακέτα τσιγάρα». Ήταν κόσμος και κοσμάκης εκεί γύρω και αρχίζει να φωνάζει ένας τότε, ο επονομαζόμενος και “Μάγγος”: “Μούσι κ. Πατακέ, μούσι”. Συνέχιζε να γράφει ο Παττακός, έκανε ότι δεν άκουγε, λες και θα έδινε αποζημίωση» σημειώνει ο Μ. Μανουσάκης.
ΒΟΥΤΙΕΣ ΣΤΟ ΛΙΜΑΝΙ
Οι “Κολομπίτες” είναι γνωστοί για τις βουτιές στο λιμάνι. Αν δεν σε βουτούσαν στο λιμάνι με τα ρούχα δεν λεγόσουν “Κολομπίτης” λένε οι παλιοί. Χαρακτηριστικά ο Αντώνης Πλυμάκης, παλιός κάτοικος του “Τοπανά” θυμάται ότι αυτή η συνήθεια ήταν… προπολεμική.
Ηταν όμως και αγαπημένη πλάκα μεταξύ τους.
«Το καλύτερο δόλωμα για το ψάρεμα είναι ο καβρός. Πιάναμε πολλούς στο πεζουλάκι που είναι γύρω-γύρω του λιμανιού. Ξάπλωνες λοιπόν να αρπάξεις τον καβρό και οι άλλοι είτε στην είχαν στημένη, είτε γυρόφερναν εκεί στην περιοχή και δεν έχαναν την ευκαιρία. Σε πετούσαν στη θάλασσα σε χρόνο μηδέν. Και αυτός που έπεφτε βέβαια στο κρατούσε δανεικό και την επόμενη ημέρα στη φύλαγε για να σε βρει και να σου ανταποδώσει τη βουτιά» αναφέρει ο Π. Μανουσάκης.
ΓΥΝΑΙΚΕΣ-ΝΑΥΤΑΚΙΑ ΚΑΙ ΠΑΛΙ… ΒΟΥΤΙΕΣ
«Να πειράξεις γυναίκα εδώ, δεν υπήρχε περίπτωση! Δεν το σκεφτόσουν καν. Είχε προβλήματα» λέει ο Γ. Καπετανάκης, που θυμάται ότι οι πιο τολμηροί σε αυτά ήταν οι ναύτες από τα πολεμικά που έδεναν στον Ναύσταθμο. «Και με αυτούς γίνονταν φασαρίες. Επεφτε βουτιά στο λιμάνι που πήγαινε σύννεφο! Υπήρχε ένα παιδί ο Παντελακάκης ο επονομαζόμενος και “Γερμανός”. Τον έλεγαν “Γερμανό” γιατί ήταν ξανθός με ωραία μάτια. Μια μέρα τραβούσε μια “μινοφορούσα” (κοπελιά που φορούσε μίνι) από τα μπουζούκια της Μαρίνας και πέρασαν δίπλα από 5-6 ναύτες που κάτι είπαν για την κοπέλα. Λέει στην κοπελιά ο Γερμανός να πάει από άλλο δρόμο και γυρίζει πίσω “Γερμανός” και πετάει τον ένα στη θάλασσα, τους άλλους δύο τους ξαπλώνει κάτω και οι άλλοι ακόμα τρέχουνε!» αναφέρει χαμογελώντας ο Μ. Μανουσάκης.
Τα ίδια πάνω κάτω και με τους Αμερικάνους. «Μεθούσαν και πλακώνονταν μεταξύ τους, τους την έπεφταν και οι δικοί μας, ειδικά μετά την Κύπρο. ενα βράδυ ένας Αμερικάνος είχε βγάλει τα ρούχα του μεθυσμένος και έκανε strip tease και του την έπεσε όλο το “Κολόμπο” με κλωτσομπουνιές» λέει ο Λευτέρης Πατσουράκης. «Εμείς τα παιδιά πάντως όταν έρχονταν οι Αμερικάνοι τους πλησιάζαμε. “Νο μπάμπα, νο μάμα… σιγκαρέτ;” λέγαμε. Παίρναμε τα άδεια πακέτα και τα παίζαμε όπως οι πιτσιρικάδες σήμερα τις “τάπες”. Τα Winston έδιναν 120 πόντους, ο “Ασσος”… 1 πόντο» είναι τα λόγια του Μ. Μανουσάκη.
ΚΟΛΟΜΠΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΖΑΡΠΕΣ
Από το “Κολόμπο” ξεκίνησε και η χαρακτηριστική περιπαικτική και κοροϊδευτική συνήθεια των Χανιωτών η… ζάρπα. «Ηταν ο μπάρμπα Πέτρος Τσιχλάκης, μετρίου αναστήματος αλλά 130 κιλά. Αυτός έριχνε την πιο μεγάλη, πιο… εκλεπτυσμένη και διαρκείας ζάρπα. Είχε τόσο μεγάλη αναπνοή! Ηταν ΑΕΚτζής και κάθε Δευτέρα το πρωί ανάλογα τα αποτελέσματα στο ποδόσφαιρο έβγαινε στο “Συντριβάνι” και από εκεί έριχνε τη “ζάρπα” σε ένα Παναθηναϊκό μπαρμπέρη που ήταν στην Τριμάρτυρη. Αυτοί ήταν κολλητοί αλλά είχαν και κόντρα λόγω του ποδοσφαίρου, αν είχε χάσει ο Παναθηναικός του έριχνε ζάρπες ο άλλος πάλι. Εμείς πηγαίναμε στο σχολείο τότε και σταματούσαμε στο δρόμο για να κάνουμε “χάζι” τις ζάρπες. Γενικά έπεφτε η “ζάρπα” σύννεφο στα πλαίσια μιας καλοπροαίρετης κοροϊδίας» μας εξηγεί ο Π. Μανουσάκης.
Οσο για τα “Κολομπίτικα” όλοι συμφωνούν ότι ήταν απλά μια διαφορετική ονομασία των “Κορακίστικων” μιας αυτοσχέδιας διαλέκτου ώστε να μην γίνονται κατανοητοί αυτοί που την ομιλούν από τους υπόλοιπους. Στα χαρακτηριστικά των “Κολομπιτών” τα παρατσούκλια που έβγαζε ο ένας στον άλλο: “Αούας”, “Εσπανός”, “Γιούργιας”, “Ατζουτζές”, “Καραμέλας”, η “Χουχού”, η “Κομμώτρια” κ.ά.».
ΣΤΟ ΣΙΝΕΜΑ
Είχαν και τις… διασκεδάσεις τους στην εποχή. Να πάνε για “χαρουμπία” στην πλατεία 1866, να τους φέρει το πρωί στο σπίτι το γάλα ο γαλατάς, να ντυθούν παπαδάκια στην εκκλησία… να πάνε και στο “Αστέρι”, ή το “Πάνθεον” για να δούνε τον… “Μασίστα” και άλλες ταινίες της εποχής.
«Είχαμε βρει διάφορους τρόπους για να μπαίνουμε τζάμπα, γιατί λεφτά δεν υπήρχαν. Το “Αστέρι” λοιπόν είχε μια έξοδο κινδύνου από την οποία δεν έκλειναν την πόρτα για λόγους ασφαλείας. Το είχαμε πάρει χαμπάρι ανοίγαμε την πόρτα και κρυβόμασταν πίσω από την κουρτίνα. Μας έψαχνε ο Βενιανός, ο ιδιοκτήτης να μας βρει αλλά προλαβαίναμε και χωνόμασταν ανάμεσα στα καθίσματα»…
Ο ΚΑΠΑΡΝΤΙΝΑΚΙΑΣ
Την εποχή της Χούντας, ο έλεγχος ήταν ασφυκτικός. Ολοι θυμούνται τον “Καπαρντινάκια”.
«Ηταν ένας ασφαλίτης που φορούσε καπαρντίνα και γύριζε την περιοχή από του Μπαρμπόπουλου, στα Στιβανάδικα και στο Κρύο Βρυσάλι. Αυτό ήταν το δρομολόγιο του όλη νύχτα. Τότε απαγορευόταν μετά τις 10 το βράδυ να έβγαινες έξω αν ήσουν κάτω από 18 ετών. Πηγαίναμε λοιπόν για σινεμά στον “Απόλλωνα”, στη “Ρεγγίνα”, τελείωνε η ταινία στις 10 και έπρεπε να γυρίσουμε πίσω. Αντε να ξεφύγεις από τον “Καπαρντινάκια” που αν σε έπιανε σε τάραζε στην ανάκριση. «Πού ήσουν, ποιανού είσαι, πού είναι η ταυτότητά σου, πού πας;» Κάθε φορά καταστρώναμε ολόκληρο σχέδιο για να μην πέσουμε πάνω του, να ξεφύγουμε, τρεχαλητό στα στενά, μην το συζητάς…» λέει ο Μ. Μανουσάκης.
Μπλεξίματα με την αστυνομία είχαν επειδή έπαιζαν και το “τάκα-τάκα” ένα παιγνίδι με δύο μπάλες και κορδόνι που έκανε θόρυβο!
Ο Μ. Μανουσάκης πιστεύει ότι ουσιαστικά το λιμάνι άρχισε να αλλάζει μετά το ’74. «Το λιμάνι ξεκίνησε να αναπτύσσεται να φαίνεται ο τουρισμός μετά τους “τζενεράλιδες”. Μέχρι τότε οι όποιοι τουρίστες εμφανίζονταν, έρχονταν με σακίδια και μένανε σε πανσιόν, σε ταράτσες, όπου έβρισκαν!» ενώ ο Π. Μανουσάκης συμπληρώνει πως «το κλίμα το χάλασε το πολύ χρήμα, π.χ. στην Πλάκα στην Αθήνα όλα αυτά δεθήκαν πιο ωραία έμειναν και μαγαζιά και καταστήματα και οι κάτοικοι. Πλέον έχει διαμορφωθεί μια κατάσταση που οι μόνιμοι κάτοικοι είναι λίγοι».
ΓΙΑΟΥΡΤΙ ΑΝΕΥ… ΤΣΙΠΑΣ!
Όσο για τους πολιτικούς, είχαν διάφορες σχέσεις με τους “Κολομπίτες”. «Ηταν ένας δημοτικός σύμβουλος που δούλευε και στον Δήμο και ήξερε πως θα γίνει μια ασφαλτόστρωση σε ένα δρομάκι. Πήγαινε λοιπόν εκεί συνομιλούσε με τους κατοίκους του έλεγαν αυτοί ότι πρέπει να ασφαλτοστρωθεί το δρομάκι, τους έλεγε αυτός ότι θα το φροντίσει και ότι θα μεσολαβήσει αφού ήξερε ότι έτσι και αλλιώς θα γίνει το έργο… Επίσης έπεφτε πολύ δούλεμα με διάφορους τύπους που κατά καιρούς ήθελαν να γίνουν δήμαρχοι. Πριν από καμιά 25αριά χρόνια είχε πέσει και ένα γιαούρτι τότε, χωρίς μάλιστα τσίπα ώστε να μην κολλήσει σε ένα τοπικό πολιτικό που έλεγε διάφορα… περίεργα» θυμούνται.
Εικόνες από την παλιά πόλη
Στα βάθη των αιώνων χάνεται η σχέση της οικογένειας Τζωρτζάκη με την παλιά πόλη. Ο Κ. Τζωρτζάκης συνεχιστής της οικογενειακής παράδοσης ζει και εργάζεται στην παλιά πόλη. «Ολη η γειτονιά, όλο το Κολόμπο, ο Τοπανάς είχαν βάρκες. Ο Κουτσουνής, ο Καλτσάκης, ο Κολιακούδης και τόσοι άλλοι είχαν ο καθένας τη βάρκα του. Αξέχαστα οι κάτοικοι της παλιάς πόλης κάθε Σάββατο πρωί παίρναμε τα “καΐκια” και πηγαίναμε στα Λαζαρέτα για να κάνουμε την εκδρομή μας με τα κεφτεδάκια, τα καλαμαράκια μας. Αγαπημένο μας σημείο ως παιδιά το “Νέα Ελλάς” το ζαχαροπλαστείο με τα περίφημα γαλακτομπούρεκα ή ο “Ευσταθίου” με τα εξαιρετικά εκλέρ που είχα την τιμή να τα δοκιμάζω πάντα πρώτος! Νοστιμότατα τα τηγανητά καλτσούνια της “Γιαβάσαινας” και βέβαια η φημισμένη μπουγάτσα του “Ιορδάνη” στην Ποτιέ! Θυμάμαι τον πατέρα μου να με παίρνει από το χέρι και να με πηγαίνει στην ταβέρνα του Κοτσιφού, ή στου “Αλικαμπιώτη” ή στην κυρά Μαρία την Ψυλλάκαινα και το τραπέζι μας να είναι πάντα γεμάτο με διάφορα πιάτα με φαγητά. Από τότε μου έχει μείνει… δεν μπορώ να δω τραπέζι με ένα πιάτο.»
Επειδή όλη του η ζωή έχει να κάνει με το λιμάνι, ο Κ. Τζωρτζάκης μπορεί βλέποντας μια καρτ ποστάλ του λιμανιού να βρει τη χρονολογία. «Καταλαβαίνω τη δεκαετία από τα φανάρια που είναι γύρω-γύρω. Επίσης αντιλαμβανόσουν ότι κάποιος έφευγε από τη ζωή, όταν έχανες τη βάρκα του. Γιατί μέχρι και τη δεκαετία του ’70 όλο το “Κολόμπο” ήταν γεμάτο από ψαρόβαρκες των κατοίκων της παλιάς πόλης. Σιγά-σιγά έφευγαν οι βάρκες, μειώνονταν και οι μόνιμοι κάτοικοι» παρατηρεί. Μόνιμος κάτοικος της Παλιάς Πόλης και ο αγαπημένος σε όλους Σαλής. «Κάθε φορά που ο πατέρας μου έφτιαχνε αυγά με χόρτα με έστελνε να του πάω ένα πιάτο, γιατί ήταν το αγαπημένο του. Επίσης τον θυμάμαι να με παίρνει από το χέρι να με πάει στο σχολείο κάθε φορά που ήταν πιο πάνω μεθυσμένος ο “Μάραθας” που τα παιδιά τον φοβόμασταν…».
Ο ιστορικός “Ιορδάνης”
Δεν υπάρχει παλιός Χανιώτης που να μην θυμάται τη μπουγάτσα του “Ιορδάνη” στην καρδιά της παλιάς πόλης, στην οδό Ποτιέ. Ενα μικρό στενό μαγαζάκι, με τον πελάτη να απολαμβάνει το μοναδικό έδεσμα με θέα τον τοίχο! «Ο προπάππους μου ερχόμενος από τη Μ. Ασία επειδή ήταν φούρναρης αγόρασε μια επιχείριση στην παλιά πόλη. Ο προηγούμενος ιδιοκτήτης της, ένας Τούρκος, του έμαθε την τέχνη της μπουγάτσας με μυζήθρα και ο προπάππους μου την παρέδωσε στο γαμπρό του τον Ιορδάνη Ακασιάδη. Το συνέχισε ο πατέρας μου και μετά εγώ. Στην Ποτιέ θα μείναμε μέχρι το 1987! Ενα μικρό, στενό μαγαζί που είχε αγαπηθεί πολύ από τους Χανιώτες. Δεν υπήρχαν τότε και πολλά μαγαζιά. Ήταν του “Τζεδάκη” και του “Κρόνου” οι λουκουμάδες και του “Ιορδάνη” η μπουγάτσα. Κάθε Κυριακή μετά την εκκλησία όλος ο κόσμος περνούσε από εκεί ή τα Φώτα μετά το ρίξιμο του Σταυρού ή και την 25η Μαρτίου και την 28η Οκτωβρίου μετά την παρέλαση. Να δεις πώς αλλάζουν οι εποχές! Τώρα το φόρτε της δουλειάς είναι τον Αύγουστο, τότε από 1 έως 15 Αυγούστου το μαγαζί έκλεινε για ξεκούραση» λέει ο Ιορδάνης Ακασιάδης συνεχιστής της παράδοσης. Από το 1924 μέχρι σήμερα το μοναδικό πράγμα που έχει αλλάξει στην παρασκευή της μπουγάτσας είναι ότι παλαιότερα χρησιμοποιούνταν ξυλόφουρνος φούρνος, ενώ σήμερα ηλεκτρικός.
Σε δύσκολες εποχές, μετά τον πόλεμο, οι πιτσιρικάδες της εποχής μαζεύονταν στο τέλος για να πάρουν τα “ψίχουλα”, τα κομμάτια της μπουγάτσας που έμεναν μετά το κόψιμό της! «Ερχονται και σήμερα άνθρωποι 70 και 80 ετών και μου λένε “ά! ρε για εκείνα τα ψίχουλα τι πόλεμος γινόταν για το ποιος θα τα φάει”. Εχει συμβεί αρκετές φορές» θυμάται ο συνομιλητής μας.
«Γιατί φύγαμε από την παλιά πόλη; Το μαγαζί ήταν ετοιμόρροπο, είχαμε θέματα και με τον ιδιοκτήτη και αποφασίσαμε να πάμε αλλού. Σε πολύ κόσμο δεν πήγε καλά! Ηταν συναισθηματικά δεμένοι με τον παλιό χώρο. Οταν ανέλαβα το μαγαζί άνοιξα και ένα μαγαζί στη Σήφακα για να πουλάμε μόνο Μπουγάτσα γιατί ήταν αίτημα όλων να γυρίσουμε πίσω» σημειώνει.
Στα χρόνια που δουλεύει την επιχείριση ο Ιορδάνης Ακασιάδης έχει ακούσει απίστευτα θετικά σχόλια για τη μπουγάτσα. Δεν θα ξεχάσει ποτέ τι του διηγήθηκε ένας Τελωνειακός. «Είχα γνωρίσει ένα Τελωνειακό που έμενε στην Αθήνα. Μόλις έμαθε ότι είμαι ο Ιορδάνης της Μπουγάτσας, μου λέει πως: «Είχα ένα φίλο Ελληνα που ζούσε στον Παναμά και πήγα να τον δω. Μαζί πήγαμε σε ένα νησάκι στον Ειρηνικό στα ανοιχτά του Παναμά. Εκεί συναντήσαμε ένα ζευγάρι Γάλλων που μόλις έμαθαν ότι είμαι Έλληνας μου λένε: «Ελλάδα, Χανιά, Μπουγάτσα Ιορδάνης». Μου το έλεγε και δεν το πίστευε και ο ίδιος τι του συνέβη στην άκρη του κόσμου!».
Τα σπίτια τους οι Εβραίοι δεν τα πούλησαν στους παππούδες των. ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΨΕΜΑ! Τα σπίτια των Εβραίων τα βουτηξαν οι παππούδες των με την συνεργασία της διαπλεκόμενης Εκκλησίας και της διεφθαρμένης τοπικής αρχής, εφόσον οι Εβραίοι με την βοήθεια των Χανιωτών δοσίλογων είχαν συλληφθεί και μετά δολοφονηθεί. Τα δε φιλέτα της πόλης των Χανίων πήγαν στους δοσίλογους γερμανοτσολιάδες της κατοχής και μερικά απο τα εγγόνια τους αποτελούν την μεγαλοαστική τάξη των Χανίων. Επίσης κερδοσκόπησαν πάνω στα ερείπια της ,βομβαρδισμένης απο τους Γερμανούς, πόλης βουτώντας ότι αρχαίο μπορούσαν να βρουν στα κατεδαφισμένα κτίρια και πουλώντας ειτε στους Γερμανούς στη κατοχή η σε άλλους ξένους μετά τη κατοχή. Μεγάλα εγκλήματα της κατοχής που κουκουλώθηκαν απο το επίσημο κράτος για να εξυπερετηθούν και να τη βγαλουν καθαρή τα ντόπια συμφέροντα.
Ατ οκολίμπιτακ ειπέτροπεντ? Άπλακ άκων Δέν ήμουν κολομπίτης απο κούνια αλλά λογω γειτνήασης του τυπογραφείου του γέρου, σχινοπλοκάδικα αρχικά και μετά παπλοματάδικα, παράληλη τών στιβανάδικων,έχω ένα κάρο θίμισες απ’ την ευρήτερη ζώνη. Ξανάνιωσα αναθιμούμενος τις εποχές που κάναμε πολητιστικές ανταλαγές με τον Ιορδάνη μαθαίνοντας τυπογραφήα στου γέρου ή ν’ ανοίγουμε φίλο για μπουγάτσα τέρμα ποτιέ. Μεγάλε, σούπερ χρόνια και αγνα πιτσιρικαρήα ώντες.
Ο αδελφός του παππού μου, Γιώργης Δασκαλάκης πωλούσε την ωραιότερη χαρουμπία της Κρήτης, στην πλατεία Χανιών !!!