Μιχ. Γρηγοράκη μνήμη
Κατάπια μια γερή δουλειά δηλητήριο.-
Τρισευλογημένη η συμβουλή που μου δόθηκε!-
Τα σωθικά μου καίγονται. Το δυνατό φαρμάκι
Μου προκαλεί σπασμούς, με παραμορφώνει, με
Εξουθενώνει. Πεθαίνω από δίψα, πνίγομαι, δεν
Μου βγαίνει η φωνή. Η κόλαση, η αιώνια τιμωρία!
Δείτε πώς φουντώνει η φωτιά!
Καιγομαι, καθώς μου πρέπει. Όρμα, δαίμονα!
Φαντάστηκα τη μεταστροφή προς το καλό
και την ευτυχία, τη σωτηρία. Πώς να περιγράψω το όραμα,
η ατμόσφαιρα της κόλασης δεν επιτρέπει τους ύμνους!
Χιλιάδες γοητευτικές υπάρξεις, μια ευχάριστη πνευματική σύμπνοια,
Η δύναμη και η γαλήνη, οι ευγενείς φιλοδοξίες,
τι να ‘ταν άραγε;
Arthur Rimbaud,(1) Μια εποχή στην κόλαση
Με απόσπασμα αυτό το ποίημα του Α. Ρεμπώ, η καλλιτέχνις Σοφία Μαρία Ξενάκη, κοιτάζει στα μάτια το κοινό και απαγγέλει αυτούς τους στίχους που εκφράζουν σαν πύκνωμα τη φιλοσοφία του δημιουργού Γ.Μ., της πρωτότυπης περφόρμανς και μάλιστα με πρωτοποριακά χαρακτηριστικά, που αποδίδουν το πνεύμα της Βαβέλ, αφού στην κορύφωση της, 10 ερμηνευτές, σπάνε και τρώγουν καρύδια επί σκηνής μιλώντας “ποιητικά” σε αντίστοιχες εθνικές γλώσσες που μαζί με τον Μουσολινικό δήμαρχο, Νίκο Μπλαζάκη και τον (βασικό περφόρμερ) Γιάννη Μαρκαντωνάκη, γίνονται 15 ταυτόχρονα. Η συγκλονιστική “χάβρα” κρατάει λίγο, αφού το αδιέξοδο επικοινωνιακά παρατεταμένο δράμα με τις φωτιές των αυτοχείρων, με τα εμβόλιμα “μπούφο” χλευαστικά στοιχεία, δίνουν τη θέση τους στη δημιουργική θέση ότι η έντεχνη πλευρά των πραγμάτων λειτουργεί ευεργετικά, πέρα από τα αδιέξοδα ως φλογίτσες ελπίδας ενάντια σε κάθε μορφή ολοκληρωτικής επικράτησης. Σε αυτό, συνηγορούν οι μουσικές επιλογές και του Νίκου Σωτηρόπουλου…
Ο σημαντικός ποιητής, Χριστόφορος Λιοντάκης (2) που έκανε τη μετάφραση του συγκλονιστικού ποιητικού έργου του Ρεμπώ μεταξύ άλλων γράφει στον πρόλογο «Οι συμπληγάδες, δηλαδή η ασφυξία και η υποκρισία του καθολικισμού, κι από την άλλη ο ορθολογισμός, ο θετικισμός, η υστερία της επιστήμης, της προόδου και της δράσης. Κι εκείνος, ένας “πρωτόγονος μυστικός”, ολομόναχος, με την “αναπόδραστη ευτυχία”. Μια ποίηση φυγής που τρομάζει τους εφησυχασμένους, καθώς αποστρέφεται το κατεστημένο και τους αστούς, χωρίς να χαρίζεται σε καμία κοινωνική τάξη. Το κρυμμένο πρόσωπο. Τα διαδοχικά προσωπεία: Ο αυτοσαρκασμός, η ειρωνεία, ο χλευασμός, η αυτοϋπονόμευση, η έπαρση, η αυθάδεια και η αυτοτιμωρησία. Ο ένθεος και ο επαναστατημένος. Ο παγιδευμένος μάγος. Αυτός που κάποτε είδε «όσα ο άνθρωπος φαντάστηκε πως είδε». Ο έκπτωτος άγγελος που συντρίβεται – ή μήπως σώζεται; απ’ την απόλυτη αίσθηση της πραγματικότητας. Το Εγώ και ο Αλλος. Η πέρα από την αγάπη αποδοχή».
Τον αείμνηστο Μιχάλη Γρηγοράκη, τον γνώρισα το 1974 στην αίθουσα εκθέσεων του Φιλολογικού Συλλόγου “Χρυσόστομος”. Ημουν φοιτητής στην Α.Σ.Κ.Τ. Αθήνας και ο Αντώνης Πετρουλάκης με συμπεριέλαβε στην Παγκρήτια έκθεση Εικαστικών Τεχνών. Το έργο μου, φτιαγμένο με χρώματα παστέλ, αρκετά ρεαλιστικό, άρεσε στον Μιχάλη, που μου είπε, «μπράβο νεαρέ, συνέχισε έτσι, και θα εξελιχθείς… Να διαβάζεις, θα σου χρειαστούν τα γράμματα…». Σε δύο χρόνια δικαιώθηκε και γύρισε στη δουλειά του στη Δημοτική Βιβλιοθήκη, το Καλοκαίρι τον επισκέφτηκα εκεί αρκετές φορές. Οταν το 1982 εγκαταστάθηκα στα Χανιά, και άρχισα να αρθρογραφώ στα “Χ.Ν.”, ξανασυνάντησα το Μιχάλη στα γραφεία της εφημερίδας επί της οδού Καραϊσκάκη. Εκεί, μου ξαναμίλησε με αληθινό θαυμασμό για τους 4 Χανιώτες καλλιτέχνες της γενιάς του, τον Βασίλη Κελαϊδή, (δάσκαλο μου), Αντώνη Πετρουλάκη, Γιώργη Κουνάλη και ιδιαίτερα θερμά για τον Σκηνιανό φίλο του, Βασίλη Ζαχαράκη, που είχε ήδη συλλέξει έργα τους. Η σχέση μας, στηριζόταν σε μια αμοιβαία εκτίμηση, παιγνιώδη συμπεριφορά (όπως έκανε με τους περισσότερους που ειχε οικειότητα) αλλά είχαμε και κόντρες. Ο Μιχάλης “καθαρόαιμος” κομμουνιστής, με εύρισκε “αναθεωρητή” και αυτό είχε προεκτάσεις ακόμα και στην Τέχνη. Του άρεσε, η κοινωνική στρατευμένη τέχνη, “κλασική” όπως χαρακτήριζε ακόμα και την ακαδημαϊκή, την ήθελε άμεσα αναγνωρίσιμη και δεν ενθάρρυνε κριτικά τους όποιους πειραματισμούς της “μοντέρνας” Τέχνης, δεν έμπαινε στη διαδικασία αφομοίωσης όρων σε
-ισμούς: κυβισμός, σουρεαλισμός, εξπρεσιονισμός κ.λπ., μου έλεγε χαριτολογώντας ότι ο μόνος
-ισμος που παραδεχόταν, ήταν ο… σοσιαλισμός. Ειχε πάντα μια καλή κουβέντα για τους νέους καλλιτέχνες που εκθέτανε στην αίθουσα Τέχνης Β. Μυλωνογιάννη, στα Νεώρια ή αλλού, και αν έβλεπε ένα όνομα δημοσιοποιημένο που δεν το γνώριζε, μόλις με έβλεπε στην εφημερίδα με ρωτούσε, «πες μου βρε καλλιτέχνη, ποιος είναι αυτός, είναι καλός;» Του απαντούσα και του περιέγραφα, κι εκείνος “φακέλωνε” τις πληροφορίες στους πορτοκαλί φακέλους, μαζί με την είδηση. Μου έλεγε, «πρέπει να φτιάξουμε ένα σπίτι για τα έργα της Δημοτικής Πινακοθήκης, έχω μαζέψει τόσα στη βιβλιοθήκη, δε χωράνε αποθηκευμένα…» – «έχεις δίκιο Μιχάλη, θα το υποστηρίξω το θέμα.», του απαντούσα. Ηταν τότε δήμαρχος Χανίων ο Γιώργος Κατσανεβάκης, που ήταν στην καλλιτεχνική επιτροπή μαζί με τον Μιχάλη, τον Αντώνη Πετρουλάκη, τον ποιητή Γιώργη Μανουσάκη, τον ζωγράφο Γιώργη Κουνάλη κι εμένα… Το νιάσιμό του για την περιουσία και τη στέγαση της Πινακοθήκης ήταν έντονο και όταν επιτέλους έγινε πραγματικότητα, η διαμόρφωση του ήδη υπάρχοντος κτηρίου επί δημαρχίας Γιώργου Τζανακάκη και η λειτουργία της Πινακοθήκης, ήταν πολύ ευχαριστημένος. Μετά όμως από μερικά χρόνια, όταν ήμουν στο συμβούλιό της επί δυο τετραετίες 2002-2010, ο τότε δήμαρχος Κυριάκος Βιρβιδάκης και οι πρόεδροι, αρχικά ο Αρχοντάκης Γρηγόρης και μετά ο Αλιφεράκης Μανώλης, ο Γρηγοράκης άρχισε να γκρινιάζει, αφού νοιαζόταν για την Πινακοθήκη. «Να τους πεις ότι αν δεν εκθέσουν τη μόνιμη συλλογή της Πινακοθήκης, θα τους τα ψάλω στα “Χ.Ν.” όλο εκθέσεις μουσαφίρηδων κάνουν (αναδρομικές, περιοδικές) και δεν εκθέτουν τα έργα των ντόπιων καλλιτεχνών». Τον καθησύχαζα, «θα γίνει Μιχάλη, διεκδικούμε το διπλανό μέρος του κτηρίου, αλλά ο ιδιοκτήτης κύριος Μάρακας, ζητά πολλά». Τον τελευταίο καιρό με προέτρεπε να κάνω γρήγορα σχέδια του προσωπικού της εφημερίδας, τα όποια τα κράταγε, ήθελε λέει, να τους έχει όλους ζωγραφισμένους, γρήγορα σχεδιασμένα, με ένα μολύβι, σκιτσαρισμένους. Μια μέρα, τον “εκβίασα” εάν δεν με βάλεις στο πάνθεον των μοσχοκούζουλων(5), δε σου ξαναδίνω σχέδιο. Θέλω εκεί δίπλα στο Μάραθα, τον Μπαραμπάκο Παντελή…, ο Μιχάλης με κοίταξε λοξά και μου είπε χαμογελαστά «σαν καλλιτέχνης κουζουλός είσαι, αλλά πάλι πώς θα σε βάλω δίπλα στο Μαμαλούκο τον φιλάργυρο…, εσύ είσαι τόσο ανοιχτοχέρης αν και αναθεωρητής»… «Μπα, δε νομίζω Μιχάλη, σε αυτόν τον τόπο, τα Χανιά, περισσότερο σαν Τοτής νοιώθω, ένας Τροχονόμος της Τέχνης!» Για τις πνευματικές πλευρές του Μιχάλη, δε θα με έφτανε ολόκληρη η εφημερίδα να γράψω… Αλλωστε η εφημερίδα του τα “Χ.Ν.” και το Μουσείο Τυπογραφείας τον θυμούνται έμπρακτα. Εις Μνήμην!
Γιάννης Μαρκαντωνάκης, Απρίλιος 2018
Πινακοθήκη! Και τι θα βάλομε;
Διάβασα τις προάλλες διακήρυξη του Δήμου μας, στην οποία αναφέρεται ότι στις 10 Οκτωβρίου του φετινού χρόνου θα γίνει δημοπρασία για την ανάδειξη αναδόχου εκτέλεσης του έργου “Αποκατάσταση και μετατροπή κτηρίου του Β’ Ταμείου σε Δημοτική Πινακοθήκη”. Που θα πει πως το έργο Δημοτική Πινακοθήκη μετά πολλών βασάνων και ταλαιπωριών είναι πια πραγματικότητα.
Μια πραγματικότητα κτηριακή όμως, αφού μήτε οργανισμός λειτουργίας της Δημοτικής Πινακοθήκης υπάρχει, μήτε και υλικό τόσο και τέτοιο. Ο τεράστιος χώρος που θα δημιουργηθεί, γύρω στα εφτακόσια τετραγωνικά μέτρα τον υπολογίζουν, έχει απαιτήσεις και τα τριάντα πέντε άντε σαράντα αξιόλογα έργα της συλλογής του Δήμου άντε να καλύψουν μια πλευρά του. Μα τότε να το παραιτήσουμε; Μα όχι βέβαια. Η μόνη σωτηρία, η αγορά έργων καταξιωμένων σύγχρονων Ελλήνων καλλιτεχνών.
Από τότε που η τωρινή Δημοτική Αρχή πήρε την εξουσία και κίνησε δυναμικά -όπως ισχυριζόταν- τη διαδικασία για την απόκτηση Δημοτικής Πινακοθήκης θα μπορούσε, με μια πίστωση τριών εκατομμυρίων το χρόνο, να είχε αγοράσει αρκετά έργα.
Τα παραπάνω, πρόταση μου παλιότερη, προς αρμόδιους και μη, που όμως αγνοήθηκε κι όταν επανήλθα ο τότε αντιδήμαρχος, υπεύθυνος για τα πολιτιστικά, δήλωσε πως ο πλουτισμός της Πινακοθήκης θα γίνει κατά κύριο λόγο με δωρεές καλλιτεχνών, κυρίως Χανιωτών.
Το επιχείρημα είναι παιδαριώδες και πολύ λαϊκίστικο και ως εκ τούτου δε σηκώνει σοβαρή συζήτηση. Γιατί μια Πινακοθήκη για να προκόψει και να πλουτισθεί με αξιόλογα έργα, δεν μπορεί να επαφίεται στον πατριωτισμό των καλλιτεχνών και των απογόνων τους.
Καλός κι αυτός και μακάρι να εκδηλωθεί και στην περίπτωση της Δημοτικής Πινακοθήκης Χανίων, αλλά ένα καλό έργο δεν δίνεται με τόση ευκολία από το δημιουργό του και πολύ περισσότερο από τους κληρονόμους του.
Ας μη μου αντιτείνουν δήμαρχος, αντιδήμαρχοι και πολιτιστικοί συμβουλάτορες πως δεν υπάρχουν χρήματα. Ας αφήσομε τις κλάψες γιατί λεφτά υπάρχουν. Δεν υπάρχει απλώς η θέληση, ο ζήλος εκείνος που αποτελεί το βασικό στοιχείο και κίνητρο, για την προκοπή μιας πολιτιστικής προσπάθειας. Υπάρχουν, αφού στο άψε – σβήσε βρέθηκαν δεκαέξι εκατομμύρια για το Φεστιβάλ των Εθνοτήτων, τέσσερα – πέντε για την Εκθεση του Βιβλίου και γύρω στα τρία για την ετήσια περιοδική έκδοση “Ελλωτία”.
Ομως, στην αγορά έργων μπορεί να συμβάλλει και η Νομαρχία, μιμούμενη την πάλαι ποτέ Γενική Διοίκηση Κρήτης, η οποία αγόραζε έργα από τις διάφορες εκθέσεις, με βασικό κίνητρο την ενίσχυση των καλλιτεχνών. Εργα, που όσα διασώθηκαν και βρίσκονται στον Δήμο είναι πολύ αξιόλογα. Αν έμπαινε, λοιπόν, ένα σωστό πλάνο αγοράς έργων, για πλουτισμό της Δημοτικής Πινακοθήκης, από τον Δήμο και τη Νομαρχία, αυτή τη στιγμή θα είχαμε ένα πολύ αξιόλογο αριθμό έργων, ικανό να καλύψει ένα μεγάλο κενό του ξεκινήματος.
“Χανιώτικα νέα”, 1 Αυγούστου 1997
Η Πινακοθήκη
Στήσαμε, μετά πολλών βασάνων, τη Δημοτική Πινακοθήκη και περιχαρείς, φιλότεχνοι και μη, τρέξαμε στα εγκαίνια. Τα έργα που είδαμε ήταν από τη Συλλογή του Δήμου, η οποία για πάνω από 40 χρόνια φυλασσόταν σε χώρους της Δημοτικής Βιβλιοθήκης. Η Εκθεση αυτή, η οποία θα πλουτιζόταν και με άλλα κομμάτια της Συλλογής, ήταν το ξεκίνημα αλλά και ο βασικός πυρήνας της Δημοτικής Πινακοθήκης.
Ο κόσμος συνέρρεε για μέρες πολλές και όσοι πρωτοστάτησαν στο φτιάξιμο της Πινακοθήκης, ένιωθαν ικανοποίηση μεγάλη, γιατί αυτό ήθελαν. Εναν εικαστικό χώρο και τους Χανιώτες να πηγαίνουν για γνωριμία των έργων του. Μα πάνω που η προσέλευση των Χανιωτών αυξανόταν, πάνω που οι Χανιώτες άρχιζαν να μυούνται στα εικαστικά η Πινακοθήκη έκλεισε και η έκθεση διαλύθηκε. Και το γιατί; Μα για να φιλοξενήσει ο χώρος έργα Χανιωτών δημιουργών.
Χολώθηκα, όπως και άλλοι από το Διοικητικό Συμβούλιο της Πινακοθήκης, και ζητήσαμε εξηγήσεις. Δήμαρχος και συμβουλάτορές του στη διοργάνωση ανένδοτοι. Μεταξύ των φανατικών διοργανωτών και ο γλύπτης Γιάννης Μαρκαντωνάκης που με την ιδιότητα του ως διευθυντής του Εικαστικού Εργαστηρίου δήλωνε:
«Πρόκειται για μια ευκαιρία επανασύνδεσης Δήμου – καλλιτεχνών – πολιτών!…». Η έκθεση των Χανιωτών δημιουργών έκλεισε, η Συλλογή της Πινακοθήκης επανήλθε για λίγο και μετά τάφου σιωπή. Ξανάνοιξε τον περασμένο Απρίλη, όχι όμως ως Πινακοθήκη αλλά ως εκθεσιακός χώρος, προκειμένου να φιλοξενήσει την έκθεση “Καστέλι του Σελίνου” της Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων. Μετά την έκθεση για το Σέλινο το Πανόραμα Ελληνικής Χαρακτικής, κλείσιμο πάλι και τώρα η έκθεση “Ολυμπιακό Πνεύμα και Σύγχρονη Ελληνική Τέχνη”.
Μα όλα αυτά δείχνουν, όπως και η στάση της Δημοτικής Αρχής και κάποια λεγόμενα της κυρίας Κασιμάτη, η οποία εκτελεί χρέη προσωρινού καλλιτεχνικού διευθυντή, πως η Πινακοθήκη για καιρό πολύ θα είναι ένας εκθεσιακός χώρος. Τα εκατό κομμάτια της μόνιμης Συλλογής εκτός του ότι είναι λίγα είναι και παλιομοδίτικα, μας λένε οι τωρινοί αρμόδιοι. Μα τότε, κύριοι αρμόδιοι, αφήσετε την πεπατημένη της προηγούμενης Δημοτικής Αρχής και αγοράσετε νεομοδίτικα έργα και μαζί με τα παλιομοδίτικα ανοίξτε μόνιμα την Πινακοθήκη. Κι ας μην ξεχνάτε πως ένα Μουσείο Τέχνης δεν γίνεται από μέρα σε μέρα. Απαιτείται και χρήμα πολύ και αρκετός χρόνος. Λοιπόν μ’ αυτά που έχουμε ας ξεκινήσουμε. Ολα τα άλλα που φλυαρούνται, από τους περί την Πινακοθήκη υπεύθυνους, ή είναι προφάσεις εν αμαρτίαις ή αποβλέπουν σε άλλους σκοπούς.
“Χανιώτικα νέα”, 16 Ιουλίου 2003
Bαβελικά εν ροή
Στη Δημοτική Πινακοθήκη Χανίων, τη Δευτέρα 23, Τετάρτη 25 και Παρασκευή 27 Απριλίου στις 21.00, παρουσιάζεται στο πλαίσιο της έκθεσης “Οι εικαστικοί των Χανίων ερμηνεύουν τον Πύργο της Βαβέλ”, η περφόρμανς του Γιάννη Π. Μαρκαντωνάκη, “Βαβελικά εν ροή”.
Μια αντισυμβατική μετά πρωτοποριακή Φλούξους περφόρμανς, εκτυλίσσεται σε μια ορισμένη χώρο- χρονική διάσταση. Το έργο, έγινε ειδικά για να εξυπηρετήσει καινοτόμα θεματικά πλαίσια του περιεχομένου “Βαβέλ” αλλά ταυτόχρονα, είναι μια παρατεταμένη ιστορικά αναζήτηση της σχέσης, χρόνου και μετρήσιμου χώρου από το δημιουργό της. Πραγματοποιείται, μέσα στην αυστηρά οριοθετημένη εγκατάσταση (installation) του Γιάννη Μαρκαντωνάκη, μια πολυσυσωρευτική σε υλικά και μικρά έργα (3), διαστάσεων 7,90 πλάτος, και 2,70 βάθος. Είναι βασισμένη στο σπονδυλωτό βιβλίο του Αντόνιο Ταμπούκι, “ο χρόνος γερνάει γρήγορα” και αναφέρεται στην ιστορία “ο κύκλος” (4) του βιβλίου (…οι μήνες τα χρόνια, οι ημερομηνίες σχεδόν σαράντα χρόνια, είπε μεγαλόφωνα δηλαδή τριάντα οκτώ…) γι’ αυτό και το έργο διαδραματίζεται σε τριάντα οκτώ λεπτά, χρονομετρούμενα από το σύνολο των μουσικών κομματιών. Αξιοποιεί τις 9 “διαπολιτισμικές ιστορίες του συγγραφέα”. Στη σκηνική εγκατάσταση 12 καλλιτέχνες που δεν είναι ηθοποιοί (αλλά έχουν εικαστική συμμέτοχη) μιλούν 15 “εθνικές” γλώσσες, αποδίδουν εκφραστικά δίπολα όπως οι σχέσεις: τάξης – αταξίας, μελωδίας – θορύβων, ακινησίας – βαδίσματος, ψίθυρων – κραυγών, φωτισμών – σκιάς, κ.λπ. Μια αντιμιλιταριστική διάρθρωση εναλλαγών στην προσχηματική πάλη του καλού και του κακού, και τα αδιέξοδα των αγώνων μέσα από τη μεταπολεμική ιστορία της Ευρώπης του 20ου αιώνα… σε μια ουτοπική πολιτεία όπου «ήρθε να πεθάνει σε αυτή την πόλη που δεν του θυμίζει τίποτα, ίσως επειδή η πόλη αυτή, είναι μια Βαβέλ και ίσως να σκέφτηκε ότι η ιστορία του, είναι το έμβλημα μιας Βαβέλ της ζωής…», Α .Ταμπούκι, “ο χρόνος γερνάει γρήγορα”.
Στη χρονοκάψουλα της παράστασης εμπεριέχονται λαβυρινθώδη συνύπαρξη 98+ αναφορές προσωπικοτήτων (ενδεικτικά, Ομηρος, Ηράκλειτος, Αριστοτέλης, Μπρύγκελ, Μπαλζάκ, Πικάσσο, Κάφκα, Λόρκα, Μπένγιαμιν, Εμπειρίκος, Καλβίνο, Εκο…) σε πυκνή ρέουσα κατάσταση που αναδεικνύουν πόσo κουρασμένη και ταλαιπωρημένη είναι η Ευρώπη των τριών ταχυτήτων, σήμερα, μέσα από δυο παγκόσμιους πολέμους, σημαδιακές επανα-στάσεις με αδιέξοδα, όπως, ο Μάης του ’68, η Ανοιξη της Πράγας, το τείχος του Βερολίνου αλλά και μεταναστεύσεις, κίτρινος Τύπος εμφύλιοι πόλεμοι… Διαρκή ερωτήματα πηγάζουν από το καταστάλαγμα φιλοσοφικών και στοχαστικών θέσεων αιώνων και την εν τέλει μια κάποια διέξοδο που δια-φαίνεται στον Ουμανισμό και την αλληλεγγύη μέσα από το δημιουργικό έντεχνο εγχείρημα ατομικής και συλλογικής ταυτότητας.
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Γ. Π. Μαρκαντωνάκης, ινσταλέησον, κείμενο, προσωπεία, μουσικές επιλογές
Βάλια Μαργαρίτη, ενδυματολόγος
Νίκος Σωτηρόπουλος, Μουσική επιμέλεια, σύνθεση, ερμηνεία
Ιλεάννα Σωτηροπούλου, Μουσική σύνθεση, ερμηνεία
Φωτογραφίες, Μιχάλης Πολυχρονάκης, Νίκος Καμπιανάκης
ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΡΟΛΟΙ (και η γλώσσα που μιλούν, εκτός τα Ελληνικά)
ΑΝΤΙΧΡΟΝΙΣΤΗΣ βασικός περφόρμερ, Γιάννης Μαρκαντωνάκης, Πορτογαλέζικα, Γιαχού
ΔΗΜΑΡΧΟΣ ΧΑΡΧΟΥΔΑΣ-ΜΟΥΣΟΛΙΝΙ, Νίκος Μπλαζάκης,
Λατινικά, Τούρκικα
ΧΡΟΝΟΜΕΤΡΗΣ-ΑΝΙΣΤΟΡΙΤΗΣ, Λευτέρης Βεργεράκης,
Σουηδικά, Δανέζικα
ΜΟΥΣΙΚΟΣ ΠΕΡΦΟΡΜΕΡ (τραγουδιστής) ΛΑΣΛΟ, Νίκος Σωτηρόπουλος, Αγγλικά, Ουγγρικά
ΒΟΪΤΣΕΚ-ΝΤΙΜΙΤΡΙ, Γρηγόρης Νιόλης, Γερμανικά, Ρωσικά
ΙΖΑΜΠΕΛΑ-Σειρήνα 1 ΜΟΥΣΑ (τραγουδίστρια) Ζωή Κολλάρου,
Ιταλικά, Αγγλικά, Αρχαία Ελληνικά
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ ΣΥΛΒΙΟ ΜΠΕ, Νικος Καμπιανάκης
ΓΚΡΕΤΑ, ΡΕΝΑΤΕ, Ρένα Στόλενμπεργκ, Γερμανικά. Πολωνικά
ΕΛΣΑ, ΙΝΓΚΡΙΝΤ, Κοριτσάκι Α, Σοφία-Μαρία Ξενάκη, Γαλλικά, Ισπανικά
ΝΟΣΟΚΟΜΑ-Σειρήνα 2, Πέπη Χατζηδάκη, Αγγλικά, Εβραϊκά
ΧΕΛΩΝΑ-ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ Β, Δάφνη Μυλωνογιάννη,
Γαλλικά, Αλβανικά
ΜΠΕΤΑ, ΜΟΙΡΑ, ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ Γ, Μαρία Μιχελογιάννη,
Γαλλικά-Ρουμάνικα
Mουσικά έργα, χρόνος
1. Εδώ Λιλιπούπολη – Λαέ της Λιλιπούπολης, M. Κριεζή, Ν. Κυπουργός 1, 25
2. Maria Callas Queen of the Night aria from The Magic Flute by Mozart 2,50
3. Ileanna Sotiropoulou – The Tide 5,50
4. Black Sabbath paranoid 6,50
5. Quartetto Cetra – Baciami Piccina 8,10
6. Brassens La première fille 9,25
7. Jani Christou_ Mysterion (1965_1966) 11,00
8. Berg Wozzeck – Act III (Abbado; Grundheber 12,42
9. The Doors – Alabama Song (Whiskey Bar) 14,20
10. (Μεγάλος Ερωτικός) Κέλομαί σε Γογγύλα Φλέρη Νταντωνάκη 15,40
11. Πάρε τα χνάρια μου Στέλιος Καζαντζίδης Στίχοι: Κώστας Βίρβος Μουσική: Θόδωρος Δερβενιώτης 17,12
12. The Beatles – Come Together 19,10
13. Chopin -Nocturnes (Brigitte Engerer)Op. 9, No. 1 in B flat minor. Larghetto 21,30
14. Léo Ferré – Est-ce ainsi que les hommes vivent (Version rare, live avec chœur à l’Alhambra) 24,00
15. Stomp. Flamenco dance 25,20
16. Ψαραντώνης Θα ανεβώ στον ουρανό (Πετροπέρδικα) 26,45
17. Μοιρολόι Πετρολούκας Χαλκιάς 28,55
18. Χανιά (Σεπτέμβρης 1976) Στίχοι: Σκλαβενίτης Χριστόφορος Μουσική: Σωτηρόπουλος Νίκος 30,52
19. Δήμος Μούτσης Αντώνης Β 32,35
20. Béla Bartók Music for Strings, Percussion and CelestaIV. Allegro molto 34,20
21. Μαρινέλλα – Ανοιξε πέτρα – Μουσική: Μίμης Πλέσσας, Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος 36,30
22. Το δικό σου αμάρτημα Μουσική – Στίχοι: Γιάννης Πάριος. Πρώτη εκτέλεση: Στέλιος Καζαντζίδης 38,35
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1) Μια εποχή στην κόλαση, μια συλλογή που έγραψε ο Ρεμπώ πριν γίνει ακόμα 19 ετών. Ο μεταφραστής Χ. Λιοντάκης, χρησιμοποιεί προμετωπίδα το τραγούδι του Κ. Βίρβου – Β. Τσιτσάνη, «απόκληρος μες τη ζωή κι απ όλους ξεχασμένος/ να περπατώ και να πονώ είμαι καταραμένος/ περιπλανώμενη ζωή, περιπλανώμενο κορμί» Εκδ. Γαβριηλίδης.
2) Για το Χριστόφορο Λιοντάκη θα κάνω ξεχωριστό αφιέρωμα.
3) Οι ιστορικοκοινωνικές προεκτάσεις του έργου, συμβολοποιούνται κυρίως από τη γέννηση του Δυτικού πολιτισμού -από την Ελλάδα- (κουκούλια), τη νεανικότητα – άνθηση του (παιχνίδια), και το γήρας, παγκόσμιοι πόλεμοι, Ευρωπαϊκή ένωση τριών ταχυτήτων, μισαλλοδοξία κ.λπ., (καρύδια). Η Βαβέλ, αποδίδεται με την πολυγλωσσία, αισθητικής, υφολογικής συνύπαρξης και κυριολεκτικής στην περφόρμανς, όπου ομιλούνται ενδεικτικά 15 διαφορετικές εθνικές γλώσσες. Επιμελήτρια της έκθεσης, η Μυρτώ Κοντομιτάκη. Συμμετέχουν με έργα τους από δεξιά προς τα αριστερά: 1. Αγγελική Κοκονάκη, 2. Μανώλης Κινδελής, 3. Μαρία Μιχελογιάννη 4. Λευτέρης Βεργεράκης, 5. Γιάννης Γαλανάκης, 6. Τάκης Λάτσης 7. Σοφία Βλαζάκη, 8. Βασίλης Κοτρώτσος 9. Βάσω Μυλωνογιάννη, 10. Μανώλης Μαυράκης 11. Μαγδαληνή Βογιατζή, 12. Βούλα Παπαδάκη,13. Ανδρέας Παιδαράκης, 14. Καίτη Τσουρλάκη, 15. Δανάη Καλλιγιάννη, 16. Πέτρος Κατσικανδαράκης, 17. Νίκος Μπλαζάκης, 18. Γιώργος Κουτρουμπάς, 19. Νίκος Σωτηρόπουλος, 20. Κωστής Λιατάκης 21. Ειρήνη Τσιράκη, 22. Νίκος Καμπιανάκης, 23. Μανώλης Πετράκης, 24. Δάφνη Μυλωνογιάννη, 25. Φάνης Παρασκευουδάκης, 26. Γαγάνης Νίκος, 27. Γρηγόρης Νιόλης, και τις καρέκλες, 28. Ρένα Στόλενμπεργκ, 29. Αννα Μαρία Ξενάκη, 30. Ελένη Τζουγανάκη, 31. Ζωή Κολλάρου, 32. Πέπυ Χατζιδάκη, 33. Καλλιόπη Γιατρουδάκη.
4) “Ο Κύκλος” από το βιβλίο του Ταμπούκι “ο χρόνος γερνάει γρήγορα”, μετάφραση Ανταίος Χρυσοστομίδης (όπως όλα τα βιβλία του Ταμπούκι που κυκλοφορούν στις εκδ. Άγρα
5) Χανιώτικες φυσιογνωμίες, εκ. Χανιώτικα νέα 2008.