Πέμπτη, 19 Δεκεμβρίου, 2024

Ἀζωγυρὲς ἢ Ἀζογυρές;

Κύριε διευθυντά,
μέσα ἀπὸ τὶς στῆλες τῶν Χ. Ν. δύο ἐπιστολογράφοι ἀσχολήθηκαν πρόσφατα μὲ τὴ σωστὴ γραφὴ τοπωνυμίου τῆς ἐπαρχίας Σελίνου: Ἀζωγυρὲς ἢ Ἀζογυρές; Ἀπὸ τὴ σύντομη ἐπιχειρηματολογία τους, στὴν ὁποία παρεισέφρησε τὸ στοιχεῖο τῆς παρετυμολογίας, ἀπουσιάζει ἡ ἀναδρομὴ στὴν ἱστορία τοῦ ὀνόματος καὶ ἡ ἐπιβαλλόμενη γλωσσικὴ ἔρευνα.
Κατ’ ἀρχήν, στὶς 21.12 ὁ κ. Κ. Ντουντουλάκης (Κ.Ν.) ὑποστήριξε ὅτι τὸ ὄνομα τοῦ χωριοῦ πρέπει νὰ γράφεται μὲ ὄμικρον (ο) καὶ ὄχι μὲ ὠμέγα (ω). Ἐπικαλούμενος τὸν Στέφανο Ξανθουδίδη, ὁ ὁποῖος ἀπέδωσε τὸ ὄνομα σὲ σύνθεση τῶν λέξεων “ὄζω” καὶ “γύρω” (“ὀζόγυρος” καὶ ἀπὸ αὐτὴν “ἀζόγυρος”), ἔχοντας δὲ ὑπόψη του πληροφορία ὅτι στὸ Ρέθυμνο “λένε αζογύρες ένα παλιό ντόπιο σόι πλατιά φασόλια” συμπέραινε ὅτι “η ονομασία του χωριού Αζογυρές προέρχεται μάλλον από το ότι υπήρχαν εκεί αζόυροι, λιγότερο πιθανό να φύτευαν εκεί αυτά τα φασόλια”. Ἑπομένως, “η γραφή Αζωγυρές (…) είναι λάθος”. Προσθέτει καὶ ὅτι δὲν εὐσταθεῖ ἡ ἄποψη ποὺ ἔχει διατυπωθεῖ (δὲν γνωρίζω ἀπὸ ποιούς) γιὰ ἀραβικὴ προέλευση τοῦ τοπωνυμίου.
Ὕστερα ἀπὸ αὐτὸ μὲ ἐπιστολή του ὁ Πρόεδρος “Πολιτιστικού Συλλόγου Αζωγυρές” κ. Ευτ. Κουκουτσάκης (Ε.Κ.) διαμαρτυρήθηκε, διότι τὸ ὄνομα τοῦ χωριοῦ του συνδέθηκε μὲ φυτό, καὶ μάλιστα κακόφημο, ἐνῶ ὀφείλεται σὲ κάτι πιὸ ὡραῖο: λόγω τῶν πηγῶν ποὺ ὑπάρχουν στὴν περιοχὴ καὶ τῆς ζωῆς ποὺ τὰ νερά τους χαρίζουν, τὸ χωριὸ ὀνομάστηκε “Αζωγυρές” μέσα ἀπὸ τὴ σύνθεση τῶν λέξεων “Ζωή” καὶ “γύρος”. Κατὰ συνέπεια, καὶ κατὰ τὴν ἄποψή του, ἄλλα τοπωνύμια μὲ ὄνομα ἴδιο μὲ αὐτὸ τοῦ χωριοῦ του πρέπει νὰ γράφονται μὲ ὄμικρον, τοῦ χωριοῦ του ὅμως μὲ ὠμέγα. Ἂς δοῦμε λοιπὸν τὰ δεδομένα.
Ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα ἦταν γνωστὸ φυτὸ τὸ ὁποῖο εἶχε τὸ ὄνομα “ἀνάγυρος” ἢ (τὸ θηλυκοῦ γένους) “ἀνάγυρις”: κατὰ τὸν Διοσκορίδη, “οἱ δὲ ἀνάγυριν, οἱ δὲ ἄκοπον καλοῦσι. (…) δενδρώδης, βαρύοσμος ἰσχυρῶς” (“Περὶ ὕλης ἰατρικῆς” 3, 150, 1). Κατὰ τὸν Γαληνὸ (“Περὶ κράσεως καὶ δυνάμεως τῶν ἁπλῶν φαρμάκων”, 829), “ἀνάγυρος θάμνος ἐστὶ δυσώδης καὶ δριμύς”, ἐνῶ στὸ Λεξικὸ Σούδα ἀναφέρεται: “Ἀνάγυρος. (…) ἄνθος, ὃ τριβόμενον ὄζει. (…) ἔστι δὲ τὸ φυτὸν ὁ ἀνάγυρος ἀλεξίκακον καὶ δυσῶδες, οἱ δὲ ὀνόγυρον αὐτό φασιν”. Ἄλλη πηγὴ ἀναφέρει: ”καὶ ὀνόγυρος δὲ εἶδος θάμνου· καλοῦσι δὲ αὐτὸν οἱ μὲν ἀνάγυρον, οἱ δὲ ὀνόγυρον, οἱ δὲ ἄκοπον, οἱ δὲ ἀγνάκοπον, οἱ δὲ ὀζόγυρον· ὀνόγυρός ἐστιν βοτάνη, πριονώδη ἔχων τὰ φύλλα” (Σχόλια στὰ “Θηριακὰ” τοῦ Νικάνδρου, 71h). Παραδίδεται καὶ ἡ παροιμιώδης φράση “κινεῖς τὸν ἀνάγυρον” τὴν ὁποία ἔλεγαν στὶς περιπτώσεις ποὺ κάποιος μὲ ἐνέργειές του προκαλοῦσε κακὸ στὸν ἑαυτό του (φράση ἀνάλογη ὡς πρὸς τὸ περιεχόμενο μὲ τὴ νεοελληνικὴ παροιμία “λαγὸς τὴ φτέρη ἔτριβε, κακὸ τῆς κεφαλῆς του”). Ἡ φράση αὐτή, κατὰ τὰ παραδιδόμενα, εἶχε τὴν ἀρχή της στὸ ὅτι κάποιος ἄνθρωπος μὲ τὸ ὄνομα Ἀνάγυρος ἀνταπέδωσε τὸ κακὸ ποὺ τοῦ εἶχαν προξενήσει. Ὁ Ἀνάγυρος αὐτὸς ἔδωσε τὸ ὄνομά του σὲ Δῆμο τῆς Ἀττικῆς: “ἔστιν ὁ ᾿Ανάγυρος (᾿Αναγυροῦς) δῆμος ᾿Αττικός, ἔνθα δυσῶδες φυτὸν φύεται, οὕτω καλούμενον ᾿Ανάγυρος. Τινὲς δὲ λέγουσιν ὅτι ᾿Ανάγυρος ἥρως γέγονεν, ὅστις τοὺς οἴκους τῶν γειτονούντων αὐτῷ ἐκ βάθρων ἀνέστρεψεν, ἐπειδὴ τὸ ἡρῷον αὐτοῦ ὑβρίσαι ἐπεχείρησαν” (“Ζηνοβίου Ἐπιτομὴ ἐκ τῶν Ταρραίου καὶ Διδύμου παροιμιῶν συντεθεῖσα κατὰ στοιχεῖον”, 55, 1). Σύμφωνα μὲ αὐτά, τὸ ἀρχικὸ ὄνομα τοῦ φυτοῦ ἦταν “ἀνάγυρος” καὶ προῆλθε ἀπὸ ὄνομα ἀνθρώπου (ὑπάρχουν πολλὲς περιπτώσεις στὶς ὁποῖες ἔχει συμβεῖ τὸ ἀκριβῶς ἀντίστροφο).
Ἡ μετέπειτα πορεία τῆς λέξης, καὶ μέχρι τὴν ἐποχή μας, προκαλεῖ ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον (ὅπως βέβαια συμβαίνει καὶ μὲ πλῆθος ἄλλων λέξεων τῆς γλώσσας μας). Ἡ πρώτη ἀξιοσημείωτη παραλλαγή της εἶναι αὐτὴ ποὺ ἤδη σημειώθηκε, “ὀνόγυρος”, ἡ ὁποία εἶναι ἀμάρτυρο ποῦ ὀφείλεται. Φαίνεται νὰ ἀνήκει σὲ ὁμάδα φυτῶν ἢ πραγμάτων μὲ ὀνομασία σύνθετη, τὸ πρῶτο συνθετικὸ τῆς ὁποίας εἶναι ἡ λέξη “ὄνος”: ὀνόβλιτον (εἶδος βλίτου), ὀνοβρυχὶς (γένος φυτῶν), ὀνοκάρδιον (εἶδος πολύτιμου λίθου), ὀνόπορδον καὶ ὀνόπυξος (γένος φυτῶν, ἀνάμεσά τους καὶ τὸ γαϊδουράγκαθο), ὀνόσκορδον (εἶδος σκόρδου). Προφανῶς, λόγω τῆς ὀσμῆς τῶν φύλλων του, καὶ ἀπὸ συμφυρμό, προέκυψε τὸ ὄνομα “ὀζόγυρος” μὲ ὄμικρον κατὰ τὴν παραδοθείσα γραφή. Ὅμως ὁ θεμελιωτὴς τῆς Γλωσσολογίας στὴν Ἑλλάδα Γεώργιος Ν. Χατζιδάκης (Μεσαιωνικὰ καὶ Νέα Ἑλληνικά, τομ. 2, 214) σημειώνει: “ἀζώγυρος (…) τὸ ἀρχαιότερον ὀζώγυρος· τὸν τύπον τοῦτον καὶ ὁ μακαρίτης Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης (…) συνάπτει ὀρθῶς πρὸς τὸ ὄζω· ἐλέχθη ἄρα  ὀζώγυρος ἀντὶ ἀνάγυρος ὡς ὄζων”. Καὶ παρακάτω (σελ. 215) “σήμερον ἐν Κρήτῃ λέγεται ὁ ἀζώ(γ)υρος καὶ ἡ ἀζωυρέ, καὶ ἀζωυρὲς ὁ τόπος”. Ἀνάλογα καὶ στὴ σελ. 502.
Τὸ ὄνομα τοῦ φυτοῦ ὡς τοπωνύμιο δηλωτικὸ τοῦ χωριοῦ τοῦ Σελίνου ἀνευρίσκεται γιὰ πρώτη φορὰ σὲ ἑνετικὲς πηγὲς (μὲ λατινικοὺς χαρακτῆρες).   Δὲν εἴμαστε σὲ θέση νὰ γνωρίζουμε ἀπὸ πότε το χωριὸ αὐτὸ εἶχε το συγκεκριμένο ὄνομα. Ὁ κ. Ε.Κ. ἰσχυρίζεται στὴν ἐπιστολή του: “Όταν έφτασαν εδώ οι αρχικοί κάτοικοι της περιοχής και βρήκαν την εποχή εκείνη  [πότε ἄραγε συνέβη αὐτό;] πάνω από 90 μικροπηγές νερού, ρυάκια και ποτάμι βρήκαν ότι περιβάλλεται από Ζωή εξ ου και η ονομασία Αζωγυρές”. Καὶ προσθέτει ὅτι “στο παρελθόν είχαν δημιουργηθεί αρκετές παρεξηγήσεις και διαπληκτισμοί” ἐξαιτίας τῆς παρερμηνείας ποὺ ἐπιχείρησαν “ορισμένοι ιστορικοί του παρελθόντος”.
Προσπερνώντας τα σχετικά μέ τὶς παρεξηγήσεις καὶ τοὺς διαπληκτισμούς, στοιχεῖα ποὺ δὲν ἔχουν καμιὰ σχέση μὲ τὴν ἐπιστημονικὴ ἔρευνα,  ἀναρωτιέμαι ἀφ’ ἑνὸς πόσο σοβαρὸς ἀπὸ γλωσσικὴ ἄποψη μπορεῖ νὰ εἶναι ὁ ἰσχυρισμὸς ὅτι μιὰ λέξη μὲ πρῶτο συνθετικὸ τὸ ὄνομα “ΖΩΗ” μπορεῖ κατὰ τὴ σύνθεση νὰ τὸ μετατρέψει σε “ΑΖΩ”, ἀφ’ ἑτέρου γιατί ἡ λέξη ποὺ σχηματίστηκε ἔχει τὴν (περιεκτικὴ) κατάληξη -ὲς καὶ ὄχι τὴν ἀρχικὴ -ος. Δεύτερον, ἐπισημαίνω ὅτι τὸ ἀναμφισβήτητο φυσικὸ κάλλος τῆς περιοχῆς δὲν βλάπτεται οὔτε στὸ ἐλάχιστο ἀπὸ ὀνομασία ὀφειλόμενη σὲ συστατικό της ποὺ δὲν ἀρέσει. Τρίτον, ὑπενθυμίζω ὅτι δὲν εἶναι λίγοι οἱ οἰκισμοί, καὶ πόλεις ἀκόμη, ποὺ πῆραν τὸ ὄνομά τους ἀπὸ φυτὸ τὸ ὁποῖο ὑπῆρχε ἐκεῖ πρὶν ἐγκατασταθοῦν ἄνθρωποι: Πλάτανος, Λυγιά, Πρίνος, Δρῦς, Κάλαμος, Πεύκη, Καστανιὰ κ. ἄ. Στὴ συγκεκριμένη περίπτωση τὸ τοπωνύμιο “ἀζωγυρὲς” εἶναι περιεκτικό, δηλώνει δηλαδή τόπο κάποιας ἔκτασης στὸν ὁποῖο φύονται ἀζώγυροι. Ὑπενθυμίζω ἀκόμη ὅτι ὑπάρχουν χωριὰ μὲ ὀνόματα ποὺ δὲν ἀρέσουν σὲ πολλούς, οἱ ὁποῖοι καὶ κάνουν προσπάθειες νὰ τὰ ἀλλάξουν (ὅπως εἶχε γίνει παλαιότερα καὶ μὲ τὸ χωριό μου, τὸ Κακοδίκι, τὸ ὁποῖο κάποιοι θέλησαν νὰ μετονομάσουν σὲ Ἀμφιθέα – καί, εὐτυχῶς, ἀπέτυχαν).
Τὸ ὄνομα τοῦ συγκεκριμένου θάμνου μαρτυρεῖται πιὸ συχνά, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν προφορικὴ παράδοση, καὶ ἀπὸ νεότερες πηγές. Τὸ βρίσκουμε μὲ μικρότερες ἢ μεγαλύτερες ἀλλαγὲς εἴτε ὡς δηλωτικὸ τοῦ θάμνου αὐτοῦ εἴτε ὡς τοπωνύμιο – οἰκισμῶν ἢ τοποθεσιῶν. Τὸ 1987 ὁ Ἐλευθέριος Πλατάκης, διακεκριμένος φυσικός, ἐδημοσίευσε στὴν “Κρητικὴ Ἑστία” (τόμ. 1, σελ. 168-183) μελέτη μὲ τίτλο “Πολυσυνώνυμα φυτὰ τῆς Κρήτης”. Κάτω ἀπὸ τὸν ἐνδιάμεσο τίτλο “ἀξόγυρος, ὁ” παραθέτει (σελ. 178-179) τὶς ἑξῆς ὀνομασίες ποὺ εἶχε ἐντοπίσει: ἀγριοφασουλιά, ἀζόγερας, ἀζόγερος, ἀζόγυρας, ἀζογυρέ, ἡ, ἀζογυριά, ἀζογυροφασούλα, ἀζογυροφασουλέ, ἀζόυρας, ἀζοϋρέ, ἡ, ἀναγύρα, ἡ, ἀναγύρι,, ἀνάγυρος, ἀντραβάνα, ἀντράβανο, βρωμοκλάρι. Ἐξ ἄλλου, ἀπὸ ἔρευνα στὸν χανιώτικο Τύπο τῆς περιόδου 1880-1920 ἔχω στὴ διάθεσή μου τὰ ἑξῆς μικροτοπωνύμια: ἀζωγυρά, στὸν (Καλυβιανή), ἀζωγυράκι (Καλάθαινες), ἀζωγυρέ, στὸν (Ἀνώπολη, Ἐμπρόσνερο, Λάκκοι, Νταμηλοχώρι, Στύλος), ἀζωυρέ, στὸν (Λιβανιανά, Μεσόγεια, Πελεκάνος), ἀζώγυρο, στὸν (Καμάρα Κουμούλη), ἀζώυρο, στὸν (Σκουτελώνας), ἀνάγυρο, στὸν (Ἕλος, Μεσκλά). Καὶ στὸ Κακοδίκι ἀζωύροι. Προσθέτω καὶ τὸ ὅτι στὸ Δυτικὸ Σέλινο ὑπάρχει οἰκισμὸς Ἀζωγυράς, στὴν δὲ Κίσαμο Ἀζωγυρές.
Ἐξετάζοντας τὴ μορφὴ ὅλων αὐτῶν τῶν καταγραφῶν πρέπει πρῶτα νὰ ἐπισημάνουμε κάτι πολὺ σπουδαῖο: στὸ τοπωνυμικὸ ἔχει διασωθεῖ ἀπαράλλακτη ἡ μορφὴ ποὺ εἶχε κατὰ τὴν ἀρχαιότητα το ὄνομα τοῦ περὶ οὗ ὁ λόγος φυτοῦ (ἀνάγυρος, ἀναγύρι – ἴσως θὰ ἔπρεπε νὰ γραφεῖ ἀναγύροι, οἱ). Δεύτερη ἐπισήμανση ὑποδεικνύει τὸ συσχετισμὸ τοῦ φυτοῦ μὲ τὴ φασολιὰ (γιὰ νὰ ἐπιβεβαιωθεῖ καὶ δι’ ἄλλης ὁδοῦ αὐτὸ ποὺ ἔγραψε ὁ κ. Κ.Ν.). Μάλιστα, εἶναι γνωστὸ ὅτι καὶ τὰ δύο αὐτὰ φυτὰ ἀνήκουν στὴν οἰκογένεια τῶν ψυχανθῶν (ὅπως καὶ ἡ ροβυθιά, ἡ φάβα, τὰ κουκιά, ὁ ἀρακάς, τὸ τριφύλλι κ. ἄ. Βλ. Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Εκδοτική Αθηνών, τομ. 10, 1983, 361-362). Τρίτη ἐπισήμανση σχετίζεται μὲ τὸ ὅτι, ἐξαιρουμένων τῶν ὀνομασιῶν ποὺ ἔχουν ἐντελῶς διαφορετικὴ μορφή, στὸ δεύτερο τμῆμα τῆς λέξης βρίσκουμε παραλλαγμένο ἢ ὄχι τὸ λεκτικὸ σύνολο -γύρος. Ἂν δεχτοῦμε ὅτι τὸ ὄνομα τοῦ φυτοῦ εἶναι λέξη σύνθετη, αὐτὸ εἶναι τὸ δεύτερο συνθετικό της. Τὸ κύριο ὄνομα λοιπὸν Ἀνάγυρος θὰ μποροῦσε νὰ σημαίνει αὐτὸν ποὺ κάνει κύκλους, ποὺ ἐπανέρχεται κυκλικῶς, ποὺ περιστρέφεται (γῦρος ἦταν ὁ κύκλος ἢ τὸ κυκλικὸ ὄρυγμα στὸ ὁποῖο φύτευαν δένδρα).
Ἡ τρίτη ἐπισήμανση μαζὶ μὲ τὴ σύνδεση τοῦ ὀνόματος μὲ ἀρχαῖο κύριο ὄνομα ἀφ’ ἑνὸς ἀντικρούει τὸν ἰσχυρισμὸ ὅτι δεύτερο συνθετικὸ εἶναι τὸ ἐπίρρημα “γύρω”. Ἀφ’ ἑτέρου μᾶς δίνει τὴ δυνατότητα νὰ προσεγγίσουμε μὲ μεγαλύτερη ἀκρίβεια τὴ σημασία τῆς ὀνομασίας “ὀζώγυρος”, ἀπὸ τὴν ὁποία (δεχόμαστε ὅτι) προῆλθε ἡ μορφὴ “ἀζώγυρος”. Δὲν δηλώνει δηλαδή τὴ σχέση τοῦ φυτοῦ μὲ τὴ γύρω περιοχή, ἀλλὰ τὸ ὅτι ἀπὸ αὐτὸ ἀναδίδεται δυσάρεστη ὀσμή, γι’ αὐτὸ καὶ ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα τοῦ ἀποδόθηκαν  χαρακτηρισμοὶ ὅπως δυσῶδες, δριμύ, βαρύοσμον, ἀλεξίκακον.
Μὲ βάση ὅσα ἐκτέθηκαν, μποροῦμε νὰ καταλήξουμε στὰ ἑξῆς:
1.Ἡ γραφὴ τοῦ τοπωνυμίου “Ἀζογυρὲς” στηρίζεται ἀποκλειστικῶς στὴν προγενέστερη μορφὴ “ὀζόγυρος”. Ὁ Χατζιδάκης ὅμως (τὴν ἄποψη τοῦ ὁποίου νομίζω πὼς πρέπει νὰ ἀκολουθήσουμε) τὴν θεωρεῖ ἐσφαλμένη καὶ προϊὸν συμφύρσεως.
2.Ἡ γραφὴ μὲ ὠμέγα εἶχε (ἔχει) λάβει μεγάλη ἔκταση. Γιὰ παράδειγμα, ἀναφέρω δημοσιεύματα σὲ ἐφημερίδες καὶ περιοδικά, χάρτες, πινακίδες σήμανσης στοὺς δρόμους. Ἂς προσθέσω καὶ τὸ ὅτι ὁ καταγόμενος ἀπὸ τὸ χωριὸ αὐτὸ Ἀρ. Κριάρης ἔγραφε “Ἀζώγηρος” (στὴ Συλλογὴ Ἀσμάτων Κρητικῶν. Τὴν ἴδια γραφὴ παραδίδει καὶ ἡ Ἐφημερὶς Ἐπίσημος τῆς Κρητικῆς Πολιτείας).
3.Ἂν καὶ ἐσφαλμένη, ἡ γραφὴ μὲ ὄμικρον ἔχει εὐρεία χρήση, ἀκόμη καὶ ἀπὸ διακεκριμένους ἐπιστήμονες. Ὁ κ. Κ.Ν. παρέπεμψε στὸν Ξανθουδίδη. Παραπέμπω καὶ στὸν διαπρεπῆ βυζαντινολόγο Φαίδωνα Κουκουλέ, ὁ ὁποῖος σὲ μελέτη του (“Βυζαντιναί τινες παραδόσεις”, Ἐπετηρὶς Ἑταιρείας Βυζαντινῶν Σπουδῶν, τ. 22, 1952, σελ. 10) γράφει ὅτι κατὰ μία παράδοση ὁ Ἰούδας κρεμάστηκε ἀπὸ δάφνη, ἀλλὰ σύμφωνα μὲ ἄλλη “ἐκ τοῦ ἀναγύρου, ὅστις (καλεῖται) ἀζό(γ)υρος ἐν Κρήτῃ. Ὁ ἀζόγυρος ἐξελέγη, διότι ἀναδίδει βαρεῖαν ὀσμὴν (τὸ ἀζόγυρος προέρχεται ἐκ τοῦ ὄζω+ἀνάγυρος)”. Ἴσως δὲν διαβλέπουν σύμφυρση καὶ διατηροῦν τὸ ὄμικρον. Προκαλεῖ ὅμως ἀπορία τὸ ὅτι ὁ Νικ. Ἀνδριώτης (Ἐτυμολογικὸ Λεξικὸ τῆς Κοινῆς Νεοελληνικῆς, σελ. 7), καθηγητὴς Γλωσσολογίας, παραπέμπει στὸν Χατζιδάκι καὶ στὴ γραφὴ μὲ ὠμέγα, καταλήγει ὅμως νὰ γράφει τὴ λέξη μὲ ὄμικρον, χωρὶς νὰ ἐξηγεῖ γιατί τὴν ἐπιλέγει. Ἐπὶ πλέον, εἶναι ἄξιο παρατήρησης τὸ ὅτι δὲν ταυτίζονται ἀπολύτως οἱ ἀπόψεις τους γιὰ τὸ σχηματισμὸ τῆς λέξης.
3.Τὸ χωριὸ τοῦ Σελίνου πρέπει νὰ γράφεται μὲ ὠμέγα, ὄχι ὅμως γιὰ τὸ λόγο ποὺ ἐπικαλεῖται ὁ κ. Ε.Κ. Καὶ αὐτὸ διότι δὲν ἔχει λογικὴ ὁ διαχωρισμὸς κατὰ τὸ δοκοῦν λέξεων καθ’ ὅλα ὅμοιων.

Γεώργιος Ἰ. Λουπάσης
Φιλόλογος


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα