Ὅπως ἀρέσει στὴ φύση νὰ κρύβεται (σύμφωνα μὲ τὸν ἡρακλείτειο συλλογισμό), ὅμοια κι ὁ ποιητὴς ἀρέσκεται στὸ νὰ κρύβῃ ἐπιμελῶς, συστηματικὰ καὶ μετ’ ἐμμονῆς μὲς στὰ ποιητικά του κείμενα τὰ ὀράματά του, τὰ ὄνειρά του, τὴν ἴδια του τὴν ἔμπνευση καὶ κατ’ ἐπέκταση τὶς ἰδέες ποὺ θέλει νὰ ὑποβάλῃ μέσῳ τοῦ ἔργου του.
Αὐτὴ ἡ ἐμμονὴ νὰ θέλῃ νὰ κρύψῃ ἀντὶ νὰ φανερώσῃ, αὐτὴ ἡ φροντίδα ἢ ἡ ἔγνοια νὰ μὴν ἀποκλίνῃ οὔτε στὸ ἐλάχιστο ἀπὸ μιὰ τέτοια κρυψίνοια, ἐκδηλώνεται μὲ ποικίλους τρόπους ποὺ ἀντιστοιχοῦν συνάμα σὲ διαφορετικὰ ἐπίπεδα καὶ βαθμοὺς ἀπόκρυψης. Ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς πιθανοὺς τρόπους εἶν’ ἡ ἀποφυγὴ τῆς ἀμεσότητας καὶ τῆς εὐθύτητας (χαραχηριστικὰ αὐτὰ τοῦ, λόγου χάριν, ἐπιστημονικοῦ ἢ δημοσιογραφικοῦ λόγου) στὸν ποιητικὸ λόγο ἀκριβῶς γιὰ νὰ μὴν ξεπέσῃ αὐτὸς σὲ πεζολογία, σὲ καθημερινὴ ὁμιλία ἢ σὲ μιὰ τέλος πάντων ψυχρὰ ὑπολογιστικὴ παράθεση ἰδεῶν. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι τὰ δρῶντα πρόσωπα, φερ’ εἰπεῖν, τῆς ποιητικῆς σύνθεσης ἢ οἱ περιγραφόμενες καταστάσεις σκεπάζονται ἀπὸ μιὰ ἀχλή μὲς ἀπ’ τὴν ὁποῖα ξεχωρίζει κανεὶς μόνον περιγράμματα καὶ σκιὲς ἀλλὰ ποτὲ τὸ περιεχόμενό τους.
Ἔτσι, οἱ χαραχτῆρες ποὺ ἐμφανίζονται σ’ ἕνα ἔργο, ἰδιαίτερα ἂν πρόκειται γιὰ πραγματικὰ πρόσωπα (ἱστορικὰ ἢ ἄλλα), δὲν ὀνοματίζονται κἂν· ἀντ’ αὐτοῦ δίνονται κάποια ἀντιπροσωπευτικὰ γνωρίσματα κι ὁ ἀναγνώστης καλεῖται νὰ βρῇ σὲ ποιὰ πρόσωπα ἀναφέρεται ὁ ποιητής. Γιὰ παράδειγμα, ὁ ὁμηρικὸς Ἀχιλλέας μπορεῖ νὰ μὴν δίνεται μὲ τ’ ὄνομά του ἀλλὰ μὲ τὴν πιθανὴ ἐτυμολογία τοῦ ὀνόματός του: αὐτὸς ποὺ ἀποτελεῖ τὸ ἄχος στοὺς λαούς.
Τὸ ἴδιο ἰσχύει γιὰ τὰ φόντο (ἂν ὑπάρχῃ) μέσα στὸ ὁποῖο ἐκτυλίσσεται ἡ ὑπόθεση τοῦ ποιήματος. Ἂν τὸ φόντο δὲν εἶναι φανταστικό, τότε δίνονται ἀδρὰ μὲ δύο τρεῖς πινελιὲς τὰ ἀντιπροσωπευτικὰ καὶ δεσπόζοντα στοιχεῖα του. Καὶ στὶς δύο παραπάνω περιπτώσεις ὁ ποιητὴς ἀναφέρει τὰ πιὸ χτυπητὰ χαραχτηριστικὰ γιὰ νὰ μπορέσῃ νὰ λειτουργήσῃ στὸν ἀναγνώστη ὁ συνειρμὸς μὲ κάποια εὐκολία.
Ἄρα τίποτα δὲν λέγεται μὲ τ’ ὄνομά του. Τὰ σημαινόμενα χάνονται φαινομενικὰ μέσ’ ἀπ’ τὴ χρήση σημαινόντων μὴ παραπεμπτικῶν σ’ αὐτὰ τὰ σημαινόμενα· ἔτσι ἀποκτᾶ ἡ ποίηση μιὰ κατὰ κάποιο τρόπο αἰνιγματικὴ χροιὰ ποὺ ὑποχρεώνει τὸν ἀναγνώστη νὰ τὴν ξεδιαλύνῃ γιὰ νὰ μπορέσῃ νὰ καταλάβῃ τὸ κείμενο.
Θεωρῶ ὅτι ἡ υἱοθέτηση αὐτοῦ τοῦ αἰνιγματικοῦ τρόπου (τοῦ διανθισμένου πάντα μὲ ποιητικὰ στοιχεῖα), γιὰ νὰ δηλώσῃ ὁ ποιητὴς αὐτὰ ποὺ κάποιος ἄλλος θὰ τὰ ἔλεγε εὐθέως, ὄχι μόνο δίνει φτερὰ στὸν λόγο καὶ τὸν μεταφέρει στὴ σφαῖρα τῆς ποίησης, ἀλλὰ ἀναγκάζει τὸν ἀναγνώστη νὰ βρῇ (ἂν θέλῃ ν’ ἀνοιχτοῦν μπροστά του οἱ κόσμοι ποὺ ὑπόκεινται τοῦ κειμένου) τοὺς δρόμους ποὺ πῆρε ὁ ποιητὴς γιὰ νὰ φτάσῃ στὸ τελικὸ ἀποτέλεσμα κι ἀκολουθῶντας ἀντίστροφη πορεία νὰ φτάσῃ στὴν ἀρχικὴ πηγὴ ποὺ δὲν εἶν’ ἄλλη ἀπ’ τὰ πρῶτα σημαίνοντα.
Συλλογίζομαι ὅτι αὐτὴ τούτη ἡ κρυψίνοια τοῦ ποιητῆ στὸν τρόπο ἐκμετάλλευσης τῆς ἔμπνευσης εἶναι ποὺ σώζει τὸν λόγο ἀπ’ τὸν τετριμμένο καὶ χρηστικὸ χαραχτήρα καὶ τὸν ἀνεβάζει ψηλότερα στὸ μυστικὸ ἐπίπεδο τῆς μαγείας καὶ τοῦ ἀσυνήθιστου!