» … και ο ρόλος της Αντάντ
Συμπεράσματα
που βγαίνουν
και διατηρούν
στο ακέραιο
την επικαιρότητά τους
A’ ΜΕΡΟΣ
Τα γεγονότα του 1919-1922 στην Εγγύς Ανατολή είναι λάθος να τα βλέπουμε σαν μια ελληνοτουρκική διένεξη, σαν έναν πόλεμο ανάμεσα στον ελληνικό και τον τουρκικό λαό. Την εκστρατεία την επέβαλαν στον ελληνικό λαό οι ιμπεριαλιστές της Αντάντ και η ντόπια ολιγαρχία για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους.
Το ότι αυτός ήταν ο χαρακτήρας της εκστρατείας αναγκάζεται να το πει και ο Ε. Αβέρωφ, έστω και έμμεσα, πολλά χρόνια αργότερα, όταν από το επίσημο βήμα του ΟΗΕ στα 1957 απαντώντας στον τούρκο συνάδελφό του δηλώνει, πως: «…ο πόλεμος αυτός έγινε, διότι προσεκλήθημεν όπως συμμετάσχωμεν εις αυτόν, υπό της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας, αι οποίαι, δυνάμει της συνθήκης των Σεβρών εισέβαλαν εις την Μικράν Ασίαν και εκκάλεσαν την Ελλάδα να καταλάβει την ακτήν, την οποίαν όντως κατέλαβεν… Πρέπει να αναγνωρίσομε ότι η Τουρκία απάντησε με μίαν υπερηφάνειαν και μίαν γενναιότητα, η οποία της έδωσε την εθνική της ανεξαρτησία. Αλλά πρέπει να υπάρξει προσοχή, προτού αναφερθεί αυτός ο πόλεμος, ως πόλεμος ελληνικής καταχτήσεως. Ήτο πόλεμος συμμαχικής κατακτήσεως εις την οποίαν η Ελλάς εκλήθη να λάβει μέρος, αλλά βεβαίως δεν ήτο ελληνικός πόλεμος» (Εφημερίδα «To Βήμα», 24/12/1957).
Στις 28/7 (10/8, με το νέο ημερολόγιο)/1920, υπογράφεται η συνθήκη η Συνθήκη των Σεβρών, η οποία έχει καταγραφεί στην ελληνική αστική ιστοριογραφία ως «η κορύφωση» του «ονείρου της Μεγάλης Ελλάδας», που επήλθε ως «φυσική» εκπλήρωση του «ιστορικού πεπρωμένου» της ή ως προσωπικό επίτευγμα της διεθνούς «γοητείας και επιρροής» του Ελ. Βενιζέλου (πολύ συχνά και τα δύο). Η κατάρρευση αυτού του «ονείρου», 3 χρόνια αργότερα, αποδόθηκε στον «Εθνικό Διχασμό», στην «ακραία και πικρόχολη δημαγωγία» της αντιβενιζελικής παράταξης (με την οποία κέρδισε τις εκλογές του 1920 και «έριξε το ελληνικό καράβι στα βράχια»), ή ακόμα και σε «κομμουνιστικό δάκτυλο».
Ωστόσο, τίποτε από τα παραπάνω δεν προσεγγίζει την ουσία και το βάθος – ή καν την αλήθεια – των πραγματικών αιτιών που οδήγησαν τόσο στη Συνθήκη των Σεβρών όσο και στην αναθεωρημένη εκδοχή της (της Λοζάνης), που την διαδέχθηκε λίγο αργότερα. Η ειρήνη των Σεβρών, όπως και κάθε ειρήνη που συνομολογείτε έπειτα από μια ενδοϊμπεριαλιστική σύγκρουση, ήταν μια ιμπεριαλιστική ειρήνη. Ερχόταν δηλαδή να αποτυπώσει, με όρους συνθήκης, το αποτέλεσμα της όξυνσης των ανταγωνισμών μεταξύ μιας σειράς καπιταλιστικών κρατών, που πήρε πολεμική μορφή και κατέληξε σε ένα νέο συσχετισμό (με νικητές και ηττημένους, ωφελημένους και «ριγμένους»). Από αυτήν την άποψη, η Συνθήκη των Σεβρών, όπως και κάθε ιμπεριαλιστική ειρήνη, ήταν εγγενώς θνησιγενής, εμπεριέχοντας εξαρχής τα ψήγματα του επόμενου ιμπεριαλιστικού πολέμου.
Η Συνθήκη των Σεβρών (μια από τις πολλές επιμέρους Συνθήκες Ειρήνης του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου – και συγκεκριμένα μεταξύ των δυνάμεων της Αντάντ και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) δεν διέφερε πολύ από την αντίστοιχη των Βερσαλλιών (μεταξύ των δυνάμεων της Αντάντ και της Γερμανίας), που σηματοδότησε την αντίστροφη μέτρηση για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ωστόσο, οι αντιθέσεις που περιέκλειε ήταν τέτοιες που οδήγησαν ακόμη ταχύτερα στην αμφισβήτηση και εν τέλει στην αναθεώρησή της.
Οι ρίζες του ζητήματος υπάρχουν πολύ πιο πίσω από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στην εξέλιξη του λεγόμενου Ανατολικού Ζητήματος (που αφορούσε την τύχη της παρακμάζουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας).
Ας δούμε ορισμένες από τις εξελίξεις που αφορούν στην τελευταία φάση του: Στον πόλεμο που επιτάχυνε και σφράγισε το διαμελισμό – και διάλυση – της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ειδικότερα ορισμένα από τα γεγονότα που προηγήθηκαν της Συνθήκης των Σεβρών.
Πόλεμος και παζάρια για τη μελλοντική νομή της λείας
Τα παζάρια για τη νομή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ξεκίνησαν πριν καν παρέλθουν 6 μήνες αφότου η τελευταία μπήκε στον πόλεμο. Με τη Συμφωνία της Κωνσταντινούπολης (18 Μάρτη 1915), οι τρεις κύριες δυνάμεις της Αντάντ (Βρετανία, Γαλλία, Ρωσία) προχώρησαν σε μια προκαταρκτική αλληλοαναγνώριση των συμφερόντων τους στην περιοχή, με πολλούς – βέβαια – αστερίσκους.
Ακολούθησαν, αμέσως μετά, οι διαπραγματεύσεις με την Ιταλία ώστε να αλλάξει ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο και να μπει ενεργά στον πόλεμο με τις δυνάμεις της Αντάντ (έως τότε η Ιταλία, αν και μέλος της Τριπλής Συμμαχίας, μαζί με τη Γερμανία και την Αυστροουγγαρία, είχε κρατήσει στάση ουδετερότητας). Μεταξύ των «ανταλλαγμάτων» που συνομολογήθηκαν στη Συνθήκη του Λονδίνου (26 Απρίλη 1915) ήταν και ένα
«δίκαιο μερίδιο στην περιοχή της Μεσογείου πέριξ της επαρχίας της Αττάλειας». Έτσι, «σε περίπτωση ολικού ή μερικού διαμελισμού» της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τα εδάφη αυτά «δεσμεύονταν για την Ιταλία, η οποία εδικαιούτο να τα καταλάβει» (Paul Helmreich, From Paris to Sevres, εκδ. Ohio University Press, Columbus, 1974, σελ. 5.).
Με τη Συμφωνία του Sykes-Picot (16 Μάη 1916), Βρετανία και Γαλλία καταμέρισαν αναμεταξύ τους τις αραβικές επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ορίζοντας εδαφικές προσαρτήσεις και ακόμη ευρύτερες σφαίρες επιρροής, για τη μεν πρώτη στην περιοχή της Μεσοποταμίας και για τη δεύτερη σε Συρία και Κιλικία. Η Ρωσία, αν και δεν μετείχε στις διαπραγματεύσεις, επικύρωσε την εν λόγω Συμφωνία. Η Ιταλία, από την άλλη μεριά, που ενημερώθηκε για το περιεχόμενό της αρκετούς μήνες αργότερα, αντέδρασε στον αποκλεισμό της από τη νομή της Μέσης Ανατολής, αυξάνοντας τις διεκδικήσεις της.
Οι τελευταίες ενσωματώθηκαν εν μέρει στη Συμφωνία του St. Jean de Maurienne (18 Αυγούστου 1917), με την οποία αναγνωρίστηκαν στην Ιταλία ενισχυμένα «δικαιώματα» επί της Μικράς Ασίας (συμπεριλαμβανομένης της Σμύρνης). Η Συμφωνία, ωστόσο, συνοδευόταν από μια σειρά από όρους και προϋποθέσεις, που αντικειμενικά την καθιστούσαν μετέωρη και υπό αίρεση. Βρετανία και Γαλλία εξαρτούσαν την υλοποίηση των ιταλικών διεκδικήσεων, μεταξύ άλλων, από τη συγκατάθεση της Ρωσίας (που βρισκόταν σε επαναστατικό αναβρασμό και απείχε από τις σχετικές διαπραγματεύσεις), από τη μεγαλύτερη πολεμική συνδρομή της Ιταλίας εναντίον των Οθωμανών, από τη μη διακύβευση των γαλλοβρετανικών συμφερόντων στην περιοχή (από την ιταλική επέκταση), κ.ο.κ. Όλες οι πλευρές «προσπαθούσαν διαρκώς να εξαπατήσουν οι μεν τους δε» (Victor Rothwell, British war aims and peace diplomacy, 1914 – 1918, εκδ. Oxford University Press, Oxford, 1971, σελ. 133).
Οι επιδιώξεις Βρετανίας, Γαλλίας και Ιταλίας στην Εγγύς και Μέση Ανατολή
Η Βρετανία υπήρξε διαχρονικά από τους βασικότερους υποστηρικτές της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εφόσον αυτό διασφάλιζε καλύτερα τα συμφέροντά της στην περιοχή και ευρύτερα (όσον αφορά την απρόσκοπτη λειτουργία του θαλάσσιου εμπορίου με τις ασιατικές της αποικίες και ιδιαίτερα με την Ινδία). Ωστόσο, με την είσοδο της τελευταίας στον πόλεμο, στο πλευρό του αντίπαλου ιμπεριαλιστικού συνασπισμού, η πολιτική της αυτή «ανεστράφη πλήρως».
Με τη Συμφωνία του Sykes-Picot η Βρετανία – έχοντας ως γνώμονα τα παραπάνω πάγια συμφέροντά της – διεκδικούσε τον άμεσο ή έμμεσο έλεγχο των εδαφών που συνέδεαν την αποικία της Αιγύπτου με τον Περσικό Κόλπο. Στην πορεία του πολέμου, ωστόσο, οι βλέψεις της διευρύνθηκαν, αφού η επαναστατημένη Ρωσία είχε παραιτηθεί από τις αξιώσεις της, ενώ η Γαλλία εθεωρείτο πως είχε ευνοηθεί «σκανδαλωδώς» κατά την αρχική μοιρασιά. Έτσι, το βρετανικό υπουργείο Εξωτερικών εκτιμούσε πως «δεν συντρέχουν πλέον οι λόγοι που υπαγόρευαν την πολιτική μας το 1915», τονίζοντας πως «το ζήτημα της Τουρκίας πρέπει να εξεταστεί εκ νέου» (Turkey in Europe and Asia, 22/10/1917, FO 800/214, Public Recorf Office-PRO).
Ως εκ τούτου, οι βρετανικές βλέψεις επεκτάθηκαν στο σύνολο σχεδόν της Μεσοποταμίας. Η μεταπολεμική υπόσταση του τουρκικού κράτους, κατά τους τότε βρετανικούς σχεδιασμούς, θα περιοριζόταν βασικά στη Μικρά Ασία, με την ουσιαστική ή τυπική κυριαρχία επί μιας σειράς όμορων περιοχών (εφόσον δεν απειλούνταν τα βρετανικά συμφέροντα και διεκδικήσεις).
Η Γαλλία, από τη μεριά της, επιδίωκε τον άμεσο ή έμμεσο έλεγχο της Συρίας και των φυσικών της προεκτάσεων σε Κιλικία και Λίβανο. Ωστόσο, δεν ήταν υπέρ της διάλυσης ή του «υπερβολικού περιορισμού» της οθωμανικής επικράτειας. «Η Γαλλία», είχε τονίσει ο υπουργός Εξωτερικών της χώρας St. Pichon (1918), είχε «αδιαμφισβήτητα δικαιώματα στη διασφάλιση της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας». «Η γαλλική κυβέρνηση», διευκρινιζόταν πιο συγκεκριμένα σε σχετικό υπόμνημα, «φρονεί ότι (…) θα ήταν σκόπιμο να διαφυλαχθεί βιώσιμο τουρκικό κράτος και να ακρωτηριαστεί εδαφικά όσο το δυνατόν λιγότερο. Ο περιορισμός της οθωμανικής επικράτειας προφανώς δεν μας συμφέρει. Οι Γάλλοι υπήκοοι κατέχουν εκεί προνομιακή θέση, την οποία όμως θα χάσουν σε όσες περιοχές κατοχυρωθούν σε κράτη όπου δεσπόζει κάποια μορφή αποκλειστικού εθνικισμού ή σε όσες τεθούν υπό την επιρροή κάποιας Μεγάλης Δύναμης αποφασισμένης να αποζημιωθεί για τις θυσίες και το κόστος του πολέμου. Οπωσδήποτε, δεν αποτελεί επαρκή αποζημίωση το να μας ανατεθεί εντολή για οποιαδήποτε περιοχή» (Paul Helmreich, From Paris to Sevres, εκδ. Ohio University Press, Columbus, 1974, σελ. 16 και Γεώργιος Λεονταρίτης, Η Ελλάδα στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, 1917 – 1918, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2005, σελ. 500 – 501).
Πράγματι, παραμονές του πολέμου (Ιούλης 1914) η Γαλλία κατείχε τη μερίδα του λέοντος – και με διαφορά – μεταξύ των ξένων επενδυτών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, τόσο σε ιδιωτικά κεφάλαια (45%) όσο και επί του δημόσιου χρέους της χώρας (59,8%). Τα αντίστοιχα μεγέθη για τη Γερμανία ήταν 24,6% και 16,2%, ενώ για τη Βρετανία 16% και 13,7%.
Η ειδοποιός αυτή διαφορά με το βασικό ανταγωνιστή της στη νομή της μεταπολεμικής λείας (τη Βρετανία) καθόρισε σε μεγάλο βαθμό και τη βάση πάνω στην οποία διαμορφώθηκαν και εξελίχθηκαν οι διαφορετικές – και συχνά αντικρουόμενες – επιδιώξεις της κάθε δύναμης έναντι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η Ιταλία, που μπήκε στη «μοιρασιά» με σχετική καθυστέρηση (ενώ «αποκλείστηκε» και από τη Συμφωνία του Sykes-Picot των «δύο μεγάλων»), πρόβαλλε, ως αναδυόμενη καπιταλιστική δύναμη, ιδιαίτερα επιθετικά και φιλόδοξα τις επιδιώξεις της. Αυτές (όπως διατυπώθηκαν στα τέλη του 1916) περιλάμβαναν τα βιλαέτια του Αϊδινίου, του Ικονίου και των Αδάνων. Στις ενστάσεις του Βρετανού υπουργού Εξωτερικών Sir E. Grey πως οι ιταλικές αξιώσεις ήταν υπερβολικά μεγάλες, o Ιταλός διπλωμάτης G. Imperiali απάντησε χαρακτηριστικά: «Οχι μεγαλύτερες από εκείνες της Γαλλίας». Η τελευταία επίσης αντιμετώπιζε αρνητικά τις ιταλικές αξιώσεις, θεωρώντας πως η Ιταλία επιδίωκε «ίσο μερίδιο από τους καρπούς αλλότριων κόπων» (Γεώργιος Λεονταρίτης, Η Ελλάδα στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, 1917 – 1918, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2005, σελ. 442, 644).
Οι ιταλικές βλέψεις τέμνονταν άμεσα με τις αντίστοιχες γαλλικές, ειδικά στο βιλαέτι των Αδάνων, που, κατά τον Γάλλο πρωθυπουργό A. Briand, ήταν «το κλειδί της άμυνας και ο σιτοβολώνας της Συρίας» (ενώ, όντας «επί αιώνες υπό την επιρροή της» Γαλλίας, θεωρούνταν «αναπόσπαστο μέρος της εθνικής» της «κληρονομιάς»). Αλλά και στο βιλαέτι του Αϊδινίου (Σμύρνη) οι Γάλλοι καπιταλιστές διέθεταν σημαντικά συμφέροντα, τα οποία ήθελαν να προστατέψουν.
Μετά τις διασυμμαχικές διαπραγματεύσεις για τη Μικρά Ασία (Λονδίνο, 29 Γενάρη 1917), που κατέληξαν σε αδιέξοδο για τις ιταλικές διεκδικήσεις, οι Γάλλοι «άρχισαν να ευνοούν την ιδέα να κατοχυρώσουν τη Σμύρνη στην Ιταλία, ελπίζοντας να εκτρέψουν έτσι τις βλέψεις της» από πιο μείζονος «ενδιαφέροντος» για εκείνη περιοχές, «όπως τα Αδανα και η Μερσίνα». Βρετανοί και Ρώσοι, από τη μεριά τους, που προόριζαν τη Μικρά Ασία ως βασικό σώμα του μεταπολεμικού τουρκικού κράτους, ήταν κάθετα αντίθετοι στην απόδοση της Σμύρνης στην Ιταλία και πίεζαν για παραχωρήσεις σε βάρος των γαλλικών βλέψεων. «Οι Ιταλοί πάλι επέμεναν στην προσάρτηση της Σμύρνης, την οποία θεωρούσαν “φυσική πρωτεύουσα” της δικής τους ζώνης».
Τελικά, με τη Συμφωνία του St. Jean de Maurienne λίγους μήνες αργότερα, θα αναγνωρίζονταν «ενισχυμένα δικαιώματα» της Ιταλίας στην περιοχή της Σμύρνης, αλλά με πολλούς αστερίσκους.
Η ανακωχή του Μούδρου
Στις 30 Οκτώβρη 1918 η Οθωμανική Αυτοκρατορία συνθηκολόγησε (ανακωχή του Μούδρου), οξύνοντας ακόμη περισσότερο τους ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς στους κόλπους των νικητριών δυνάμεων της Αντάντ. Ενδεικτικό των εν λόγω αντιθέσεων είναι και το γεγονός ότι θα έπρεπε να μεσολαβήσουν σχεδόν δύο επιπλέον χρόνια (αδυσώπητων διαπραγματεύσεων) έως τη συνομολόγηση συνθήκης ειρήνης τον Αύγουστο του 1920.
Από όλους τους όρους της αρχικής συνθηκολόγησης, ο πιο κρίσιμος ίσως ήταν ο 7ος, ο οποίος όριζε πως «οι Σύμμαχοι έχουν το δικαίωμα να καταλάβουν οποιοδήποτε στρατηγικό σημείο (της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) εφόσον πρόκυπτε κίνδυνος για την ασφάλειά τους» (FO 93/110/80 – PRO).
Η διάταξη αυτή, ερμηνεύσιμη κατά το δοκούν, ουσιαστικά έλυνε τα χέρια των νικητών για οποιαδήποτε επέμβαση στο μέλλον προς διασφάλιση των συμφερόντων τους στην περιοχή.
Παραμονές της ανακωχής, οι σχέσεις Βρετανίας – Γαλλίας ήταν ήδη τεταμένες γύρω από το ποιος θα είχε το στρατιωτικό πρόσταγμα και – κατά προέκταση – την πρωτοκαθεδρία στην Εγγύς Ανατολή. Έτσι, όταν οι Οθωμανοί απευθύνθηκαν στη Βρετανία για συνθηκολόγηση, η τελευταία άδραξε την ευκαιρία, δίνοντας οδηγίες στον ναύαρχο Calthorpe «όπως αποκλείσει τον Γάλλο ομόλογό του, ναύαρχο Amet, από κάθε συμμετοχή στις διαβουλεύσεις, προχωρώντας μόνος του στη διαπραγμάτευση και υπογραφή ανακωχής», όπως και έγινε. Και παρότι οι όροι που συνομολογήθηκαν ταίριαζαν σε μεγάλο βαθμό στα όσα είχαν προσυμφωνηθεί μόλις προσφάτως σε διασυμμαχική διάσκεψη στο Παρίσι (7 Οκτώβρη 1918), ωστόσο υπήρξαν και ορισμένες διαφορές που ευνοούσαν σαφώς τις βρετανικές επιδιώξεις σε βάρος των γαλλικών.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…
*Ο Σπύρος Δαράκης είναι πρόεδρος
Μαρτυρικής Μαλαθύρου,
π. δήμαρχος Μηθύμνης
ιδρυτικό μέλος του Δικτύου Μαρτυρικών Πόλεων και Χωριών της Ελλάδας, περιόδου 40-45 «Ελληνικά Ολοκαυτώματα»
Βιβλιογραφία – Σημειώσεις
1. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ: Παγκόσμια ιστορία, 1964, τομ. 8.
2. Από άρθρα του τμήματος Ιστορίας της Κεντρικής επιτροπής του ΚΚΕ.
3. Εφημερίδα Ριζοσπάστης
4. Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Η Μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή