Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου, 2024

100 χρόνια από τη Μικρασιατική καταστροφή (Β’ Μέρος)

■ …και ο ρόλος της Αντάντ

 

Επιδιώξεις και ανταγωνισμοί στο Συνέδριο Ειρήνης του Παρισιού

Οι εργασίες του λεγόμενου Συνεδρίου Ειρήνης του Παρισιού ξεκίνησαν στις 18 Γενάρη 1919. Οι μαρτυρίες ορισμένων εκ των συμμετεχόντων σκιαγραφούν με γλαφυρό τρόπο τον πραγματικό χαρακτήρα και περιεχόμενο των διαβουλεύσεων. «Κάθε αντιπροσωπεία», αναφέρει ο Ι. Bowman (μέλος της αμερικανικής αποστολής), «είχε και τις δικές της βαλίτσες γεμάτες με στατιστικά και χαρτογραφικά τρικ» προκειμένου να στηρίξει τις διεκδικήσεις της. Και «κάθονταν όλοι γύρω από τον χάρτη», παρατηρούσε ο H. Nicolson (μέλος της βρετανικής αποστολής) «σαν να επρόκειτο για μια πίτα έτοιμη να κοπεί για μοιρασιά». Και όλο έκοβαν και ξαναέκοβαν, αλλά κανείς δεν έμενε ευχαριστημένος με το κομμάτι του.
Τον πρώτο λόγο στις διαπραγματεύσεις είχαν οι Βρετανοί, οι οποίοι «έχοντας πλέον τον πλήρη στρατιωτικό έλεγχο της Εγγύς Ανατολής (σ.σ. η βρετανική στρατιωτική παρουσία στα οθωμανικά εδάφη ήταν μακράν η μεγαλύτερη, αριθμώντας πάνω από
1.000.000 άνδρες), ήταν πολύ λιγότερο ενθουσιώδεις στο να εκπληρώσουν τις (συμφωνηθείσες) δεσμεύσεις τους (προς τους συμμάχους τους) από ό,τι αντίστοιχα οι Γάλλοι ή οι Ιταλοί».
Βασική επιδίωξη της βρετανικής αστικής τάξης παρέμενε ο έλεγχος των εδαφών που εκτείνονταν από την Παλαιστίνη έως τη Μεσοποταμία (με ιδιαίτερη έμφαση στα πετρέλαια της Μοσούλης) και η διεθνοποίηση των Στενών.
Ο στρατηγικός προσανατολισμός της γαλλικής αστικής τάξης για την περιοχή, από την άλλη μεριά, έκλινε όλο και περισσότερο στην παγίωση της προπολεμικής της θέσης για ένα οικονομικά βιώσιμο τουρκικό κράτος, με τις λιγότερες δυνατές εδαφικές απώλειες (εξαιρουμένων βεβαίως των δικών της διεκδικήσεων), που θα εξασφάλιζε α) την αποπληρωμή του χρέους και β) την προστασία των προπολεμικών γαλλικών επενδύσεων.
Στα μέσα του 1919 ελληνικές διπλωματικές πηγές έκαναν λόγο για «μεταστροφή της γαλλικής πολιτικής υπέρ των Τούρκων».
Στις 5 – 6 Δεκέμβρη 1919 ο Γάλλος ύπατος αρμοστής στη Συρία, G. Picot, συναντήθηκε με τον ηγέτη του τουρκικού αστικού εθνικιστικού κινήματος, Μ. Κεμάλ, όπου διαφάνηκε – για πρώτη φορά – το ενδεχόμενο παραίτησης της Γαλλίας από ορισμένες εδαφικές διεκδικήσεις (στην Κιλικία) έναντι της διασφάλισης προνομιακής (μονοπωλιακής) θέσης των γαλλικών οικονομικών συμφερόντων στο νέο τουρκικό κράτος.
Και παρότι οι εν λόγω συνομιλίες δεν κατέληξαν τότε σε κάποια συμφωνία, η συνεχής πίεση κατά των γαλλο-αρμενικών στρατευμάτων κατοχής στην Κιλικία ενίσχυσαν αυτήν την τάση.
Με την κατάσταση στη Συρία να χειροτερεύει, η γαλλική στρατιωτική ηγεσία θα αναγκαστεί το Μάη του 1920 να συνάψει βραχυπρόθεσμη ανακωχή με τις δυνάμεις του Κεμάλ, προβαίνοντας έτσι στην πρώτη – έστω και de facto – αναγνώρισή του από μια «Μεγάλη Δύναμη».
Ο γαλλοβρετανικός ανταγωνισμός για την πρωτοκαθεδρία στην Ανατολή είχε ωστόσο και συμβιβασμούς (όπως π.χ. στο ζήτημα της εκμετάλλευσης των πετρελαϊκών κοιτασμάτων του Ιράκ, με την παραχώρηση του 25% της Τουρκικής Εταιρείας Πετρελαίου στη Γαλλία), όπως και «κοινά μέτωπα» (ιδιαίτερα όσον αφορά τον αμοιβαία επωφελή περιορισμό διεκδικήσεων τρίτων και ειδικά της Ιταλίας).
Με την υπογραφή της ανακωχής του Μούδρου, η Ιταλία έσπευσε να προτείνει την αποστολή στρατευμάτων της στις περιοχές των Αδάνων και της Αττάλειας, για να εισπράξει την κατηγορηματική άρνηση Βρετανών και Γάλλων (οι οποίοι, αξιοποιώντας τους όρους της ανακωχής εναντίον της, ισχυρίστηκαν πως μια τέτοια επέμβαση δεν νομιμοποιούνταν, εφόσον δεν συνέτρεχε κανένας λόγος ασφάλειας των Συμμάχων).
«Έτσι, οι Ιταλοί βρέθηκαν αποκλεισμένοι από τις περιοχές που θεωρούσαν ως νόμιμο μερίδιό τους από τη λεία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας».
Βλέποντας δε τους Γάλλους να καταλαμβάνουν την ίδια περίοδο τη Μερσίνα και τα Αδανα, άρχισαν να προσανατολίζονται όλο και περισσότερο σε ανάληψη μονομερών δράσεων.
Από τα μέσα Μάρτη 1919, ιταλικά στρατεύματα άρχισαν περιοδικά να αποβιβάζονται στην Αττάλεια με πρόσχημα τη «διατήρηση της τάξης». Ταυτόχρονα, έγιναν κινήσεις προσεταιρισμού της οθωμανικής κυβέρνησης, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ευνοϊκότερη στάση της (έναντι άλλων επίδοξων ανταγωνιστών της Ιταλίας – και ειδικά της Ελλάδας) στις διεξαγόμενες διαπραγματεύσεις. Οι αντιθέσεις της Ιταλίας με τους συμμάχους της έφτασαν σε νέο επίπεδο όξυνσης στις 24 Απρίλη 1919, με την ιταλική αντιπροσωπεία να αποχωρεί από το Συνέδριο Ειρήνης σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη μη ικανοποίηση των διεκδικήσεών της στην Αδριατική. Μία βδομάδα αργότερα (2 Μάη) η Ιταλία θα στείλει πολεμικά πλοία στη Σμύρνη, προκαλώντας την οργισμένη αντίδραση Βρετανίας, Γαλλίας και ΗΠΑ, που πλέον προσανατολίζονταν σε ενεργότερη αναχαίτιση των ιταλικών φιλοδοξιών στην Ανατολή.
Πέρα από τις επίσημες διαπραγματεύσεις του Παρισιού και τα διαρκή ανεπίσημα παζάρια «κάτω από το τραπέζι» (μεταξύ των ανταγωνιστριών δυνάμεων ή μεταξύ κάποιας δύναμης και τμημάτων της τουρκικής αστικής τάξης), το μέλλον του νέου τουρκικού κράτους υπήρξε το αντικείμενο δύο επιπλέον Διασκέψεων πριν από την «τελική» συμφωνία των Σεβρών: Του Λονδίνου (12 Φλεβάρη – 10 Απρίλη 1920) και του Σαν Ρεμό (19 – 26 Απρίλη 1920).
Ακολούθως, επιμερίστηκαν οι «σφαίρες επιρροής» επί της τουρκικής επικράτειας (σε ό,τι απέμενε μετά την αφαίρεση των αραβικών εδαφών, τη διεθνοποίηση των Στενών, τη συγκρότηση αρμενικού – ίσως και κουρδικού – κράτους, κ.ο.κ.). Επιπλέον, όλες σχεδόν οι οικονομικές λειτουργίες τού υπό σύσταση τουρκικού κράτους θα περνούσαν υπό τον άμεσο ή έμμεσο έλεγχο της Αντάντ. Πράγματι, «καμία πτυχή της οικονομίας της Τουρκίας (…) δεν θα έμενε στην αποκλειστική δικαιοδοσία της τουρκικής κυβέρνησης (…) Η Τουρκία ουσιαστικά θα ήταν δέσμια των Συμμαχικών Δυνάμεων» (Donald Blaisdell, European financial control in the Ottoman Empire, New York, 1929, σελ. 196).
Στις 16 Μάρτη 1920 η Κωνσταντινούπολη περιήλθε υπό συμμαχική στρατιωτική κατοχή, ενώ, καθ’ υπόδειξη της Αντάντ, το οθωμανικό Κοινοβούλιο διαλύθηκε και πολλά από τα μέλη του συνελήφθησαν. Το γεγονός έδωσε σημαντική ώθηση στην ανάπτυξη του τουρκικού αστικού εθνικιστικού κινήματος υπό τον Μ. Κεμάλ.

Οι διεκδικήσεις της ελληνικής αστικής τάξης

Η εκτίμηση που φαίνεται να υπήρχε στους κόλπους της ελληνικής αστικής τάξης, αμέσως μετά την ανακωχή του Μούδρου, ήταν πως «η Ελλάδα (…) εισήλθε στον πόλεμο πάρα πολύ αργά για να υποβληθεί σε τέτοιες θυσίες που θα της εξασφάλιζαν εκπλήρωση όλων των διεκδικήσεών της».
Οι επιπλέον θυσίες που ζητήθηκαν ως σχετικό «αντιστάθμισμα» από την Αντάντ – και έγιναν αποδεκτές από την κυβέρνηση Βενιζέλου – βρέθηκαν στη στρατιωτική συνδρομή της Ελλάδας κατά των επαναστατημένων λαών της Ρωσίας.
Ακολούθως, στις σχετικές διαβουλεύσεις (Παρίσι, 27 Νοέμβρη 1918) ο Γάλλος πρωθυπουργός, G. Clemenceau, υποσχέθηκε ως αντάλλαγμα στον Ελ. Βενιζέλο την ενεργή στήριξη της Γαλλίας στην εδαφική επέκταση της Ελλάδας στη Θράκη και
«ευνοϊκή» στάση στην περίπτωση της Σμύρνης. Στις 20 Γενάρη 1919, τα πρώτα ελληνικά στρατεύματα άρχισαν να αποβιβάζονται στην Οδησσό, ενισχύοντας το μέτωπο των αντεπαναστατικών δυνάμεων στην Ουκρανία.
Στις 3 – 4 Φλεβάρη 1919, αντιπροσωπεία, με επικεφαλής τον ίδιο τον Ελ. Βενιζέλο, παρουσίασε στο «Συμβούλιο των 10» (αποτελούνταν από τους ηγέτες και τους υπουργούς Εξωτερικών των μεγαλύτερων δυνάμεων της Αντάντ, Βρετανίας, Γαλλίας, ΗΠΑ, Ιταλίας και Ιαπωνίας – η τελευταία εκπροσωπούνταν από πρέσβεις) το σύνολο των διεκδικήσεων της ελληνικής αστικής τάξης, που περιλάμβαναν: Τη Βόρεια Ήπειρο, τη Θράκη, τη Δυτική Μικρά Ασία, τα Δωδεκάνησα, την Κύπρο και ορισμένα άλλα μικρότερα νησιά. Βασικό επιχείρημα για την προσάρτηση των εν λόγω εδαφών υπήρξε η σύνθεση των πληθυσμών τους (σύμφωνα με τα ελληνικά στατιστικά δεδομένα, για τα οποία ωστόσο διατυπώθηκαν πολλές επιφυλάξεις). Βεβαίως, το εν λόγω επιχείρημα (που γενικότερα αξιοποιούνταν «αλά καρτ») εμφανιζόταν αντιφατικό αναφορικά με τη Θράκη, όπου ακόμα και τα στοιχεία που προσκόμισε η ελληνική πλευρά έδειχναν πως οι μουσουλμάνοι αποτελούσαν πλειοψηφία στο σύνολό της. Όσον αφορά τους ελληνικούς πληθυσμούς του Πόντου, ο Βενιζέλος πρότεινε την ενσωμάτωση του βιλαετιού της Τραπεζούντας στο υπό ίδρυση αρμενικό κράτος. Η εξέταση των ελληνικών διεκδικήσεων παραπέμφθηκε σε ειδική επιτροπή, που ωστόσο δεν κατάφερε να καταλήξει σε κοινές εκτιμήσεις, αντανακλώντας τις βαθιές αντιθέσεις μεταξύ των Συμμάχων.
Οι ελληνικές διεκδικήσεις στα Δωδεκάνησα και τη Μικρά Ασία έρχονταν σε ευθεία αντίθεση με τα συμφωνηθέντα στο Λονδίνο (1915) και το St. Jean de Maurienne (1917), που «κατοχύρωναν» τις εν λόγω περιοχές στην Ιταλία. Η προσπάθεια να διευθετηθούν οι διαφορές Ιταλίας και Ελλάδας με τη Συμφωνία Tittoni – Βενιζέλου (29 Ιούλη 1919) δεν απέδωσε κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα, αφού το άρθρο 7 της Συμφωνίας όριζε πως «εν η περιπτώσει η Ιταλία δεν ικανοποιηθεί εις τας βλέψεις της εν Μ. Ασία αναλαμβάνει πλήρη ελευθερίαν ενεργείας, δι’ όλας τα διατάξεις του παρόντος συμφώνου». Πράγματι, η Συμφωνία ακυρώθηκε μονομερώς ακριβώς έναν χρόνο αργότερα ως «μη έχουσα», κατά τον διπλωμάτη C. Sforza, «καμιά χρησιμότητα για την Ιταλία».
Όσον αφορά τη – Δυτική ιδιαίτερα – Θράκη, τόσο το τμήμα πληροφοριών της αντιπροσωπείας των ΗΠΑ όσο και το υπουργείο Εξωτερικών της Βρετανίας εισηγούνταν αρνητικά ως προς τις ελληνικές διεκδικήσεις. Οι ενστάσεις τους επικεντρώνονταν α) στη μουσουλμανική πλειοψηφία του πληθυσμού της περιοχής και β) στα προβλήματα που θα προκαλούσε ο αποκλεισμός της Βουλγαρίας από το Αιγαίο. Αντίστοιχα, αντιρρήσεις υπήρξαν και αναφορικά με την επιδιωκόμενη ελληνική επέκταση στη Μ. Ασία, με τους Αμερικανούς να θεωρούν πως «θα προξενούσε άμεσους κινδύνους» αφού θα άνοιγε τις ορέξεις της Ελλάδας «για περισσότερα εδάφη» και το βρετανικό υπουργείο Πολέμου να χαρακτηρίζει την περιοχή «εθνολογικά μη υπερασπίσιμη».
Ωστόσο, αυτό που εν τέλει «βάρυνε» στη διαμόρφωση της βρετανικής πολιτικής ήταν η επιδίωξή της για πρωτοκαθεδρία στην Εγγύς Ανατολή: Επιδίωξη που, στη δεδομένη συγκυρία, θεωρούσε πως εξυπηρετούνταν καλύτερα με την ενίσχυση της συμμάχου της, της ελληνικής αστικής τάξης.

Η απόφαση για την αποστολή ελληνικού στρατού στη Σμύρνη

Αναζητώντας έναν παράγοντα πίεσης και αναχαίτισης των μονομερών κινήσεων της Ιταλίας στη Μικρά Ασία, Βρετανία, Γαλλία και ΗΠΑ συναποφάσισαν να αναθέσουν το ρόλο αυτό στην Ελλάδα. Η απόφαση για την αποστολή ελληνικού στρατού στη Σμύρνη πάρθηκε εσπευσμένα στις 5 Μάη (2 μέρες πριν από την ανακοινωθείσα επιστροφή της ιταλικής αντιπροσωπείας στο Συνέδριο Ειρήνης του Παρισιού) και δίχως ενημέρωση της Ιταλίας. Στις 6 Μάη ο Βρετανός πρωθυπουργός, D. Lloyd George, γνωστοποίησε στον Βενιζέλο τις προθέσεις των τριών Συμμάχων. Ο τελευταίος, διαβλέποντας τη δυνατότητα εκπλήρωσης της βασικότερης ίσως επιδίωξης της ελληνικής αστικής τάξης, και δίχως να συμβουλευτεί τους άμεσους στρατιωτικούς εμπειρογνώμονες για το τι δυνάμεις απαιτούσε ή τι κινδύνους ελλόχευε ένα τέτοιο εγχείρημα, αποδέχτηκε την πρόταση και στις 15 Μάη τα πρώτα ελληνικά στρατεύματα άρχισαν να αποβιβάζονται στη Σμύρνη.
Η συνέχεια της ελληνικής εκστρατείας στη Μικρά Ασία γράφτηκε με τη Μικρασιατική Καταστροφή… (που στοίχισε: 50.000 νεκρούς, 75.000 τραυματίες και ανάπηρους, κοντά ενάμισι εκατομμύριο ξεσπιτωμένους πρόσφυγες και καταστροφή της μεγάλης και σταθερά εγκατεστημένης παροικίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, ανυπολόγιστες υλικές καταστροφές και ζημιές).

Θέσεις και ενέργειες της Σοβιετικής κυβέρνησης

Για το πώς έβλεπε η Σοβιετική Ρωσία το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα του τουρκικού λαού, πολύ χαρακτηριστική είναι η παρακάτω συνομιλία που είχε ο Λένιν με τον πρώτο σοβιετικό πρεσβευτή στην Άγκυρα Σ.Ι. Αράλοφ.
«Ο Μουσταφά Κεμάλ Πασάς δεν είναι σοσιαλιστής. Πάντως φαίνεται ότι είναι υπέροχος οργανωτής, έξυπνος, ηγήθηκε της αστικτοδημοκρατικής επανάστασης και τα έβαλε με τους ιμπεριαλιστές επιδρομείς… Ο λαός έχει πίστη σ’ αυτόν. Είναι ανάγκη να βοηθηθεί. Και αυτό είναι σημαντική βοήθεια προς τους τούρκους εργάτες και αγρότες. Να ποιο είναι το νόημα της δουλείας σας. Να σέβεστε την τουρκική κυβέρνηση, τον τουρκικό λαό, να μην είστε υπεροπτικός και να μην αναμειγνύεστε στις εσωτερικές υποθέσεις» (Cheifets A. – Lenin: Velikii droug narodov vostaka, Moskva, 1960, σελ. 130 (βλέπε Ν. Ψυρούκη: Η Μικρασιατική καταστροφή, Αθήνα, 1977, σελ. 146).
Στις αρχές του 1922 παρουσιάστηκε μια ευκαιρία για να βγει η ελληνική κυβέρνηση από το αδιέξοδο της Μικρασιατικής Εκστρατείας, για μια ειρηνική διευθέτηση της εμπλοκής της στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Απεσταλμένος της σοβιετικής κυβέρνησης ήλθε στην Ελλάδα και έκανε προτάσεις στην ελληνική κυβέρνηση που μεταβιβάστηκαν μέσω του τότε γραμματέα του ΣΕΚΕ Γ. Κορδάτο. Οι προτάσεις εκείνες πρόβλεπαν τη μεσολάβηση της σοβιετικής κυβέρνησης με σκοπό το σταμάτημα του πολέμου και την αυτονόμηση μιας παραλιακής ζώνης της Μικράς Ασίας που να διασφαλίζει τα δικαιώματα του χριστιανικού πληθυσμού. Σαν αντάλλαγμα για τη μεσολάβησή της, η σοβιετική κυβέρνηση ζητούσε την αναγνώρισή της έστω και ντε φάκτο (Γ. Κορδάτου: Ιστορία της Ελλάδας, 1919-1924, τομ. 13, σελ. 566-568).
Βέβαια, η κυβέρνηση του Γούναρη, δέσμια της πολιτικής της υποτέλειας, απέρριψε τις σοβιετικές προτάσεις. Αναζήτησε τη διέξοδο στη μεσολάβηση του αγγλικού ιμπεριαλισμού. Αντιμετωπίζοντας το ενδεχόμενο, προκειμένου να προλάβει την καταστροφή, της εκκένωσης της Μικράς Ασίας, γνωστοποίησε την πρόθεσή της στην αγγλική κυβέρνηση με υπόμνημά της, της 23 Φλεβάρη 1922 προς τον υπουργό Εξωτερικών Λόρδο Κόρζον. Η απάντηση του τελευταίου στις 6 Μάρτη 1922 ήταν ότι «η στρατιωτική κατάσταση εν Μικρά Ασία δεν έχει φθάσει εις οίον κρίσιμον σημείον» (Κ. Σβολόπουλου: Ο ιστορικός δισταγμός του 1922, Αθήνα, 1929, σελ.109). Συμβούλεψε την ελληνική κυβέρνηση να παραμείνει ο ελληνικός στρατός στις θέσεις του, περιμένοντας τις αποφάσεις που θα πάρουν οι σύμμαχοι υπουργοί των Εξωτερικών στην επικείμενη Διάσκεψη του Παρισιού. Όμως η διάσκεψη εκείνη, που συνήλθε το Μάρτη του 1922 δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα.
Την ίδια περίοδο η σοβιετική κυβέρνηση δεν εγκατάλειψε τις μεσολαβητικές της προτάσεις για την αποκατάσταση της ειρήνης. Για το σκοπό αυτό απευθύνθηκε τρεις φορές στην κυβέρνηση της Αγγλίας. Αυτό βγαίνει από μια σοβιετική διακοίνωση που δημοσιεύθηκε στο «Ριζοσπάστη» της 18 Σεπτέμβρη 1922. Το κείμενο της διακοίνωσης είναι πολύ διαφωτιστικό για τη στάση που κρατούσε η σοβιετική κυβέρνηση τόσο απέναντι στην Ελλάδα όσο και στην Τουρκία.
Η σοβιετική διακοίνωση ανάμεσα στ’ άλλα έλεγε: «Η Ρωσική Κυβέρνηση δεν είναι καθόλου διατεθειμένη να καταδικάσει την Ελλάδα και τον ελληνικό λαό… διότι ανέλαβε το βάρος του πολέμου το επιβληθέν επί των ασθενών ώμων της από μέρους της Ευρώπης και περιήλθεν εις απόγνωσιν…» Πιο κάτω η διακοίνωση τόνιζε: «Η Ρωσική Κυβέρνηση θεωρεί τον τουρκικό πόλεμο ως αγώνα του τουρκικού λαού υπέρ της υπάρξεως και ανεξαρτησίας του, αγώνα κατά της συνθήκης των Σεβρών, η οποία θέτει το κυριαρχούν κράτος της Τουρκίας, με τας οικονομικός και πολιτικός ελευθερίας του υπό την κυριαρχίαν των ευρωπαϊκών δυνάμεων. Εν τω αγώνι τούτω η Τουρκία έχει ολόκληρον την συμπάθεια του Ρωσικού λαού».
Τέλος στη διακοίνωση γίνεται πάλι λόγος για μεσολάβηση της σοβιετικής κυβέρνησης!
«Η Ρωσία ήτο μόνον έτοιμη να βοηθήσει εις το να τερματισθή ο πόλεμος ο οποίος είναι καταστρεπτικός δι’ αμφότερα τα έθνη. Αλλ’ αι προσπάθειαι της Ρωσίας προς την κατεύθυνσιν ταύτην απεκρούσθησαν κατηγορηματικούς υπό της Μεγάλης Βρετανίας… Αι συνδιαλλακτικοί προσπάθειαι της Ρωσίας απεδείχθησαν άκαρπαι και ο ελληνοτουρκικός πόλεμος αφέθη να εξακολουθήσει την πορεία του» (Ριζοσπάστης, 18/9/1922).
Πράγματι ο πόλεμος εξακολούθησε την πορεία του με τη γενική επίθεση του τουρκικού στρατού που άρχισε στις 26 Αυγού- στου. Διασπάστηκαν οι γραμμές μετώπου του ελληνικού στρατού και η υποχώρησή του μετατράπηκε σε φυγή.
Στις 8 του Σεπτέμβρη οι Τούρκοι μπήκαν στη Σμύρνη και την έκαψαν. Αυτή ήταν η τραγική απόληξη της τετράχρονης Μικρασιατικής Εκστρατείας.
Συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε ότι η Μικρασιατική Εκστρατεία αποτελούσε μέρος του μεγάλου σχεδίου των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων για το μεταπολεμικό ξαναμοίρασμα του κόσμου και την κατάπνιξη του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος του τουρκικού λαού. Από την άποψη αυτή ήταν ένας άδικος καταχτητικός πόλεμος στην υπηρεσία των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων.
Από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, τον κύριο λόγο στη Μικρασιατική Εκστρατεία έπαιξε ο αγγλικός ιμπεριαλισμός: υποκινώντας και καθοδηγώντας την ελληνική ολιγαρχία σ’ αυτό τον πόλεμο μετέτρεψε την Ελλάδα σε όργανο εξυπηρέτησης των συμφερόντων του σ’ αυτή την περιοχή.
Από την πλευρά της, η ελληνική ολιγαρχία ταυτίζοντας τα συμφέροντα του ελληνικού λαού με τα συμφέροντα του αγγλικού ιμπεριαλισμού μετατράπηκε σε πιόνι του, σπρώχνοντας έτσι τη χώρα στη μεγαλύτερη καταστροφή της νεότερης ιστορίας της.
Κι αν λάβουμε υπόψη ότι σαν αποτέλεσμα της εξάρτησης της χώρας από τον ιμπεριαλισμό και της πολιτικής της υποτέλειας της ελληνικής ολιγαρχίας επακολούθησαν και άλλα, όχι μικρότερα δεινά για τον ελληνικό λαό, τότε μπορούμε να πούμε ότι ΤΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΠΟΥ ΒΓΑΙΝΟΥΝ ΑΠΟ ΤΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗΣ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΣ ΔΙΑΤΗΡΟΥΝ ΣΤΟ ΑΚΕΡΑΙΟ ΤΗΝ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΤΟΥΣ.

*Ο Σπύρος Δαράκης είναι πρόεδρος μαρτυρικής Μαλαθύρου, π. δήμαρχος Μηθύμνης
ιδρυτικό μέλος του Δικτύου Μαρτυρικών Πόλεων και Χωριών της Ελλάδας, περιόδου 40-45 «Ελληνικά Ολοκαυτώματα»

Βιβλιογραφία – Σημειώσεις
1. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ: Παγκόσμια ιστορία, 1964, τομ. 8.
2. Από άρθρα του τμήματος Ιστορίας της Κεντρικής επιτροπής του ΚΚΕ.
3. Εφημερίδα Ριζοσπάστης
4. Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Η Μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα