Μετά από μέρες πολιορκίας, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος θέλησε να μάθει πόσοι στρατιώτες είχαν απομείνει στο στράτευμά του.
Τους μετρήσανε και τους βγάλανε 4,773. Τότε ο αυτοκράτορας όρκισε τον γραμματικό και φίλο του, τον Γεώργιο Φραντζή να μην φανερώσει τον αριθμό αυτό πουθενά και σε κανένα.
Απέναντί τους ο Μωάμεθ με 150.000 άνδρες στρατό, γενίτσαρους τακτικούς αλλά και άτακτους.
Ο Ούγγρος κατασκευαστής κανονιών Ουρβανός μήνες πριν, είχε πλησιάσει τους Βυζαντινούς για να δουλέψει γι’ αυτούς. Η παλιά ένδοξη αυτοκρατορία είχε παρακμάσει όμως. Η αμοιβή που του έδιδαν τον απογοήτευσε. Τότε απευθύνθηκε στον νεαρό Μωάμεθ που όταν άκουσε για την τέχνη του τον καλοδέχτηκε, τον καλοπλήρωσε και του ανέθεσε να κατασκευάσει το μεγαλύτερο δυνατόν κανόνι για λογαριασμό του. Τα βιβλία λένε, ότι το πρώτο έσκασε από μόνο του. Το επόμενο όμως ήταν γερό και έπαιρνε οβίδες με διάμετρο 1 μέτρο και βάρος 400 κιλά. Έκανε ανεπανόρθωτη ζημιά στα χιλιόχρονα θεοδοσιανά τείχη που προστάτευαν την Πόλη, αν και οι αμυνόμενοι τα επιδιόρθωναν με μεγάλη προσπάθεια συνεχώς.
Αρχές του Απριλίου ξεκινά η μάχη των λαγουμιών. Οι Τούρκοι σκάβουν λαγούμια ώστε να παρακάμψουν τα τείχη και τους υπερασπιστές τους και να καταφέρουν το ακατόρθωτο. Με τις συμβουλές του έμπειρου Σκωτσέζου μηχανικού Τζον Γκραντ που έχει έρθει με τον αρχιστράτηγο Ιουστινιάνη, τα λαγούμια καταστρέφονται από τους αμυνόμενους.
Ακολουθώντας τις οδηγίες ενός Ιταλού μισθοφόρου, ο Μωάμεθ μεταφέρει από ξηράς πλοία μέσα στην θάλασσα του Κεράτιου κόλπου, όπου μέχρι εκείνη την στιγμή δεν είχε καμία πρόσβαση.
Τέτοια και άλλα πολλά θλιβερά και δύσκολα συμβαίνουν τους δύο μήνες της πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους. Παρόλα όμως όσα καταγράφονται, η ξακουστή πόλη αντέχει.
Στις 26 του Μάη ο Μωάμεθ καλεί το συμβούλιό του σε σύσκεψη. Ο μετριοπαθής Βεζύρης Χαλίλ του προτείνει να λύσει την πολιορκία μια και τόσο καιρόν δεν έχουν πετύχει τον σκοπό τους. Ο στρατηγός Ζαγανός, όμως ένας εξισλαμισμένος Έλληνας επιμένει: « ο Αλέξανδρος λέει, με μικρότερο στρατό από τον δικό μας, κατάφερε να υποτάξει την μισή οικουμένη. Εμείς θα φοβηθούμε;» Τα λόγια του Ζαγανού χαϊδεύουν τα αυτιά του εικοσάχρονου φιλόδοξου Μωάμεθ. Και η τύχη της Βασιλεύουσας κρίνεται.
Στις 29 του Μάη του 1453 ημέρα Τρίτη και ώρα δύο και μισή το μεσημέρι η Πόλις καταλαμβάνεται. Και μια λαμπρή αυτοκρατορία που έζησε και μεγαλούργησε για 1,123 χρόνια πεθαίνει.
Οι προφητείες το έλεγαν από παλιά. Πως η πόλη που την θεμέλιωσε ο Άγιος και μέγας Κωνσταντίνος θα ζήσει για χίλιους χρόνους και θα χαθεί όταν θα βασιλεύει ένας άλλος Κωνσταντίνος που θα έχει κι αυτός μητέρα που θα την λένε Ελένη. Και θα είναι μετά την πανσέληνο του Μάη.
Ο Κωνσταντίνος ο ΙΑ΄ο Παλαιολόγος είχε για μάνα του την Σέρβα πριγκίπισσα Ελένη Δράγαση. Αυτή που όταν μόνασε την είπαν Υπομονή και που η εκκλησία μας την κήρυξε Αγία και την εορτάζει την μέρα της Αλώσεως. Και η πανσέληνος εκείνο τον μήνα ήρθε την Πέμπτη στις 24 του Μάη.
Ο τελευταίος αυτοκράτορας πολεμούσε γενναία στην πύλη του Ρωμανού. Όταν σκοτώθηκαν οι λίγοι σύντροφοί του φώναξε. «Δεν βρίσκεται ένας Χριστιανός να μου πάρει το κεφάλι»;
Λίγο μετά ένας Τούρκος τον αποκεφαλίζει με μια σπαθιά. Όμως επειδή ο βασιλέας έχει βγάλει τα αυτοκρατορικά διάσημα το ακέφαλο σώμα δεν αναγνωρίστηκε ποτέ.
Η λαϊκή μούσα τον θέλει κοιμισμένο μέσα σε μια σπηλιά να περιμένει την ώρα που θα του φέρει ο Άγγελος το σπαθί του για να ξυπνήσει.
Κάποια άλλη παράδοση μιλά για τους τελευταίους υπερασπιστές της Βασιλεύουσας που ήταν Κρήτες εθελοντές που έτρεξαν για βοήθεια στον βασιλέα. Συνέχιζαν να πολεμάνε και μετά την πτώση της Πόλης, μη δεχόμενοι να παραδοθούν. Ο Μωάμεθ λένε, αναγνωρίζοντας την γενναιότητά τους τούς επέτρεψε να φύγουν με τον οπλισμό τους. Βάλανε λοιπόν την εικόνα της Παναγιάς μπροστά, τα φλάμπουρα και τα όπλα τους και μπήκαν στο πλοίο τους για να γυρίσουν στην Κρήτη. Μαζί τους, λέει ο θρύλος, επιστρέφοντας φέρανε και το χωρίς κεφάλι κορμί του βασιλέα που το έθαψαν στην Μονή Αγκαράθου.
Πλήθος οι δοξασίες για τον μαρμαρωμένο βασιλιά και την Πόλη που κάποια στιγμή θα ξαναγίνει δικιά μας. Γενιές ολόκληρες γαλουχήθηκαν μ αυτές.
Σήμερα οι εποχές έχουν αλλάξει. Έχομε γίνει αρκετά ρεαλιστές και ορθολογιστές. Δεν πιστεύομε πια σε παραμύθια. Όμως είναι δύσκολο ακόμα και τώρα, τέτοιον καιρό να μην γυρίζει η συλλογική μνήμη στην αποφράδα ημέρα. Και να μην θέλει να κάνει ένα μνημόσυνο για αυτούς που πέθαναν υπερασπιζόμενοι τα πιστεύω τους. Αλλά και γι αυτούς που επέζησαν και αναγκάστηκαν να ζήσουν μια ζωή υποτέλειας και φόβου στην σκλαβιά.
Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τους σκεπάζει.