Ήταν αργά το βράδυ, κι ο Αλέκος έτρεξε βολίδα να σηκώσει το τηλέφωνο μην ξυπνήσει το μωρό που μόλις είχε καταλαγιάσει από το κλάμα.
– Έλα ξαδερφάρααα καλησπέρα… ακούστηκε η βροντερή φωνάρα του Μιχελούκου από το χωριό. Ίντα κάνετε ούλοι σας μωρέ συ, καλά είστε;τόσο γκαιρό έχομε να μιλήσουμε και σας αποθύμησα.
– Καλά μωρέ ξάδερφε κάνομε, αλλά ίντα παθες βραδιάτικα και εκακόβαλα; Έκόλησε κανείς σας πράμα κορωνοϊό στο χωριό;
– Όη ξάδερφε καλά είμαστε ούλοι μας, δόξα τω θεώ εβγάλαμε ντηνε καθαρή ως εδά, αλλά εγώ σε παίρνω για να σου πω ότι τσι εκλογές ταχιά την άλλη, κανόνισα να κατεβώ κι εγώ για δημοτικός σύβουλος με το σύντεκνο μου τον Αντρουλή τον τυροκόμο, που ετοιμάζει λέει βαρβάτο ψηφοδέλτιο, ίδια δα δώκαμε τα χέρια στο καφενείο… Χρειγιάζεται μούπε οπωσδήποτε στον συνδυασμό ντου κι ένα από το σόι μας, και διάλεξε εμένα, αλλά μου παράγγειλε να σου το πω κι εσένα, και σούλο το σόι μας.
– Ξεκίνησαν τα γίβεντα θωρώ ξάδερφε για τα ψηφαλάκια…
– Ίντα πες μρε γιατί φωνιάζουνε επαέ, και δεν άκουσα καλά.
– Δεν γυρεύεις μωρέ Μιχαλιό τη δουλειά σου με τα δημαρχιλίκια. Να κάθεσαι να ανεμογυρίζεις στα χωριά σαν τον ατζίγανο με τ΄αγροτικό, να τσικουδοπίνεις στα καφενεία για τσοι ψήφους… και ν’ αφήσεις τσ’ αίγες σου ορνικές να ξεκάμουνε τα μουρέλα των ανθρώπων.
– Ντα καλιά μπρε ξάδερφε είναι γι άλλοι οι παράουροι, που βγαίνουνε και κάνουνε τσοι καμπόσους;… εγώ κατέω ότι ο σύντεκνος μου έχει μπόλικους φίλους, γιατί είναι άθρωπος τσι παρέας και του κρασιού, και θα με στηρίξει λέει για να βγω.
– Α ρε κακορίκε ξάδερφε και να κάτεχες ίντα αλωνεύεις… ετσά τάζει μωρέ μπουνταλά σε ούλους, μα ίσια νου έχετε θαρρώ.
– Δεν ακούω μωρά ίντα μου λέεις, για δε πιάνει καλά το ντηλέφωνο, αλλά γροίκα… Είπενε μου να σου πω ο Αντρούλακας χωστά από τσ’ άλλους… ότι ανέ τονέ ψηφίσετε ούλοι σας, θα σου στρώσει με πίσσες το δρομαλάκι που πιαίνει στο γεροντικό σας στο χωριό, και θα σου δώσει κι ένα τύρο 10 κιλά τσ’ αποκράδες.
– Δεν θέλω εγώ μωρέ Μιχελή τέτοιες εξυπηρετήσεις να γίνομε ρεζίλι στη κοινωνία, εγώ το θέλω όπως είναι το καλντερίμι πες του, να μου θυμίζει και τα νιάτα μου στο χωριό που εγλάκουνα πάνω κάτω ξυπόλυτος τα καλοκαίρια.
– Κρίμας θε μου τα γράμματα που κατέεις μπρε ξάδερφε, και σ’ είχα για πλιά ξύπνιο… δε τσι χάνουνε τέτοιες ευκαιρίες μωρέ τροζέ.
– Καλά τσι γνωρίζεις τσοι ξύπνιους βρε ξάδερφε, θωρώ το.
– Κάνε μου μπρε συ τη χάρη να με ψηφίσετε ούλοι σας να μην ξεφτιλιστώ, και δε θα σου το ξεχάσω ώστε να ζιώ.
– Εντάξει ξάδερφε, αφού το σηκώνει ο οργανισμός το μασκαραλίκι άκου… βάλτε ακόμα 2-3 τύρους για δώρο, και μια δεκαρέ αθοτύρους, και μετά το συζητούμε …
Δεν έβγαλε άχνα, μου το έκλεισε μπάμ, κι ούτε μου ξαναμίλησε..!