του Γιάννη Βουρδουμπά*
Καθώς μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι δυτικές χώρες βίωναν τη χρυσή τριακονταετία της περιόδου 1945 – 1973, στις αρχές της δεκαετίας του ’60 η Αμερικανίδα συγγραφέας, επιστήμονας και οικολόγος, R.L. Garson κατάφερε να ταράξει τα νερά με το βιβλίο της ´Σιωπηλή Άνοιξη´ και να διαμορφώσει μια νέα οπτική γωνία με την οποία ο άνθρωπος θα έβλεπε στο μέλλον, τη φύση.
Μέχρι τότε η πλειοψηφία του κόσμου θαύμαζε τη συνεχή ανάπτυξη που χαρακτήριζε τη Δύση μετά το Ολοκαύτωμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η αδιάκοπη παραγωγή νέων καταναλωτικών αγαθών και η ανάπτυξη της τεχνολογίας, φαινόταν να δικαιώνει την άποψη των οπαδών του Διαφωτισμού ότι η πρόοδος της ανθρώπινης γνώσης, της επιστήμης και της τεχνολογίας, θα εξασφάλιζε στην ανθρωπότητα αδιάλειπτη ανάπτυξη και ευημερία.
Πέρασαν 25 χρόνια (1962 – 1987) από την έκδοση του βιβλίου της Carson μέχρις ότου η Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών, έδωσε στη δημοσιότητα την έκθεση Μπρούτλαντ, όπου για πρώτη φορά αναφερόταν η έννοια της «αειφόρου ανάπτυξης» (σε αντιδιαστολή της επικρατούσας μέχρι τότε άποψης της «απεριόριστης ανάπτυξης»), η οποία σταδιακά ενσωματώθηκε στις πολιτικές των περισσότερων κρατών του πλανήτη.
Δέκα χρόνια μετά την έκδοση του βιβλίου της Carson το 1972 και αρκετά πριν την δημοσιοποίηση της έκθεσης Μπρούτλαντ, – ένα χρόνο πριν από τη πρώτη μεγάλη πετρελαϊκή κρίση του 1973 – δόθηκε στη δημοσιότητα η έκθεση για το μέλλον της ανθρωπότητας με τίτλο «THE LIMITS TO GROWTH – Τα όρια της μεγέθυνσης» που πραγματοποιήθηκε από το Πανεπιστήμιο του ΜΙΤ των ΗΠΑ με πρωτοβουλία του «ΚΛΑΜΠ ΤΗΣ ΡΩΜΗΣ».
Το κλάμπ της Ρώμης ( Club of Rome ) αποτελεί έναν άτυπο διεθνή Οργανισμό (που λειτουργεί σαν δεξαμενή σκέψης – think tank ) στον οποίο συμμετέχουν μεταξύ άλλων, ακαδημαϊκοί, επιστήμονες, οικονομολόγοι, διευθυντές μεγάλων βιομηχανικών και άλλων Οργανισμών από διάφορες χώρες του κόσμου και οι οποίοι συναντώνται τακτικά για να συζητήσουν ποικίλα διεθνή θέματα.
Στο πλαίσιο αυτό, πριν από αρκετά χρόνια, έθεσαν έναν φιλόδοξο στόχο και αποφάσισαν να διερευνήσουν την πορεία και το μέλλον της ανθρωπότητας, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί την εποχή αυτή.
Έτσι, το 1970 ανέθεσαν το έργο αυτό στον διακεκριμένο καθηγητή του Μ.Ι.Τ. κ. Τζ. Φόρεστερ, ειδικό στη Δυναμική των Συστημάτων. Σύμφωνα με τις δηλώσεις του τότε γεν. γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών το 1969 κ. Ου Θαντ, η ανθρωπότητα βρισκόταν αντιμέτωπη με την κούρσα των εξοπλισμών στο πλαίσιο του ψυχρού πολέμου, την πληθυσμιακή έκρηξη και την περιβαλλοντική υποβάθμιση. Ο γγ του ΟΗΕ τόνιζε την ανάγκη παγκόσμιας συνεργασίας για την επίλυση των προβλημάτων αυτών, διαφορετικά προέβλεπε την επιδείνωσή τους σε τέτοιο βαθμό, που θα ήταν πολύ δύσκολη η αντιμετώπισή τους. Στο πλαίσιο της διερεύνησης της πορείας του μέλλοντος της ανθρωπότητας και των ορίων της μεγέθυνσης που θέτει ο πλανήτης, μελετήθηκαν τα εξής προβλήματα και τάσεις που χαρακτήριζαν τις ανθρώπινες κοινωνίες την εποχή αυτή:
α) Ταχεία αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού
β) Αυξημένη εκβιομηχάνιση
γ) Ελλειψη επάρκειας τροφίμων
δ) Ελάττωση των εξαντλήσιμων φυσικών πόρων
ε) Αυξανόμενη ρύπανση του περιβάλλοντος
Αφού κατασκευάσθηκε ένα παγκόσμιο μοντέλο, καθορίστηκαν οι αλληλεπιδράσεις των προαναφερθέντων παραμέτρων – τάσεων και διερευνήθηκε η μακροχρόνια πορεία τους υπό διαφορετικές προϋποθέσεις και συνθήκες. Τα κύρια συμπεράσματα της μελέτης αυτής ήταν:
α) Εάν οι παρούσες τάσεις αύξησης του παγκόσμιου πληθυσμού, της εξάντλησης των φυσικών πόρων, της έλλειψης τροφίμων, της εκβιομηχάνισης και της ρύπανσης του περιβάλλοντος συνεχίζοντο, τα όρια της περαιτέρω μεγέθυνσης της ανθρωπότητας στον πλανήτη θα προσεγγίζοντο εντός των επομένων 100 ετών. Το πιο πιθανό αποτέλεσμα θα ήταν τότε μια κατάρρευση των κοινωνιών με τη ξαφνική μείωση του ανθρώπινου πληθυσμού και της βιομηχανικής παραγωγής.
β) Είναι πιθανό να μεταβληθούν οι σημερινές τάσεις και να δημιουργηθούν οι συνθήκες οικονομικής και οικολογικής σταθερότητας για το μέλλον. Σε μια τέτοια κατάσταση παγκόσμιας ισορροπίας, θα μπορούν να ικανοποιηθούν οι υλικές ανάγκες του κάθε ανθρώπου, ο οποίος θα μπορεί να ευημερήσει αξιοποιώντας τις δυνατότητές του.
γ) Εάν επιλεγεί η δεύτερη δυνατότητα για την επίτευξη ισορροπιών, τότε όσο νωρίτερα αρχίσουν οι απαραίτητες προσαρμοστικές αλλαγές τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες επιτυχίας.
Η μελέτη αυτή για την πορεία και το μέλλον της ανθρωπότητας η οποία εκπονήθηκε 40 χρόνια πριν, διαβάστηκε από εκατομμύρια ανθρώπους επηρέασε βαθύτατα το παγκόσμιο περιβαλλοντικό κίνημα και έθεσε τις βάσεις για τη μετέπειτα αλλαγή της πολιτικής διαφόρων διεθνών Οργανισμών και κρατών. Αρκετά χρόνια αργότερα ο ΟΗΕ καθιέρωσε την έννοια της ανθρώπινης ανάπτυξης όπου ως δείκτη της ευημερίας ενός κράτους δεν θεωρεί μόνο το ακαθάριστο εθνικό προϊόν αλλά συνεκτιμά και συνυπολογίζει και άλλους παράγοντες όπως το προσδόκιμο επιβίωσης το μορφωτικό επίπεδο και τη ποιότητα ζωής. Στην πορεία καθιερώθηκε η έννοια του οικολογικού αποτυπώματος σαν ένα μέτρο της “ζήτησης” (κατανάλωσης) φυσικών πόρων από μια κοινωνία για την κάλυψη των αναγκών της, συγκρίνοντας την με τη συνολική δυνατότητα της γης να παράγει και να αναπαράγει αυτούς τους πόρους. Στη διάρκεια των σαράντα χρόνων που πέρασαν από την εκπόνηση της μελέτης αυτής μέχρι σήμερα, έγιναν μάλλον πολύ λίγα από τα μέτρα που συνιστούσε, για να αποφευχθεί η μελλοντική κατάρρευση. Ο πληθυσμός αυξήθηκε στα περίπου 7 δισ. από τα περίπου 3,5 δισ. το 1970, ενώ η μείωση των εξαντλήσιμων φυσικών πόρων είναι πλέον εμφανής.
Τα προβλήματα ρύπανσης του περιβάλλοντος έχουν σήμερα οξυνθεί, ενώ σημαντικό μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού διατρέφεται ελλιπώς και βρίσκεται στα όρια του υποσιτισμού. Θα μπορούσε να λεχθεί ότι η πορεία της ανθρωπότητας το διάστημα αυτό ακολούθησε το δρόμο της σαν να μην συνέβαινε τίποτα (Business as usual). Βέβαια το 1970 δεν υπήρχαν σε όξυνση τα προβλήματα που υπάρχουν σήμερα όπως ενδεικτικά η επίταση του φαινομένου του θερμοκηπίου, η τρύπα του όζοντος , η καταστροφή των δασών και η ερημοποίηση των εδαφών, η αδυναμία περαιτέρω αύξησης της αντλούμενης ποσότητας πετρελαίου (peak oil) κ.ά.
Το μήνυμα της μελέτης αυτής θα μπορούσε να συνοψισθεί στο ότι η διαρκής αύξηση των διαφόρων υλικών μεγεθών των ανθρώπινων κοινωνιών δεν είναι πλέον δυνατή (όπως ήταν στο παρελθόν μέχρι σήμερα) καθώς οι δυνατότητες του πλανήτη Γη να παρέχει τους απαραίτητους φυσικούς πόρους γι’ αυτό αλλά και να απορροφά και να εξουδετερώνει τα απορριπτόμενα απόβλητα δεν είναι απεριόριστη και έχει φθάσει τα όριά της.
Εάν η πρόοδος των ανθρώπινων κοινωνιών θα μπορούσε να θεωρηθεί και να ιδωθεί στο μέλλον σαν βελτίωση της ποιότητας της ζωής τους και όχι σαν αύξηση των υλικών αγαθών και των απολαβών τους, τότε η ανθρωπότητα θα μπορούσε να προοδεύει για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα με κυρίαρχες αξίες τη σταθερότητα, την ασφάλεια, την αειφορία και την ευτυχία της.
∗ Ο κ. Γιάννης Βουρδουμπάς διδάσκει Ενεργειακή και Περιβαλλοντική Τεχνολογία στο ΤΕΙ Κρήτης και είναι επιστημονικός συνεργάτης του Μ.Α.Ι.Χ.
[…] άλλη (Attfield, 2018, 3). Το 1972, δημοσιεύθηκε η μελέτη με τίτλο Τα Όρια Της Ανάπτυξης. Γραμμένη από μια διεθνή διεπιστημονική ομάδα […]