Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024

Οδοιπορικό στην πατρίδα της ψυχής

Αφιέρωμα για τα 90 χρόνια από τη Μικρασιατική καταστροφή.
Ημέρες μνήμης, για τα ενενήντα χρόνια από τη Μικρασιατική καταστροφή του 1922 και τον απάνθρωπο αφανισμό του Ελληνισμού, αυτές που διανύουμε…  Ενενήντα χρόνια και η Μικρασιατική καταστροφή ακόμη στοιχειώνει τις συζητήσεις και την πορεία του νεότερου ελληνισμού. Ενενήντα χρόνια αναπάντητα “γιατί;” για τα αίτια της μεγάλης αυτής τραγωδίας και του ανθρώπινου δράματος. Οσο όμως η κοινωνία αποτινάσσει τα ιδεολογικά δεσμά και τους καταναγκασμούς των πολλαπλών εθνικών διχασμών, τόσο κατανοεί τα πραγματικά γεγονότα και τους μύθους που κυριάρχησαν δεκαετίες μετά την καταστροφή και αναζητά την αληθινή ιστορία διψώντας για ουσιαστικές ερμηνείες. Πτυχές της ιστορίας ξεδιπλώνονται μέσα από τις αφηγήσεις τριών υπερηλίκων Μικρασιατών πρώτης γενιάς, που σε μικρή ηλικία έζησαν τον μεγάλο διωγμό και άνοιξαν την καρδιά τους στις “Διαδρομές”, σε ένα μοναδικό οδοιπορικό από την Ιωνία, την “πατρίδα της ψυχής”, στα Χανιά. Ενα συγκλονιστικό νοερό ταξίδι στις χαμένες πατρίδες, μέσα από τις ζωντανές μαρτυρίες των τριών αυτών ανθρώπων, που, όπως όλοι οι Μικρασιάτες, κατάφεραν να κρύψουν στην άκρη της ψυχής τους τον καημό για την απώλεια, να ξαναγεννηθούν από τις στάχτες τους και να μεταλαμπαδεύσουν πολιτισμό, συμβάλλοντας καθοριστικά στην κοινωνική, πολιτιστική και οικονομική ανόρθωση της αδύναμης και αποδιοργανωμένης Ελλάδας…

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΜΠΑΝΤΟΥΡΑΚΗ – ΜΠΟΛΕΤΗ
( 92 χρονών, Ελαιοχώρι)
Η φλόγα της αγάπης  για τις αλησμόνητες πατρίδες
«Το δράμα του δικού μας λαού να μην το ζήσει κανείς λαός ποτέ… Ημουν δύο χρονών τότε… Αλλά αυτές τις ιστορίες τις άκουγα σε όλη μου τη ζωή από τη γιαγιά Νένε, που από τότε δεν ξαναγέλασε», μας λέει η κα Ελευθερία Μπαντουράκη – Μπολέτη, η οποία γεννήθηκε το 1920 στο Ελαιοχώρι (Γιαγτζιλάρ), ένα μικρό χωριό της Ιωνίας στην περιφέρεια της Σμύρνης. Εφυγε από τη Σμύρνη όταν ήταν μόλις 2 ετών. Σήμερα είναι 92 χρονών.
Στις 29 Αυγούστου του 1922 η οικογένεια Μπολέτη αναχώρησε από το λιμάνι του Τσεσμέ, με μισθωμένο καΐκι, για τη Σάμο, όπου και παρέμεινε τέσσερα χρόνια, ενώ το 1926 η οικογένεια εγκαταστάθηκε μόνιμα στο χωριό Καλουδιανά του Νομού Χανίων.
«Ημουν τότε δύο χρονών», μας λέει η κα Μπολέτη, που έχοντας μεγαλώσει με μνήμες από τις διηγήσεις της γιαγιάς «Νένε»     -αντάρτισσας και μυστικής πράκτορα των Ελλήνων εκείνα τα χρόνια στη Μικρασία- μας εξιστορεί τα γεγονότα, τα οποία διατηρεί ζωντανά στο μυαλό και στην καρδιά της.
Η διήγηση της κας Μπολέτη ήταν τόσο γλαφυρή και δυνατή σε συγκίνηση και συναισθήματα αρχίζοντας να ξεδιπλώνει το κουβάρι της τραγικής ιστορίας, που δίνει στον ακροατή την αίσθηση πως τα γεγονότα παίρνουν «σάρκα και οστά» και να ξαναζωντανεύουν…
«Το Ελαιοχώρι ήταν ένα πανέμορφο γραφικό χωριό της Ιωνίας, κρυμμένο μες τα δάση, κοντά στα Βουρλά, στα οποία πηγαίναμε με τα πόδια. Οταν έγινε η Μικρασιατική καταστροφή η γιαγιά μου η Νένε ήταν αυτή που μας έσωσε. Γιατί οι Τούρκοι είπαν να μην φύγουμε, είπαν πως εκείνοι δεν ήταν “βάρβαροι” όπως ο Ελληνικός στρατός και πως θα ζούσαμε αδελφωμένοι. Το είπαν έτσι για να μείνουμε προσωρινά εκεί μέχρι να επωφεληθούν από τα πλούτη και τις περιουσίες μας.
Ενας καλόγερος, ο π. Παρθένιος, που γάζωνε τα παράλια της Μικράς Ασίας και κήρυττε στο χωριό μας, περνούσε κάθε Σάββατο από το αρχοντικό του παππού μου και κοιμόταν εκεί. Τις παραμονές του πολέμου είπε στη γιαγιά μου τη Νενέ ότι πρόκειται να έρθει ένας Τούρκος αγγελιοφόρος και μόλις τον δει να φροντίσει να μαζέψει το ασκέρι της και να φύγει. Να το πει και σε όλο το χωριό. Πράγματι ο Τούρκος αγγελιοφόρος ήρθε και ρώτησε τη γιαγιά μου αν ήξερε πόσο κοντά ήταν ο ελληνικός στρατός. Εκείνη του είπε πως δεν ήξερε… Και μόλις εκείνος έφυγε, η γιαγιά με την μπουρού (ένα όστρακο που η φωνή μπορούσε να ακουστεί σε όλο το χωριό) μάζεψε τους χωριανούς και τους είπε να μαζέψουν τα πράγματά τους και να φύγουν για την Ελλάδα. Όμως ο θείος μου, ο παπάς του χωριού, πίστεψε την υπόσχεση ενός Κεμαλικού αξιωματικού που έδωσε σε μια συνάντηση με τον Μητροπολίτη Εφέσου, ότι θα ζούσαμε αδελφωμένοι όλοι μαζί και να μην φύγει κανείς Ελληνας. Και ο θείος, ο παπάς, φοβούμενος ότι αν φεύγανε, οι Τούρκοι δεν θα τους ξαναάφηναν να γυρίσουν, αποφάσισε να μείνουν στο χωριό. Η γιαγιά Νενέ όμως επέμενε… να πάρει όλα τα κορίτσια τουλάχιστον του χωριού και να φύγει. Κατάφερε τελικά να πάρει την οικογένειά μας, ενώ την ακολούθησαν περίπου 150 άτομα…».

ΟΙ ΘΗΡΙΩΔΙΕΣ
«Τι γίνανε όσοι μείνανε στο χωριό», ρωτάμε την κα Μπολέτη, η οποία φορτισμένη συγκινησιακά μας απάντησε: «Οι Τούρκοι μπήκαν στο χωριό και ενώ είχαν πει πως θα ζούσαν όλοι αδελφωμένοι τη νύχτα σφάξανε, ξεκοιλιάσανε τους πάντες, γυναίκες, παιδιά, αρχίζοντας από τον παπά του χωριού με δεκαεφτά μαχαιριές στο βασανισμένο του κορμί, ο οποίος, ωστόσο, ήταν ο μόνος που κατάφερε να ζήσει από θαύμα.
Σκέψου ότι έβλεπαν οι πατεράδες και οι μανάδες να σφάζουν μπροστά τους τα παιδιά τους, να κλέβουν ή να βιάζουν τις όμορφες κόρες… Μάλιστα οι Τούρκοι έδεναν ακόμη και τα χέρια των σφαγμένων για να μην υπάρχει περίπτωση να επιζήσουν…
Τόσοι άνθρωποι χάθηκαν, τόσοι βιασμοί… Μπροστά στους άνδρες τους βίαζαν και σκότωναν τις γυναίκες με τις ξιφολόγχες μέσα στο αιδοίο των γυναικών… Το δράμα του δικού μας λαού να μην το ζήσει κανείς λαός ποτέ…
Ημουν δύο χρονών τότε… Αλλά αυτές τις ιστορίες τις άκουγα σε όλη μου τη ζωή από τη γιαγιά Νένε που από τότε δεν ξαναγέλασε».

Ο ΠΛΑΣΤΗΡΑΣ…
Στην προκυμαία της Σμύρνης, τον Σεπτέμβριο του 1922, θα γραφτεί ο επίλογος μιας από τις τραγικότερες στιγμές στην ιστορία της νεότερης Ελλάδας.
«Η γιαγιά Νένε έφυγε από το χωριό και όταν κατέβηκε στον λαιμό της χερσονήσου, ήταν εκεί ο Πλαστήρας και έστηνε την άμυνα με τον Ελληνικό στρατό. Είδε τον Πλαστήρα και έτρεξε να του φιλήσει τα πόδια. Και εκείνος τότε της είπε: «Γιαγιά, δεν είναι ώρα για φιλοφρονήσεις και ευχαριστίες. Προχωρήστε γιατί στένουμε εδώ τα κανόνια μας να εμποδίσουμε τον Τουρκικό στρατό να κατεβεί. Διότι αν έρθει, δεν θα αφήσει ούτε μωρό στις κοιλιές σας, όχι μόνο στις αγκαλιές σας».
Η γιαγιά μου προχώρησε… Και σε εκείνο το σημείο ακολούθησε η τελευταία μάχη μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων το 1922. Η μάνα μου ήταν ετοιμόγεννη, εγώ δύο χρονών και τα δύο αδερφάκια μου μαζί.
Δράμα, μην το ζήσει άλλος λαός…», μας λέει συγκινημένη η κα Μπολέτη, συνεχίζοντας τη συγκλονιστική αφήγησή της.
«Από εκεί μαζί με τη γιαγιά Νένε περάσαμε στη Χίο και έπειτα στη Σάμο όπου μείναμε για 4 χρόνια… Η μάνα μου, όμως, μια Σμυρνιά σε ξένη γη αναρωτιόνταν αν ο πατέρας μου ο Κωνσταντής, που ήταν κτηνοτρόφος με χιλιάδες ζώα, πρόλαβε να φύγει… Γιατί είχε πάρει τα κοπάδια του, 2.500 ζώα και πηγαίνοντας προς τις ακρογιαλιές βρήκε καΐκια εμπόρων και πέρασε ένα μικρό μέρος των ζώων, περίπου 400, σε απόσταση ενός μιλίου από τη Σάμο. Τα κατάφερε κι έτσι είχαμε μια οικονομική άνεση στην Ελλάδα, αφού υπό μια έννοια δεν ζήσαμε τις δυσκολίες της προσφυγιάς. Οι γονείς μου όμως κάθε βράδυ κλαίγανε… Κάποτε ήταν άρχοντες στον τόπο τους…».

Ο ΕΡΧΟΜΟΣ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ
Το 1926 η οικογένεια Μπολέτη εγκαταστάθηκε μόνιμα στο χωριό Καλουδιανά του Νομού Χανίων.
«Στην Κρήτη δεν μας σήκωσε το κλίμα, αφού από τις πρώτες μέρες πάθαμε ελονοσία. Στο Καστέλι νοικιάσαμε ένα μετόχι, αφού λεφτά υπήρχαν και αρχίσαμε την καλλιέργεια καπνού για 2 – 3 χρόνια μέχρι που στην Κρήτη απαγορεύτηκε. Πήραμε αποζημιώσεις -δεν σας λέω τι έγινε με τις αποζημιώσεις γιατί θα πονέσω και εγώ και εσείς, αφού τα χάσαμε όλα από κάποιον που μας τα πήρε για να κάνει λέει καΐκια. Τίποτε δεν έμεινε», μας λέει με πικρία η κα Μπολέτη και συνέχισε λέγοντας: «Από τον Αγιο Αντώνη φύγαμε και πήγαμε για τα Καλουδιανά όπου νοικιάσαμε ένα μετόχι. Εκεί ήμασταν καλά, αλλά απομονωμένοι από τον κόσμο».
Τη ρωτάμε πώς υποδέχτηκαν τους πρόσφυγες στο Καστέλι και εκείνη μας απαντά αφοπλιστικά: «Δεν μας δέχθηκαν άσχημα οι άνθρωποι… Και ξέρετε γιατί; Γιατί είχαμε λεφτά. Επειτα αρχίσαμε αμέσως τις συντεκνιές».
«Ως παιδί στο σχολείο μια μέρα με έσπρωξε ένα κοριτσάκι και μου είπε: “Εσένα δεν σε θέλουμε, γιατί είσαι πρόσφυγας”. Την άλλη μέρα δεν πήγα στο σχολείο, έκλαιγα. Η γιαγιά μου η Νένε πήγε και βρήκε τον δάσκαλο και όταν εκείνος τη ρώτησε: “Τι θέλεις κυρά μου;”, αυτή του απάντησε: “Τι θέλω; Στον τόπο μας ήμασταν άρχοντες, κύριε. Και απαιτούμε και τώρα, αφού δεν ζητιανεύουμε να σας ζητούμε ή να ζούμε εις βάρος σας, να μας φέρεστε με τον ίδιο τρόπο”», θυμάται η κα Μπολέτη.

ΕΒΔΟΜΗΝΤΑ ΕΠΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ…
Το 1999 η κα Μπολέτη επέστρεψε στη Σμύρνη για να επισκεφθεί για πρώτη φορά μετά από χρόνια το σπίτι που γεννήθηκε. «Το χωριό μας τώρα είναι ρημαγμένο. Ζούνε 5 – 6 τούρκικες οικογένειες. Γνώρισα τον Τούρκο δήμαρχο της περιοχής που έδειξε πολλή αγάπη    -να λέμε και την αλήθεια- και ο πατέρας μου με πήρε και με πήγε σε μια αποθήκη. Εκεί μου έδειξε έναν λάκκο και μου είπε πως ήταν γεμάτος παρά. Κάποιος φαίνεται τα είχε κρύψει με την ελπίδα ότι θα γυρίσει να τα ξαναβρεί. Με ρώτησε αν η αποθήκη ήταν δικη μας. Του είπα όχι.
Μετά ο Τούρκος ένας νέος άνθρωπος μας φίλεψε λίγο πεπόνι και δακρυσμένος μας είπε: “Ξένοι εσείς, ξένοι και εμείς εδώ. Μπορεί εσάς να σας λένε εκεί Τουρκόσπορους, εμάς εδώ μας λένε Ελληνόσπορους, διότι ήρθαμε από τη Θεσσαλονίκη”. Ηταν Τούρκοι που είχαν έρθει από την Ελλάδα με τις ανταλλαγές. Γι’ αυτό ας ευχηθούμε να μην γίνει ποτέ άλλος πόλεμος. Πέρασαν τόσα χρόνια και οι μνήμες έστω και αφηγηματικές παραμένουν ζωντανές. Οταν πήγα στη Σμύρνη, έκλαψα, προσκύνησα τη γη μας και πήρα μαζί μου λίγο χώμα από την αλησμόνητη πατρίδα».

Η ΑΡΝΗΣΗ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ…
Σε ηλικία 79 ετών κυκλοφόρησε το πρώτο βιβλίο της κας Μπολέτη με τίτλο «Ταξιδεύουν στην Ιωνία τα όνειρά μας (1999), ενώ ακολούθησαν ακόμη πέντε με τελευταίο τη «Φλόγα της αγάπης και οι αλησμόνητες πατρίδες της Ανατολής» (2010).
«Πατρίδα δεν είναι ένας γεωγραφικός χώρος. Είναι κάτι που το κουβαλάει κανείς μαζί του όπου και αν πάει…», αναφέρει συγκινημένη.
«Εμείς τα παιδιά που γεννηθήκαμε εκεί δεν μπορέσαμε ποτέ να ριζώσουμε εδώ. Κάθε βράδυ, όταν το σούρουπο πέφτει, σηκώνουμε την άγκυρα που λέγεται μνήμη και σαλπάρουμε πάντα για τη δική μας πατρίδα, τη γη της Ιωνίας μας, την Αιολική γη, που τόσο άδικα χάθηκε», μας λέει με πόνο ψυχής.
«Μένουμε όλη νύκτα εκεί, κυλιόμαστε στα καταπράσινα λιβάδια της, κολυμπούμε στις μαγεμένες ακρογιαλιές της, αναπνέουμε το άρωμα των λουλουδιών της. Δεν χρειάζεται το πλοίο να μας γυρίσει πίσω. Τα γεροντικά μας κορμιά, κουρασμένα πια από τον χρόνο, βρίσκονται απάνω στο κρεβάτι, αδύνατο να αντιδράσουν σε τίποτα. Αντιδρούν μόνο τα μάτια που κλαίνε και η καρδιά που πονά για τη χαμένη πατρίδα».

ΚΟΜΝΗΝΟΣ ΑΝΔΡΙΚΙΔΗΣ
(93 χρονών, Μενεμένη)
“Ακόμη περιμένουμε …”
Ο κ. Κομνηνός Ανδρικίδης του Κωνσταντίνου και της Αντιγόνης είναι σήμερα 93 χρονών. Εφυγε το 1922 από τη Μενεμένη, περιοχή έξω από τη Σμύρνη, όταν ήταν 3 ετών, μαζί με τα επτά αδέρφια του.
Προερχόταν από επιχειρηματική οικογένεια καθώς οι γονείς του ασχολούνταν με την κατασκευή εμφιαλώσεων κρασιού.
«Οι Μικρασιάτες είχαμε, βλέπετε, βυζαντινά ονόματα, γι´ αυτό και μου έδωσαν το όνομα Κομνηνός.
Θυμάμαι να μου λέει ο πατέρας μου για την επιχείρησή μας πριν γίνει ο διωγμός. Οταν φόρτωνε τις καμήλες με τα σταφύλια, τα εμφιάλωνε σε μπουκάλια κρασί και τα έκανε εμπόριο».

Ο ΔΙΩΓΜΟΣ
«Οταν άρχισε ο διωγμός πήραμε ό,τι προλάβαμε, ό,τι μπορούσαμε, τυλίγοντας σε μποξάδες (μεγάλα σεντόνια ή τραπεζομάντιλα) χρήματα, φαγητό και πριν από όλα τα εικονίσματά μας. Δεν πήραν, όμως, αρκετά πράγματα που έπρεπε, γιατί οι γονείς μας πίστευαν ότι μια μέρα θα γυρίσουμε πίσω… Ακόμη περιμένουμε…
Από τη Μενεμένη πήγαμε με αμάξι στη Σμύρνη. Οι γονείς μου είχαν στραπατσαριστεί πολύ μέχρι να φτάσουν εκεί.
Κόσμος πολύς στην αποβάθρα. Ο πατέρας μου μας περνούσε από τη φρουρά των Τούρκων που ήταν δεξιά και αριστερά στην αποβάθρα της Σμύρνης και του έλεγαν ότι θέλουν “παρά”, δηλαδή χρήματα. Ο πατέρας είχε σκορπίσει χρήματα στις παγκανότες και στην τσέπη του για να φτάσουμε στο τέλος του προορισμού μας. Οι Τούρκοι άρχισαν να τον χτυπούν… Εκείνος τους έδειχνε το νοφούσι (τη ληξιαρχική πράξη) και τους έλεγε ότι δεν είναι στρατεύσιμος, αλλά σε μεγάλη ηλικία πως είχε οικογένεια. Οι Τούρκοι όμως τον πήραν βίαια, μέχρι που τον χάσαμε από τα μάτια μας. Οταν τελικά γύρισε ήταν χτυπημένος, στραπατσαρισμένος… Μπήκαμε στο πλοίο μέσα όπου ήταν χιλιάδες κόσμος και οι Μεγάλες δυνάμεις πετούσαν τρόφιμα στους ανθρώπους που σπρωχνόντουσαν για λίγο φαγητό…
Για να μην χαθούμε μέσα στο πλήθος ο πατέρας μου μας έδεσε και τα επτά παιδιά με ένα σκοινί από το χεράκι του καθενός, αυτός μαζί με τη μάνα μου, δηλαδή εννέα άνθρωποι…
Τα πλοία ήταν γεμάτα κόσμο και πήγαιναν Χίο, Σάμο, Μυτιλήνη… Εμείς ταξιδέψαμε μέχρι τον Πειραιά και από εκεί στην Κρήτη, στα Χανιά».

Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΣΤΑ ΧΑΝΙΑ
«Ο πατέρας μου ήταν τόσο τρομοκρατημένος όταν έφτασε στα Χανιά που ήθελε να πάει σε μια απομονωμένη περιοχή του Νομού. Αποβιβαστήκαμε κοντά στο Κουμ Καπί και από εκεί πήγαμε στον Αγιο Ματθαίο όπου μας φιλοξένησε μια χανιώτικη οικογένεια.
Ο κόσμος εδώ ήταν πολύ φιλόξενος μαζί μας. Αρχικά δεν υπήρχε χώρος να μείνουμε και μας έβαλαν να μένουμε σε έναν στάβλο με άχυρα, αλλά οι άνθρωποι επειδή δεν είχαν άλλα σκεπάσματα, μας έδιναν κουβέρτες από προικιά για να σκεπαστούμε. Στρώσαμε και κοιμηθήκαμε. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Εχω την καλύτερη εντύπωση από τους Κρήτες, μας φέρθηκαν πολύ καλά», θυμάται ο κ. Ανδρικίδης.
«Ημασταν επτά αδέρφια, από τις κακουχίες όμως μόλις φτάσαμε στην Κρήτη, χάσαμε το ένα αδερφάκι μου -το οποίο σε ηλικία ήταν μετά από μένα- από τυφομινιγγίτιδα. Μέναμε στη Χαλέπα τότε σε ένα υπόγειο και από πάνω ήταν μαγαζί. Δεν πρόλαβε να μεταδοθεί η ασθένεια σε όλη την οικογένειά μας και ευτυχώς γλυτώσαμε… Θεωρώ τον πατέρα μου και τη μητέρα μου ήρωες. Μας μεγάλωσαν με πολύ κόπο, σκληρή δουλειά για να ζήσουμε και να μην μας λείψει τίποτα. Θυμάμαι μια περίοδο μέναμε στα Λενταριανά και για να πάρουν λίγο αλεύρι πήγαιναν κάθε μέρα με τα πόδια μέχρι τη Σούδα και το κουβαλούσαν πίσω για να μας φτιάξουν ψωμί να φάμε. Κατάφεραν να μας σπουδάσουν όλα μέχρι που τελειώσαμε το Γυμνάσιο εκείνη την εποχή».

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Ογδόντα χρόνια μετά ο κ. Ανδρικίδης επέστρεψε στα πάτρια εδάφη της Ιωνίας. Ομως τίποτε δεν ήταν το ίδιο όπως παλιά…
«Επέστρεψα δύο φορές στη Μενεμένη. Πήγα πριν δέκα χρόνια. Τι να δω… Δεν υπήρχε τίποτα… Χωράφια, κάτι μαγαζιά… Τα αδέρφια μου όμως που πήγαν πιο μπροστά, βρήκαν το σπίτι μας, που κάποτε ήταν αρχοντικό. Ταξίδεψαν και άλλοι φίλοι και γνωστοί μέχρι τη Σμύρνη, ο Ταμπακόπουλος, ο Κακάρογλου και βρήκαν τα σπίτια τους στην πατρίδα, στα οποία έμεναν Τούρκοι, βρήκαν ανταπόκριση, καθίσαν και έφαγαν μαζί τους, τραγούδησαν… Ομως δεν είχε την ίδια τύχη και ένας ξάδερφός μου, ο γιος του θείου μου… Ο θείος μου λίγο πριν πεθάνει αποκάλυψε στον γιο του το σημείο που είχε θάψει χρυσαφικά, λίρες κ.ά. στο σπίτι τους στη Σμύρνη. Ο ξάδερφός μου πράγματι -λίγο πριν τον πόλεμο του ´40- πήγε στη Σμύρνη, βρήκε το σπίτι στο οποίο έμενε μια Τουρκάλα και της αποκάλυψε το μυστικό. Εψαξαν από κοινού και βρήκαν τα λεφτά. Στη μοιρασιά η Τουρκάλα τον πρόδωσε και κάλεσε τις Αρχές. Η Αστυνομία δεν τον άφησε να πάρει τίποτε παρά του έδωσε σε αντάλλαγμα αβγά, κοτόπουλα και πρόβατα. Τίποτε άλλο από τα προσωπικά πράγμα της οικογένειάς του…».

 ΚΡΗΤΗ ΚΑΡΑΛΗ – ΠΟΝΤΙΚΑΚΗ
 (95 ετών, Ερυθραία)
“Η δική μας Οδύσσεια…”
«Ο πατέρας μου τάισε το άλογο, κλείδωσε την πόρτα και έβαλε το κλειδί στην τσέπη. Πίστευαν ότι θα επιστρέψουν». Η 95χρονη Κρήτη Κάραλη – Ποντικάκη ήταν 5 ετών το 1922 και έχει ισχυρές μνήμες από τον διωγμό. Γεννήθηκε το 1917 στο Μάλεμε Χανίων όπου είχαν καταφύγει οι γονείς της από το 1914, στους πρώτους διωγμούς μετά την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Δύο χρόνια μετά, στα 1919, επέστρεψε στο χωριό των γονιών της την Ερυθραία, απέναντι ακριβώς από τη Χίο. «Είχαμε ένα πανέμορφο χωριό που έμοιαζε πολύ με τον Πλατανιά. Με λιμάνι, πολλά εμπορικά και ψαράδικα καΐκια. Ηταν πάντα μονοιασμένο και αγαπημένο. Ο πατέρας μου είχε κατάστημα και έκανε εμπόριο με όλα τα νησιά του Αιγαίου ακόμα και με την Κρήτη. Μέναμε σε ένα αρχοντόσπιτο άλλο πράγμα», θυμάται η κα Κρήτη, που πήρε το όνομα από τη νονά της, ώστε να θυμάται πάντα στη Μικρά Ασία το νησί που γεννήθηκε.

ΠΩΣ ΝΑ ΠΕΡΑΣΕΙ Η ΝΥΚΤΑ;
«Στις 9 κάθε βράδυ έβγαινε ο δραγάτης στο πιο ψηλό μέρος του χωριού και έλεγε τα νέα, δεν υπήρχε βέβαια τότε ραδιόφωνο ή τηλεόραση. Βγήκε μια μέρα -Αύγουστος του 1922- και λέει ετοιμαστείτε χάνουμε τον πόλεμο, ο ελληνικός στρατός οπισθοχωρεί. Από εκείνες τις ημέρες άρχισε να έρχεται κόσμος στο χωριό μας από το εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Κατά χιλιάδες άνθρωποι, κουρελιασμένοι, ταλαιπωρημένοι, φοβισμένοι. Αλλοι έψαχναν τα παιδιά τους, άλλοι τις γυναίκες, τους γονείς τους. Επικρατούσε ένα αλαλούμ», λέει η συνομιλήτριά μας. Λίγες μέρες μετά ο δραγάτης ξαναβγήκε πάνω από το χωριό, αλλά αυτή τη φορά το κάλεσμά του ήταν για άμεση αναχώρηση καθώς ο τουρκικός στρατός ήταν πολύ κοντά πια. Τότε ξεκίνησε και η Οδύσσεια για την οικογένεια της κας Κάραλη. «Παίρνει η μάνα μου ένα χαλικάκι από τη γη και το βάζει στο μαντιλάκι της, μαζί και λίγο ψωμάκι. Ημασταν 8 αδέλφια. Τα 3 από αυτά τα είχε πάρει μια θεία μου. Παίρνει η μάνα μου πέντε από εμάς, μπαίνουμε σε ένα καΐκι, που μας αποβιβάζει σε ένα νησάκι απέναντι από το χωριό. Ήταν η δική μας οικογένεια και άλλες δύο. Κατά τη διάρκεια της ημέρας οι άλλες δύο οικογένεις έφυγαν προς τη Χίο με καΐκια. Εμεινε η μάνα μου και τα 5 παιδιά της. Κουρασμένοι, ταλαιπωρημένοι, μείναμε εκεί το βράδυ. Πώς να περάσει η νύκτα; Εκλαιγε η μητέρα μου, λέει εδώ θα πεθάνουμε. Περνά ένα καΐκι του κάνουμε σήμα να σταματήσει, δεν σταματάει. Τότε ξεκινάει ο θρήνος. Ημασταν σε απελπιστική κατάσταση. Για καλή μας τύχη βλέπουμε και κατεβαίνει από την κορυφή του βουνού ένας άντρας με ένα ντουφέκι. Πήραμε θάρρος. Ηταν πρώτος ξάδελφος της μάνας μου. Μην φοβάστε μας λέει έρχεται και άλλο καΐκι. Περνά το καΐκι, λοιπόν, δεν μας παίρνει, γυρίζει το όπλο ο ξάδελφος της μητέρας μου κάνοντας ότι θα ρίξει! Φοβήθηκαν τότε αυτοί και γύρισε ο καπετάνιος τους και μας πήρε. Μας πήγε σε ένα άλλο νησί, πριν τη Χίο, βραχονησίδα. Εκεί να δείτε κόσμος και λαός. Από κεί φτάσαμε στην προκυμαία της Χίου. Από την αρχοντιά που είχαμε στο χωριό μας βρεθήκαμε πεινασμένοι, με κουρέλια πάνω μας σε άθλια κατάσταση, κλαίγαμε τη μοίρα μας. Εκεί μας βρήκε και ο πατέρας μου. Πού να πάμε όμως; Παντού κόσμος, δεν υπήρχε άδειο σπίτι, ούτε σχολείο. Βρέθηκε ένα καλός άνθρωπος, έφερε δύο κασόνια και μια κουβέρτα. Εφτιαξε ο πατέρας μου ένα καλυβάκι και μας έβαλε μέσα. Στη Χίο μείναμε 3 βράδια. Της νονάς μου ο άντρας ήταν στρατιωτικός και είχε βγει και αυτός στη Χίο. Κανόνισε και μας βρήκε ένα καράβι, από τα σαπιοκάραβα που υπήρχαν τότε με το οποίο πήγαμε στην Κρήτη».

Η ΝΤΡΟΠΗ
Οι πρόσφυγες σε πολλές περιπτώσεις δεν είχαν την καλύτερη αντιμετώπιση από τους Ελλαδίτες. Χιλιάδες είναι τα περιστατικά ακόμα και επιθέσεων σε βάρος τους από τους ντόπιους και οι βρισιές όπως «τουρκόσποροι»! Ο συντηρητικός Τύπος μάλιστα της εποχής έριχνε τις ευθύνες στους πρόσφυγες για οτιδήποτε άσχημο γίνονταν στη χώρα! Ανάλογη απαράδεκτη – ρατσιστική αντιμετώπιση θυμάται και η κα Κάραλη. «Φτάσαμε οι πρόσφυγες στο Μάλεμε. Εκεί στην εκκλησία στον Αγιο Αντώνιο καθίσαμε κάτω. Και πού να καθόμασταν; Δεν είχαμε τίποτα. Μας τριγύριζαν οι Μαλεμιανοί και έλεγαν ´Χαλικούτηδες είναι´. Ντρέπομαι για αυτές τις συμπεριφορές που ίσχυσαν για χρόνια μετά.  Πολλοί δεν είχαν καλή συμπεριφορά. Μας είχαν ως κατώτερους. Ακόμα και σήμερα υπάρχει αυτό! Υπάρχουν  ακόμα και σήμερα άτομα που λένε ´σκυλοπρόσφυγες´, ´τουρκόσπορε´. Οταν μάλιστα ένας ντόπιος παντρευόταν  Μικρασιάτισσα έλεγαν ότι κακοπαντρεύτηκε. Δυστυχώς…».

ΔΕΝ ΘΑ ΞΕΧΑΣΩ
Μπορεί τα χρόνια να πέρασαν και οι μνήμες να έχουν ατονήσει, αλλά για την κα Κάραλη – Ποντικάκη υπάρχουν και γεγονότα που δεν θα ξεχάσει ποτέ. «Δεν θα ξεχάσω ένα παιδί που είχε μαχαιρώσει κάποιος Τούρκος στο πόδι και του είχαν δέσει με το ρούχο του το τραύμα. Είχε χάσει μάνα, αδέλφια και έμεινε μόνο ο πατέρας του που του είχε δώσει τα λεφτά ώστε να πάει όπου θέλει. Πέρασε από το χωριό μας και συνέχισε τον δρόμο του. Μόνο του, πού πήγε άραγε; Δεν θα ξεχάσω επίσης και δύο φαντάρους που πέρασαν υποχωρώντας από το χωριό μας. Εβγαλαν τα άρβυλά τους για να πλύνουν τα πόδια τους και έβγαινε και το δέρμα τους από τις κακουχίες και το περπάτημα».

ΤΗΝ ΤΕΤΑΡΤΗ ΣΤΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ
Βράβευση υπερηλίκων Μικρασιατών
Με αφορμή τα 90 χρόνια από τον ολέθριο Σεπτέμβρη του 1922, του αφανισμού του Ελληνισμού της Ανατολής, η Αδελφότητα Μικρασιατών Ν. Χανίων «Ο Αγιος Πολύκαρπος», σε συνεργασία με άλλους φορείς, διοργανώνει ευλαβικό αφιέρωμα ενός μηνός με σειρά εκδηλώσεων εθνικής μνήμης για τη γενοκτονία των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το τουρκικό κράτος. Η κεντρική εκδήλωση θα γίνει την Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου στο Πνευματικό Κέντρο Χανίων όπου θα γίνει βράβευση  των υπερηλίκων Μικρασιατών.
Οπως ανέφερε η πρόεδρος της Αδελφότητας Μικρασιατών Ν. Χανίων «Ο Αγιος Πολύκαρπος» και μέλος του Δ.Σ. της Ομοσπονδίας Προσφυγικών Σωματείων Ελλάδας, κα Στέλλα Γκοζάνη – Χαριτάκη: «90 χρόνια μετά, εμείς οι απόγονοι των βίαια και άδικα εκδιωχθέντων από τις πανάρχαιες ελληνικές κοιτίδες και αυτών που έμειναν θαμμένοι για πάντα στα αιματοβαμμένα, άγια χώματα της Μικρασίας, δηλώνουμε παρόντες και αποφασισμένοι να μην επιτρέψουμε στη λήθη να διαγράψει την ένδοξη ιστορία και τον υπέρλαμπρο πολιτισμό που δημιούργησαν στο πέρασμα των αιώνων. Δεν λησμονούμε τις ρίζες και την εθνική μας ταυτότητα. Γιατί είμαστε αποδέκτες μιας πολύτιμης παρακαταθήκης διαχρονικών αξιών και αρετών. Γιατί η γνώση της καταγωγής, των παραδόσεων και του ιστορικού παρελθόντος είναι το πιο γερό θεμέλιο για να κτιστεί το μέλλον ενός λαού».
«Οι μικρασιατικές πατρίδες είναι αξέχαστες γιατί συνεχίζουν να τροφοδοτούν την ύπαρξή μας με τα πιο δυνατά και ωραία συναισθήματα. Μας εμπνέουν μέσα από την προφορική παράδοση και τον ανεξάντλητο γραπτό λόγο.
Ενενήντα χρόνια μετά εμείς, οι απόγονοι δεύτερης, τρίτης και τέταρτης γενιάς, επωμιζόμαστε να φέρουμε εις πέρας μια ιερή αποστολή: να μεταλαμπαδεύσουμε το αποθησαύρισμα του λαϊκού πλούτου και της τρισχιλιόχρονης ιστορίας των πατρίδων της Ανατολής στις ερχόμενες γενιές», κατέληξε.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα