Φιλοξενούμε σήμερα στις ´διαδρομές´ την πολύ ενδιαφέρουσα ομιλία τού και συνεργάτη των ´Χ.Ν.´ κ. Λεωνίδα Βεγλιρή, την οποία εκφώνησε σε εκδήλωση – αφιέρωμα στον ´Βοσκό της Κρήτης´, που πραγματοποιήθηκε στο Ιδρυμα Καψωμένου, στον Πύργο Αλικιανού…
Γράφει ο:
ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΒΕΓΛΙΡΗΣ
δάσκαλος
´Ο βουνίσιος Κρητικός ζει και κινείται αιώνες τώρα, στον καθαρό αέρα της Μαδάρας κι αυτό έχει επιδράσει στην ψυχοσύνθεσή του.
Εχει διαμορφώσει το χαρακτήρα του γνήσιου Κρητικού, που δε σκύβει το κεφάλι στις δύσκολες καταστάσεις.
Εμαθε να παλεύει πάντα με συνθήκες δύσκολες και καταστάσεις απρόσμενες κι όλα αυτά τον κάνουν πιο δυνατό και ικανό να τα βγάζει πέρα.
Η ζωή του ολόκληρη είναι ένας αγώνας κι αυτό τον οδηγεί στην κοινωνική καταξίωσή του. Μπορεί να κοιμηθεί νηστικός, μα δεν μπορεί να κλείσει τα μάτια του αν δεν κάμει το σταυρό του.
Η δημοτική μούσα έχει ασχοληθεί μαζί του κι έχει υμνήσει τα κατορθώματά τους.
Οι Κρήτες συγγραφείς ασφαλώς δεν μπορούσαν να τον αγνοήσουν, αφού η προσφορά του στους αγώνες και τους ξεσηκωμούς για τη λευτεριά, τα δίσεκτα εκείνα χρόνια, υπήρξε σημαντική.
Γέννημα θρέμα της Κρήτης, ο συγγραφέας του “Πατούχα” Ιωάννης Κονδυλάκης. Οχι μόνο έζησε κι έγραψε για την Κρήτη και τους ανθρώπους της, μα στο έργο του ζωγραφίζονται, όσο σε κανένα άλλο συγγραφέα, ο ηρωισμός και η φυλετική υπεροχή των Κρητικών.
Αποδίδει άριστα την ουσία της Κρητικής ζωής, περιστρεφόμενος γύρω από την ιστορία και τις αναμνήσεις της εποχής του.
Η πνευματική συγγένεια του Κονδυλάκη και της Κρήτης, καταφαίνεται από το ίδιο του το έργο.
Το Κρητικόπουλο ανατρέφεται με το όνειρο των όπλων.
Η κατοχή του όπλου ταυτίζεται με την ανδροποίησή του, είναι η είσοδός του στα άγια των αγίων της κοινωνικής καθιέρωσης.
Οταν μελετήσει κανείς πως αντίκρυσε το ζήτημα του “Κρητικού τουφεκιού” ο Κονδυλάκης, θα καταλάβει πόσο βαθιά είχε εισδύσει ο λογοτέχνης στο καλύτερο μέρος του εαυτού μας.
Στο διήγημα “Σκούρα”, δυο σύντεκνοι μαλώνουν για ένα όπλο, που διεκδικούν και οι δυο.
Το φορτίο των όπλων έχει φτάσει στη Σούγια από τη Σύρο, οι σύντεκνοι είναι οπλισμένοι με παλαιού συστήματος όπλα, και θέλουν να τ’ αντικαταστήσουν με ανώτερου τύπου.
Οι αρχηγοί Γιάνναρης και Κριάρης, τους ξεχωρίζουν αλλά αυτοί πια δεν ξαναμιλούν μεταξύ τους.
Οταν με την πάροδο των ημερών βρέθηκαν και οι δυο στη μάχη των Μπουτσουναρίων κι ο ένας εκινδύνευσε να σκοτωθεί από τους Αλβανούς, ο άλλος του γλίτωσε τη ζωή λησμονώντας τη φιλονικία για το τουφέκι.
“- Από σήμερα και πέρα σύντεκνε Σήφη, του λέγει, είμαστε αδελφοί.
– Και σήμερα και πάντα, σύντεκνε, του απαντά ο άλλος, Χριστιανοί δεν είμαστε;”
Η τελευταία αυτή κατακλείδα, χαρακτηρίζει την ψυχική ανωτερότητα του Κρητικού, που η θρησκεία τον ενώνει και εις την ώρα του κινδύνου τον εξυψώνει ώστε ν’ αποβαίνει ο σωτήρας του ίδιου του προσωπικού του εχθρού.
Οι άνθρωποι εις τον “Πατούχα”, χωρίς να χάνουν τίποτα από την προσωπικότητά τους, τα καταφέρνουν ν’ αντιπροσωπεύουν την Κρήτη όλη.
Καθένας από μας, αναγνωρίζει το δικό του χωριό και τους δικούς του οικείους.
Ολο το βιβλίο αποπνέει τον πόθο για την ελευθερία και την ένωση.
Αυτά βέβαια που θ´ ακούσετε παρακάτω, γινόταν την εποχή του Κονδυλάκη, αρχές του περασμένου αιώνα, και όχι σήμερα που τα παιδιά των βοσκών είναι από τους καλύτερους μαθητές.
“Ο τεραστίων διαστάσεων νέος, ο Μανώλης ο βοσκός, ζει μακριά από τους ανθρώπους και ορισμένα πράγματα δεν μπορεί να τα εξηγήσει.
Αυτός ο οποίος δεν κατόρθωνε να μάθει τα είκοσι τέσσερα γράμματα του αλφαβήτου, εγνώριζε όλα τα γιδοπρόβατα ένα-ένα.
Πώς συνέβαινε ως βοσκόπουλο να είναι ξεφτέρι, και εις το σχολείον ν’ αποσβολωθεί έτσι, ώστε να μη διαφέρει από το σκαμνί εις το οποίο εκάθητο;
Το μυστικό βέβαια ήταν πως αυτός δεν ήθελε με καμία δύναμη να πάει στο σχολείο.
Ημπορούσαν πολλά παιδιά να σφυρίζουν όπως αυτόν και να ρίξουν την πέτρα μακρύτερα «αποβοσκιστή»;
Ηξερε κανείς σαν αυτόν, τα σημάδια των γιδοπροβάτων;
Αυτός και τώρα αν τον άφηναν, θα ήτο ικανός να αρμέξει και να τυροκομήσει ακόμη. Από θρησκείαν, διετήρει μίαν ιδέαν στοιχειώδη και αμυδράν.
Εγνώριζε συγκεχυμένα πράγματα περί κολάσεως και Παραδείσου, ήξευρε το «Πάτερ ημών» και το «Χριστός Ανέστη» κι αυτά αξιοθρηνήτως στρεβλωμένα, αλλ’ η προσευχή του συνίστατο κυρίως σε σταυρούς και γονυκλισίας.
Οταν ήστραπτε και εβρόντα, εσταυροκοπείτο έντρομος, ψυθιρίζων: «Μνήστητί μου Κύριε, μνήστητι μου Κύριε!».
Διότι την βροντήν εθεώρει ως την απειλήν της θείας αγανακτήσεως, όπως και εις την χαρμονήν της ανθισμένης και φωτολουσμένης φύσεως, έβλεπεν το μειδίαμα της θείας αγαθότητας.
Ο θεός του ήτο, γέρων πελώριος, κατοικών εις τον Ουρανόν, οπόθεν το οργισμένον του βλέμμα, διέχυνε την φρικαλαίαν αστραπήν, μεταξύ των νεφών.
Οταν ήρχετο εις υπερβολικήν ευθυμίαν, εχοροπήδα μόνος του, κρατούμενος από κλάδον δένδρου και προσπαθών να μιμηθεί με το στόμα του τον ήχον της λύρας.
Από τα τραγούδια που είχεν ακούσει, μόνο τον πρώτον στίχον διετήρει η μνήμη του, και αυτόν επαναλάμβανε με το στερεότυπον προανάκρουσμα: «Αϊ!, Αμάν, αμάν!»
«Δυο μπάλες συρμαλίδικες θα βάλω στο τουφέκι…»
Κι ήταν πολύ ευτυχισμένος.
Μη έχοντας ανάγκην, επικοινωνίας με άλλους, εώς ότου το ερωτικόν ένστικτον, τον δέσει κυριολεκτικά με την ζωή, αρνείται να κατέβει για να κοινωνήσει στην εκκλησία. Καμία προσπάθεια και κανένα επιχείρημα δεν τον πείθουν περί του αντιθέτου, έως ότου του λέγουν: «Αν δεν πας να μεταλάβεις θα γενείς Τούρκος!»”
Ο φυλετικά ανώτερος άνθρωπος, ξυπνά στον αγράμματο και αδιάπλαστο “Πατούχα”.
Κι έτσι μόνο κατεβαίνει από τα βουνά να κοινωνήσει, γιατί δε θέλει αυτός να γενεί Τούρκος! Ο ίδιος ο Μανώλης, ο Πατούχας αργότερα, όταν οι Τούρκοι της Βιάνου αποπειρώνται να λάβουν μέρος στον χορό των Χριστιανών και δεν υποχωρούν, με μια καθέκλα κατασκοτώνει μερικούς.
Ενα άλλο περιστατικό χαρακτηρίζει το πνεύμα της ανεξικακίας και του σατιρικού, που έλαβε ο Κονδυλάκης, απέναντι της ζωής:
“Ο Κερίμ Αγάς, τον καιρό της γενιτσαριάς, αναγκάζει τον εύπορο Χριστιανό του Μοδίου, Αλεφούζο, να φύγει από το χωριό, επειδή τόλμησε ν’ αναθρέψει μέσα σ’ ένα τουρκοχώρι χοίρους, πράγμα εντελώς απηγορευμένο και αποτρόπαιο για τους Οθωμανούς. Ο γιος του Αλεφούζου, Σταμάτης, μετά την Επανάσταση του 1878 κατορθώνει κι εξαγοράζει τα κτήματα του πατέρα του, και γυρίζει στο Μόδι, όπου η γενιτσαριά πλέον δεν έχει πέραση.
Κι ο Κερίμ είναι πεθαμένος, και ο γιος του Αρίφ ασχολείται περισσότερο με το να πουλεί κτήματα και να διασκεδάζει στα Χανιά, παρά να συγκρατεί τα κεκτημένα.
Ο Σταμάτης ήρθε η ωρα να εκδικηθεί: Εγκαθιστά στο σπίτι του μια γουρούνα, με έξι γουρουνόπουλα, τα αφήνει όλα να τριγυρίζουν στους δρόμους του χωριού και ενθαρρύνει τους χωριανούς του Ρωμιού[…]
Τα Χριστούγεννα σφάζει δυο γουρουνόπουλα μπροστά στην πόρτα του Αγά.
-Σήμερα μόνο κατάλαβα πως το Μόδι ερώμιεψε! λέει”.
Αλλάζουμε κλίμα – αλλάζουμε έκφραση
Από την καθαρεύουσα του Κονδυλάκη στη Δημοτική, τη γλώσσα του λαού:
´Ο γέρο Σήφακας έβαλε τη χερούκλα του, απάνω από το κεφάλι του εγγονού:
-Να μας ξεπεράσεις όλους εγγονέ, είπε.
Εμείς οι Κρητικοί πρέπει να ξέρεις, δεν είμαστε σαν τους άλλους ανθρώπους, έχουμε δουλειά διπλή.
Στον αποδέλοιπο κόσμο, είσαι βοσκός;
Δεν έχεις το νου σου παρά στα πρόβατα.
Είσαι ζευγάς;
Στα βόδια, στη βροχή, στα σπαρμένα.
Είσαι έμπορος;
Στις πραμάτιες σου.
Μα ο Κρητικός έχει στον νου του και την Κρήτη!
Κι αυτή ’ναι μεγάλος μπελάς, σου το λέω και να το κατέχεις”.
Πρόκειται όπως καταλάβατε για το μεγάλο της Κρήτης, το Νίκο Καζαντζάκη. Να πώς μας περιγράφει το βουνίσιο άνθρωπο της εποχής:
“Κάθε φορά που πρόβαινε ένας βουνίσιος Κρητικός στο κατώφλι του μπαρμπέρικού του, ο Συριανός τινάζουνταν απάνω και τον κοίταζε με τρόμο.
Από πού να βάλει χερικό;
Μήνες θα ’χε τούτος να ξουριστεί και να πλυθεί, χρόνια να κόψει τα μαλλιά του.
Τίναζε τις πετσέτες, έπιανε τα ψαλίδια, στρουφογύριζε κύκλο από την καρέκλα, όπου κάθουνταν ο Κρητικός και καμάρωνε τη μούρη του στον καθρέφτη. Σαν μπροσταρόκριο του φαίνουνταν, ο καταπληκτικός ετούτος πελάτης. Σαν τον Αϊ Μάμα τον αρχιτσέλιγγα, που κάποτε ο σιορ Παρασκευάς τον είχε δει σ’ ένα κόνισμα κι ήταν όλο τρίχα, οκάδες γένια και μουστάκια και μαλλιά, που δέκα μπαρμπέρηδες δε θα τον έκαναν ζάφτι.
Ενας παλιός καπετάνιος έβλεπε τα πράγματα με το δικό του τρόπο:
Ο Στεφανής, παλιός καπετάνιος, μια οβίδα του τούρκικου βαποριού, που το βούλιαξε, τούχε τσακίσει το γόνατο.
Κι από τότε πια, καταχτυπούσε το μπαστούνι του στη στεριά και τριγύριζε κούτσα-κούτσα τα λιμανιώτικα.
Είχε δυο μπαστούνια το ένα ίσιο λαμπάδα και το κρατούσε όταν τα πράματα της Κρήτης πήγαιναν καλά. Κι ένα χοντρό στραβοράβδι, όταν στράβωναν τα πράματα κι ο αγέρας μύριζε μπαρούτι”.
Να πως έβλεπε το χρέος του για την Πατρίδα ο βοσκός, μας λέει ο Καζαντζάκης:
“Θυμούμαι ένας Κρητικός βοσκός, μύριζε κοπριά και τράγο και γύριζε από τον πόλεμο, όπου είχε πολεμήσει σαν λιοντάρι.
Βρέθηκα στο μαντρί του ένα μεσημέρι, που του ήρθε από το Κρητικό Αδελφάτο της Αθήνας, ένα δίπλωμα με μεγάλα γράμματα κόκκινα και μαύρα.
Τον συγχαίρουνταν για τις αντραγαθίες του και τον ανακήρυχναν ήρωα.
-Τι χάρτα είναι ετούτη; ρώτησε νευριασμένος.
Μπήκαν πάλι τα προβατά μου σε κανένα σπαρμένο; Είναι να πλερώσω καμιά ζημιά;
Xαρούμενος ο απεσταλμένος, ξεδίπλωσε τη χάρτα και του τη διάβασε φωναχτά.
-Κάμε τα ψιλά, να καταλάβω… τι θέλει να πει;
-Πως είσαι ήρωας, κι η Πατρίδα σου στέλνει τη χάρτα αυτή, να τη βάλεις λέει σε κορνίζα, να τη βρουν τα παιδιά σου.
Απλωσε ο καπετάνιος τη χερούκλα:
-Φέρ’ τη εδώ!
Την άρπαξε, την έκαμε χίλια κομμάτια, την πέταξε στην φωτιά, όπου έβραζε το καζάνι με το γάλα.
-Αϊντε να τους πεις, πως εγώ δεν πολέμησα για να πάρω μια χάρτα, πολέμησα για να κάμω ιστορία!
Για να κάμει ιστορία! Ενιωθε καλά ο άγριος βοσκός τι ήθελε να πει, μα δεν κάτεχε να το πει ή μπας και το ’πε με τον ανώτερο τρόπο;
Σηκώθηκε, γέμισε ένα λεκανιδάκι γάλα, έκοψε μισό τυρί, έφερε δυο κρίθινες κουλούρες, στράφηκε στον απεσταλμένο, που ’χε πικραθεί, να δει τη χάρτα κομμάτια στη φωτιά.
-Ελα, έλα κουμπαράκι, του ’πε, μη χολοσκάς φάε και πιες και στο διάολο οι χάρτες. Δε θέλω, να τους πεις, ακούς; Δε θέλω πλερωμή, κάνω το κέφι μου, αυτό να τους πεις. Φάε, σου λέω!”
Ο Κρητικός αγαπά παράφορα τον τόπο του και γίνεται ένα μαζί του, μοναδική έννοια του είναι σαν γεράσει πώς θα τον αποχωριστεί;
“Σ’ ένα βουνό ένα μεσημέρι συνάντησα ένα γέρο, στεγνό, λιγνό, με κάτασπρα μαλλιά, με μπαλωμένη βράκα, με τρυπημένα στιβάνια, κι είχε περασμένη καθώς το συνηθούν οι κρητικοί τσοπάνηδες τη βέργα ανάμεσα στους ώμους.
Ανηφόριζε αργά πέτρα την πέτρα, και κάθε τόσο στέκουνταν και κοίταζε ώρα πολύ τα βουνά γύρα και κάτω χαμηλά τον κάμπο, και πέρα ανάμεσα από τη χαράδρα, μια λωρίδα θάλασσα.
-Ωρα καλή παππού! του φώναξα, τί γυρεύεις εδώ ολομόναχος;
-Αποχαιρετώ παιδί μου, αποχαιρετώ…
-Ποιον αποχαιρετάς, στην ερημιά; Δε βλέπω κανένα
-Ποιαν ερημιά; δε θωράς τα βουνά, δε θωράς τη θάλασσα; Γιατί μας έδωσε ο θεός τα μάτια; Δεν ακούς τα πουλιά αποπάνω σου; Γιατί μας έδωσε ο Θεός τ’ αυτιά;
Ερημιά το λες αυτό; Αυτά ’ναι εμένα οι φίλοι μου, τους μιλώ και μου μιλούνε, ρίχνω φωνή και μου αποκρίνονται δυο γενιές γύριζα με τη συντροφιά τους, βοσκός, κι ήρθε η ώρα να χωρίσουμε… Βράδιασε πια…”
Ο βουνίσιος Κρητικός έχει αρχές και νόμους απαραβίαστους και λατρεύει σαν υπέρτατη Θεά την Ελευθερία.
“Ενα μεσημέρι, που περνούσα από τη ρίζα του Ψηλορείτη, ακούω ψηλά αποπάνω μου φωνή άγρια:
-Ε, πατριώτη στάσου! Στάσου να σε ρωτήσω. Σήκωσα το κεφάλι και διέκρινα να ξεκόβει από ένα βράχο και να κατρακυλάει κάτω, ένας άνθρωπος. Κατηφόριζε με φαρδιές δρασκελιές από βράχο σε βράχο, οι πέτρες κυλούσαν κάτω από τα πόδια του, βρούχος σηκώνονταν, αλάκερο το βουνό θαρρούσες κατρακυλούσε μαζί του.
Εβλεπα τώρα καθαρά, πως ήταν ένας θεόρατος γέρο-τσοπάνης. Στάθηκα και τον περίμενα.
Τι να με θέλει συλλογίστηκα, γιατί τόση λαχτάρα; Ζύγωσε, στάθηκε σε μια πέτρα, τα στήθια του ανοιχτά, μαλιαρά, άχνιζαν.
-Ε, πατριώτη, μου κάνει λαχανιασμένος, τι γίνεται με τη Νορβηγία;
Είχε ακούσει πως μια χώρα κινδύνευε να σκλαβωθεί και καλά καλά δεν ήξερε τι είναι η Νορβηγία, πού βρίσκεται, τι άνθρωποι ζούνε εκεί πέρα, ένα μονάχα καταλάβαινε καλά, πως κινδύνευε η ελευθερία.
-Καλύτερα είναι παππού, του αποκρίθηκα, μη σεκλεντίζεσαι, καλύτερα είναι.
-Δόξα σοι ο Θεός, βρουχήθηκε ο γέρο-τσοπάνης κι έκαμε το σταυρό του.
Ο αγώνας της Νορβηγίας, είχε γίνει αγώνας του Ελληνα τούτου βοσκού, γιατί ένοιωθε την ελευθερία σα θυγατέρα του.
Ενας βοσκός από τ’ Ανώγια, άγριο πετροχώρι στην πλαγιά του Ψηλορείτη, άκουγε τους χωριανούς του να διηγούνται σημεία και τέρατα, για το Μεγάλο Κάστρο.
Στην πολιτεία αυτή, λέει, βρίσκεις όλα τα αγαθά του κόσμου: Κουκιά με τη σέσουλα, παστό μπακαλιάρο τσουβάλια, βαρέλια τις σαρδέλες και τις καπνιστές ρέγγες κι ακόμα μαγαζιά τίγκα στιβάνια, κι άλλα πουλούν τουφέκια όσα θες, σουγιάδες, μαχαίρια και μπαρούτι κι άλλα που κάθε πρωί ξεφουρνίζουν φουρνιές φουρνιές, άσπρο ψωμί φραντζόλα.
Κι έχει, λέει ακόμα, σα βραδιάσει γυναίκες, που δεν σε σκοτώνουν, σαν τις Κρητικοπούλες, αν τις αγγίξεις κι είναι το κρέας τους άσπρο σαν τη φραντζόλα.
Ολα ετούτα τα θάματα, τ’ άκουγε ο βοσκός, τα σάλια του έτρεχαν, και το Μεγάλο Κάστρο έλαμπε στη φαντασία του σαν κρητικός παράδεισος, γεμάτο μπακαλιάρο, τουφέκια και γυναίκες.
Ακουγε, άκουγε κι ένα μεσημέρι πια δε βάσταξε. Εζωσε σφιχτά το φαρδύ ζωνάρι του, ανακρέμασε στην πλάτη του την πιο καλή την ξομπλιαστή του βούργια. Φούχτωσε το βοσκοράβδι του και ροβόλησε από τον Ψηλορείτη.
Σε λίγες ώρες αντίκρισε το Μεγάλο Κάστρο, ήταν ακόμα μέρα κι η καστρόπορτα ήταν ανοιχτή. Ο βοσκός στάθηκε στο κατώφλι, μια δρασκελιά και θα ’μπαινε στον Παράδεισο.
Μα ξαφνικά η ψυχή του τινάχτηκε. Σα να ’νιωσε η ψυχή αυτή, πως η πεθυμιά την είχε καβαληκέψει, πως δεν έκανε πια, ό,τι ήθελε, δεν ήταν λεύτερη, ντράπηκε.
Ζάρωσε ο Κρητικός τα φρύδια, τον πήρε το φιλότιμο
-Θέλω μπαίνω, θέλω δεν μπαίνω, είπε. Δεν μπαίνω!
Γύρισε τη ράχη του στο Κάστρο, και πήρε δρόμο πίσω κατά το βουνό.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ο Αλικιανός, ανέκαθεν, έχει σπουδαία ιστορική θέση, τόσο κατά τις διάφορες επαναστάσεις της Κρήτης, όσο και στη νεότερη ιστορία, ως ορμητήριο και κέντρο αγωνιστών.
Στον όμορφο τούτο τόπο, όπου αιώνες τώρα, χτυπά η καρδιά της Κρήτης, ολοζώντανη, ορθή κι ασάλευτη, σαν τα βουνά, βρεθήκαμε για να τιμήσουμε τον ήρωα βοσκό της Κρήτης.
Να αφρουκαστούμε στη δροσιά του δειλινού, τ’ αντιβουίσματα από τις μπαταριές των γενναίων εκείνων, που έβαλαν το στήθος τους μπροστά, για να κρατηθεί τούτος ο τόπος ελεύθερος, γιατί το αξίζει…´