» Εθνικός διχασµός – Νοεµβριανά 1916
΄ Α Μέρος
Ο ιµπεριαλιστικός Α΄ Παγκόσµιος Πόλεµος δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. ∆ιόλου τυχαία, ο Λένιν επέλεγε να παραθέτει τη φράση του αστού θεωρητικού της πολεµικής στρατηγικής Κλαούζεβιτς: «Ο πόλεµος είναι η συνέχεια της πολιτικής µε άλλα µέσα». Και αυτό το έκανε για να τονίσει πως είναι αδύνατη η κατανόηση του χαρακτήρα του πολέµου δίχως την κατανόηση ολόκληρης της ιστορικής εποχής από την οποία προέκυψε.
Ποια ήταν όµως η «πολιτική» των προηγούµενων χρόνων και ο χαρακτήρας της εποχής;
Ο καπιταλισµός από τις αρχές του 20ού αιώνα είχε εισέλθει στο ιµπεριαλιστικό του στάδιο, οπότε ως κυρίαρχα γνωρίσµατά του αναδείχτηκαν η εµφάνιση και η κυριαρχία των µονοπωλίων, η συγχώνευση του χρηµατιστηριακού και του βιοµηχανικού κεφαλαίου, ο αναβαθµισµένος ρόλος της εξαγωγής των κεφαλαίων, η µεγάλη σηµασία των διεθνών µονοπωλιακών οµίλων που «µοίραζαν» τον κόσµο και το τέλος του µοιράσµατος του κόσµου ανάµεσα στις «µεγάλες δυνάµεις».
Ωστόσο, τότε όπως και σήµερα, το µοίρασµα του κόσµου δεν είναι ποτέ οριστικό, αλλά αποτελεί το µόνιµο διακύβευµα του ανταγωνισµού των µονοπωλίων, των αστικών κρατών και των ιµπεριαλιστικών συµµαχιών. Με αυτήν την έννοια, η συσσώρευση των κεφαλαίων και η ανισόµετρη ανάπτυξη των καπιταλιστικών οικονοµιών, τροποποιώντας τους συσχετισµούς της οικονοµικής και στρατιωτικής δύναµης ανάµεσα στις αστικές τάξεις και, κατά προέκταση, µεταξύ των αστικών κρατών και των ιµπεριαλιστικών συµµαχιών, επιβάλλουν την αναδιανοµή των αγορών και των σφαιρών επιρροής.
Κάθε φορά εκείνα τα αστικά κράτη που θεωρούν ότι η υπάρχουσα διανοµή των αγορών και των σφαιρών επιρροής δεν αντιστοιχεί πλέον στην οικονοµική δύναµη και στα συµφέροντα της αστικής τους τάξης, επιζητούν την αναδιανοµή τους µε κάθε µέσο, δηλαδή ακόµα και µε τη στρατιωτική δύναµη και την επικράτηση µέσω πολέµου.
Πόλεµος ιµπεριαλιστικός και από τις δύο πλευρές της σύγκρουσης
Στην περίπτωση του Α΄ Παγκοσµίου Πολέµου, οι ταχύρρυθµα αναπτυσσόµενες «Κεντρικές ∆υνάµεις» (Γερµανία και Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία) επιδίωκαν να κατακτήσουν καινούργιες «αγορές» και διά της εξαγωγής εµπορευµάτων και κεφαλαίων να ενισχύσουν τη θέση τους στον διεθνή ανταγωνισµό και να διαφύγουν τις συνέπειες µιας καπιταλιστικής οικονοµικής κρίσης, που θα επέφεραν η συγκέντρωση και η στασιµότητα των κεφαλαίων τους.
Από την άλλη πλευρά, οι δυνάµεις της λεγόµενης «Εγκάρδιας Συνεννόησης», ή αλλιώς της Αντάντ, όπως έµεινε γνωστή ιστορικά (Μ. Βρετανία, Γαλλία, Ρωσία), σκόπευαν να διατηρήσουν τον ευνοϊκό γι’ αυτές συσχετισµό δυνάµεων, που τους επέτρεπε να εκµεταλλεύονται ληστρικά αποικίες και καταπιεζόµενα έθνη.
Ο Α΄ Παγκόσµιος Πόλεµος ήταν ιµπεριαλιστικός και από τις δύο πλευρές της σύγκρουσης και γι’ αυτό άδικος από τη σκοπιά των εργατικών – λαϊκών συµφερόντων.
Η στρατιωτική σύγκρουση των δύο ιµπεριαλιστικών συµµαχιών όξυνε το σύνολο των υφιστάµενων χαρακτηριστικών του καπιταλισµού, ενισχύοντας την καταστολή της εργατικής τάξης στο εσωτερικό και προκαλώντας τη φρίκη των ιµπεριαλιστικών πολέµων στο εξωτερικό. Υπογράµµισε η Ρόζα Λούξεµπουργκ:
«… (Ο ιµπεριαλισµός) δεν είναι ένα καινούργιο στοιχείο, µια απροσδόκητη αλλαγή κατεύθυνσης στο γενικό ιστορικό στάδιο της καπιταλιστικής κοινωνίας. Οι πολεµικές προετοιµασίες και οι πόλεµοι, οι διεθνείς συγκρούσεις και οι αποικιακές πολιτικές συντροφεύουν το κεφάλαιο από την κούνια του. Είναι η ακραία αύξηση αυτών των στοιχείων, η συγκέντρωση και το γιγάντιο ξέσπασµα αυτών των συγκρούσεων, οι οποίες έφεραν ως αποτέλεσµα αυτήν τη νέα εποχή στην ανάπτυξη της σύγχρονης κοινωνίας. Σε µια αµοιβαία διαλεκτική δράση – την ίδια στιγµή αιτία και αποτέλεσµα της δυναµικής συσσώρευσης του κεφαλαίου και της συνεπαγόµενης όξυνσης και ενίσχυσης της αντιπαράθεσης ανάµεσα στο κεφάλαιο και την εργασία στο εσωτερικό και ανάµεσα στα καπιταλιστικά κράτη στο εξωτερικό – ο ιµπεριαλισµός εισήλθε στην τελευταία του φάση, τον βίαιο χωρισµό του κόσµου από την επίθεση του κεφαλαίου».
Οι Βαλκανικοί Πόλεµοι
Ενέργειες βίαιου χωρισµού του κόσµου από την καπιταλιστική επίθεση καταγράφονταν στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού. Μια αλυσίδα γεγονότων, διπλωµατικών αντιπαραθέσεων, προστριβών και πολεµικών συγκρούσεων των αστικών κρατών προµήνυε την επερχόµενη θύελλα.
Ο αµερικανοϊσπανικός πόλεµος (1898 – 1902), οι πόλεµοι των Μπόερς (1899 – 1902), ο ρωσοϊαπωνικός πόλεµος (1904 – 1905), η πρώτη µαροκινή κρίση (1905 – 1906), η βοσνιακή κρίση (1908 – 1909), η δεύτερη µαροκινή κρίση (1911) και ο ιταλοτουρκικός πόλεµος αποτέλεσαν κρίκους της µατωµένης αλυσίδας των ενδοϊµπεριαλιστικών αντιπαραθέσεων για το µοίρασµα του κόσµου, που προετοίµασαν τη µεγάλη πολεµική αναµέτρηση.
Τελευταία αποτύπωσή τους, που µετέφερε το θέατρο των πολεµικών συγκρούσεων στην ευρωπαϊκή ήπειρο, αποτέλεσαν οι Βαλκανικοί Πόλεµοι. Στους Βαλκανικούς Πολέµους οι ενδοϊµπεριαλιστικές αντιθέσεις των «µεγάλων δυνάµεων» περιπλέχτηκαν µε τις επιδιώξεις και τα συµφέροντα των πιο αδύναµων βαλκανικών καπιταλιστικών κρατών κι εκφράστηκαν µε τη φανερή ή υπόγεια στήριξή τους σε αυτά.
Υπό αυτό το πρίσµα, στις συγκεκριµένες συνθήκες προπαρασκευής της παγκόσµιας ιµπεριαλιστικής σύγκρουσης, οι αστικοί εθνικοαπελευθερωτικοί πόλεµοι αντικειµενικά συναρθρώθηκαν µε τους σκοπούς και τους ιµπεριαλιστικούς ανταγωνισµούς των «µεγάλων δυνάµεων».
Χαρακτηριστικά σηµείωσε αργότερα ο Λένιν: «Το εθνικό στοιχείο του σερβοαυστριακού πολέµου δεν έχει και δεν µπορεί να έχει καµιά αξιόλογη σηµασία για τον πανευρωπαϊκό πόλεµο (…) Για τη Σερβία, δηλαδή για το ένα περίπου εκατοστό απ’ όσους συµµετέχουν στον σηµερινό πόλεµο, ο πόλεµος είναι η «συνέχιση της πολιτικής» του αστικοαπελευθερωτικού κινήµατος. Για τα 99/100 ο πόλεµος είναι η συνέχιση της πολιτικής της ιµπεριαλιστικής, δηλαδή της γερασµένης αστικής τάξης».
Γι’ αυτό, στο ξέσπασµα των Βαλκανικών Πολέµων µπορεί κανείς να διακρίνει δίπλα στη θέληση της ελληνικής, της σερβικής, της ρουµανικής και της βουλγαρικής αστικής τάξης να επιτύχουν την εθνική τους ολοκλήρωση ενάντια στην παρακµάζουσα Οθωµανική Αυτοκρατορία, τις ανταγωνιστικές επιδιώξεις τους να διευρύνουν την εσωτερική τους αγορά και να αναβαθµίσουν τη θέση τους στον τοπικό συσχετισµό δυνάµεων, µέσω της εκµετάλλευσης της οικονοµικής δύναµης και του γεωπολιτικού ρόλου που θα τους παρείχε η προσάρτηση εδαφών και καινούργιων πληθυσµών.
Χαρακτηριστική ως προς το τελευταίο είναι η σύγκρουση του ελληνικού και του βουλγαρικού αστικού κράτους για τον έλεγχο της Μακεδονίας, η οποία κλιµακώθηκε στη διάρκεια του Β΄ Βαλκανικού Πολέµου.
Εξάλλου, οι επιδιώξεις και οι σχεδιασµοί των βαλκανικών αστικών κρατών όφειλαν να συνυπολογίζουν τις ιµπεριαλιστικές αντιθέσεις των «µεγάλων δυνάµεων» και να διαµορφώνουν αντίστοιχα τις συµµαχίες τους, ιδιαίτερα στον βαθµό που αδυνατούσαν µε όρους οικονοµικής και στρατιωτικής ισχύος να τους επιβάλουν µονοµερώς.
Στο επίκεντρο το µέλλον των εδαφών της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας
Όµως, οι ενδοϊµπεριαλιστικές διαµάχες για το µέλλον των εδαφών της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας αποτελούσαν την προέκταση της διείσδυσης κεφαλαίων που είχαν πραγµατοποιήσει οι λεγόµενες «µεγάλες δυνάµεις» τη χρονική περίοδο της «ειρηνικής» καπιταλιστικής ανάπτυξης 1890 – 1914.
Ως αποτέλεσµα, η καθεµία από αυτές είχε συγκεκριµένα οικονοµικά συµφέροντα στην περιοχή, που αρνούνταν να παραχωρήσει στα βαλκανικά κράτη χωρίς την παροχή γενικότερων ανταλλαγµάτων ή τη στήριξη του κάθε βαλκανικού κράτους στους συνολικότερους σχεδιασµούς της.
Ταυτόχρονα, η εξωτερική πολιτική των «µεγάλων δυνάµεων» δεν παρέµενε σταθερή, αλλά καθοριζόταν από τη διελκυστίνδα των ρευστών συµµαχιών και από το πολυπαραγοντικό σύστηµα ισορροπιών που αυτές διαµόρφωναν.
Παραδείγµατος χάρη, ο ιταλοτουρκικός πόλεµος που είχε προηγηθεί αδυνάτιζε την Οθωµανική Αυτοκρατορία, η οποία είχε αρχίσει να προσεγγίζει τις Κεντρικές ∆υνάµεις, αλλά την ίδια στιγµή η αποδυνάµωσή της αποτελούσε φόβητρο για τη Μ. Βρετανία, τη Γαλλία, αλλά και τη Γερµανία, γιατί µπορούσε να οδηγήσει σε ενίσχυση της Ρωσίας µέσω της επιρροής που η τελευταία ασκούσε στα σλαβόφωνα κράτη της Βαλκανικής.
Παράλληλα, η Ρωσία, που αρχικά ευνοούσε τη διάλυση της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας, στη συνέχεια συµµάχησε µε την Αυστρία και προσπάθησε να περιορίσει τις πολεµικές επιδιώξεις της σερβικής και της βουλγαρικής αστικής τάξης, φοβούµενη την αναβάθµιση του ρόλου της Γαλλίας και της Αγγλίας στη Βαλκανική, µέσω της προώθησης των ελληνικών αξιώσεων.
Ο ιµπεριαλιστικός Α΄ Παγκόσµιος Πόλεµος ανέλαβε να επιλύσει τις αντιθέσεις των καπιταλιστών. Φυσικά, επρόκειτο για µια λύση που θα ικανοποιούσε τα συµφέροντα του ενός ή του άλλου καπιταλιστικού κράτους, κατά προέκταση της µιας ή της άλλης ιµπεριαλιστικής συµµαχίας και θα σφραγιζόταν µε το αίµα των λαών.
Οι εργατικές – λαϊκές δυνάµεις σε όλες τις χώρες κλήθηκαν να υπηρετήσουν τα συµφέροντα των εκµεταλλευτών τους, προσφέροντας θυσίες χωρίς αντίκρισµα στην ιµπεριαλιστική σφαγή. Και αν στις λεγόµενες «µεγάλες δυνάµεις» οι θυσίες των εργατικών – λαϊκών δυνάµεων προσφέρονταν αποκλειστικά στον βωµό των πολεµικών µετώπων και της καταστολής του εργατικού – λαϊκού κινήµατος, στα πιο αδύναµα καπιταλιστικά κράτη προκαλούνταν και από τις ενδοαστικές αντιθέσεις για την επιλογή της µιας ή της άλλης ιµπεριαλιστικής συµµαχίας.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…