» Εθνικός διχασµός – Νοεµβριανά 1916 – Μέρος Β’
Η ελληνική αστική τάξη κατά τη διάρκεια του πολέµου
Η περίπτωση της Ελλάδας είναι ενδεικτική. Η αστική τάξη από τον καιρό της συγκρότησης ανεξάρτητου καπιταλιστικού κράτους θεώρησε ως πρώτιστη επιδίωξή της τη διεύρυνση των εδαφών του, ώστε να επιτευχθεί η οικονοµική και γεωπολιτική ενίσχυση της εξουσίας της. Η Μεγάλη Ιδέα, που στηριζόταν στο αντικειµενικό γεγονός της παρουσίας µεγάλων και συµπαγών ελληνικών πληθυσµών εκτός των συνόρων του ελληνικού κράτους, αποτέλεσε κοινό τόπο του συνόλου της εγχώριας αστικής τάξης.
Γι’ αυτό και στη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέµων, παραµερίστηκαν προσωρινά οι ενδοαστικές έριδες που καθρεφτίζονταν στη διαµάχη για το πολιτειακό (βασιλευοµένη ή αβασίλευτη δηµοκρατία) κι επιδιώχτηκε η ενίσχυση του ρόλου του καπιταλιστικού κράτους στα Βαλκάνια.
Ωστόσο, στη διάρκειά τους, δεν έλειψαν οι ενδείξεις διαφορετικών προσανατολισµών, που αποτυπώθηκαν στη θέληση του διαδόχου Κωνσταντίνου να κατευθυνθεί πρώτα προς το Μοναστήρι, την ώρα που τόσο ο πατέρας του, βασιλιάς Γεώργιος Α΄, όσο και η κυβέρνηση Βενιζέλου επιθυµούσαν διακαώς την κατάληψη της Θεσσαλονίκης.
Η λήξη των δύο Βαλκανικών Πολέµων βρήκε την ελληνική αστική εξουσία να έχει διευρύνει σε σηµαντικό βαθµό τα εδάφη της και την οικονοµική της ισχύ, τη στιγµή που τα σύννεφα του πολέµου πύκνωναν πάνω από την Ευρώπη. Σε αυτήν τη συγκυρία οι παλιές ενδοαστικές έριδες ήρθαν και πάλι στο προσκήνιο.
Από τη µια πλευρά, τµήµατα της αστικής τάξης, που, µετά τη δολοφονία του βασιλιά Γεωργίου Α΄, συσπειρώθηκαν γύρω από τον βασιλιά τώρα Κωνσταντίνο Α’ – ο οποίος ήταν πεπεισµένος για τη νίκη των Κεντρικών ∆υνάµεων στον επερχόµενο πόλεµο – προωθούσαν την πολιτική της ουδετερότητας, στον βαθµό που η γεωγραφική θέση της χώρας δεν επέτρεπε την ενεργή εµπλοκή της στο πλευρό της Γερµανίας και της Αυστροουγγαρίας.
Τα συγκεκριµένα τµήµατα εκτιµούσαν ότι µια εξωτερική πολιτική τέτοιας κατεύθυνσης ήταν περισσότερο συµφέρουσα για την αστική τάξη, διότι δεν απαιτούσε την οικονοµική επιβάρυνση ενός νέου πολέµου και τα συνεπαγόµενα ρίσκα, ενώ θεωρούσαν πως η διείσδυση κεφαλαίων στην Οθωµανική Αυτοκρατορία θα µπορούσε να επιτευχθεί από την ελληνική παροικία. Ταυτοχρόνως, βέβαια, προσδοκούσαν κι εδαφικά ανταλλάγµατα για τη στάση τους στην περίπτωση νίκης των Κεντρικών ∆υνάµεων.
Από την άλλη πλευρά, η µερίδα της αστικής τάξης που εξέφραζε ο Βενιζέλος επιχειρηµατολογούσε υπέρ µιας συµµαχίας µε την Αντάντ, υποστηρίζοντας ότι, µε δεδοµένη την υπόγεια στήριξη της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας στις Κεντρικές ∆υνάµεις, η ήττα των τελευταίων θα εξασφάλιζε την παραπέρα επέκταση του ελληνικού καπιταλιστικού κράτους.
Έτσι, οι αντιθέσεις των µεγάλων καπιταλιστικών δυνάµεων περιπλέχτηκαν µε τις ενδοαστικές συγκρούσεις, µε αποτέλεσµα να οδηγήσουν στον διχασµό της αστικής τάξης και στην πλήρη σύγκρουση των µερίδων της, µε σταθερό θύµα τις εργατικές – λαϊκές δυνάµεις.
Μετά από την άρνηση του Συµβουλίου του Στέµµατος9να αποδεχτεί τις προτάσεις συνεργασίας της Μ. Βρετανίας µε αντάλλαγµα εδάφη της Μικράς Ασίας (17 Φλεβάρη / 2 Μάρτη 1915) και την πρώτη παραίτηση του Βενιζέλου (21 Φλεβάρη / 6 Μάρτη), πρωθυπουργός ανέλαβε ο φιλοβασιλικός ∆ηµήτριος Γούναρης, για να παραιτηθεί τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς, έπειτα και από την εκλογική νίκη των Φιλελευθέρων (31 Μάη / 13 Ιούνη 1915).
Η νέα κυβέρνηση Βενιζέλου παραιτήθηκε στις 22 Σεπτέµβρη (5 Οκτώβρη) 1915 και την επόµενη µέρα ο γαλλικός στρατός κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη, όπου και επέβαλε στρατιωτικό νόµο τον Μάη του 1916.
Ο «εθνικός διχασµός» ως σύγκρουση µερίδων της αστικής τάξης
Τα όσα ακολούθησαν περιγράφονται στην αστική και οπορτουνιστική ιστοριογραφία ως «εθνικός διχασµός», αλλά στην πραγµατικότητα αποτυπώνουν το βάθος που µπορεί να προσλάβει η σύγκρουση µερίδων της αστικής τάξης, όταν η διασφάλιση των συµφερόντων τους περιπλέκεται µε διαφορετικές επιλογές ξένων συµµάχων.
Ταυτόχρονα, το γεγονός πως και τα δύο τµήµατα της αστικής τάξης χρησιµοποίησαν τις διεθνείς τους συµµαχίες και στη µεταξύ τους διαµάχη επιβεβαιώνει το πόσο κάλπικος είναι ο αστικός πατριωτισµός την εποχή του ιµπεριαλισµού.
Τον Μάη του 1916, έπειτα από «αδράνεια» της κυβέρνησης, οι βουλγαρικές δυνάµεις κατέλαβαν το οχυρό Ρούπελ και αιχµαλώτισαν το ∆’ Σώµα Στρατού. Σε απάντηση, τον Ιούνη, οι δυνάµεις της Αντάντ ζήτησαν την αποστράτευση των ελληνικών δυνάµεων.
Παράλληλα, προχώρησαν σε ναυτικό και εµπορικό αποκλεισµό των περιοχών που βρίσκονταν υπό τη διοίκηση της φιλοβασιλικής κυβέρνησης και κατάσχεσαν ελληνικά πλοία που βρίσκονταν σε λιµάνια χωρών της Αντάντ, µε αποτέλεσµα να προκληθεί τραγική έλλειψη σε τρόφιµα, να σηµειωθούν χιλιάδες θάνατοι από πείνα και να εξαπλωθούν µολυσµατικές ασθένειες.
Μετά από αυτά, η κυβέρνηση άρχισε να οργανώνει τους παρακρατικούς συλλόγους επιστράτων που στρέφονταν ενάντια στην Αντάντ.
Τον Αύγουστο του 1916, στη Θεσσαλονίκη, πραγµατοποιήθηκε το Κίνηµα «Εθνικής Αµυνας» που στρεφόταν ενάντια στη φιλοβασιλική κυβέρνηση των Αθηνών. Τον Σεπτέµβρη του 1916 γερµανικά και βουλγαρικά στρατεύµατα κατέλαβαν τα εδάφη της Ανατολικής Μακεδονίας. Τον ίδιο µήνα, ο Βενιζέλος, ο οποίος σχηµάτισε προσωρινή κυβέρνηση στα Χανιά, µετέφερε την έδρα της στη Θεσσαλονίκη, υπό την προστασία των γαλλικών στρατευµάτων, αποτυπώνοντας και στο επίπεδο του αστικού κρατικού µηχανισµού τη διάσπαση της αστικής τάξης.
Μετά τον σχηµατισµό της δεύτερης αστικής κυβέρνησης στη Θεσσαλονίκη (Σεπτέµβρης 1916) σηµειώθηκαν διώξεις κατά των βενιζελικών, ενώ η Εκκλησία αναθεµάτισε τον Βενιζέλο. Από την πλευρά της, η κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης κήρυξε τον πόλεµο εναντίον των Κεντρικών ∆υνάµεων (11 / 24 Νοέµβρη 1916), αφού πρώτα οι Γάλλοι κατέλαβαν τον Ναύσταθµο της Σαλαµίνας και ύψωσαν τη γαλλική σηµαία στα ελαφρά ελληνικά πολεµικά πλοία.
Τον ίδιο µήνα, τα στρατεύµατα της κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης κατέλαβαν την Κατερίνη. Λίγο αργότερα, οι δυνάµεις της Αντάντ βοµβάρδισαν τον Πειραιά και αποβίβασαν στρατεύµατα που συγκρούστηκαν µε τα στρατεύµατα της κυβέρνησης των Αθηνών και τους συλλόγους επιστράτων. Ακολούθησε πογκρόµ της κυβέρνησης των Αθηνών ενάντια στους βενιζελικούς. Την ίδια περίοδο, η κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης κήρυξε έκπτωτο τον βασιλιά Κωνσταντίνο.
Τελικά, τον Μάη του 1917, γαλλικά στρατεύµατα κατέλαβαν τον Πειραιά και τη Θεσσαλία, εξαναγκάζοντας την κυβέρνηση των Αθηνών σε παραίτηση. Η φυγή του βασιλιά και η κάθοδος της κυβέρνησης του Βενιζέλου στην Αθήνα άνοιξαν τον δρόµο για τη συµµετοχή της Ελλάδας στο πλευρό της Αντάντ και οδήγησαν σε νέο πογκρόµ εναντίον των φιλοβασιλικών αυτήν τη φορά.
Έτσι, πριν ακόµα από την επίσηµη συµµετοχή της Ελλάδας στον πόλεµο, οι εργατικές – λαϊκές δυνάµεις µετρούσαν τα δεινά και τις απώλειές τους.
Αλλά και στη συνέχεια, η συµµετοχή της Ελλάδας στο πλευρό των νικητών άνοιξε τον δρόµο σε νέες τραγωδίες για τις εργατικές – λαϊκές δυνάµεις. Επέφερε τεράστιες απώλειες στο µακεδονικό µέτωπο, οδήγησε σε νέα πολεµική εµπλοκή της Ελλάδας στην Ουκρανική Εκστρατεία και στη διεξαγωγή της ιµπεριαλιστικής εκστρατείας στη Μικρά Ασία, που κατέληξε στην καταστροφή, στον θάνατο δεκάδων χιλιάδων στρατιωτών, στο ξεκλήρισµα και στην προσφυγιά εκατοντάδων χιλιάδων Μικρασιατών.
Παρόµοια αρνητικές ήταν οι συνέπειες για τις εργατικές – λαϊκές δυνάµεις και στις υπόλοιπες εµπλεκόµενες στον ιµπεριαλιστικό πόλεµο χώρες, αφού παρά τις διακηρύξεις των Ευρωπαίων σοσιαλιστών ότι θα τον µετέτρεπαν σε σοσιαλιστική επανάσταση, η πλειοψηφία των σοσιαλδηµοκρατικών κοµµάτων υπερψήφισε τις πολεµικές δαπάνες και τάχθηκε µε το πλευρό της αστικής τους κυβέρνησης.
Αυτήν τη στάση ο Λένιν την περιέγραψε ως χειρότερη τραγωδία από τον ίδιο τον πόλεµο: «Το πιο οδυνηρό πράγµα για ένα σοσιαλιστή δεν είναι οι φρίκες του πολέµου – εµείς είµαστε πάντα υπέρ του «santaguerra ditutti glioppressi perla conquistadelle loropatrie!» («ιερού πολέµου των καταπιεζοµένων για την κατάκτηση της πατρίδας τους!») – αλλά η φρίκη της προδοσίας των αρχηγών του σηµερινού σοσιαλισµού, η φρίκη της χρεοκοπίας της ∆ιεθνούς».
Οι σοσιαλιστικές επαναστάσεις και οι εργατικές εξεγέρσεις
Σε αυτές τις συνθήκες, αντίπαλο δέος από τη σκοπιά των εργατικών – λαϊκών δυνάµεων και των συµφερόντων τους αποτέλεσε η µειοψηφία των σοσιαλιστών που συνέχισε να αντιπαραβάλλει στον πόλεµο τη σοσιαλιστική επανάσταση, µε κύριο εκφραστή το κόµµα των µπολσεβίκων, ενώ σταδιακά η δραστηριότητα των επαναστατών σοσιαλιστών άρχισε να αναπτύσσεται σε όλες τις εµπόλεµες χώρες.
Η νικηφόρα Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση δεν κατόρθωσε µόνο να επιβάλει τον τερµατισµό της ρωσικής εµπλοκής στον ιµπεριαλιστικό πόλεµο, να ανατρέψει την καπιταλιστική εξουσία και να εγκαινιάσει τη σοσιαλιστική οικοδόµηση. Έδωσε και νέα φτερά στο διεθνές εργατικό κίνηµα.
Όπως σηµείωσε η Ρόζα Λούξεµπουργκ, «όλη η τιµή και όλη η ικανότητα επαναστατικής δράσης που έλειπε από τη ∆υτική Σοσιαλδηµοκρατία βρέθηκε στους µπολσεβίκους. Η εξέγερση του Οκτώβρη δεν έσωσε µόνο τη Ρωσική Επανάσταση, αλλά επίσης την τιµή των σοσιαλιστών όλων των χωρών»12.
Κάτω από την επίδραση των σφαγών του ιµπεριαλιστικού πολέµου και την επιτυχία της Οκτωβριανής Επανάστασης, µια επαναστατική θύελλα εξαπλώθηκε σε πολλά ευρωπαϊκά καπιταλιστικά κράτη, κυρίως σε όσα ανήκαν στο στρατόπεδο των ηττηµένων του πολέµου, απειλώντας να σαρώσει την καπιταλιστική εξουσία.
Στις αρχές του 1918 ξέσπασε επανάσταση στη Φινλανδία, άλλοτε τµήµα της Τσαρικής Αυτοκρατορίας, ακολούθησε η επανάσταση στην Ουγγαρία τον Νοέµβρη του 1918, οπότε ξέσπασε και η πρώτη φάση της γερµανικής επανάστασης.
Όπως είχε ήδη σηµειώσει ο Λένιν, «η επανάσταση αναπτύσσεται σε όλες τις χώρες και τώρα το ζήτηµα δεν µπαίνει έτσι: να συνεχίσουµε να ζούµε ήσυχα και υποφερτά ή να ριχτούµε σ’ έναν τυχοδιωκτισµό. Αντίθετα, το ζήτηµα µπαίνει τώρα έτσι: να πεινάµε και να τραβάµε στο µακελειό για τα συµφέροντα άλλων, για ξένα συµφέροντα, ή να προσφέρουµε µεγάλες θυσίες για το σοσιαλισµό, για τα συµφέροντα των 9/10 της ανθρωπότητας»13.
Οι σοσιαλιστικές επαναστάσεις και οι εργατικές εξεγέρσεις δεν µπόρεσαν να οδηγήσουν τότε στην ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας σε άλλες χώρες, ωστόσο συνέβαλαν στον τερµατισµό του ιµπεριαλιστικού πολέµου.
Παρά το πισωγύρισµα των αντεπαναστατικών ανατροπών της περιόδου 1989 – 1991, παραµένει διαχρονικής σηµασίας ότι η Οκτωβριανή Επανάσταση υπέδειξε στις εργατικές – λαϊκές δυνάµεις τη διαχρονική και αποτελεσµατική διέξοδό τους από τον καπιταλισµό που σαπίζει, σπέρνοντας οικονοµικές κρίσεις και ιµπεριαλιστικούς πολέµους, πείνα και ανεργία, σφαγές και προσφυγιά.
Αποτέλεσε τότε την πρώτη ύλη για την ανασυγκρότηση και ανάπτυξη του ∆ιεθνούς Κοµµουνιστικού Κινήµατος, που συνέβαλε σε πρωτόγνωρες κατακτήσεις των εργατικών – λαϊκών δυνάµεων και άφησε ανεξίτηλο το στίγµα του στην ιστορία του 20ού αιώνα. Άφησε πολύτιµες παρακαταθήκες και σηµαντικά ιστορικά διδάγµατα για το κίνηµα που απαιτείται µπροστά στη νέα όξυνση των ιµπεριαλιστικών αντιθέσεων, για τα χαρακτηριστικά του και τις στοχεύσεις του.
Ο Σπύρος ∆αράκης είναι π. πρόεδρος µαρτυρικής ΜΑΛΑΘΥΡΟΥ
πρώην δήµαρχος Μηθύµνης και µέλος του ∆.Σ.
του ∆ικτύου Μαρτυρικών πόλεων και χωριών της Ελλάδος περιόδου
‘40 – ‘45
(ΕΛΛΗΝΙΚΑ
ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑΤΑ)