• «Διαλέγομαι δε θα πει συζητώ. Και πολύ περισσότερο αντιδικώ -όταν κανείς αντιδικεί δε διαλέγεται. Διαλέγομαι θα πει συζητώ υπό όρους, με προϋποθέσεις και επιδιώξεις…» (Ευάγγελος Παπανούτσος, ΤΑ ΝΕΑ, 11/5/1981)
ΤΟ ΙΣΧΥΡΟΤΕΡΟ δημοκρατικό μέσο επικοινωνίας μεταξύ δυο ή περισσότερων ατόμων, κομμάτων ή φορέων, είναι η ζωντανή συζήτηση, ο διάλογος (1). Να βρεθείς, δηλαδή, ως συνομιλητής απέναντι σε άλλο ή άλλα άτομα, να εκθέσεις τις απόψεις σου, να επιχειρηματολογήσεις σοβαρά και να ακούσεις με τη σειρά σου προσεκτικά τις θέσεις τους.
ΕΝΑΣ διάλογος συμπληρώνεται από «υπο-διαλόγους» που έχουν να κάνουν με το ύφος και το ήθος του συνομιλητή, τις συσπάσεις ή όχι του προσώπου του, τις κινήσεις των χεριών ή του σώματός του… Αυτά είναι καθοριστικά για έναν πολιτικό -και όχι μόνο- που εκτίθεται (σε δημόσιο χώρο ή στην τηλεόραση) προκειμένου, με ομιλία ή διάλογο, να πείσει το κοινό «του». Σημασία επίσης έχουν ο χρόνος, τα συνθήματα (θετικά ή αρνητικά), η συναισθηματική φόρτιση, οι «ατάκες», όπως κι ο χώρος στον οποίο διεξάγεται η ομιλία ή ο διάλογος.
…Η ΠΡΟΣΦΑΤΗ περίπτωση αρχηγού μικρού κόμματος της Ελληνικής Βουλής που εγκαταλείπει την κοινοβουλευτική του ομάδα και φεύγει σαν… λαγός, για να αποφύγει τον διάλογο (2) -όπως φέρεται ότι έπραξε, είναι ενδεικτική της περί διαλόγου αντίληψης των πολιτικών μας. Ιδιαίτερα, όταν γίνονται «αρχηγίσκοι», ο αυταρχισμός δε λείπει, ακόμη και απέναντι των στενών συνεργατών τους…
ΟΜΩΣ, ο διάλογος είναι από τα ουσιαστικότερα στοιχεία της σωστής λειτουργίας, όχι μόνο της δημοκρατίας αλλά και κάθε κοινωνίας ελευθεροφρόνων ανθρώπων… Όπου κι όταν δεν υφίσταται διάλογος (στο σπίτι, στο σχολείο, στις οργανώσεις, στο συνδικαλισμό, στα κόμματα…), δεν υπάρχει δημοκρατία, ούτε προάγεται το πνεύμα συνεννόησης.
ΓΙΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ, μια άκριτη «κομματική πειθαρχία» που δεν ευνοεί το διάλογο δείχνει καθαρά ότι στο όνομα του κομματικού συμφέροντος ή αυτό του προέδρου, καταστρατηγεί το ουσιαστικό δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης. Τα δε κόμματα που είναι «κλειστά» σε νέες ιδέες είναι καταδικασμένα να «αυτοκτονούν», να αυτοδιαλύονται, αφού δεν βασίζονται σε δημοκρατικές δομές.
ΑΛΛΑ κι ο… διάλογος με την τρόικα δεν είναι δυνατόν να είναι ισομερής, εφόσον τα «συμπεράσματά» του είναι ήδη προκαθορισμένα από τους δανειστές μας. Σε τέτοιες περιπτώσεις οι διάλογοι είναι απλά «προσχηματικοί»! Όπου, εξάλλου, κυριαρχεί το «αποφασίζομεν και διατάσσομεν», παύει να υπάρχει η έννοια του συν-διαλέγεσθαι.
Ο ΚΑΘΕ εκφερόμενος γραπτός ή διαδικτυακός λόγος, όταν έχει τον αντίλογό του με λογικά επιχειρήματα, καταλήγει να είναι ουσιαστικός διάλογος. Από τις αντιπαραθέσεις γεννιούνται οι «θέσεις» κι οι «αντιθέσεις». Αυτές, με τη σειρά τους, δημιουργούν τη «σύγκλιση» απόψεων, από τις οποίες πάλι προκύπτει η «σύνθεση»… Έτσι, λέμε ότι ένας διάλογος υπήρξε «γόνιμος», ή «καρποφόρησε», όταν έχει και απτά αποτελέσματα, δηλαδή αποφάσεις. Εν πάση περιπτώσει, όπου υπάρχει πραγματικός διάλογος, εκεί ανοίγονται και «δίαυλοι» επικοινωνίας.
ΒΑΣΙΚΗ επιδίωξη ενός διαλόγου -κατά τον Ε. Παπανούτσο- «είναι η αναζήτηση της αλήθειας που είναι πολλαπλή και της οποίας η πλήρης ανεύρεση είναι «ανέφικτη». Γι αυτό μας αρκεί έστω και η μερική αλήθεια που καταλήγει στο συμβιβασμό των συν-διαλεγομένων. Είναι δε ευτύχημα που με την οικονομική κρίση και την οικτρή κατάσταση της χώρας, τα ελληνικά κόμματα, έστω και μόνο 3 από τα 7 της Βουλής, συνδιαλέγονται μεταξύ τους επιδιώκοντας την καλύτερη δυνατή επίλυση των προβλημάτων της κοινωνίας. Κάτι που ήδη αρχίζει να έχει αποτελέσματα την αλληλεγγύη που δείχνουν τελευταία οι Ευρωπαίοι…
ΑΛΛΟΤΕ, στην εποχή των «παχιών αγελάδων», ένας διάλογος σε επίπεδο κυβέρνησης και συνδικαλιστών, τις περισσότερες φορές κατέληγε -πριν καν αρχίσει- σε ναυάγιο. Από πλευράς κυβέρνησης, αλλά και διαπραγματευτών/συνδικαλιστών ή άλλων φορέων, η λέξη «διάλογος» ήταν για το φαίνεσθαι, όχι για την επίλυση ενός καυτού προβλήματος. Και οι δυο πλευρές έθεταν «κόκκινες γραμμές» (4). Ακολουθούσαν κωλυσιεργίες, αναβολές, χρονοβόρες διαδικασίες και τελικά το θέμα παραπέμπονταν σε Ειδικές Επιτροπές! Σε τέτοιες περιπτώσεις δεν μιλάμε πια για διάλογο, αλλά για… συναντήσεις για το θεαθήναι, ή για εντυπωσιασμό και επίρριψη ευθυνών εκατέρωθεν για την αποτυχία.
ΦΥΣΙΚΑ, όταν αναγκάζεται ένας φορέας να μπει στη διαδικασία του διαλόγου (συμβαίνει κατά τη διάρκεια κρίσιμων απεργιών), ψυχολογικά οφείλει να είναι έτοιμος για πόλεμο νεύρων, οξύτατες αντιπαραθέσεις, δυσφήμιση, παραπληροφόρηση/διαστρέβλωση, απροκάλυπτες επιθέσεις (χυδαιότητα) ή ασύμμετρη κολακεία, υποκριτικό ενδιαφέρον κ.λπ. Σε μια τέτοια περίπτωση είναι δυνατό να προκύψει κάποια «συμφωνία», ή μπορεί ο διάλογος να παραμείνει «μεταξύ κωφών», οπότε έχουμε «μονολόγους».
…ΓΙΑ ΝΑ είναι επιτυχής ένας (οποιοσδήποτε) διάλογος οφείλει να βασίζεται στην ειλικρίνεια των προθέσεων των συνομιλητών, στη σαφήνεια των απόψεών τους, στο να επικεντρώνεται στο βασικό θέμα συζήτησης, στην παράθεση σωστών πληροφοριών καθώς και στην αντιπαράθεση ισχυρής επιχειρηματολογίας. Αν δεν υπάρχουν τα παραπάνω -πράγμα σύνηθες στους ελληνικούς πολιτικάντικους διαλόγους- τότε δεν υπάρχει διάλογος. Ούτε, φυσικά, και επίλυση προβλημάτων…
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
-(1) Η λέξη δ ι ά λ ο γ ο ς (απ’ το ρήμα διαλέγω και (συν)(δια)-λέγομαι σημαίνει «συζητώ», αλλά με ουσιαστική ανταλλαγή απόψεων. Όχι μόνο απλή επικοινωνιακή «κουβέντα» (conversation) ή κάποιο λεκτικό τηλεοπτικό διαπληκτισμό (debat, debate). Η ελληνική λέξη «διάλογος» πέρασε και στις ξένες γλώσσες: γαλλ. και αγγλ. dialogue, γερμ. dialog, ιταλικά dialogo κ.λπ. Ο διάλογος χαρακτηρίζεται ζωηρός, εποικοδομητικός, στεγνός, οξύς, δημόσιος, «κεκλεισμένων των θυρών», σύντομος, έξυπνος, πνευματώδης, προσχηματικός κ.λπ., ανάλογα με το ύφος, το ήθος, τη σκοπιμότητα και τη διάρκειά του.
-(2) Για την κρίση στο κόμμα των ΑΝ.ΕΛ., σύμφωνα με όσα είπε ο κ. Χρ. Ζώης, (πρώην) κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του κόμματος: «Τι να του βγω (στο τηλέφωνο), τον είχαμε προχθές και αντί να καθίσει να συνομιλήσει μαζί μας (ο κ. Πάνος Καμμένος, ο πρόεδρος των ΑΝ.ΕΛ), σηκώθηκε και έφυγε, τον κυνηγούσαμε να του μιλήσουμε»!
-(3) «Σε στάση προσοχής είναι δύσκολη η ανταλλαγή απόψεων» (Γίρζι Πάρικ, Τσέχος ποιητής, 1968)
-(4) Κλασική πια η παράλογη παλαιοσυνδικαλιστική (κομματική) επιχειρηματολογία, που πριν καν αρχίσει ο διάλογος, έθετε το: «Οι θέσεις μας είναι αδιαπραγμάτευτες. Όμως ο υπουργός μάς αρνείται το διάλογο»!