«Η Γέννησίς Σου Χριστέ ο Θεός ανέτειλε τω κόσμω το φως το της γνώσεως…».
Το μήνυμα αυτό για τον Σωτήρα και Λυτρωτή της Βηθλεέμ απλώθηκε σε χώρες και λαούς, σε δυνάστες και φτωχούς. Κι η Κρήτη πούχε τ’ αφτί της στημένο στις φωνές και στις ιδέες της Ανατολής, τόμαθε από νωρίς και ετοίμασε κι αυτή τη λατρεία Του και τις γιορτές Του…
Χριστούγεννα στην Κρήτη, στην Κρήτη των Χριστιανών προγόνων μας. Πρώτα η προσδοκία της μεγάλης μέρας: Τα παιδιά μετρούσαν τις μέρες του Σαρανταημέρου, οι γυναίκες κόβανε τα καινούργια φορέματα και οι νοικοκυροί λογαριάζανε τα σφακτά και τα γουρούνια. Κι άλλη προσδοκία: Οι δουλειές, λιομάζωμα και ζευγαρική, περιμένανε την ανάπαψη των σκολάδων, η νηστεία γέμιζε τα λαδοκούρουπα με τσίχλες και λαγούς κι οι αρραβωνιασμένοι, οι φίλοι κι οι συντέκνοι καρτερούσανε τη χρονιάρα μέρα για να σμίξουνε, να τραγουδήσουνε και να χαρούνε. Κι ακόμη άλλη προσδοκία: Οι χριστιανοί περιμένανε την ξομολόγηση, το Ευχέλαιο και τη θεία Κοινωνία.
Η προσδοκία πήγαινε μπροστά κι ετοίμαζε την ψυχή, μεγάλωνε τη χαρά. Οι παππούδες μας δεν είχαν άλλο τρόπο κι άλλο ημερολόγιο για να μετρούν τις μέρες και τα χρόνια των και τις μετρούσαν με την καμπάνα της Εκκλησίας και τις γιορτές των Αγίων. Ετσι ακολουθώντας τους κύκλους των εορτών, γυρίζανε στη σφαίρα της γης και του χρόνου και χαράζανε τον κύκλο της ίδιας της ζωής των γεμάτο από ψυχή και νόημα. Η ζωή ίσως να ήταν στα χρόνια εκείνα μικρή και κοντινή, μα οι άνθρωποι τη φτάνανε απ’ όλες τις μεριές και τρυγούσαν τους ανθούς και τους καρπούς της. Βέβαια κι από τη ζωή εκείνη δεν έλειπαν τα βάσανα και ο πόνος: Η φτώχεια, η αρρώστια, η σκλαβιά και ο θάνατος, υπήρχε όμως παρηγοριά κι ελπίδα κι όσο αστοχούσε η ζωή πάνω στη γη, τόσο ο ουρανός τη γέμιζε με απαντοχές και προσδοκίες.
Χριστούγεννα στην Κρήτη: Το βράδυ κι από νωρίς ως τη βαθειά νύκτα της παραμονής, τα παιδιά του χωρίου και συχνά μεγάλοι και ηλικιωμένοι άνθρωποι γύριζαν να πουν τα Χριστουγεννιάτικα κάλαντρα:
Καλήν εσπέραν άρχοντες, αν είναι ορισμός σας
Χριστού την θείαν Γέννησιν να πω στ’ αρχοντικό σας…
Γύριζαν από σπίτι σε σπίτι κι έλεγαν μπροστά στις πόρτες τη θεία ιστορία, σαν κήρυγμα και κατήχηση στους χριστιανούς. Τα μικρά παιδιά των σπιτιών μαζεύονταν τότε εκεί μπροστά στην πόρτα κι άκουγαν με περιέργεια και προσοχή τους καλαντρολόγους κι οι γιαγιάδες δίπλα των ακουμπισμένες σε κατσούνια και παραστάτες, σταυροκοπιότανε στην ιερή διήγηση και συνεχίζανε ύστερα στα εγγονάκια των την κατήχηση για τα θαυμάσια του Θεού. Η γιαγιά και τα εγγονάκια, ένας αλησμόνητος ωραίος κόσμος που χάνεται κι αυτός σιγά – σιγά στην εποχή μας. Γινήκαμε γραμματισμένοι και πολιτισμένοι! Κι όμως κάθε μέρα και περισσότερο χάνομε τη χαρά της ζωής, τη μεγάλη χαρά πούρχεται συχνά από τα μικρά και ασήμαντα πράγματά της.
Τα μεσάνυχτα χτυπούσε ξαφνικά μέσα στη βαθειά νύχτα η καμπάνα, διπλοκάμπανο, γιατί ήταν μεγάλη γιορτή. Συχνά ένα καμπαναριό έδινε το σύνθημα κι ύστερα ακολουθούσε κι άλλο κι άλλα κι όλη η νύχτα κι όλη η φύση γέμιζε από καμπάνες, από γλυκιές καμπάνες στα βουνά και στους κάμπους. Τα φώτα ανάβανε σιγά – σιγά στα σπίτια και ξεκινούσαν για την Εκκλησιά: Φανάρια, λύχνοι, κεριά και πυροφίτιλα. Η πορεία για τον Χριστό χρειάζεται πάντα το φως, το φως της πίστης και της αρετής. Η μικρή εκκλησιά έλαμπε σε φώτα και το λιβάνι μύριζε τον αέρα της. Και στη μυρωδιά του λιβανιού προστέθηκε τώρα κι η μυρωδιά της Κασέλας. Τα γιορτινά ρούχα, μάλλινα και τσόχινα, ζιπόνια, σαλβάρια και μιτάνια, μυρίζανε κυπαρίσσι… Οι ψάλτες φυλλομετρούσανε τα ιερά βιβλία στ’ αναλόγιο και τραντάζανε την εκκλησία με τις βουνίσιες φωνές των: «Χριστός γεννάται…» κι ο πάπας έδινε οδηγίες από την Ωραία Πύλη και σήκωνε την ψαλμωδία του στον υπέροχο ύμνο «Η παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει…». Κανείς ίσως, ούτε οι ψάλτες ούτε ο πάπας δεν καταλάβαιναν τους ίαμβους και τους ανάπαιστους της Χριστουγεννιάτικης ποίησης κι ούτε το αγράμματο εκκλησίασμα μπορούσε να παρακολουθήσει αυτά τα αρχαιοπρεπή κείμενα που υμνούνε το υπέροχο γεγονός. Μα δεν ήταν ανάγκη και να καταλαβαίνουν με το μυαλό αυτά τα εξαίσια λόγια. Η ψυχή ήταν ανοιχτή μ’ όλες τις αισθήσεις της κι έβλεπε ολοζώντανη τη Βηθλεέμ με τον μικρό Χριστό, με την Παρθένο Μαρία, με τους Αγγέλους και τους ποιμένες.
Δεν καταλάβαιναν πολλά μα η πίστη κι η συγκίνηση τούς ξεσήκωνε, τούς γέμιζε οράματα, τούς δρασκελούσε πάνω από τα σύνορα του υλικού κόσμου και τούς έστελνε να γονατίσουν προσκυνητές στη μυστική φάτνη. Η μυσταγωγία δεν έρχεται ποτέ από τη λογική γνώση. Είναι ένα μυστικό πανηγύρι της ψυχής που το συνθέτουν όλες οι χορδές της, όταν τις αγγίζουν οι πνοές κι οι αύρες των ουρανίων κόσμων. Προς το τέλος της λειτουργίας οι γεροντότεροι προσκυνούσαν το κονίσματα και μπροστά από την Πύλη του Ιερού ζητούσανε συγγνώμη από τους χωριανούς, συνεχίζοντας το πανάρχαιο χριστιανικό έθιμο της φανερής εξομολόγησης. Και παίρνανε τη Σάρκα του Χριστού, την επίσημη ήμερα που Εκείνος ηυδόκησε να καταβεί και να ενσαρκωθεί στον κόσμο. Και σε λίγο, στα χαράγματα της μέρας και στην αυλή της εκκλησίας των οι χριστιανοί παππούδες μας λέγανε το γκαρδιακό τους λόγο «Καλημέρα, χρόνια πολλά» και λάμπανε από χαρά και έκσταση: Ο Χριστός είχε γεννηθεί στην καρδιά των.
Μετά την Εκκλησία η σούπα περίμενε στο σπίτι και το οικογενειακό τραπέζι ζέσταινε τη φαμελιά και της έδινε αρχοντιά και ιερότητα. Ο παππούς και η γιαγιά, αν ζούσαν φυσικά, ο πατέρας και η μάνα, τα παιδιά, οι παραδουλεύτρες κι οι φαμέγοι. Ολοι στο ίδιο τραπέζι, όλοι στην ίδια χαρά, όλοι στην ίδια αγάπη. Πλούσιοι και φτωχοί υπήρχαν και τότε, μα μέσα στην ψυχή δεν υπήρχε κανένα σύνορο, καμιά έπαρση, κανένα μίσος, «καμιά ταξική πάλη». Οι νεκροί ήτανε κι αυτοί παρόντες στο τραπέζι τη μεγάλη τούτη μέρα και παίρνανε το πιάτο των από τη σπονδή πούκανε η μητέρα ή η γιαγιά ρίχνοντας στο θυμιατήρι σούπα, κρασί και κρέας. Πανάρχαια ελληνικά έθιμα που μπήκανε στη χριστιανική μας παράδοση ξεπλύνοντας την ειδωλολατρία των με λιβάνι και αγιασμό.
Κι ύστερα από το τραπέζι, οι επισκέψεις στα σπίτια των Μανώληδων, το ντουκιάνι, οι χοροί, οι αρραβώνες και οι γάμοι. Οι χριστιανοί παππούδες μας συνηθίζανε πάντα να τοποθετούνε τα μεγάλα και χαρούμενα γεγονότα της ζωής των στις γιορτές και στις μεγάλες μέρες του Εκκλησιαστικού μας κύκλου. Ηταν κι αυτό ένα σημάδι πως πιστεύανε στον Θεό και βάζανε τη ζωή των στην ευλογία και τη χάρη του.
Και με όλα αυτά, με την Εκκλησία, με το πασχαλινό τραπέζι, με τα γιορτινά ρούχα, με την ψαλμωδία και τα Ριζίτικα το πανηγύρι της ψυχής μεγάλωνε, η χαρά ανάβλυζε από βαθειές Ιερές πηγές κι ο άνθρωπος γιόρταζε αληθινά. Το υπερφυσικό κατέβαινε στη γη, το Πνεύμα αγίαζε την ύλη κι η Ενσάρκωση του Χριστού ήταν μια πραγματικότητα στην καρδιά και στη ζωή των αγιασμένων εκείνων παππούδων μας. Δεν ήταν θεολόγοι κι ερμηνευτές των Γραφών, δεν ήταν θρησκόληπτοι και πουριτανοί, όμως μέσα στην απλή ζωή και πίστη των είχαν βρει το μέτρο που πρέπει να μπαίνει ανάμεσα στην ύλη και το πνεύμα και κάνανε με τον δικό των τρόπο την όμορφη εκείνη σύνθεση της ελληνικής καρδίας και της χριστιανικής πίστης, την οποία εμείς μ’ όλη τη σοφία και την επιστήμη μας αναζητούμε σήμερο και δε μπορούμε να τη βρούμε. Ανεπανάληπτη και ζωντανή Ελληνική Ορθοδοξία.
Τώρα γιορτάζομε Χριστούγεννα στην Κρήτη με το χριστουγεννιάτικο δέντρο, με τα ηλεκτρικά φώτα, με χειμωνιάτικες γούνες και ευρωπαϊκούς χορούς. Τα φώτα λάμπουν απ’ έξω μα η ψυχή δεν έχει κανένα φως. Τα ραδιόφωνα μεταφέρουν παντού την ψαλμωδία του Καθεδρικού Ναού, μα η δική μας η καρδιά δεν έχει να πει κανένα τροπάρι. Ποιος θα κάμει λοιπόν τη νέα σύνθεση; Ποιος θα μεγαλώσει την ψυχή για να μπορεί και πάλι να χωρέσει τον ουρανό και τη γη; Ποιος θα συνδέσει πάλι τον Θεό με τον άνθρωπο της εποχής μας; Ποιος θα ξανακάμει τον άνθρωπο απλό και θα δώσει στη ζωή την ποίησή της;
Οι νέες γενεές έχουν τον λόγο και οι εκκλησίες κρατούν στα χέρια των την ευθύνη… Ωστόσο στην Κρήτη υπάρχει ακόμη κάπου – κάπου το μέτρο και το θαύμα.