Τα “πενηντάρια” με ταχύτητες ήταν για τους Eλληνες το φτηνό δίτροχο, το “μοτοσακό” δηλαδή που τα έκανε όλα! Όμορφα και άνετα για δύο άτομα, διέθεταν αναρτήσεις, δισκόφρενο εμπρός, ζάντες μαγνησίου, στροφόμετρο, ταχύμετρο, φλας, καθρέπτες, 3 έως 6 ταχύτητες, ενώ αρκετά από αυτά ήταν ικανά να κινηθούν με ταχύτητες που έφταναν και τα 100 χλμ/ώρα. Για τη δουλειά, την εκδρομή για κοντινές ή μακρινές εξορμήσεις τα “πενηντάρια” κάλυπταν μεγάλο μέρος των αναγκών των κατόχων τους ενώ ήταν και η αμέσως οικονομικότερη και φτηνή λύση μετά τα αυτόματα. Πολλά δε από τα χαρακτηριστικά τους τα συναντούσαμε και σε μοτοσυκλέτες μεγάλου κυβισμού και αυτός ήταν ένας λόγος που αρκετοί από τους ιδιοκτήτες αυτών, αγάπησαν τη μοτοσυκλέτα… Ας θυμηθούμε λοιπόν κάποια από τα θρυλικά αυτά δίτροχα…
SIMSON s50B
Η Simson είχε μια μακρά ιστορία στα 50 κ.εκ.. Ακούραστα και για χρόνια, τα μοτοποδήλατα της Ανατολικογερμανικής -τότε- βιομηχανίας, όργωναν τους κακούς ελληνικούς δρόμους, αποδεικνύοντας την αντοχή τους. Πάντοτε οι κινητήρες της ανήκαν στην “αργή” κατηγορία των 50κ.εκ., ήταν δίχρονοι, αερόψυκτοι και κατασκευασμένοι από καλά μέταλλα. Η εμφάνιση όμως της Σίμσον ποτέ δεν κατάφερε να συγκινήσει την “αστική” τάξη και η μέτρια ποιότητα φινιρίσματος δημιουργούσε αρκετά προβλήματα. Παρ’ όλα αυτά όμως πουλούσε χάρη στην πολύ χαμηλή τιμή της, που την έκανε προσιτή στο ευρύ καταναλωτικό κοινό. Ένα από τα πιο επιτυχημένα στις πωλήσεις ήταν και το S 50B το οποίο βάδιζε στα χνάρια που άφησαν οι προκάτοχοί του. Διέθετε δίχρονο αερόψυκτο κινητήρα, τρεις ταχύτητες, φτωχό φινίρισμα, αλλά ήταν γερό, ιδιαίτερα οικονομικό, είχε μέτριες επιδόσεις σε σχέση με τον αναταγωνισμό (τελική 70χλμ/ώρα) αλλά ήταν άνετο και φτηνό. Η ανάφλεξη γινόταν με πλατίνες, το πλαίσιο ήταν ανοικτού τύπου με τον κινητήρα να κρέμεται από αυτόν. Υπήρχαν αναρτήσεις με μεγάλες διαδρομές και στα δύο άκρα. Εμπρός υπήρχε υδραυλικό τηλεσκοπικό πιρούνι και πίσω υδραυλικό αμορτισέρ. Τα φρένα και στους δύο τροχούς ήταν ταμπούρα και τα ελαστικά κατασκευάζονταν στην “Ανατολή”. Γενικά ο εξοπλισμός ήταν φτωχός και το φινίρισμα βρισκόταν σε πολύ μέτρια επίπεδα. Εκεί που το μικρό και ταπεινό Simson ξεχώριζε ήταν στην οδική συμπεριφορά και την άνεση. Χαρακτηρίστηκε ως ένα από τα καλύτερα 50άρια στον τομέα αυτό. Παρά τα μέτρια ελαστικά του, είχε ουδέτερη συμπεριφορά ενώ εντύπωση προκαλούσε ότι όσο και να πίεζε ο αναβάτης του, ποτέ δεν το “έχανε” στις στροφές.
YAMAHA RD 50
To 1979 η Yamaha πρόσφερε στο καταναλωτικό κοινό το RD 50, ένα μοτοποδήλατο αρκετά εντυπωσιακό σε εμφάνιση. Ο κινητήρας διέθετε βαλβίδα ριντ(!) αντί της περιστροφικής ενώ διέθετε και εμπρός δισκόφρενο. Ήταν βαμμένο στα “αγωνιστικά” χρώματα της Yamaha και ο εξοπλισμός του ήταν κάτι παραπάνω από πλήρης. Το RD ακολουθούσε τον παραδοσιακό ιαπωνικό δρόμο, που στηριζόταν στην εμφάνιση και την ποιότητα κατασκευής αλλά υστερούσε σε άλλους τομείς όπως η οδική συμπεριφορά. Στα χαρακτηριστικά του RD συμπεριλαμβάνονταν: κινητήρας 50 κ.εκ. μονοκύλινδρος, αερόψυκτος, ο οποίος απέδιδε 6 ίππους. Η τροφοδοσία γινόταν μέσω ενός καρμπυρατέρ της Μικούνι, ο συμπλέκτης ήταν υγρός πολύδισκος και οι ταχύτητες ήταν πέντε. Ο σκελετός ήταν ολόκληρος σωληνωτός και καλά μελετημένος για τις επιδόσεις του. Οι αναρτήσεις διέθεταν μέτρια ποιότητα και μικρή διαδρομή. Εμπρός υπήρχε υδραυλικό πιρούνι και πίσω απλά αμορτισέρ.
Η οδική συμπεριφορά και η άνεση ποτέ δεν ήταν το ισχυρό του “σημείο”. Η άνεση υπέφερε χαρακτηριστικά και μαζί της οι αναρτήσεις περνούσαν “δύσκολες” ώρες. Οι κακές αναρτήσεις όμως, εκτός από την άνεση επιδρούσαν άσχημα και στην οδική συμπεριφορά, με αποτέλεσμα να φέρνουν σε δύσκολη θέση τον αναβάτη, όταν πάνω στην στροφή υπήρχαν ανωμαλίες. Στους επίπεδους δρόμους το RD κυκλοφορούσε χωρίς πρόβλημα ενώ με ένα ζευγάρι καλύτερα ελαστικά τα πράγματα βελτιώνονταν σημαντικά. Συμπερασματικά το μικρό της Υamaha ήταν ακριβό γι’ αυτά που προσέφερε. Τα μόνα του προσόντα ήταν οι επιδόσεις (95χλμ/ώρα) τα καλά φρένα το φινίρισμα και η ποιότητα κατασκευής. Υστερούσε σημαντικά στον τομέα της άνεσης, οδικής συμπεριφοράς ενώ ο κινητήρας του ήταν από τους πιο δύσκολους στην κατηγορία των 50 κ.εκ..
SACHS RL 50
H ιστορία του μοτοποδηλάτου στην Ελλάδα ανήκει στη Sachs. Η πορεία της όμως πέρασε μια κρίση όταν οι Ιάπωνες έφτασαν στη χώρα μας. Πρόσφεραν χρώματα, φωτάκια, λαμπάκια, διακόπτες και φλας. Τότε η Sachs φάνηκε προς στιγμή να χάνει το παιχνίδι. Όταν όμως ξεκίνησε και αυτή να προσφέρει χρώματα, φλας, ζάντες, δισκόφρενα, και κάτι ακόμα… ποιότητα κατασκευής, τότε ξαναγύρισε στις πωλήσεις αν και οι τιμές της ήταν ιδιαίτερα “τσουχτερές”. Ένα από αυτά τα μοτοποδήλατα που πρόσφεραν τα παραπάνω ήταν και το Sachs RL 50. Ο κινητήρας ήταν δίχρονος, δεν διάθετε καμιά ιδιαίτερη τεχνολογία αλλά ήταν κατασκευασμένος από υλικά πρώτης ποιότητας και η αντοχή του είχε δημιουργήσει θρύλους γύρω από το όνομα της Sachs. Ο συμπλέκτης ήταν υγρός πολύδισκος και το κιβώτιο ταχυτήτων που εξακολουθούσε να χρησιμοποιεί άξονες, αξονάκια, και ροδέλες διέθετε πέντε ταχύτητες. Στο RL η κεφαλή και ο κύλινδρος ήταν κατασκευασμένοι από αλουμίνιο και διέθεταν πλούσιες ψύκτρες. Ο σκελετός αποτελείτο από από μια σωλήνα μεγάλης διαμέτρου και ο κινητήρας κρεμόταν από αυτόν. Οι αναρτήσεις ήταν αρίστης ποιότητας και διέθεταν τα καλύτερα αμορτισέρ που υπήρχαν τότε. Το RL εκτός από τα πίσω αμορτισέρ διέθετε αμορτισέρ και εμπρός, όπου δεν υπήρχε πιρούνι αλλά ένα ψαλίδι. Στον τομέα του φινιρίσματος όλα ήταν άψογα. Χρώματα καλής ποιότητας, καθρέπτες, στροφόμετρο, ταχύμετρο, φλας, διακόπτες καλής ποιότητας, μεγάλα φωτιστικά σήματα, λάστιχα που πολλοί θα ζήλευαν, σκάρα, πολλά εργαλεία, τρόμπα και ζάντες χυτές μαγνησίου! Η σέλα χωρούσε άνετα δύο άτομα και η ανάφλεξη ήταν ηλεκτονική. Στον τομέα της οδικής συμπεριφοράς το RL 50 χαρακτηρίστηκε ως το μοτοποδήλατο με την καλύτερη οδική συμπεριφορά από όλα τα αντίστοιχα 50άρια. Μπορούσε κανείς να επιτύχει κλίσεις, απλησίαστες ακόμα και για μοτοσυκλέτες. Η σωστή γεωμετρία, τα καλά ελαστικά και τα αμορτισέρ, παρουσίαζαν μια ενθουσιώση εικόνα. Η άνεση βρισκόταν σε καλά επίπεδα, χάρη στα σωστά ελατήρια ενώ το ακριβέστατο τιμόνι επέτρεπε στον αναβάτη να ελέγχει με ακρίβεια κάθε ελιγμό. Η τελική του ταχύτητα ήταν λίγο πάνω από την γραμμή των 100χλμ/ώρα καθιστώντας έτσι το RL 50, το πιο γρήγορο 50άρι της εποχής του…
FANTIC GT 50
H Fantic υπήρξε μια από τις πρώτες ιταλικές βιομηχανίες που πάτησαν το πόδι τους στη χώρα μας. Πρόσφεραν μια πλήρη σειρά από πενηντάρια υψηλών επιδόσεων και καλής κατασκευής. Το GT 50 ήταν ένα από αυτά. Ενα μοτοποδήλατο σωστά σχεδιασμένο και κατασευασμένο. Ο κινητήρας του ήταν της γνωστής Μιναρέλι με 6 ταχύτητες, ζάντες χυτές ολόκληρες, ήταν πλήρως εξοπλισμένο σε ό,τι αφορά τα όργανα και τους διακόπτες ενώ διέθετε και δισκόφρενο μπροστά. Ο κινητήρας ελαφρύς και εύστροφος κατασκευασμένος από καλά μέταλλα και με καλές επιδόσεις. Ο σκελετός ήταν ένας από τους σωστότερους, διπλός σωληνωτός, χωρίς στρεβλώσεις και καλή γεωμετρία. Οι αναρτήσεις ήταν τυπικές ιταλικές, με τηλεσκοπικό πιρούνι εμπρός και υδραυλικά αμορτισέρ. Τα φρένα πάλι, ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να ζητήσει κανείς με υδραυλικό δισκόφρενο εμπρός και ταμπούρα πίσω. Η σέλα ήταν μαλακή και αρκετή για δύο άτομα, η θέση οδήγησης ήταν σωστή ενώ στο θέμα της οδικής συμπεριφοράς υπολοιπόταν του ανταγωνισμού. Από την άλλη όμως το GT 50 ήταν το ομορφότερο πενηντάρι της αγοράς.
ΑΝ ΣΤΑ ΘΡΥΛΙΚΑ 50ΡΙΑ ΒΑΖΑΤΕ ΚΑΙ ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ MEGO!!!!! ΠΙΣΤΕΥΩ ΟΤΙ ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ!!!!!!!!!!!!!!!