» Η Γέννησις του Χριστού και η Γέννησις της Ψυχής στη ζωγραφική του Γκρέκο
MIXAΛΗΣ ΜΑΚΡΑΚΗΣ
Β? ΜΕΡΟΣ
ΜΕ ΤΑ ΦΤΕΡΑ ΕΝΟΣ ΑΓΓΕΛΟΥ
1. Αγγελοι με μεγάλα φτερά
Μετά από τη μακρινή διαδρομή στο παρελθόν, που έκαμε ο Γκρέκο με το άλογο της φαντασίας του, τρέχοντας, μέσα από τους διάφορους σταθμούς της τέχνης του, από την Κρήτη στο Τολέδο, μετακινήθηκε από τη θέσι του κοντά στο παράθυρο και προχώρησε προς το εσωτερικό του δωματίου για να ?ρθη να σταθή μπροστά στον πίνακα που παρίστανε την προσκύνησι των ποιμένων, τον πίνακα που ζωγράφισε κείνη τη νύχτα των Χριστουγέννων.
Μέχρι τότε που ήρθε στο Τολέδο, άρχισε πάλι να σκέπτεται, ήταν ένας απομιμητής του Βασάνο, του Τισιανού, του Μιχαήλ Αγγελου ή οποιουδήποτε άλλου ζωγράφου της Αναγεννήσεως, που δεν ενδιαφερόταν παρά για την εξωτερική μόνο απεικόνισι των πραγμάτων. Οπως όμως στα έργα όλων αυτών των ζωγράφων, όπως στα γυμνά της ´Δευτέρας Παρουσίας´ του Μιχαήλ Αγγελου, που με τόση οργή είχε απορρίψει, έτσι και στα δικά του έργα οι ανθρώπινες μορφές που ζωγράφιζε ήσαν σαρκώδεις μάζες με καλοθρεμμένους γλουτούς, που δε διέφεραν και πολύ από τα καπούλια ενός αλόγου, αυτού του αλόγου παραδείγματος χάρι που είχε ζωγραφίσει στον πρώτο του πίνακα με θέμα την προσκύνησι των Μάγων. Ησαν κι αυτές σαν ένα ´άλογο´ χωρίς λογικό, χωρίς πνεύμα, από σάρκα μόνο. Κι όμως ήθελε τόσο πολύ να δώση ψυχή στις ανθρώπινες μορφές των πινάκων του. Μήπως εξάλλου όλες οι περιπλανήσεις του στην Ιταλία δεν ήσαν παρά μια αναζήτησις του μεγάλου κείνου μυστικού που θα τον βοηθούσε να δώση πνοή, να βάλη την ίδια του την ψυχή στα έργα του, αυτήν την ψυχή που θα τον έκανε να είναι όχι ο Τισιανός ή ο Μιχαήλ Αγγελος, αλλά ο ίδιος ο Γκρέκο, ο μεγάλος κι ένδοξος Γκρέκο;
Αυτά σκεπτόταν κείνη τη νύχτα ο ζωγράφος και έπιασε πάλι το πινέλο για να βάλη χρώμα στα μεγάλα φτερά ενός αγγέλου, από αυτούς που είχε ζωγραφίσει στην ´Προσκύνησι των ποιμένων´, τον πίνακα που βρισκόταν μπροστά του. Ηταν ένας από τους αγγέλους που είχαν εμφανισθή στους ποιμένας της Βηθλεέμ για να τους αναγγείλουν το χαρμόσυνο γεγονός της Γεννήσεως του Χριστού.
Αφού πέρασε κάμποσα στρώματα μπογιά πάνω στον μουσαμά, παραίτησε το πινέλο του και πήγε πάλι να σταθή μπροστά στο παράθυρο, κοιτάζοντας προς τα έξω. Στον έναστρο ουρανό είχαν εμφανισθή τώρα μερικά άσπρα σύννεφα που μόλις διακρίνονταν. Βλέποντάς τα, φάνταξαν στη σκέψι του σαν τεράστια φτερά αγγέλων που πετούσαν πάνω από το κεφάλι του. Για μια στιγμή πέρασαν από τη σκέψι του τα μεγάλα φτερά των αγγέλων που συνήθιζε να ζωγραφίζη στους πίνακές του, όπως αυτά που ζωγράφιζε και κείνη τη νύχτα και θυμήθηκε, όταν τον κάλεσε κάποτε η Ιερά Εξέτασις για να δώση λόγο ενώπιόν της γι? αυτή τη συνήθειά του.
«Είδατε ποτέ στην πραγματικότητα αγγέλους;», ρώτησε τους δικαστές του.
«Οχι, δεν είδαμε ποτέ», ήταν η απάντησίς τους.
«Τότε πώς είναι δυνατό να ξέρετε αν έχουν οι άγγελοι μεγάλα ή μικρά φτερά;».
Αν, λοιπόν, αυτός προτιμούσε να κάνη μεγάλα τα φτερά των αγγέλων, τι το παρέξενο υπήρχε σε τούτο; Μήπως εξ άλλου δεν έκανε μεγάλα και τα αναστήματα των ανθρώπων;…
2. Το μυστικό φως των βυζαντινών Αγίων
Ο Γκρέκο ξανακοίταξε τα σύννεφα που ταξίδευαν ανάμεσα στ? άστρα. Προσέχοντας τώρα ιδιαίτερα αυτά τ? άστρα, που έλαμπαν σαν μικρά φώτα πάνω απ? την πόλι του Τολέδο, σκέφθηκε πως κάθε άνθρωπος έχει και ένα άστρο, όπως έχει και τον φύλακα άγγελό του. Και θυμήθηκε το σμάρι των αγγέλων που είχε ζωγραφίσει σ? έναν του πίνακα, την ´Αποψι του Τολέδο´ ´σαν ουράνια σώματα, που είναι για μιας σαν τα φώτα´, σύμφωνα με την ίδια του την έκφρασι. Ενας μάλιστα από τους αγγέλους σ? αυτό τον πίνακα ήταν ζωγραφισμένος να πέφτη με το κεφάλι προς τα κάτω, σαν άστρο που χύνεται.
Ετσι και τώρα, σαν άστρο που χύνεται, του φάνηκε ξαφνικά πως κατέβηκε απότομα από τον ουρανό με τα μεγάλα του φτερά, ο φύλακας άγγελός του, για να φθάση μέχρι το μέρος του, μέχρις εκεί που ήταν δεμένο το άλογό του, κάτω από το παράθυρό του. Και παίρνοντάς τον με τα τεράστια φτερά του πάνω στο άλογο, του φάνηκε πως είδε το άλογο αυτό, το άλογο της φαντασίας του, να μεγαλώνη σιγά – σιγά σε υπερφυσικό ύψος, όπως το άσπρο άλογο του Αγίου Μαρτίνου, που είχε ζωγραφίσει σ? έναν του πίνακα και να φθάνη μέχρι τα σύννεφα, όπου και εξαφανίσθηκε τελικά με κατεύθυνσι προς την ανατολή, πετώντας σαν ένας μυθικός Πήγασος πάνω από στεριές και θάλασσες για να τον φέρη πάλι μέχρι την αγαπημένη του Κρήτη…
Θυμήθηκε μια άλλη νύχτα των Χριστουγέννων στη γενέτειρά του, όταν εξακολουθούσε ακόμα να είναι μαθητευόμενος στο σιναΐτικο μοναστήρι της Αγίας Αικατερίνης στον Χάνδακα. Ολοι οι μοναχοί είχαν συναχθή μέσα στην εκκλησία για να παρακολουθήσουν την ακολουθία της εορτής των Χριστουγέννων. Ανάμεσά τους βρισκόταν κι αυτός κι ένιωθε να πλημμυρίζη από χαρά καθώς άκουε τις φωνές των ψαλτών που του φαινόταν πως ανακατεύονταν με τους ύμνους των αγγέλων:
´Αγγελοι μετά ποιμένων δοξολογούσι…´.
Κείνη τη νύχτα που γεννήθηκε ο Χριστός όλοι ήσαν χαρούμενοι. Και οι ψαλτάδες με τους γιορταστικούς τους ύμνους και οι λειτουργοί με τα χρυσοκέντητά τους άμφια και όλοι γενικά που παρευρίσκονταν μέσα στον φωτόλουστο ναό. Ακόμα και οι φλόγες νόμιζες πως χοροπηδούσαν από χαρά πάνω στα κεριά. Ο Δομήνικος τις έβλεπε που μάκριναν ολοένα και πιο πολύ όσο έλειωναν τα κεριά κι ένιωθε η ψυχή του ν? ανατεντώνεται μέσα του σα να ?θελε να φθάση μέχρι τα δισθεώρατα ύψη του ουρανού. Το ίδιο, σκεπτόταν, συμβαίνει και με τον άνθρωπο. Τόσο πιο ψηλά ανεβαίνει όσο περισσότερο μετουσιώνεται η σάρκα του σε πνεύμα.
Και οι φλόγες καθώς ανέβαιναν ολοένα πιο ψηλά, εξακολουθώντας να χοροπηδούν πάνω στα κεριά, φάνταζαν στα μάτια του σαν αιθέριες, ουράνιες, υπάρξεις. Βλέποντάς τις όλος έκστασι να τρεμοσβήνουν μπροστά στις εικόνες, του φαινόταν πως διάκρινε ανάμεσά τους τις μακρόστενες μορφές των βυζαντινών Αγίων να μακραίνουν ολοένα και πιο πολύ. Ετσι όπως ήσαν ζωγραφισμένες στα σανίδια έμοιαζαν κι αυτές με φλόγες. Οι ίδιες οι φλόγες νόμιζες πως είχαν αποτυπωθή πάνω τους, δίνοντας την εντύπωση πως κάθε σανίδι χωριστά είχε πάρει φωτιά, πως ήταν μια φλόγα μοναχά, μια φωτεινή λάμψις που ξεχυνόταν από το φωτοστέφανο κάθε Αγίου.
Από τότε δεν μπόρεσε ποτέ να ξεχάση αυτή τη λάμψι, το μυστικό κι απόκοσμο κείνο φως των βυζαντινών Αγίων, που ήταν τόσο διαφορετικό από το φυσικό φως, τον δυνατό ήλιο της Ρώμης, που τον είχε δει τόσες φορές αργότερα ν? απαστράπτη πάνω στα ειδωλολατρικά της μάρμαρα.
Αλήθεια, από κείνο το φως πόσο διαφορετικό δεν ήταν το φως των ταπεινών κεριών που άναβαν μπροστά στις εικόνες των Αγίων, το φως με το οποίο ζωγράφιζε τώρα κι ο Γκρέκο, κλεισμένος στο ατελιέ του, στο Τολέδο, κείνη τη νύχτα των Χριστουγέννων.
3. Η αποκάλυψις της ψυχής στην ´Προσκύνησι´ του Κολεγίου της Ντόνα Μαρίας
Ο ζωγράφος μετακινήθηκε για μια στιγμή από το παράθυρο και πήγε και στάθηκε μπροστά στο καβαλλέτο, όπου ήταν τοποθετημένος ο πίνακας με την προσκύνησι των ποιμένων, για να τον παρατηρήση κάτω από το φως των κεριών που έκαιγαν δίπλα του. Υστερα, αρπάζοντας ένα απ? αυτά, κατευθύνθηκε προς τον δεξιό τοίχο του ατελιέ του, όπου ήταν κρεμασμένοι μερικοί πίνακες με διάφορα θέματα. Ανάμεσά τους διέκρινε μιαν άλλη προσκύνησι των ποιμένων, που βλέποντάς την ο Γκρέκο, άφησε πάλι τον άγγελό του να τρέξη με το φτερωτό άλογο της φαντασίας του στο παρελθόν…
Ξαναθυμήθηκε τη νύχτα εκείνη των Χριστουγέννων στο μοναστήρι της Αγίας Αικατερίνης, τότε που είχε ανακαλύψει για πρώτη φορά το ´εσωτερικό´ φως, για το οποίο είχε μιλήσει κατόπιν ο φίλος του Ντον Τζούλιο Κλόβιο, το φως που συντροφεύει τις εικόνες των Αγίων, το μυστικό φως της Βυζαντινής Εκκλησίας.
Πολλές φορές από τότε, προπάντων μετά την οριστική του πια εγκατάστασι στο Τολέδο, είχε φέρει στη σκέψι του το υπερφυσικό εκείνο φως των Χριστουγέννων. Θυμάται μάλιστα κάποτε που σε μια τέτοια φωτεινή αναλαμπή της σκέψεώς του είχε ζωγραφίσει την ´Προσκύνησι των ποιμένων´ για το κεντρικό εικονοστάσι του Κολεγίου της Ντόνα Μαρία ντε Αραγκόν (εικ. 1 – 2). Ο πίνακας αυτός ήταν πραγματικά μια εμπνευσμένη δημιουργία, μια νέα σύλληψις του θέματος. Ο τρόπος με τον οποίο είχε τοποθετήσει το φως σου έδινε την εντύπωσι του υπερφυσικού, όπως το υπερφυσικό κείνο φως που έλαμπε πάνω από τα κεριά της Αγίας Αικατερίνης. Επειτα οι μορφές, τόσο οι ανθρώπινες όσο και οι αγγελικές, που ήσαν όλες στραμμένες προς τον νεογέννητο Χριστό, μακρόστενες και λυγερές όπως ήσαν ζωγραφισμένες, έδιναν την εντύπωσι πως ήσαν ίδιες με φλόγες, έμοιαζαν με πραγματικές ψυχές.
Ναι, με ψυχές! …Μήπως αυτές δεν ήσαν που αναζητούσε επίμονα τόσα χρόνια τώρα μέσα στους πίνακές του ο Γκρέκο; Δεν ήταν η ψυχή που αποτελούσε το πιο μεγάλο μυστικό της τέχνης και που φιλοδοξούσε να συλλάβη κάθε μεγάλος καλλιτέχνης στο έργο του, η αθάνατη αυτή ψυχή που προσπαθούσε κι ο ίδιος να εμπήξη με το πινέλο του μέσα στον μουσαμά των έργων του για να πάρουν αυτά πνοή και να ζήσουν αιώνια;
Ετσι με τη Γέννησι του Χριστού της ´Προσκυνήσεως των ποιμένων´ στον πίνακα του Κολεγίου της Ντόνα Μαρία ντε Αραγκόν άρχισε να γεννιέται και η ψυχή στη ζωγραφική του Γκρέκο, αυτή η ψυχή που την είχε ζωγραφίσει πιο πρώτα, στην ´Ταφή του κόμη Οργκάθ´, με μορφή νηπίου, όπως κι οι βυζαντινοί αγιογράφοι και που εμπότισε κατόπιν σ? όλα του τα έργα, για να του δώση στο τέλος αυτή κατ? αποκλειστικότητα τον χαρακτηρισμό του ´ζωγράφου των ψυχών´.
4. Η μαγεία και η αρμονία των χρωμάτων στην ´Προσκύνησι´ του Μητροπολιτικού Μουσείου της Νέας Υόρκης
Αυτά συλλογιζόταν ο Γκρέκο όταν ξαφνικά οι δυνατοί κτύποι της καμπάνας του Μητροπολιτικού Ναού του Τολέδο, που άρχισαν να κτυπούν, κείνη τη στιγμή για την ακολουθία των Χριστουγέννων, απόσπασαν τη σκέψι του από το παρελθόν. Και τότε, βάζοντας στη θέσι του το κερί που κρατούσε, πλησίασε πάλι προς το παράθυρο. Πάνω στον έναστρο ουρανό του φάνηκε τώρα πως πετούσαν οι άγγελοι της Βηθλεέμ κι ανάμεσά τους ο δικός του άγγελος, το πνεύμα του, η ψυχή του… Στη θύμησί του ήρθε πάλι το σμάρι των αγγέλων στην ´Αποψι του Τολέδο´ με την Παναγία στη μέση να φέρνη το άμφιο στον Αγιο Ιλδεφόνσο, που υπήρξε ο αρχιεπίσκοπος κι ο πολιούχος του Τολέδο.
Κοιτάζοντας εκστατικός τ? άστρα στον ουρανό, που φάνταζαν πάντα στα μάτια του σαν άγγελοι της Βηθλεέμ, άκουε με κατάνυξι τις καμπάνες της Μητροπόλεως του Τολέδο που εξακολουθούσαν να κτυπούν χαρμόσυνα. Και μόνον όταν έπαψαν ν? ακούωνται, άφησε το παράθυρο για να ξαναγυρίση στον πίνακα που ζωγράφιζε κείνη τη νύχτα.
Το θέμα αυτού του πίνακα, πόσες φορές δεν το είχε ζωγραφίσει πιο πρώτα. Υστερα από την ´Προσκύνησι των ποιμένων´ του Κολεγίου της Ντόνα Μαρία ντε Αραγκόν είχε ακολουθήσει ο άλλος κείνος πίνακας με το ίδιο θέμα: ´Η προσκύνησις των ποιμένων´ της Βαλέντσια (εικ. 3 – 4) που δεν είναι παρά μια αναδιοργάνωσις των στοιχείων από τον προηγούμενο πίνακα και τον πίνακα του Σαν Ντομίγκο, όπως δείχνει από τη μια μεριά ο βοσκός που έχει φέρει έναν αμνό στον νεογέννητο Χριστό κι από την άλλη οι μικροί άγγελοι που έβαλε ο ζωγράφος να πετούν στο πάνω μέρος του πίνακα.
Πολύ ωραιότερος απ? αυτόν υπήρξε ένας άλλος πίνακας, κατά πέντε χρόνια τουλάχιστο μεταγενέστερος, με το ίδιο επίσης θέμα, που βρίσκεται σήμερα στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης (εικ. 5). Οπως στους δύο τελευταίους, έτσι κι εδώ υπάρχουν οι ίδιες στενόμακρες σα φλόγες μορφές, σαν αυτή λόγου χάρι του βοσκού που είναι ζωγραφισμένος να στέκεται στ? αριστερά του πίνακα, έχοντας φέρει στον Χριστό έναν αμνό ή σαν αυτές που είχε απεικονίσει στον πίνακα που βρισκόταν τώρα μπροστά του.
Αφού τις παρατήρησε για μια στιγμή, έπιασε το πινέλο και άρχισε να δουλεύη κάτω από το φως των κεριών, όταν ξαφνικά είδε να φωτίζεται ο πίνακας από ένα διαφορετικό φως, που όσο δυνάμωνε έκανε διαρκώς το φως των κεριών να ωχριά μπροστά του.
Ο Γκρέκο έστρεψε ασυναίσθητα το βλέμμα του προς την κατεύθυνση του παραθύρου, απ? όπου φαινόταν να έρχεται το παράξενο αυτό φως και τότε διαπίστωσε προς μεγάλη του έκπληξι πως άρχιζε κιόλας να χαράζη. Μέχρι κείνη την ώρα είχε μείνει ξάγρυπνος όλη νύχτα χωρίς να κλείση διόλου μάτι.
Ο ζωγράφος κατευθύνθηκε προς τη μεριά του παραθύρου κι άφησε το βλέμμα του να πέση στη χαράδρα, όπου κυλούσε ο Τάγης τα καθρεπτένια νερά του. Στο βάθος του ορίζοντα είχε αρχίσει να ροδίζη η ανατολή. Οι αντανακλάσεις που ?παιρνε το ηλιακό φως ανάμεσα από τα σύννεφα, πριν ακόμα ξεπροβάλη ο φωτεινός δίσκος του ήλιου, έδινε τα πιο χαρούμενα χρώματα με όλες τις πλούσιες αποχρώσεις τους στο φόντο του ουρανού.
Βλέποντας την ομορφιά αυτή, θυμήθηκε τα χρώματα που είχε βάλει στην ´Προσκύνησι των ποιμένων´ του Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης της Νέας Υόρκης. Και ήταν να μην τα θυμηθή με την τόση εντύπωσι που κάνει όλη η μαγεία και η αρμονία των χρωμάτων σε τούτο τον πίνακα; Αυτά τα χρώματα καθώς ήσαν επεξεργασμένα με τόση φωτεινάδα, αντιπροσώπευαν το πιο ελεύθερο και το πιο προσωπικό ύφος του ζωγράφου κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του.
Ο ίδιος πλούτος και η ίδια ζωηρότης του χρώματος υπήρχε επίσης και στον πίνακα που ζωγράφιζε κείνα τα Χριστούγεννα.
Καθώς στεκόταν μπροστά στο παράθυρο, γύρισε και τον κοίταξε πάνω στο καβαλλέτο, ξαναφέρνοντας ύστερα πάλι το βλέμμα του προς τα έξω.
Κείνη τη στιγμή άρχιζε να ξεπροβάλλη ο πύρινος δίσκος του ήλιου πίσω από τους κοκκινωπούς λόφους του Τολέδο. Το θέαμα αυτό του ?φερε στη μνήμη το τροπάρι των Χριστουγέννων, το τροπάρι κείνο που τόσες φορές είχε ψάλει στο μοναστήρι της Αγίας Αικατερίνης.
´Η Γέννησίς σου, Χριστέ ο Θεός ημών, ανέτειλε τω κόσμω το φως το της γνώσεως. Εν αυτή γαρ οι τοις άστροις λατρεύοντες υπό αστέρος εδιδάσκοντο. Σε προσκυνείν τον Ηλιον της δικαιοσύνης και σε γινώσκειν εξ ύψους Ανατολήν, Κύριε δόξα σοι´.
5. Η εναρμόνισις ρεαλισμού και πνευματικότητος
Οσο ο ήλιος ανέβαινε πιο ψηλά, τόσο η πόλις του Τολέδο πλημμύριζε από φως, ένα φως που νόμιζες πως ερχόταν, κατά τη μέρα αυτή των Χριστουγέννων, σα θεία ευλογία από τον ουρανό. Αυτός ο θόλος του ουρανού είχε αποκτήσει τόση φωτεινάδα λες και αντανακλιόταν πάνω του η χαρά των αγγέλων, η χαρά που μετέδωσαν με το μήνυμά τους στους βοσκούς όταν έψαλλαν:
´Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία´.
Αυτό το μήνυμα νόμιζες πως έπαιρναν τώρα από τα στόματα των αγγέλων οι καμπάνες της Μητροπόλεως του Τολέδο καθώς άρχισαν να κτυπούν πάλι, για να το διασκορπίσουν σ? όλη την πόλι και απ? εκεί σ? όλη την Ισπανία και έξω από την Ισπανία, σ? όλο τον κόσμο:
´Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη…´.
´Ειρήνη! Ειρήνη!…´ επανελάμβανε κι ο Γκρέκο σε κάθε νέο κτύπημα της καμπάνας. Αυτό είναι το μήνυμα των Χριστουγέννων: Η ειρήνη μεταξύ Θεού και ανθρώπου, μεταξύ ουρανού και γης. Γι? αυτό και ήρθε ο Θεός στη γη. Πήρε σάρκα για να εξυψώση το πνεύμα του ανθρώπου στον ουρανό. Ο Λόγος γίνηκε σάρκα και γεννήθηκε ´εν φάτνη αλόγων´ για να γίνει η άλογη σάρκα Λόγος, για να γίνει το άλογο και το κτήνος μέσα στον άνθρωπο πνεύμα και άγγελος, για ν? αναγεννηθή ο άνθρωπος σε μια καινούργια ζωή, για να συμφιλιωθή η σάρκα με την ψυχή. Αυτό είναι το νόημα των Χριστουγέννων, αλλά και το νόημα κάθε μεγάλης και πραγματικής τέχνης: η εναρμόνισις ρεαλισμού και πνευματικότητος, η συμφιλίωσις της τέχνης της Αναγεννήσεως και της τέχνης του Βυζαντίου.
Κάνοντας αυτές τις σκέψεις ο Γκρέκο, απομακρύνθηκε αμέσως από το παράθυρο και πήγε και στάθηκε κοντά στο καβαλλέτο, όπου βρισκόταν η ´Προσκύνησις των ποιμένων´, ρίχνοντας μια ματιά στην πάνω αριστερή γωνία του πίνακα, όπου ήταν ζωγραφισμένος ένας άγγελος να κρατά μια ταινία με το ´Δόξα εν υψίστοις?´. Υστερα, παίρνοντας την παλέττα στο ένα του χέρι, άρχισε με ένα πινέλο στο άλλο του χέρι ν? ανακατώνη με βία τα χρώματα πάνω σ? αυτή. Ανυπομονούσε να τα διοχετεύση στον πίνακα, λες και φοβόταν μήπως του φύγη ξαφνικά η έμπνευσις. Πριν όμως φέρει την πρώτη πινελιά πάνω στον μουσαμά, παρατήρησε για μια στιγμή τους αγγέλους, που τα πόδια τους άγγιζαν σχεδόν τα κεφάλια των ποιμένων.
´Δεν είναι αρκετό που κατέβασα τους αγγέλους με τα τεράστια φτερά τους κάτω στη γη´, άρχισε να σκέπτεται. ´Πρέπει παράλληλα ν? ανυψώσω και τους ποιμένες στον ουρανό. Μα πως αλλιώς μπορώ να το πετύχω αυτό παρά μακραίνοντας, όλο και πιο πολύ μακραίνοντας τα αναστήματά τους;´.
Με αυτές τις σκέψεις έφερε το πινέλο του στο σημείο που ήσαν ζωγραφισμένα τα σώματα των βοσκών και άρχισε να τα ανατεντώνη σα χορδές, λες κι ήθελε μ? αυτό τον τρόπο να τα κάμη να βγάλουν μουσικούς φθόγγους, συνοδεύοντας μ? αυτούς το ´Δόξα εν υψίστοις´ των αγγέλων.
´Αγγελοι μετά ποιμένων δοξολογούσι?´.
Ολη τη μέρα των Χριστουγέννων έμεινε ο Γκρέκο σκυμμένος πάνω στο έργο του για να ζωγραφίζη την ´Προσκύνησι των ποιμένων´. Και όχι μόνο την ημέρα των Χριστουγέννων, αλλά και πολλές άλλες μέρες κι ολόκληρους μήνες ακόμα. Κι όσο περνούσε ο καιρός τόσο και πιο πολύ αγωνιζόταν να μεταρσιώσει τις μορφές των ποιμένων, μακραίνοντάς τες ολοένα και περισσότερο σα να ?θελε να τις απαλλάξη από κάθε γήινο και να τις κάνει μόνο ψυχές.
Τόσο πολύ είχε απορροφηθή σ? αυτό το έργο του, που πολλές φορές ξεχνούσε ακόμα και την ανάγκη της τροφής. Ο πιστός του υπηρέτης που φρόντιζε να του φέρνη τακτικά φαγητό στο ατελιέ του, αναγκαζόταν τις πιο πολλές φορές να το παίρνει πίσω εντελώς άθικτο. Ακόμα και τον ύπνο αναγκαζόταν να στερείται όσο ήταν δυνατό, θέλοντας να εξοικονομήση περισσότερο καιρό για ν? αποτελειώση πιο γρήγορα το έργο του.
Μα οι μήνες περνούσαν χωρίς να λέει αυτό να τελειώσει ποτέ. Από τη μέρα των Χριστουγέννων είχαν περάσει πάνω από τρεις μήνες. Είχε μπει κιόλας ο Απρίλης και πλησίαζε το Πάσχα.
Εξω τα πουλιά κελαηδούσαν χαρούμενα. Τα λουλούδια είχαν ανθίσει στις όχθες του Τάγη κι ολόκληρη η φύσις αναζωογονόταν πάλι από τη χειμερινή της νάρκη με τον ερχομό της ανοίξεως. Και μόνον ο Γκρέκο ένιωθε να τον εγκαταλείπουν όλο και πιο πολύ οι δυνάμεις του και να σιγοσβήνει μέρα με τη μέρα σαν ένα κερί.
Ολο τον τελευταίο καιρό από την πολλή δουλειά, χωρίς ύπνο και φαγητό πολλές φορές, είχε εξαντληθή τόσο πολύ, που νόμιζες πως είχε απομείνει από το κορμί του μια αέρινη μόνο μορφή, που ?μοιαζε μάλλον με τη φλόγα ενός κεριού στις τελευταίες της αναλαμπές. Κι όσο η φλόγα αυτή πήγαινε ν? αποσβεσθή εντελώς, τόσο κι αυτός προσπαθούσε να προλάβη να τη μεταλαμπαδεύση στο έργο του. Αρχισε τώρα να ζωγραφίζη και με τα δυο του χέρια, βάζοντας τα χρώματα πάνω στον μουσαμά απευθείας με τα μακριά σαν πινέλα δάκτυλά του, λες και ήθελε μ? αυτά να εμπήξη στα χέρια του που ζωγράφιζε, στα ζωντανά αυτά χέρια, στα χέρια που μιλούσαν, την άσβεστη φλόγα της ψυχής του, την ίδια του την ψυχή?
Ετσι, με τον πυρετό αυτό του δημιουργικού του πάθους πέρασαν ακόμα κάμποσες μέρες, ώσπου ένα πρωί, μπαίνοντας ο υπηρέτης κατά τη συνήθειά του στο ατελιέ του καλλιτέχνη, τον βρήκε πεσμένο μπρούμυτα μπροστά στο καβαλλέτο. Αναστατωμένος φώναξε το γιο του ζωγράφου, τον Γιώργη. Και οι δύο μαζί τον σήκωσαν κατόπιν από το δάπεδο και τον τοποθέτησαν στο μοναδικό ντιβάνι που βρισκόταν μέσα στο ατελιέ.
Πάνω σ? αυτό το ντιβάνι πέθανε ο ένδοξος ζωγράφος ύστερα από τρεις μέρες, στις 7 Απριλίου του 1614. Τη στιγμή που ήταν ν? αφήσει την τελευταία του πνοή είδε να παρουσιάζεται μπροστά του, όμοιος με τον Νικητή Ιππότη της Αποκαλύψεως, ένας άγγελος πάνω σε ένα άσπρο άλογο. Ηταν ο Καβαλάρης Αγγελος που είχε έλθει τόσες φορές κατά το παρελθόν για να τον πάρη με το άλογο της φαντασίας του μέχρι τη γενέτειρά του, την αγαπημένη του την Κρήτη. Τώρα όμως ερχόταν για να πάρη την ίδια την ψυχή του, όπως ο άγγελος στην ´Ταφή του κόμη Οργκάθ´, φέρνοντάς τη σ? έναν άλλο κόσμο, την αιώνια του πατρίδα. Αλλ? αυτή τη φορά δεν βρήκε τίποτα να πάρη από τον Γκρέκο, γιατί η ψυχή του είχε κιόλας προλάβει να μεταλαμπαδευθή στον πίνακα που ήταν μπροστά του, στο τελευταίο του έργο.
Πέθανε με το βλέμμα πάντα προσηλωμένο στην ´Προσκύνησι των ποιμένων´, όπου άγγελοι και ποιμένες, περιτριγυρίζοντας τον νεογέννητο Χριστό με τα υπερβολικά ψιλόλιγνα αναστήματά τους, μ? αυτά τα αναστήματα στα οποία είχε μεταλαμπαδευθή η ψυχή του ζωγράφου, έμοιαζαν να καίνε, ανάμεσα στα πραγματικά κεριά που είχε αφήσει για τη θανή του, σαν πελώριες λαμπάδες κοντά στην επιθανάτια κλίνη του.
Κι έτσι εξακολούθησαν κατόπιν να καίνε και πάνω από τον τάφο του, σ? ένα εικονοστάσι του Σαν Ντομίγκο, όπου τοποθέτησαν την ´Προσκύνησι των ποιμένων´, σύμφωνα με την επιθυμία του ζωγράφου. Και όταν αργότερα, το 1827, με το πέρασμα των αιώνων, μεταφέρθηκε το επιτάφιο αυτό έργο του στο κεντρικό εικονοστάσι του ίδιου ναού και ύστερα, το 1954, στο Μουσείο του Πράδο, δεν έπαψε το φως της ψυχής του να λάμπη μέσα σ? αυτό.
Ετσι μπορεί να πέθανε ο Γκρέκο και να ?μεινε ακόμα άγνωστο το όνομά του για πολλά χρόνια. Εμεινε όμως η ψυχή του ζωγράφου για πάντα στο έργο του που δεν μπόρεσε στο τέλος παρά να βγη από την αφάνεια και ν? αναγνωρισθή, αυτή η ψυχή που πήρε ζωή από τη δικιά του ζωή, η αθάνατη ψυχή του Μεγάλου Κρητικού που γεννήθηκε από τον θάνατό του…