«ΑΠΟ τα πρώτα παιδικά παιχνίδια που αγάπησα* ήταν το σκάκι. Ως επιτραπέζιο, δεν είχε άλλες απαιτήσεις από του να αναγνωρίζεις τα πιόνια, τη θέση τους πάνω στη σκακιέρα και τις κινήσεις τους. Η αλήθεια είναι ότι δυσκολεύτηκα να τα μάθω, αλλά τελικά κατέληξα να είμαι φανατικός του. Mέχρι μονομανίας!».
«Εκείνο που μου αρέσει ιδιαίτερα είναι ότι ενεργοποιεί στο έπακρο το μυαλό. Σε αναγκάζει να φαντασθείς τις πιθανές επόμενες κινήσεις του αντιπάλου, ώστε να οργανώσεις κι εσύ την ανάλογη επίθεση και άμυνά σου… Αυτή η άσκηση με προετοίμασε για παρόμοιες μετέπειτα κινήσεις στη ζωή…».
«Τα χρόνια κύλησαν με αναρίθμητες παρτίδες. Με επισκέψεις σε πολλές πόλεις και χώρες, για αγώνες. Οι γνωριμίες συν-σκακιστών άπειρες… Τώρα με τους υπολογιστές έχουμε κι αόρατους αντίπαλους. Ιδιοφυείς και πανέξυπνους…».
«Η ΖΩΗ δεν είναι πάντα όπως τη θέλουμε. Έτσι, το σκάκι μου έμαθε να συμβιώνω με κάθε είδους συν-αγωνιστές: ανώτερους ή κατώτερους, ασθενέστερους ή ισχυρότερους, μεγαλύτερους ή μικρότερους, πιο έξυπνους ή πιο ανόητους… Κάθε λάθος πληρώνεται. Ποτέ δεν ξέρεις τίνος τη βοήθεια θα χρειαστείς για να σωθείς, ή για να αντεπιτεθείς! Ούτε ποιος θα ζητήσει τη βοήθειά σου: είτε τη ζητήσεις, είτε την προσφέρεις, είσαι μέσα στο «παιχνίδι»… Εξάλλου, αυτή είναι η ουσία και το νόημα της ύπαρξής μας: συνεχείς αγώνες στη ζωή».
«ΕΝΤΥΠΩΣΙΑΣΤΗΚΑ ιδιαίτερα από τη γκάμα διάσημων (1) ανδρών που ασχολήθηκαν διαχρονικά με το σκάκι. Η δυναμική και η φαντασία που κρύβει μέσα της κάθε παρτίδα είναι κάτι σαν το άπειρο του σύμπαντος. Δεν ξέρεις πώς αρχίζει, ούτε πώς τελειώνει».
«ΈΝΑ από τα αγαπημένα ποιήματά μου που εκφράζει τον κόσμο του σκακιού σε όλες του τις εκφάνσεις, είναι του Νικόλα Κάλας (Νικήτας Ράντος), για τη σκακιέρα»:
«Ένας κόσμος-ένας κόσμος τετράγωνος ο κόσμος μου.
Στις απλοποιημένες του διαστάσεις χαρακώνονται οι ορίζοντες των ημερών, της ισονυκτίας η αντιθετική επιφάνεια.
Όλα τα εγκλήματα της ζωής -πανουργίες φόνοι- ξαναζούν απάνου στο σιντέφι και στον όνυχα όπου επίπονα γλιστρούν άκαρδου νου τα φιλντισένια σύμβολα τα είδωλα από κοράλλι.
Ο δρόμος τους, οι επικίνδυνοι σταθμοί των, οι απογοητεύσεις και τα λάφυρα -χαρές γι αυτό που ήτανε καρδιά.
Τώρα με του χεριού τη σπάνια κίνηση να περιπλέξει το ξερό παιχνίδι.
Το αίμα που κυλάει, οι βιασμοί, ό,τι κρυφό έχει η ψυχή, δε διακρίνεται στις αυστηρές του μεταβολές.
Όσοι όμως ξέρουν τους κανονισμούς, στο κάτοπτρο βλέπουν τις φρικτές εικόνες που δύο παίκτες κλείσανε σ’ εβένινο πλαίσιο και προσπαθούν με λιτές κούκλες να σκεπάσουν». (2)
«ΝΑΙ! Η ζωή είναι μια «σκακιέρα». Με την αγριότητα και την τρυφερότητα που κρύβει κάθε κίνησή μας, με την επιθετικότητα ή την υποχωρητικότητά μας, με την αγάπη και το μίσος να διανθίζουν κάθε βήμα μας. Μα, και με την ανάγκη για σταθερά στηρίγματα»:
«Έλα να παίξουμε
Θα σου χαρίσω τη βασίλισσά μου!
(Ήταν για μένα μια φορά η αγαπημένη
Τώρα δεν έχω πια αγαπημένη)
Θα σου χαρίσω τους πύργους μου
(Τώρα πια δεν πυροβολώ τους φίλους μου
Έχουν φύγει καιρό πριν από μένα)
Κι ο βασιλιάς αυτός δεν ήτανε ποτέ δικός μου.
Κι ύστερα τόσους στρατιώτες τι τους θέλω;
(Τραβάνε μπρός, τυφλοί, χωρίς καν όνειρα)
Όλα, και τα άλογά μου θα στα δώσω.
Μονάχα ετούτον τον τρελό μου θα κρατήσω.
Που ξέρει μόνο σ ένα χρώμα να πηγαίνει
Δρασκελώντας τη μια άκρη ως την άλλη
Γελώντας μπρός στις τόσες πανοπλίες σου
Μπαίνοντας μέσα στις γραμμές σου ξαφνικά
Αναστατώνοντας τις στέρεες παρατάξεις σου.
Κι αυτή δεν έχει τέλος η παρτίδα». (3)
«Η ΕΞΥΜΝΗΣΗ του απλού, του ταπεινού μαχητή του πιονιού-του στρατιώτη στο σκάκι, που θεωρείται και η ψυχή του παίκτη μια και αυτοθυσιάζεται για να ´αναστηθεί´ η νεκρή Βασίλισσα- να, πως περιγράφεται από τον Αλεξανδρινό»:
«Πολλάκις, βλέποντας να παίζουν σκάκι,
ακολουθεί το μάτι μου ένα Πιόνι
οπού σιγά-σιγά τον δρόμο βρίσκει
και στην υστερινή γραμμή προφθαίνει.
Με τέτοια προθυμία πάει στην άκρη
οπού θαρρείς πως βέβαια εδώ θ’ αρχίσουν
οι απολαύσεις του κ’ οι αμοιβές του.
Πολλές στον δρόμο κακουχίες βρίσκει.
Λόγχες λοξά το ρίχνουν πεζοδρόμοι·
τα κάστρα το χτυπούν με τες πλατειές των
γραμμές· μέσα στα δυο τετράγωνά των
γρήγοροι καβαλλάρηδες γυρεύουν
με δόλο να το κάμουν να σκαλώσει·
κ’ εδώ κ’ εκεί με γωνιακή φοβέρα
μπαίνει στον δρόμο του κανένα πιόνι
απ’ το στρατόπεδο του εχθρού σταλμένο.
Aλλά γλιτώνει απ’ τους κινδύνους όλους
και στην υστερινή γραμμή προφθαίνει.
Τι θριαμβευτικά που εδώ προφθαίνει,
στην φοβερή γραμμή την τελευταία·
τι πρόθυμα στον θάνατό του αγγίζει!
Γιατί εδώ το Πιόνι θα πεθάνει
κ’ ήσαν οι κόποι του προς τούτο μόνο.
Για την βασίλισσα, που θα μας σώσει,
για να την αναστήσει από τον τάφο
ήλθε να πέσει στου σκακιού τον άδη.» (4)
«ΚΙ Ο ΤΕΛΙΚΟΣ φιλοσοφικός στοχασμός που το σκάκι γεννάει»:
«Ασθενικός βασιλιάς, λοξός αξιωματικός, φρενιασμένη
βασίλισσα, πύργος ευθύς, πολυμήχανος στρατιώτης
απάνω στην ασπρόμαυρη πορεία
ψάχνει ο ένας τον άλλο και συγκρούονται σ’ επίμονη μάχη.
Δεν ξέρουν πως το σίγουρο χέρι
του παίχτη τους ρυθμίζει τη μοίρα,
δεν ξέρουν πως μια τρομαχτική νομοτέλεια
ελέγχει τις αποφάσεις και τη διαδρομή τους.
Αλλά κι ο ίδιος ο παίχτης είναι αιχμάλωτος
(η έκφραση είναι του Ομάρ) μιας άλλης σκακιέρας
με μαύρες νύχτες και άσπρες μέρες.
Ο Θεός κινάει τον παίχτη κι ο παίχτης τα πιόνια.
Μα άραγε ποιος Θεός, πίσω από το Θεό, κινάει το νήμα
της σκόνης και του χρόνου, του ονείρου και της αγωνίας;». (5)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
-(1) «Από τον Ιουστινιανό και τον Βοναπάρτη μέχρι τον Ρουσσώ και τον Λοκ, από τον Μαρξ και τον Λένιν μέχρι τον Φραγκλίνο και τον Αϊνστάιν, από τον Τολστόι και τον Ντοστογιέφσκι μέχρι τον Προκόφιεφ και τον Τσάρλι Τσάπλιν, το σκάκι έχει πάντα ένα σημαντικό και ωφέλιμο ρόλο.» (Μάρκος Ηλιάδης, Ριζόχαρτο 29/6/2008, εφημ. Ριζοσπάστης)
-(2) Νικόλας Κάλας (1907-1988), Από τη συλλογή «Οδός Νικήτα Ράντου», Ίκαρος, 1977.
-(3) Μανόλης Αναγνωστάκης, Τα Ποιήματα (1941-1974), «το σκάκι», σελ. 114, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα, 2000)
-(4) K.Π. Kαβάφης. ´Πενήντα οκτώ ποιήματα´. Διαβάζει ο Γ.Π. Σαββίδης, Ποικίλη Στοά -Σπουδαστήριο Nέου Eλληνισμού, 1999 (http://www.snhell.gr)
-(5) Χόρχε Λουίς Μπόρχες, AJEDREZ (=Το σκάκι) (απόσπασμα (ΙΙ), μετ. Δημήτρης Καλοκύρης). Ο Ομάρ είναι ο Ομάρ Καγιάμ.
* Εξομολόγηση σε πρώτο πρόσωπο (κατά τον τρόπο του Π. Κ.)