ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ*
«Οταν αγαπάμε κάποιον, τον σύζυγο, τη σύζυγο, το παιδί μας, τον φίλο μας, αυτόματα πιστεύουμε πως μας χρωστά πολλά, τα πάντα κι αν αρνηθεί την αγάπη μας το θεωρούμε σκάνδαλο. Δεν αναρωτιόμαστε αν η αγάπη αυτή ήταν γι’ αυτόν προσφορά ζωής ή αντίθετα ήταν αποπνικτική, απειλητική, θανατηφόρα. Κι όμως, υπάρχουν πολλές παραλλαγές αγάπης που δίνουν ζωή κι άλλες τόσες που σκοτώνουν»
JAN. KORCZAK
(“Πώς ν’ αγαπάς ένα παιδί”, Βαρσοβία 1958)
Η σχολική φοβία ή αλλιώς το οξύ άγχος που προκαλεί το σχολείο είναι μια ψυχολογική διαταραχή της παιδικής και εφηβικής ηλικίας που παρουσιάζει αυξημένη συχνότητα τον τελευταίο καιρό. Κλασσικά εμφανίζεται με την είσοδο του παιδιού στο Σχολείο (στα 5 με 7 έτη) ως “άγχος αποχωρισμού” από τη μητέρα και το σπίτι ενώ η συχνότητά της κορυφώνεται γύρω στα 11 έτη με επιπτώσεις ενίοτε στην εκμάθηση ξένων γλωσσών και στην προσαρμογή στο Γυμνάσιο. Από τα 14 έτη και μετά συσχετίζεται και με άλλες διαταραχές όπως αϋπνία, ανορεξία και κατάθλιψη.
Το σχολειοφοβικό παιδί βασανίζεται από την έγνοια ότι θα πρέπει να αποχωριστεί το σπιτικό περιβάλλον. Μάλιστα αυτή είναι και η διαφορά του από τον μαθητή που κάνει σκασιαρχείο ο οποίος σημειωτέον δεν θέλει να μείνει σπίτι του (όπου η κατάσταση συνήθως είναι δυσάρεστη). Τα θέματα που απασχολούν τις δύο αυτές κατηγορίες παιδιών είναι εκ διαμέτρου αντίθετα.
Το παιδί με την σχολική φοβία αγωνιά για τον χωρισμό του από τη μητέρα κι επικαλείται διάφορους λόγους προκειμένου να δικαιολογήσει την απροθυμία του να πάει σχολείο. Μπορεί να παραπονεθεί ότι το κοροϊδεύουν οι συμμαθητές του ή το χτυπάνε, ότι ο δάσκαλος είναι πολύ αυστηρός ή ότι δεν θέλει να κάνει γυμναστική… Στις δηλώσεις άρνησης ενδέχεται να προστεθεί και η ομολογία φόβου του παιδιού ότι κάτι κακό θα συμβεί στη μητέρα του, ενόσω θα απουσιάζει στο σχολείο. Τα μικρότερα παιδιά συνήθως δεν δίνουν εξηγήσεις για την άρνησή τους να πάνε σχολείο. Εκτός όμως από τη σιωπηρή άρνηση και τις αληθοφανείς ή και δικαιολογημένες κάποιες φορές αιτιάσεις πίσω από τις οποίες οχυρώνονται τα παιδιά για να παραμείνουν σπίτι, συχνά εκδηλώνουν ορισμένα επαναλαμβανόμενα σωματικά συμπτώματα όπως πονοκεφάλους, δυσκολία στο φαγητό, ναυτία, εμετούς, κοιλιακούς πόνους, διάρροια κ.ά.)
Η σχολειοφοβία δεν έχει συνάφεια με το νοητικό επίπεδο, απαντάται μάλιστα συχνά σε πολύ νοήμονα παιδιά. Απ’ την άλλη, καμιά παγιωμένη τυπολογία δεν μπορεί να εφαρμοστεί ομοιόμορφα σ’ όλα τα σχολειοφοβικά παιδιά: η ικανότητα του κάθε παιδιού να μην απειληθεί από τις διαφορετικές “αξίες” που θα συναντήσει στο σχολείο και να επιτύχει να συνταιριάξει μέσα του χωρίς ψυχικό κόστος το καλό και το κακό των εμπειριών του στον χώρο του σχολείου ανάλογα με τις δικές του εσωτερικευμένες καλές και κακές αναπαραστάσεις εμπλέκει πολλούς και ποικίλους παράγοντες οι οποίοι και ευθύνονται σε άλλοτε άλλο βαθμό για την εμφάνιση της σχολικής φοβίας. Στην ταχεία θεραπευτική διευθέτηση όλων αυτών των παραγόντων συνίσταται και η αντιμετώπιση της σχολικής φοβίας που πρέπει να επιχειρηθεί όσο το δυνατόν πιο γρήγορα από τους ειδικούς και τους γονείς και δασκάλους προκειμένου να επιστρέψει το παιδί στο σχολείο.
Ετσι, μεγάλη σημασία έχει η αναπτυξιακή συναισθηματική ωριμότητα του παιδιού ως προς τον άξονα από τη συμβιωτική σχέση με την μητέρα στην εξατομίκευση και αυτονόμησή του. Εδώ καθοριστική είναι η δυαδική και η τριαδική σχέση του παιδιού με τους γονείς αλλά και η καλή υποστήριξη και φροντίδα της μητέρας από τον πατέρα έτσι ώστε η μητέρα να μην περιμένει από το παιδί της την συναισθηματική ασφάλεια που χρειάζεται. Επίσης σημαντικό είναι να μην εισβάλλουν οι γονείς στον προσωπικό χώρο του παιδιού ούτε ο ένας να καταπατά τον χώρο και τον ρόλο του άλλου στην οικογένεια. Τέλος η οικογένεια θα πρέπει να διαθέτει ικανοποιητικές κοινωνικές σχέσεις και παράλληλα εύκαμπτη κοινωνική δυναμική, ένα απαραίτητο “εμείς” που να μπορεί να κανονίζει ικανοποιητικά τους λογαριασμούς του με “τους άλλους”.
Παρόμοια στον χώρο του σχολείου: οι σχέσεις με τους συμμαθητές να ρυθμίζονται από τους δασκάλους αλλά και οι σχέσεις των δασκάλων μεταξύ τους καθώς και με τον διευθυντή να ελέγχονται θεσμικά. Επίσης το πρόγραμμα και η λειτουργία του σχολείου να ανταποκρίνεται στις ανάγκες και στα ενδιαφέροντα, στις τυχόν μαθησιακές ιδιαιτερότητες και στην περαιτέρω εξέλιξη και επαγγελματική αποκατάσταση των μαθητών με διάλογο, συλλογικότητα αλλά και υπευθυνότητα. Κυρίως όμως ενότητα, καλλιέργεια δεσμών συνεργασίας και αλληλεξάρτηση που να καταργεί την “ευκολία” του ενός εις βάρος του άλλου, την αβεβαιότητα και τον ωμό ανταγωνισμό όπου “όλα παίζονται”. Μόνον έτσι η περιπέτεια της Γνώσης επιτρέπει την ισοδύναμη συμμετοχή και μπορούμε να ελπίζουμε να ζήσουμε όλοι μαζί καλά σ’ έναν καλύτερο κόσμο.
*Παιδοψυχίατρος
– Ιατρείο Παιδιών – εφήβων Κ.Ψ.Υ. Χανίων