Τρίτη, 16 Ιουλίου, 2024

Το μυστήριο της “La Madonna Fusculitissa – Ghrissoscaletessa – Χρυσοσκαλίτισσας”

ΒΑΣΙΛΗΣ Ν. ΚΝΙΘΑΚΗΣ
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ

Πολλά χρόνια τώρα ένας θρύλος και ένα μυστήριο πλανώνται πάνω στις παραδόσεις των ανθρώπων που κατοικούσαν στην περιοχή των Εννιά Χωριών στην Κίσαμο του Ν. Χανίων, ´το αρχαίο Ιναχώριο´. Αγνωστο πριν πόσες γενιές άρχισε να μεταδίδεται από στόμα σε στόμα το μυστήριο των χαμένων ´τριών μοναστηριών´.
Ποια ήταν τα μοναστήρια; Πού ήταν κτισμένα; Ποιοι και πότε τα είχαν κτίσει; Σε ποιον Αγιο ήταν αφιερωμένα; Γιατί και πώς χάθηκαν χωρίς να αφήσουν ούτε ένα ίχνος; Είναι μερικά ερωτήματα που προσπάθησαν να απαντήσουν πριν από πολλά χρόνια πολλοί αρχαιολόγοι και ιστορικοί ερευνητές χωρίς ένα καθαρό αποτέλεσμα.
Τα αποδεικτικά στοιχεία είναι λίγα και η ποικιλία των θρύλων μεγάλη. Ο χρόνος πάντα σβήνει τους ανθρώπους και μαζί τους και τις μνήμες και μπερδεύει τον μύθο με την πραγματικότητα σε ένα κουβάρι που δεν γνωρίζει κανένας πού είναι η αρχή και ποιο το τέλος του.

H ΠΡΩΤΗ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΑΠΟ ΤΟΝ GEROLA
Το 1900 έρχεται στην Κρήτη ένας μεγάλος αρχαιολόγος και αρχιτέκτονας ο G. Gerola.
 Σαν νέος ´ Προμηθέας´ μεταλαμπαδεύει στην Κρήτη τη φλόγα του πολισμού που τα 250 χρόνια της Τουρκοκρατίας είχαν σβήσει. Αντίθετος με τους νόμους της Φύσης ´τη φθορά και τη λησμονιά´. Ερχεται στην Κρήτη για να καταγράψει και να διασώσει από τη λήθη και τον αφανισμό όλα τα ενετικά μνημεία πολιτισμού που είχαν επιζήσει. Μέσα στις χιλιάδες των μνημείων που ανακάλυψε, μελέτησε και κατέγραψε, ήταν και ένα μικρό εκκλησάκι εγκαταλελειμμένο, χωμένο στο χώμα και στη λησμονιά του χρόνου. Βρισκόταν ανάμεσα στα χωριά Περιβολάκια και τη Βάθη. Στα βιβλία του το είχε καταγράψει ως Εκκλησία της Παναγίας. Είχε αποτυπώσει την κάτοψή της και είχε διατυπώσει ορισμένες παρατηρήσεις. Οτι στο εκκλησάκι υπήρχαν δύο παρεκκλήσια και ότι ήταν λατινικό, δηλαδή λατρευόταν σύμφωνα με το Καθολικό Δόγμα.
Οι μετέπειτα αρχαιολόγοι, παίρνοντας τα γραφόμενα του Gerola σαν αξίωμα, δεν επιδίωξαν ούτε να αναστηλώσουν, αλλά ούτε και να διερευνήσουν περισσότερο την εκκλησία.
Και η Φύση συνέχισε το έργο της φθοράς που είχε αρχίσει πολλά χρόνια πριν. Ενα δέντρο φύτρωσε στην οροφή και άπλωσε τις ρίζες του από την οροφή στους τοίχους. Οι τοίχοι άνοιξαν και το εκκλησάκι έγινε ετοιμόρροπο. Φόβιζε με κατάρρευση οποιονδήποτε επιχειρούσε να μπει μέσα έστω για λίγα λεπτα. Σημάδια βανδαλισμού παλαιότερων εποχών υπήρχαν μέσα του έντονα. Η Αγία Τράπεζα είχε μετατραπεί σε πυρομάχι. Είχε ανοιχτεί μια τρύπα στην οροφή για να εξέρχεται ο καπνός με κίνδυνο να καταρρεύσει ολόκληρη η οροφή. Και οι γκρεμισμένοι εσωτερικοί τοίχοι είχαν κάνει σωρούς τις πέτρες στο εσωτερικό. Ετσι κάθε επισκέπτης είχε δυσκολία όχι μόνο να βαδίσει, αλλά και να κρατηθεί όρθιος. Σε αυτήν την κατάσταση βρήκα την εκκλησία την πρώτη φορά που την επισκέφτηκα στις 15-12-2012. Τη βρήκα οδηγημένος από τα βιβλία του Gerola και ρωτώντας τους ηλικιωμένους κατοίκους των γύρω χωριών.

ΑΝΑΚΑΛΥΠΤΟΝΤΑΣ ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ…
Στις μετέπειτα συνεχόμενες επισκέψεις μου εντόπισα στον σουβά του βόρειου τοίχου χαραγμένα σχέδια καραβιών και μιας κωπήλατης βάρκας. Το ένα καράβι ήταν τύπου γαλέρας με θύρες κανονιών.
Και τα δύo ήταν κωπήλατα και με πανιά. Το πρώτο, η γαλέρα, ήταν αγκυροβολημένη με δύο άγκυρες. Το δεύτερο που ακολουθούσε ήταν δεμένο πίσω του σαν να επρόκειτο για λάφυρο αιχμαλωσίας.
Το πρώτο έφερε έναν εμφανή σταυρό στο κατάρτι, ενώ το δεύτερο έφερε στο κατάρτι ένα στρογγυλό σχήμα που μέσα του είχε μια διπλή ημισέληνο σε σχήμα (Χ).
Αργότερα πρόσεξα μια δυσανάγνωστη επιγραφή και κατάλαβα ότι πρόκειται για ´Κτητορική επιγραφή´. Επειδή κανείς δεν πίστευε τι είχα βρει στη σπηλαιώδη εκκλησία.
Και επειδή από την αρχή πίστεψα ότι η επιγραφή που αντίκρισα είναι ´κτητορική επιγραφή´ και ότι μας παρέχει χρήσιμες ιστορικές πληροφορίες, προσπάθησα με τις λίγες γνώσεις μου να τη διαβάσω και να τη χρονολογήσω.
Μετά έψαξα όλα τα γνωστά αρχαιολογικά και ιστορικά βιβλία που είχα, για να μάθω μήπως κάποιος αρχαιολόγος ή ιστορικός ερευνητής, είχε δει και είχε διαβάσει αυτή την επιγραφή στο παρελθόν. Με έκπληξή μου κατάλαβα ότι η επιγραφή αυτή δεν αναφερόταν πουθενά.
Τότε φωτογράφισα και έστειλα όλα τα ευρήματα με e-mail σε γνωστούς ακαδημαϊκούς και ιστορικούς συγγραφείς που είχαν γράψει και μελετήσει την ιστορία της περιοχής και ζήτησα τη γνώμη τους.
Οταν μου απάντησαν, με συνεχάρησαν και μου είπαν ότι ήταν αδημοσίευτα. Τότε, ως όφειλα, έκαναν μία αναφορά προς την Αρχαιολογική Υπηρεσία και τους έκανα γνωστό ότι (σε μία καταγεγραμμένη εκκλησία στα βιβλία του Gerola) υπάρχει μια άγνωστη κτητορική επιγραφή που γράφει ότι εκεί ήταν ένα Μοναστήρι. Καθώς ότι υπάρχουν άγνωστα και αδημοσίευτα σχέδια καραβιών και μιας βάρκας στον βόρειο τοίχο. Τους παρέθεσα για πειστήριο και δώδεκα φωτογραφίες. Τους ανέφερα περίπου τι κατά γνώμη μου έγραφε η επιγραφή καθώς και την εκτίμησή μου για τη χρονολόγησή τους. Τους έγραφα ότι ήταν αντικείμενο της αρμοδιότητας των Βυζαντινών και Μεσαιωνικών Αρχαιοτήτων και τους προέτρεψα να λάβουν μέτρα προστασίας της ακεραιότητας της εκκλησίας καθώς να προβούν, εάν το κρίνουν σκόπιμο και σε δικές τους έρευνες. Την επόμενη ημέρα που έκανα την αίτηση, επισκεφτήκαμε την εκκλησία από κοινού με δύο αρχαιολόγους της αρμόδιας Αρχαιολογικής Υπηρεσίας.
Αφού τους υπέδειξα τι και πού το είχα δει, αυτοί με τη σειρά τους έκριναν ότι η επιγραφή και τα σχέδια ήταν αυθεντικά, προέβησαν σε πρώτη εκτίμηση και φωτογράφισαν τον χώρο μέσα κι έξω από την εκκλησία.
Τα συμπεράσματά τους μου τα κοινοποίησαν εγγράφως περίπου μετά έναν μήνα.
Με άφησαν να καταλάβω ότι θεώρησαν τα ευρήματα ελάσσονος αρχαιολογικού ενδιαφέροντος και ότι η υπόθεση αυτή είχε κλείσει, χωρίς να σκέφτονται για περαιτέρω αρχαιολογική έρευνα.
 
ΜΕ ΤΗ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΕΡΑΣΙΤΕΧΝΗ ΕΡΕΥΝΗΤΗ
Η ανάλυση και η μελέτη, όμως, της κτητορικής επιγραφής και των σχεδίων που βρέθηκαν κίνησαν το δικό μου ενδιαφέρον για να μελετήσω περισσότερο εκτεταμένα τις διάφορες ιστορικές πηγές, αλλά και τους θρύλους που συνόδευαν την περιοχή που υπήρχε η εκκλησία. Και τα συμπεράσματα που κατέληξα από τη μελέτη και ανάλυση θα ήθελα να κάνω γνωστά, μέσω της εφημερίδας, σε κάθε συμπολίτη μας που ενδιαφέρεται για τα προαναφερόμενα.
Ας εξετάσουμε, όμως, τα νέα στοιχεία που προκύπτουν από την κτητορική επιγραφή.
Η επιγραφή αναφέρει ότι το έτος «1546 ανεστορίθη το μοναστήρι της Υπεραγίας Θεοτόκου και Μάνας Ανασσας διά κόπου και εξόδου των μοναχών Αβραάμ και Νικολάου, κόπου και Μαλτάου Αβραάμ» (Η ανάγνωση της επιγραφής είναι δική μου με κάθε επιφύλαξη ενδεχόμενου λάθους).
Από την επιγραφή προκύπτουν νέα ιστορικά στοιχεία που είναι η ημερομηνία κτήσεως του μοναστηριού το 1546 και ότι εκεί υπήρχε ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ αφιερωμένο στην Υπεραγία ΘΕΟΤΟΚΟ και Μάνα και Ανασσα. Ανατρέχοντας σε άλλες ιστορικές πηγές βρίσκουμε στην απογραφή των Ναών και των Μονών του έτους 1637 ότι ένας ιερέας με το όνομα Αντώνιος Πατίχας δηλώνει ότι είναι εφημέριος και ιδιοκτήτης στον Ναό Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου στο χωριό Κούνενι, ότι ο Ναός είναι ενοριακός και έχει έσοδα 20 υπέρπυρα και ότι είναι επίσης εφημέριος και στην εκκλησία της Παναγίας της Γουνοσκαλίτισσας με έσοδα 100 υπέρπυρα. Από τη δήλωση του παπα – Πατίχα προκύπτουν δύο πληροφορίες: Η πρώτη πληροφορία είναι ότι στο χωριό Κούνενι ´σημερινή Βάθη´ υπήρχαν δύο ορθόδοξες εκκλησίες που τις λειτουργούσε ορθόδοξος ιερέας και η δεύτερη είναι ότι η μια εκκλησία ήταν αφιερωμένη στη Θεοτόκο τη Γουνοσκαλίτισσα (πιθανή παραφθορά της λέξης Χρυσοσκαλίτισσα) και είχε έσοδα 100 υπέρπυρα. Ποσό μεγάλο για την εποχή του (βλέπε σχετική δημοσίευση Μαρίας Χαιρέτη, σελίδες 368 και 382 και από σχετική δημοσίευση των Τζουγκαράκη – Αγγελομάτη ´Πρακτικά του Ι Κρητολογικού Συνεδρίου τόμος B1´).
Η επιγραφή που εντοπίσθηκε στο εγκαταλειμμένο αυτό εκκλησάκι ξεκαθαρίζει όλη την αμφίβολη κατάσταση για την καταγωγή της εκκλησίας, που δημιούργησε ο Gerola στην καταγραφή του ότι πρόκειται για Καθολική Εκκλησία.
Η επιγραφή ήταν γραμμένη στα ελληνικά, γεγονός που μαρτυρά την ορθόδοξη καταγωγή της. Επίσης η επιγραφή αναφέρει ότι το Μοναστήρι και η Εκκλησία ήταν αφιερωμένα στην Υπεραγία Θεοτόκο (Και βρίσκεται στην περιοχή του χωριού Κούνενι).
Από αυτά συνάγουμε το συμπέρασμα ότι η σημερινή εγκαταλελειμμένη εκκλησία, που βρίσκεται μεταξύ των χωριών Περιβολάκια και Βάθης ταυτίζεται με την Εκκλησία της Παναγίας που λειτουργούσε ο παπα – Πατίχας στο χωριό Κούνενι.
Σε μία από τις επισκέψεις μου στην εκκλησία διέκρινα και φωτογράφισα πάνω στον ανατολικό τοίχο μια ημερομηνία γραμμένη με την ελληνική γραμματοσειρά και χαραγμένη στον σουβά από τότε που ήταν νωπός. Ιδιας τεχνικής με την επιγραφή και τα σχέδια που βρέθηκαν στον βόρειο τοίχο.
Αυτή ανέφερε το έτος 1566, προφανώς το έτος κτήσεως του ανατολικού κλίτους. Από αυτό προκύπτει ότι το ανατολικό κλίτος έγινε 20 χρόνια αργότερα από την ανέγερση του κυρίως Ναού. Πρόκειται πιθανόν ή για επέκταση της Εκκλησίας ή για πρόσθεση ενός νέου λατρευτικού παρεκκλησίου.
Αυτό είναι μια ένδειξη ότι και αρχιτεκτονικά έχουμε να κάνουμε με μια Ορθόδοξη Εκκλησία. Μυστήριο πάντως παραμένει γιατί ο ιερέας δεν δηλώνει την Εκκλησία ως Μοναστήρι που ήταν πριν 91 χρόνια.
Το όνομα που αναφέρει ο παπα – Πατίχας για την Παναγία σαν «Γουνοσκαλίτισσα» είναι μάλλον παραφθορά της αρχικής λέξης λόγω των διαδοχικών χειρόγραφων αντιγραφών και των δίγλωσσων επανεγραφών. Στα ιταλικά η κακογραμμένη λέξη Ghrisso/scaltessa μοιάζει με τη Ghuno/scaletessa γιατί το (ri) μπορεί να διαβαστεί ως (u) και τα (ss) ως (n) και ίσως αυτή η λεπτομέρεια να ήταν μοιραία για πληθώρα παρερμηνειών. Αλλο επιχείρημα που συνηγορεί υπέρ της παραφθοράς της λέξης με τις διαδοχικές αναγραφές είναι η ονοματολογία του χαρτογράφου Boschinni. Στους χάρτες του αναφέρει το τοπωνύμιο σαν ´Παναγία Χρυσοσκαλίτισσα´.
Νεότερος ερευνητής ταυτίζει την ομολογία του ιερέα για την Εκκλησία της Παναγίας με αυτή της σημερινής Εκκλησίας της Χρυσοσκαλίτισσας,  υπόθεση που δεν είναι αληθής, διότι στη θέση της σημερινής Χρυσοσκαλίτισσας δεν υπάρχει καμία μαρτυρία ή αρχαιολογική ένδειξη ότι υπήρχε τον 17ο αιώνα Μοναστήρι ή Εκκλησία με το όνομα Παναγία ή Χρυσοσκαλίτισσα.
Ερχόμαστε σε μια νέα ιστορική καταγραφή, η οποία προέρχεται το 1670 και από τον Τούρκο περιηγητή Εβλιγιά Τσελεμπή. Ο εν λόγω Τούρκος είχε επισκεφθεί την περιοχή και είχε συναντήσει εκεί, όπως περιγράφει, 100 – 200 μοναχούς, οι οποίοι τον περιποιήθηκαν και τον φιλοξένησαν. Αναφέρει το όνομα της Μονής που πήγε: Αγιος Νικόλαος. ´Ο αριθμός των μοναχών που αναφέρει ο Τσελεμπί θεωρείται υπερβολικά μεγάλος´. Ενας τόσο μεγάλος αριθμός μοναχών χρειάζεται πολλές εγκαταστάσεις υποδομής και έως σήμερα δεν έχει ανιχνευτεί τίποτα το σχετικό. Η Εκκλησία και ο χώρος γύρω από αυτήν είναι μικροί και δεν επιτρέπουν τη στέγαση τόσο μεγάλου αριθμού μοναχών, εκτός εάν επρόκειτο για ευκαιριακούς μοναχούς, κάτι σύνηθες την εποχή αυτή.
 Πολλοί χωρικοί (Βιλάνοι) γινόντουσαν (ψευτοκαλόγεροι) για να γλυτώνουν τις αγγαρείες των Ενετών και την υποχρεωτική ναυτολόγηση (κωπηλάτες στις γαλέρες του θανάτου). Από τότε έχουν μείνει οι λέξεις (σκαπουλέτοι και ξεσκαπούλαρα).
Στην απογραφή του έτους 1637 δεν υπάρχει Μονή του Αγίου Νικολάου εκείνη την περίοδο στην περιοχή αυτή.
 Το μοναδικό μοναστήρι που υπήρχε, όπως προαναφέραμε, είναι της Παναγίας της Χρυσοσκαλίτισσας. Οσο για την εκκλησία του Αγίου Νικολάου που αναφέρει ο Τσελεμπή, πιθανά να υπονοεί τη σημερινή Εκκλησία του Αγίου Νικολάου που βρίσκεται σε απόσταση 2 Km μακριά από την παλαιά μονή της Παναγίας της Χρυσοσκαλίτισσας.
Για να την επισκεφθεί όμως ο Τσελεμπή ως περιηγητής και ιστοριογράφος των Τούρκων δίδεται η εκτίμηση ότι το Μοναστήρι αυτό θα επρόκειτο για ένα φημισμένο για εποχή του προσκύνημα.
Ερχόμαστε σε μία νέα ιστορική καταγραφή, η οποία προέρχεται από τους ενετικούς χάρτες των χαρτογράφων Coronelli και Boschinni. Στον πλέον αξιόπιστο χάρτη του Coronelli, ο οποίος συντάχθηκε στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα αναφέρεται ως ´La Madonna Fusculitissa´, πιθανόν να είναι παραφθορά των λέξεων Χρυσοσκαλίτισσα γιατί ως γνωστό ο Coronelli δεν ήρθε ποτέ στην Κρήτη και τους χάρτες του τους έφτιαξε διαβάζοντας τους χάρτες άλλων χαρτογράφων και στους χάρτες του Boschinni αναγράφεται ως ´Χρυσοσκαλίτισσα´.
Μερικοί νεότεροι ερευνητές ταυτίζουν τις εκκλησίες που αναφέρουν οι χαρτογράφοι με το σημερινό Μοναστήρι της Χρυσοσκαλίτισσας, αλλά, όπως προαναφέραμε, ´Μοναστήρι ή Εκκλησία με αυτό το όνομα στην περιοχή δεν υπήρχε τον 17ο αιώνα´.
Από την εποχή αυτή έως το έτος 1855 χάνονται όλες οι ιστορικές μαρτυρίες και τις διαδέχονται φήμες και θρύλοι.
Το μοναστήρι από τα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας πέφτει σε ανυποληψία, ισοπεδώνεται, εγκαταλείπεται και σχεδόν εξαφανίζεται. Για την εξαφάνιση του μοναστηριού υπάρχουν τρεις υποθέσεις, χωρίς να έχουμε επαρκή στοιχεία τεκμηρίωσης.
Η πρώτη υπόθεση που προέρχεται από θρύλους και παραδόσεις λέει ότι ´ο Οικουμενικός Πατριάρχης πούλησε τη Μονή μαζί με το χρυσό σκαλοπάτι για χρέη του Πατριαρχείου´. Μάλλον ψευδής. Λόγω του τρόπου διανομής από τους Τούρκους των κατακτήσεών τους η δεύτερη υπόθεση έχει προέλευση από την παράδοση και λέει ´ότι καταπατήθηκε από Τούρκους αξιωματούχους και ισοπεδώθηκε εξαιτίας της φημολογίας που τη συνόδευε ότι υπήρχε χρυσός και χρυσό σκαλοπάτι´. Μάλλον αληθοφανής. Και η τρίτη υπόθεση ότι στην περιοχή έγινε ομαδικός εξισλαμισμός των κατοίκων και έτσι το Μοναστήρι μετατράπηκε από Εκκλησία σε στάβλο (για αυτή την υπόθεση υπάρχουν ψήγματα ιστορικής τεκμηρίωσης).

Η ΠΡΩΤΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
Ερχόμαστε στο έτος 1867 που είναι η πρώτη ιστορική μαρτυρία στη νεότερη περίοδο.
Η Κρητική επανάσταση είναι στο κορύφωμά της. Η περιοχή των Ιναχωρίων ελέγχεται από τον αρχηγό της επανάστασης στην περιοχή Κισάμου Αναγνώστη Σκαλίδη.
Ο Σκαλίδης το 1855 συναντά έναν επαναστάτη καλόγερο τον Μάνεση Γλυνιά από το χωριό Ασκύφου.
Τον πείθει να πάει στο χωριό του τα Περιβολάκια Κισάμου και να εγκατασταθεί στην παλιά Μονή της Παναγίας Χρυσοσκαλίτισσας.
Αυτός, ως φαίνεται, τον ακολουθεί και με εράνους αναστηλώνει στοιχειωδώς τη Μονή και εγκαθίσταται εκεί ως μοναδικός ασκητής. Εκεί το 1867 συναντά τον μοναχό Γλυνιά ο Αγγλος δημοσιογράφος και φιλέλληνας Ιλαρίων Σκίνερ, ανταποκριτής εφημερίδων για την Κρητική επανάσταση.
Στα γραφικά και ρεαλιστικά στιγμιότυπα της ζωής του Γλυνιά, που περιγράφει στην ανταπόκρισή του ο Σκίνερ, ξεχωρίζουμε μία ενδιαφέρουσα παράγραφο για την ιστορία (ο Σκίνερ γράφει):
«Την επιούσαν δ’ ο σοβαρός και μυώδης ερημίτης αφωσιωμένος εις την θήραν μάλλον ή εις τα θρησκευτικά του καθήκοντα με οδήγησεν εις μακρύνουν περίπατον επί των παρακειμένων βράχων. Ενταύθα μοι επέδειξεν ου μόνον το όπλον και τα αλιευτικά του όργανα αλλά και τον ορμίσκον ένθα είχεν αλιεύσει τους μεγαλυτέρους ιχθύς».
Οι λέξεις της ανταπόκρισης (μακρινός περίπατος) και μετά ακολουθεί η περιγραφή της θάλασσας υποδεικνύουν ότι ξεκίνησαν από «αφετηρία το βουνό προς τη θάλασσα». Η απόσταση είναι περίπου δέκα χιλιόμετρα και γι’ αυτό ορίζει ο δημοσιογράφος σαν μακριά.
Αρα έχουμε άλλη μια ιστορική μαρτυρία ότι τα έτη 1855 – 1867 η Μόνη της Χρυσοσκαλίτισσας βρισκόταν στην περιοχή μεταξύ των χωριών Περιβολάκια και Κούνενι.
Αργότερα και πιθανόν μετά το έτος 1867 έρχεται στη Μονή και δεύτερος μοναχός ο Μελέτιος Καλιτσουνάκης από το χωριό Τζιτζιφιά Κισάμου και λίγο αργότερα άρχισαν να μαζεύονται και γυναίκες που ήθελαν να μονάσουν.
Τότε η τοπική Εκκλησιαστική Αρχή αποφάσισε να μαζέψει όλες τις καλόγριες σε ένα νέο μοναστήρι αυτό που ήταν κοντά στη θάλασσα, τη σημερινή Χρυσοσκαλίτισσα. Για την εγκατάσταση των καλογραιών στο μοναστήρι έγιναν πολλά έργα υποδομής και ένα από όλα αυτά ήταν η συλλογή βρόχινου νερού σε δεξαμενή πάνω στον βράχο. Πράγμα εντελώς αδιανόητο για την παλαιά μόνη, γιατί η μόνη αυτή περιβρέχετο από τρία ποτάμια. Ο Γλυνιάς πέθανε το 1886 και ο Καλιτσουνάκης αφιερώθηκε στο να μεγαλώσει και να αξιοποιήσει το νέο μοναστήρι της σημερινής Χρυσοσκαλίτισσας. Αργότερα προσήλθαν κι άλλοι μοναχοί, αλλά ποτέ δεν ξεπέρασαν τον αριθμό των πέντε ή έξι μοναχών. Οι μοναχές πάντα ήταν λίγο περισσότερες. Στην απογραφή του έτους 1881 είχε έξι μοναχούς. Το 1894 χτίστηκε ο σημερινός μεγάλος Ναός μέσα σε λίγους μόνο μήνες.
Επί Κρητικής Πολιτείας το μοναστήρι της Χρυσοσκαλίτισσας προσαρτήθηκε στη Μονή της Γωνιάς και την περίοδο 1903 – 1910 κτίστηκε και μετακόμισε το γυναικείο τμήμα του Μοναστηριού της Χρυσοσκαλίτισσας που ονομαζόταν Παρθενώνας, μια αυτόνομη γυναικεία Μονή έξω από την Κίσαμο ´επί επισκόπου Κισάμου και Σελίνου Ανθίμου Λελεδάκη´ που της έδωσαν το αρχικό όνομα του γυναικείου τμήματος της Χρυσοσκαλίτισσας «Μονή Παρθενώνος». Εκτοτε στη Χρυσοσκαλίτισσα έμειναν ελάχιστοι μοναχοί. Το 1935 κρίθηκε και πάλι διαλυτέα. Στη γερμανική κατοχή οι Γερμανοί την κατέστρεψαν και έδιωξαν τους μοναχούς και την έκαναν στρατιωτικό φυλάκιο. Ενας από τους σπουδαιότερους επισκέπτες της Μονής ήταν κι ο Νίκος Καζαντζάκης. Σήμερα έχει γίνει ένας από τους δημοφιλέστερους τουριστικούς τόπους επίσκεψης. Από όλα αυτά συνοπτικά προκύπτει ότι το 1546 οι μοναχοί Αβραάμ και Νικόλαος κτίζουν και ιδρύουν ένα μοναστήρι αφιερωμένο στην Παναγία και ευρισκόμενο μεταξύ των χωριών Περιβολάκια και Κούνενι.
Το μοναστήρι αυτό γίνεται γνωστό ως Παναγία ή Χρυσοσκαλίτισσα και είναι εύπορο και διάσημο προσκύνημα για την εποχή του. Στα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας εγκαταλείπεται και ερημώνεται και αλλάζει χρήση.
Το 1855 αναστηλώνεται στοιχειωδώς και επαναλειτουργεί ως Μονή με έναν μοναχό τον Γλυνιά, αργότερα έρχεται και ο μοναχός Καλιτσουνάκης. Σιγά – σιγά προσέρχονται και μοναχές με πρωτοβουλία και εράνους των δύο μονομάχων και ιδιαίτερα του Καλιτσουνάκη κτίζονται νέες εγκαταστάσεις στη σημερινή θέση της Μονής Χρυσοσκαλίτισσας που προϋπήρχε πάνω στον βράχο μία σκήτη ενός ασκητή από τα Κύθηρα που ονομαζόταν Ιωαννίκιος και πέθανε το 1855.
Το 1894 κτίζεται και η νέα Εκκλησία της Παναγίας της Χρυσοσκαλίτισσας.
Οι καλόγεροι και καλόγριες μετακομίζουν στη νέα Μονή και στο νέο Μοναστήρι συνυπάρχουν μοναχές και μοναχοί έως το έτος 1905 περίπου.  Τη χρονική περίοδο 1903 – 1905 κτίζεται έξω από την Κίσαμο νέα Μονή που ονομάζεται Παρθενών κι εκεί μετακομίζουν και στεγάζονται οι καλόγριες.
Σήμερα υπάγεται στη Μονή της Γωνιάς. Τα τελευταία χρόνια σχεδόν υπολειτουργεί.
Τελευταία έχει μετατραπεί σε μεγάλης τουριστικής επισκεψιμότητας τόπο, εξαιτίας της φυσικής ομορφιάς του και της γειτνίασής του με το Ελαφονήσι.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1) MONUMENTI VENETI DELL’ ISSOLA DI CRETA GIUSEPPE GEROLA
2) Μοναστήρια και Ερημητήρια της Κρήτης (Νίκου Ψιλάκη)
3) Ανέκδοτα χαράγματα και επιγραφές από Ναούς και Μονές της Κρήτης (Α’, Β’, Γ’) Δημήτρης Τζουγκαράκης – Ελένη Αγγελομάτη – Τσουγκαράκη
4) Χριστιανικαί επιγραφαί Κρήτης Στέφανος Ξανθουδίδης
5) Χάρτες και σχέδια φρουρίων Coronelli κα Boschini (Δημοτική βιβλιοθήκη Χανίων)
6) Ιστορία της Χρυσοσκαλίτισσας (N.B. Πιμπλής)
7) Η Επαρχία Κισάμου… ιστορία… (1125 π.Χ. – 1922 μ.Χ.) Γιάννη Εμμ. Ανδρουλάκη
8) Εκκλησιαστική απογραφή Χανίων 1637 Μαρίας Κ. Χαιρέτη
9) Απογραφή των Εκκλησιών και Μονών 1635 – 37 Πεπραγμένα Ι Κρητ. Συνεδρίου, τόμος Β1, Δημ/ση Δ. Τζουγκαράκη – Ε. Αγγελομάτη.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

1 Comment

  1. περνώντας από το σημείο που βρίσκεται το μοναστήρι,πάντα θεωρούσα ότι επρόκειτο για ένα μικρό εκκλησάκι και με έκπληξη διαπιστώνω ότι επρόκειτο για μοναστήρι. Εντυπωσιακή η έρευνα σας και απόλυτα τεκμηριωμένη.
    Το χωριό τζιτζιφια κάποτε επί ενετών λεγόταν sanda Lucia, υπήρχε ιστορούμενη εκκλησία,θα μπορούσε να ήταν και μοναστήρι με αυτό το όνομα ,’ομως δεν μπόρεσα ούτε ιστορικά στοιχεία να εντοπίσω ,ούτε και ερείπια ,εκτός και αν ήταν εκεί που υπάρχει η σημερινή εκκλησία που όπως λέγεται υπήρχε παλαιά μικρή εκκλησία που την γκρέμισαν και εκεί έκτισαν την σημερίνη. Από την παλιά σώζεται μόνο ΄το καμπαναριό.

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα