Στα χρόνια αμέσως μετά τη γερμανική κατοχή, παρ’ ότι οι άνθρωποι βρίσκονταν σε μεγαλύτερη φτώχεια από τη σημερινή, έχοντας για τόσα χρόνια αποκλειστεί από κάθε διασκέδαση, δεν άφηναν ευκαιρία που να μην προσπαθήσουν να κερδίσουν τα χαμένα χρόνια του γλεντιού.
Αυτό έκαναν και με αφορμή τις Απόκριες και μάλιστα ίσως πιο έντονα από σήμερα, αν εξαιρέσουμε τις φιέστες των σημερινών οργανωμένων Καρναβαλιών.
Τις Απόκριες οι δρόμοι των Χανίων γέμιζαν από κάθε λογής μασκαράδες, όπως π.χ. κάποιος που είχε ντυθεί… ατομική βόμβα ή ένας θαυμάσιος κάου μπόυ με το άλογό του ή κάποιοι θαυμαστοί ιππότες κ.λπ., αλλά και τους απλούς ανθρώπους και ιδίως νέους που δεν είχαν αυτές τις δυνατότητες και ντύνονταν με ρούχα της… μάνας των ή κάποιου παπά κ.λπ.
Στην περιοχή του Κάτωλα της παλιάς πόλης, ιδίως τα βράδια, οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από σερπαντίνες και κομφετί. Σήμερα που όσο να είναι τα μέσα είναι περισσότερα σπάνια συναντάς περιποιημένους ή μη μασκαράδες, ακόμη και στα γλέντια σε δημόσιους ή ιδιωτικούς χώρους, όπου τότε έφταναν οι περισσότεροι Χανιώτες μασκαρεμένοι.
Κάθε χρόνο την Τσικνοπέμπτη, στους οργανωμένους παιδικούς χορούς, τα μπαλνταφάν, υπήρχε το αδιαχώρητο και βραβεύονταν οι καλύτερες παιδικές μεταμφιέσεις.
Το γεγονός των Απόκρεω πάντως, για να μην πω της χρονιάς, ήταν ο χορός μεταμφιεσμένων του Ορειβατικού Συλλόγου Χανίων, που, από το 1960 περίπου και για καμιά εικοσαριά χρόνια, η ψυχή της επιτυχίας του ήταν ο φίλος Τάκης Χουλιόπουλος. Μάλιστα, κάθε φορά όλοι περίμεναν και την έκπληξη που θα τους έκανε με κάποια νέα σπαρταριστή μεταμφίεσή του και πάντα στο κέντρο ´Χονολουλού´, σημερινά ´Αστρα´.
Τα ωραία για εμάς εκείνα χρόνια στον Τοπανά της παλιάς πόλης η μαθητική παρέα μας μασκαρεμένη κυκλοφορούσε τα βράδια σε αμέτρητα σπίθια γνωστών ή αγνώστων που οι οικοδεσπότες πάσχιζαν να βρουν ποιοι είναι οι μασκαρεμένοι βραδινοί επισκέπτες των. Ακολουθούσε το καθιερωμένο κέρασμα και πάμε πιο κάτω. Τότε και τα μεσάνυχτα ακόμη, οι πόρτες άνοιγαν φιλόξενα, γιατί δεν υπήρχε ο φόβος μπας και οι μασκαράδες ήταν τελικά κάποιοι ληστές.
Σήμερα θυμήθηκα αυτή την παρέα από την οποία έχω την τύχη ή ατυχία να είμαι ο τελευταίος… επιζών και στ’ αλήθεια δεν τα κατάφερα να μην δακρύσω αποκριάτικα. Στην παρέα ήταν και τέσσερις αδελφές, με πιο όμορφη τη μικρότερη, την Ελευθερία, που όμως η οικογένειά τους δεν ήταν και τόσο εύπορη κι έτσι ξενιτεύτηκαν και αποκαταστάθηκαν στην Αμερική.
Ετσι χάλασε η όμορφη παρέα μας, που όσο κι αν ήρθαν καινούργιοι δεν αναπλήρωσαν τους… μετανάστες. Τον περασμένο χρόνο συνάντησα έναν παλιό γνωστό μου που είχα χρόνια να τον δω, ´Αμερικανός´ και αυτός και ερώτησα μπας και γνωρίζει τι κάνουν οι κοπελιές της παλιοπαρέας. Μπα, φίλε μου, δεν ζει καμιά με τελευταία την Ελευθερία που πέθανε πριν πέντε χρόνια! Οταν στη θύμησή σου σού έχουν μείνει παλιοί φίλοι, όπως ήταν όμορφοι εικοσάρηδες και κάποια στιγμή τους αντικρίζεις γέρους ή μάθεις πως έφυγαν για πάντα δεν μπορείς να μην πάθεις σοκ.
Τι άλλο να τους προσφέρω πέρα από ένα κεράκι στη μνήμη τους που το φιτίλι του δυσκολεύτηκε ν’ ανάψει, αφού είχε βραχεί από κάποιο δάκρυ.
Ισως κι αυτοί σήμερα να μας αγνάντευαν από εκεί που βρίσκονται ντυμένοι Αγγελοι.