Παρασκευή, 10 Ιανουαρίου, 2025

Χαρακτηριστικά και προοπτικές για τις ελληνικές Τράπεζες

Καθηγητής Κωνσταντίνος Ζοπουνίδης*
Δρ Χρήστος Μ. Λεμονάκης**

Εισαγωγή
Οι τρέχουσες εξελίξεις στην Κύπρο δεν αφήνουν περιθώρια παρερμηνείας των γεγονότων. Η διαδικασία εξυγίανσης της Λαϊκής Τράπεζας συνεπάγεται τον διαχωρισμό της σε «καλή» και «κακή» τράπεζα, κατά τα ελληνικά πρότυπα της Proton Bank και της ΑΤΕ, με διασφάλιση των καταθετών της μέχρι του ποσού των 100.000 € ανά καταθέτη και την απορρόφηση της «καλής» Λαϊκής από την Τράπεζα Κύπρου, στο πλαίσιο εξυγίανσης και αναδιάρθρωσης των δύο τραπεζών. Η δε τράπεζα Κύπρου θα ανακεφαλαιοποιηθεί ώστε οι δικαιούχοι λογαριασμών μέχρι του ποσού των 100.000 ευρώ να προστατευθούν, σύμφωνα και με τη σχετική νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ενώ για ποσά άνω των 100.000 € η τελική απομείωση ή «κούρεμα» που προκρίνεται βρίσκεται σε υψηλότερα επίπεδα αυτής που εγκρίθηκε στο τελικό σχέδιο διάσωσης και θα γίνει σε δύο φάσεις, ενώ  αρχικά το «κούρεμα» προβλέπεται να ανέλθει σε ποσοστό της τάξης του 37,5%.
Η Κύπρος αποτελεί την πρώτη χώρα της Ευρωζώνης στην οποία εφαρμόζεται μια συνταγή, για την οποία εγείρονται ισχυρές αμφιβολίες αναφορικά με την αποτελεσματικότητά της στη διασφάλιση και την ενίσχυση του κοινού νομίσματος και την επακόλουθη συνοχή που απορρέει από τη συμμετοχή της χώρας στο κοινό νόμισμα. Μέχρι στιγμής και μόνο στο άκουσμα της υιοθέτησης παρόμοιας στρατηγικής και σε άλλες χώρες της Ε.Ε. καταγράφονται ισχυρές τάσεις υποτίμησης του ενιαίου νομίσματος. Επιπλέον, η περαιτέρω ανακατανομή του πλούτου μεταξύ Βορείων και Νοτίων χωρών της Ε.Ε., σε βάρος των δεύτερων, οδηγεί περαιτέρω σε de facto άνοδο του κόστους κεφαλαίου στον Ευρωπαϊκό Νότο έναντι του Βορρά, με έμμεσο εξαναγκασμό του Νότου να αυξήσει τα επιτόκια καταθέσεων σε ακόμη υψηλότερα επίπεδα σε σχέση με τα αντίστοιχα του «ασφαλούς» και πλούσιου Βορρά (βλέπε Γερμανία), διαβαθμίζοντας δυσανάλογα και τον αναλαμβανόμενο κίνδυνο.

Κύπρος και νέα πραγματικότητα
Εχουν τεθεί με τρόπο απολύτως καθοριστικό νέα δεδομένα στην Κύπρο, που επηρεάζουν άμεσα και έμμεσα την Ελλάδα. Ως προς τις άμεσες επιπτώσεις, το σημαντικότερο πρόβλημα που δημιουργείται στο νησί είναι ο κίνδυνος ρευστότητας καθώς στο τοπικό τραπεζικό σύστημα υπάρχει εφαρμογή περιοριστικών μέτρων στις τραπεζικές συναλλαγές, με σκοπό την αποφυγή ενός bank run. Η επιβολή ημερήσιου ορίου αναλήψεων των 300 € και οι ελεύθερες μεταφορές χρημάτων για εμπορικές συναλλαγές μέχρι του ποσού των 5.000 € ανά ημέρα και ανά κάτοχο λογαριασμού είναι γεγονός. Οι μεταφορές ωστόσο χρηματικών ποσών που αφορούν σε εμπορικές συναλλαγές άνω  των 5.000 € υπόκεινται στην έγκριση ειδικής επιτροπής που συστήθηκε από τον υπουργό Οικονομικών. Τα παραπάνω δημιουργούν έναν ασφυκτικό κλοιό στην καθημερινή λειτουργία των πάσης φύσεως οικονομικών και εμπορικών συναλλαγών στο νησί, που θα επηρεάσουν με τρόπο άμεσο την Ελλάδα, η οποία αποτελεί σημαντικό οικονομικό εταίρο και εξαγωγέα στην περιοχή.
Από την άλλη πλευρά, η λειτουργία των κυπριακών τραπεζών στην Ελλάδα καθορίζεται πλέον από τη συμφωνία εξαγοράς τους από τον Ομιλο της Τράπεζας Πειραιώς, δημιουργώντας μια σαφή αναδιάταξη στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Το νέο δεδομένο αυτό συμβάλει στη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος, καθώς «εξασφαλίζονται» οι καταθέσεις των Ελλήνων σε αυτές, ενώ διευθετείται ένα πρόβλημα που θα μπορούσε να δημιουργήσει βραχυπρόθεσμα εστία επιμόλυνσης και του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Επιπλέον, από τις ανακοινώσεις των ελληνικών «συστημικών» τραπεζών (Εθνική, Alpha Bank, Eurobank και Τράπεζα Πειραιώς) που βγήκαν στη δημοσιότητα προκύπτει ότι οι άμεσες επιπτώσεις από την εξέλιξη της κυπριακής κρίσης είναι σε κάθε περίπτωση διαχειρίσιμες, υπό την έννοια ότι η έκθεσή τους στην Κύπρο δεν βρίσκονταν σε «επικίνδυνα» και απαγορευτικά επίπεδα.
Εκείνο που διαφαίνεται, ωστόσο, να επηρεάζει περισσότερο τις εξελίξεις σε επίπεδο οικονομίας μεταξύ των δύο χωρών είναι μια αναδιαμόρφωση στο γεωπολιτικό status της περιοχής, στο οποίο πολιτική και στρατηγική εμπλέκονται ενεργά και καθοριστικά στις εξελίξεις της επόμενης ημέρας. Το τελευταίο διάστημα είχαμε μια ανατροπή συσχετισμών καθώς ενισχύεται ο ρόλος της Τουρκίας, σε βαθμό τέτοιο που να απαιτείται εγρήγορση και συνεχή παρακολούθηση των εξελίξεων και από τις δύο χώρες. Από στρατηγικής άποψης, η ακολουθούμενη πολιτική τόσο σε γεωπολιτικό όσο και οικονομικό επίπεδο Ελλάδος και Κύπρου αποτελούν συγκοινωνούντα δοχεία, λαμβάνοντας υπόψη τα ισχύοντα δεδομένα. Η θωράκιση της οικονομίας της Ελλάδος, μέσω και της ανάταξης του τραπεζικού της συστήματος, με την ταχεία ανακεφαλαιοποίησή του, συντείνει καθοριστικά στην αναστροφή της χώρας και στην επάνοδό της σε πορεία ανάπτυξης, που θα συμβάλει θετικά και στην ταχύτερη επούλωση των πληγών της σοβούσας από την οικονομική κρίση Κύπρου.

Ανακεφαλαιοποίηση          των ελληνικών τραπεζών
Πέραν από τις όποιες συνέπειες της Κυπριακής κρίσης υπάρχει και η επιτακτική πραγματικότητα για συνέχιση των προσπαθειών ανάταξης της Ελληνικής οικονομίας. Η διασφάλιση της εγχώριας χρηματοπιστωτικής σταθερότητας είναι ένας από τους τρεις βασικούς πυλώνες τόσο του πρώτου όσο και του δεύτερου μνημονίου που συμφωνήθηκε με την τρόικα, ενώ τα άλλα δύο είναι η αποκατάσταση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας και η δημιουργία μιας σταθερής βάσης για την επιστροφή της χώρας σε βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη, μέσω της υλοποίησης φιλόδοξων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Σε αυτές τις γραμμές, η ολοκλήρωση ενός σημαντικού σχεδίου ανακεφαλαιοποίησης για το εγχώριο τραπεζικό σύστημα αποτελεί σημαντικό σημείο αναφοράς στο πλαίσιο των διαρθρωτικών αλλαγών και θεωρείται ότι είναι μια βασική προϋπόθεση για τη σταδιακή αποκατάσταση των εγχώριων οικονομικών συνθηκών.
Για την Ελλάδα, ο μηχανισμός ανακεφαλαιοποίησης των Πιστωτικών Ιδρυμάτων (Π.Ι.) αποτελεί ζήτημα καίριας σημασίας για την πραγματική μεταστροφή του οικονομικού κλίματος στην αγορά και τη σταδιακή επάνοδο σε βιώσιμα επίπεδα. Η διαδικασία της ανακεφαλαιοποίησης του ελληνικού τραπεζικού συστήματος αποτελεί εργαλείο για την παροχή ρευστότητας στην πραγματική οικονομία, την ενίσχυση της απασχόλησης και τη βιωσιμότητα της αγοράς. Το κράτος, ως εργοδότης αργά ή γρήγορα πρέπει να μειώσει το μέγεθός του, ανακατανέμοντας τους παραγόμενους εθνικούς πόρους, με τρόπο ορθολογικότερο.
Οι συστημικές τράπεζες που συμμετέχουν στην ανακεφαλαιοποίηση και ενισχύονται κεφαλαιακά από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ), θα τεθούν μεταξύ των άλλων και υπό αυστηρή εποπτεία σε θέματα πιστοδοτήσεων και αναδιάρθρωσης των χαρτοφυλακίων τους καθώς και της λειτουργίας τους. Ο δρόμος αυτός δεν θα είναι ούτε απλός ούτε χωρίς απώλειες. Η επίβλεψη και παρακολούθηση της διαχείρισης του δανειακού χαρτοφυλακίου αποτελεί απαίτηση της τρόικας και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, καθώς το ΤΧΣ θα μπορεί να ασκεί βέτο στις διοικήσεις των τραπεζών ανεξαρτήτως του ιδιοκτησιακού τους καθεστώτος (δημοσίου ή ιδιωτικού). Είναι αλήθεια, ότι τα ελληνικά  (Π.Ι.) εγγράφουν σήμερα αυξημένες προβλέψεις, λόγω της σημαντικής αύξησης των μη εξυπηρετούμενων δανείων τους. Επιπλέον, σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και η αγορά ακινήτων στη διαμόρφωση των παραπάνω εξελίξεων. Και αυτό διότι η πτωτική πορεία στις εμπορικές αξίες των ακινήτων, ιδιαίτερα των ακινήτων που είναι αποδεκτά ως διασφαλίσεις από την Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), έχει συμπαρασύρει το τραπεζικό σύστημα σε μείωση των εγγεγραμμένων εμπράγματων αξιών έναντι δανειοδοτήσεων, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται διασφαλιστικά «πιστωτικά κενά» στα δανειακά χαρτοφυλάκια των Π.Ι. Αυτό έχει ως συνέπεια τον επηρεασμό επί τα χείρω στους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των Π.Ι. και την επιπλέον κεφαλαιακή τους ενίσχυση, για την κάλυψη των απαιτήσεων του ρυθμιστικού πλαισίου. Παρά ταύτα, στο νέο διαμορφούμενο τοπίο, ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας παραμένει στο υψηλό ποσοστό του 9%, που φανερώνει ότι οι τράπεζες αυτές, θα παραμείνουν ασφαλείς και με επάρκεια κεφαλαίων. Ωστόσο, αποτελεί πραγματική πρόκληση για τις διοικήσεις τους η βελτίωση της πραγματικής ρευστότητας στην αγορά, όταν αυτή εμφανίζει ολοένα και περισσότερα σημάδια ασφυξίας.
Βέβαια, η άντληση ρευστότητας από τις συστημικές τράπεζες, μέσω της αύξησης του μετοχικού τους κεφαλαίου μέχρι τα μέσα Ιουνίου 2013, δίνει επιπλέον τη δυνατότητα να διατηρήσουν και τον ιδιωτικό τους χαρακτήρα, καλύπτοντας το 10% της ίδιας συμμετοχής στην αύξηση των απαιτούμενων κεφαλαίων τους. Η ΤτΕ έχει άλλωστε ξεκαθαριστεί ότι θα παρέχει ρευστότητα στο σύστημα από τον μηχανισμό παροχής έκτακτης ρευστότητας (Emergency Liquidity Assistance – ELA).
Ωστόσο, σημαντικό ζητούμενο παραμένει το ποσοστό συμμετοχής των ιδιωτών μετόχων στις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου των συστημικών τραπεζών, καθώς αποτελεί κλειδί στις εξελίξεις της ανακεφαλοποίησής τους. Οσο μεγαλύτερη η συμμετοχή των ιδιωτών στην αύξηση μετοχικού κεφαλαίου τους, τόσο και περισσότερο «διευκολύνεται» η εξαγορά της συμμετοχής του κράτους σε αυτές σε μελλοντικό χρόνο, με την αποπληρωμή των αντλούμενων κεφαλαίων προς το ΤΧΣ και την πλήρη ανάκτηση του ελέγχου τους από ιδιώτες.

*Distinguished Research Professor, Audencia School of Management
 Ακαδημαϊκός, Royal Academy of Economics and Finance Sciences of Spain

**μέλος του Εργαστηρίου
 Συστημάτων Χρημ/κής Διοίκησης
του Πολυτεχνείου Κρήτης


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα